Προηγούμενο

Ξύπνησα νιώθοντας πως κοιμόμουν πάνω σε πάγο· πλήρης απώλεια αισθήσεων πέραν του κρύου που με περιέβαλλε. Πάλεψα για να ανοίξω τα μάτια μου, να δω που είμαι, που κοιμήθηκα, που ξύπνησα. Δεν τα κατάφερα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι γίνεται γύρω μου. Προσπάθησα να γυρίσω πλευρό και κάτι μ’ εμπόδιζε. «Παγκάκι» σκέφτηκα και το πίστεψα. Απόλυτη ησυχία γύρω μου. Δεν ήξερα τι μου γίνεται. Πανικός. «Μπορεί να έχω πεθάνει μαλάκα μου» σκέφτηκα κι ανακουφίστηκα με την ιδέα του θανάτου. Κατάφερα να ανοίξω τα μάτια και να δώ.

Κοιμόμουν στο δωμάτιό μου, στο πάτωμα, με τα ρούχα που φορούσα εκείνη ή την προηγούμενη ημέρα. Ακόμη και τα παπούτσια φορούσα. Για κάποιον λόγο που δεν γνωρίζω, είχα πετάξει ένα πάπλωμα κι είχα τυλιχτεί με μια χοντρή κουβέρτα. Ούτε τι ώρα είναι δεν μπορώ να καταλάβω. Νύχτα βλέπω απ’ τις τρύπες του παντζουριού. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έγινε το προηγούμενο βράδυ. Ούτε τα τσιγάρα μου δεν μπορώ να βρω, ούτε το κινητό μου, ούτε τα γυαλιά μου. Τίποτα.

Σηκώθηκα να κατουρήσω. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου και είδα έναν άνθρωπο κομμάτια. «Σαν να σε πάτησε τραίνο» μουρμούρισα στο είδωλό μου. Πηγαίνοντας προς το σαλόνι πάτησα κάτι. Κοίταξα στο πάτωμα. Κομμάτια πλαστικού. «Το κινητό ρε μαλάκα!» αναφώνησα βλέποντας ό,τι απέμεινε από το κινητό μου.  Ύστερα ήρθαν οι εικόνες. Το ‘σπασα τα ξημερώματα μέσα σ’ ένα παροξυσμό οργής, μίσους και αλκοολικού παραληρήματος. «Καταπληκτικά. Φανταστικά. Υπέροχα» σκέφτηκα μισογελώντας. Με ήξερα. Έψαξα να βρω το εναπομείναν κινητό για να πάρω την κάρτα, να την βάλω σε μια παλιά συσκευή, να ενημερώσω τα κουμπάρια μου πως είμαι καλά. Γύριζαν όλα στο μυαλό μου. Σκάλωσα κοιτάζοντας την πόρτα. «Το παλιό το νούμερο, νούμερο, να το ξεχάσεις» μονολόγησα πριν πάρω τσιγάρα και κλειδιά και φύγω από το σπίτι.

Κόλλησα. Έπρεπε σώνει και καλά να πάρω καινούριο αριθμό και αυτό ακριβώς θα έκανα. Πέρασα απ το γνωστό τυροπιτάδικο που μ’ ήξεραν. Δεν με ρώτησε ο ψηλός αν ήπια, απλώς γέλασε όταν του ‘πα να βάλει μια με κρέμα. Ένιωθα πως όλο μου το κορμί ξερνούσε αλκοόλ. Πονούσα και μέσα μου, κάτω από τον ανυπόφορο πόνο, υπήρχε ένα απερίγραπτο κενό. Σκάλωσα στην βιτρίνα ενός μαγαζιού, την κοίταζα σαν χαμένος. Μπήκα μέσα για να πάρω κάτι κι ύστερα βγήκα, δεν ήξερα τι ήθελα. Τα «καλή χρονιά» έδιναν κι έπαιρναν στον δρόμο. Δεν είχε ξεκινήσει καλά η δική μου χρόνια. Καθόλου καλά. «Δυστυχισμένο το 2001, Βασίλη» είπα στον εαυτό μου την ώρα που προσπαθούσα να φάω, περπατώντας προς το άγνωστο.

Έναν καφέ είχα ανάγκη για να έρθω στα ίσια μου. Πήγα στην τρελή την φιλενάδα μου που ‘ξερα πως δουλεύει. «Δεν το θέλω το νεράκι ρε φιλενάδα, σκουριάζει» της είπα κι έβαλε τα γέλια. Είχε παλιώσει η ατάκα κι όμως την συνέχιζα. «Πάλιωσε η ατάκα, πάλιωσες κι εσύ» μουρμούρισα καθώς περίμενα να πάρω τον καφέ. Ύστερα πήρα την απόφαση. Έπρεπε να σταματήσω την ατάκα και να σταματήσω κι εσένα.

Έφυγα με τον καφέ στο χέρι κι έψαξα για ψιλικατζίδικο, ήξερα πως ο κοντός θα το ‘χε κλειστό πρωτοχρονιάτικα. Έπρεπε να πάρω καινούριο αριθμό και να αρχίσω μια καινούρια ζωή. Με σιχάθηκε η ψυχή μου, σιχάθηκε και την μίζερη, μέχρι χθες, ζωή μου. Είχα και τους φίλους που έκραζαν, φώναζαν, έβριζαν κι όντως είχαν δίκιο. Φώναζαν μέχρι και οι δικοί μου, τα ‘λεγαν στην αδερφή μου κι εκείνη μου τα μετέφερε. Εγώ στην μέση, περιτριγυρισμένος απ όλους, να σηκώνω στον εγωισμό μου στα λάθος άτομα, σε λάθος ώρες και στιγμές. Εγωισμό στα άτομα που μου έδιναν μια χείρα βοηθείας, που με τραβούσαν απ’ τα σκατά που κυλιόμουν. Αυτό έκανα. Χρωστούσα συγνώμες κι ευχαριστώ σε πολύ κόσμο. Ποτέ δεν τους είπα κάτι. Μέχρι κι εκείνη την στιγμή, την επώδυνη στιγμή της ευνειδητοποίησης, έβαζα το εγώ μου πάνω απ’ όλα.

Στην ανατολή του χρόνου, εγώ δεν είχα καταφέρει να δύσω ακόμη. Περίμενα, αδίκως, ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Αγαπούσα και πονούσα, έτσι γίνεται πάντοτε όταν υπάρχει αγάπη χωρίς ανταπόκριση. Πονούσα γιατί όταν έλεγα να φύγω, γινόταν πάντα κάτι που θα με τραβούσε πίσω. «Αλλάζει. Σήμερα αλλάζει».

Γυρνάει η κουβέντα στο μυαλό μου, μ’ άλλη τραβούσα καψούρες, μ’ άλλη κοιμόμουν, μ’ άλλη έμπλεξα κι ήθελα να κόψω. Κι ο καυγάς. Ο γαμημένος ο καυγάς το προηγούμενο βράδυ. «Στην ζωή μου, ρε, ορκίστηκες πως θα έρθεις να με βρεις κι όμως δεν ήρθες. Αυτό με καθιστά νεκρό. Νεκρό, ρε, για σένα! Μόνο που εγώ θα βγω από τον τάφο μου γι ακόμη μια φορά. Δεν πρόκειται να με ξανασκοτώσεις! Δεν θα σ’ αφήσω» μονολογώ. Τα λόγια που άναψαν τον καυγά.

Σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο και πήρα ένα λίτρο χυμό. Ένιωθα πως δεν είχα ενέργεια, πως μου ‘χε τελειώσει η μπαταρία και μου ‘χαν πάρει τον φορτιστή. Εκείνη που τον είχε ήταν σίγουρο πως δεν θα μου τον έδινε πίσω. «Δεν πειράζει ρε μαλάκα. Θα επιβιώσεις» είπα στον εαυτό μου. Ήθελα ν’ ανάψω τσιγάρο και το σκεφτόμουν. Μέσα στο hangover μ’ είχε πιάσει πάλει το «να το κόψω; να μην το κόψω;». Το ποτό κομμένο. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ούτε ένα ποτήρι από εκείνη την ημέρα. Ούτε για μένα, ούτε για κείνη, ούτε για την άλλη, ούτε για την παρέα, ούτε για κανένα. Έτσι είχα πει.

Δάκρυζα. Είχα αρχίσει να χάνω την αυτοσυγκράτησή μου. Καθάριες οι αναμνήσεις στο μυαλό, όσες δεν κατάφερε να σκοτώσει το αλκοόλ. «Γιατί ρε Λένα; Γιατί να με σκοτώσεις για άλλη μια φορά;» ψέλισα περνόντας κάποιο δρόμο. «Φλάς ζώο!» ούρλιαξα σ’ έναν καγκουροδοηγό που δεν νοιαζόταν αν κάποιος πεζός θα κατέληγε στο καπό του. «Πάτα με κι εσύ να τελειώνουμε, γαμώ» φώναξα κουνώντας το χυμό μου. Πέρασα απ’ τη γέφυρα που αράζαμε μικροί. Ανέβηκα πάνω και κοίταξα τις γραμμές. Με σκοτωνε ο αστιγματισμός, τα γυαλιά μου δεν τα βρήκα και τους φακούς είχα να τους φορέσω καιρό, σίγουρα θα ‘χαν λήξει. Χάθηκα για λίγο. Χαμένος στους δρόμους ήμον εκείνη την πρωτοχρονιά. Χαμένος απ’ την ζωή μου.

Νόμιζα πως είναι καλοκαίρι, δεν κρύωνα, άσχετα με το αν είχε ξημερώσει η πρώτη μέρα ενός νέου χρόνου. Πίστευα πως χάραζε κι η ώρα ήταν έξι το απόγευμα. Παράτησα την γέφυρα και συνέχισα το άσκοπο περπάτημα σαν την άδικη κατάρα σ’ ένα δρόμο που είχα κάνει αμέτρητες φορές. Αμέτρητα βράδια που έγραψα άπειρα χιλιόμετρα με το μυαλό να γυρίζει στις δώδεκα χιλιάδες στροφές το λεπτό. Περπατούσα και νόμιζα πως θα καταρρεύσω χωρίς να υπάρχει κανείς εκεί για να με μαζέψει. Επιλογή μου ήταν να τους αφήσω όλους έξω από την ζωή μου.

Πρώτη φορά περπατούσα χωρίς να έχω πάνω μου το κινητό. Πρώτη φορά αισθανόμουν πραγματικά ελεύθερος και χαοτικά μόνος. Βρήκα ένα παγκάκι, κάθισα κι άναψα τσιγάρο. Αναγούλιασα με την πρώτη τζούρα. Το φτύσα μακριά και σηκώθηκα. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει στα όριά της, φοβήθηκα πως θα εκραγεί στους διακόσιους είκοσι παλμούς. Προσπέρασα ακόμη και το αμήν εδώ και πολύ καιρό κι ακόμη είχα κουράγια. Δεν την έκανα την αναστροφή ποτέ. «Μηπως ήρθε η ώρα;» είπα κι επιτάχυνα το βήμα μου. Προσπέρασα γνωστούς κι ανταλλάξαμε ευχές. «Σκατά είσαι Βασίλη, καλή χρονιά κι όλα. Κόφ’ το ρε φίλε το ρημάδι».

«Κόβεται ρε φίλε;» ρώτησα χαμογελώντας.

«Κι όμως, ναι, κόβεται. Η μόνη κακιά συνήθεια που κόβεται εύκολα».

«Καλή χρονιά ρε»

«Καλή χρονιά φευγάτε»

Όντως. Η μόνη κακή συνήθεια που δεν κατάφερα να κόψω ήταν εκείνη. Ένα μόνιμο καρκίνωμα μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου που δεν έλεγε με τίποτα να φύγει. Θα ήταν πάντοτε εκεί κάποια για να το ανανεώσει. Όχι ακριβώς αυτή, μα η σκέψη της. Έπρεπε να υπάρχει, να το διαιωνίζω. Όχι πια. Μόνο μπροστά. Έπρεπε να αλλάξω ζωή, για μένα, για να νιώσω καλά, για να σταματήσω να γυρνάω σαν την άδικη κατάρα κάθε φορά που με σκότωνε και με τσάκιζε.

Το μυαλό δούλευε σπασμωδικά. Μόνο τα πόδια δεν σταματούσαν με τίποτα. Έφευγαν μόνα τους μπροστά, λίγο πιο γρήγορα τις στιγμές που δάκρυζα, μην τυχόν με πάρει κανένα μάτι. Σκυμμένο το κεφάλι σε μια προσπάθεια να μην δείξω το χάλι μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει εκείνο το απόγευμα ποιο ήμουν και μου φαινόταν πως όλοι μ’ ήξερα. Κατέβασα την μάσκα. Κουράστηκα πια να την φοράω. Τόσα χρόνια έπρεπε να μην δείχνω λυπημένος . Σταμάτησε κι αυτό να με νοιάζει. Βυθίστηκα σε μια απέραντη λίμνη θλίψης . Θυμήθηκα τις κουβέντες.

«Θα έρθεις να με βρεις, στο λόγο της τιμής σου; Ποιας τιμής ρε Λένα, δεν έχεις τιμή» είπα στο τηλέφωνο το προηγούμενο απόγευμα για να ακούσω ένα κοφτό «θα έρθω».

«Ορκίσου ρε» συνέχισα κι ορκίστηκε. «Στην ζωή σου ορκίζομαι, Βασίλη, θα έρθω». Ορκίστηκε στην ζωή μου και με σκότωσε.

«Σκατά» μονολόγησα μπαίνοντας σ’ ένα ανοιχτό ψιλικατζίδικο. Πήρα μια κάρτα, την έβαλα σ’ ένα παλιό κινητό και πήρα τηλέφωνο τον κουμπάρο μου.

«Καλά είσαι;» με ρώτησε μόλις άκουσε την φωνή μου.

«Σκατά είμαι. Την μηχανή την έχεις εσύ;»

«Δεν θυμάσαι ε;»

«Αποσπασματικά και, μαλάκα Βαγγέλη, μην μ’ αρχίσεις. Πραγματικά δεν έχω διάθεση».

«Ρε συ φευγάτε…».

«Ασε τα φευγάτε και τις μαλακίες. Διέγραψε και το παλιό νούμερο. Σώσε αυτό. Θα περάσω κάποια στιγμή να πάρω το μηχανάκι. Λε πουλέ προς το παρόν»

«Βασίλ-» κατάφερα να ακούσω πριν κλείσω το τηλέφωνο. «Δε γαμιέσαι ρε Βαγγελάκη κι εσύ, να πούμε, κι εγώ μαζί που κάθομαι και σας ακούω; Ξαναβρές τα με την Χριστίνα, ξαναβρές τα με την Έλενα, ξαναβρές τα με την Μελίνα… Στο διάολο ρε» είπα στο κλειστό κινητό.

Ήθελα να κλειστώ στο σπίτι και να μην δω κανέναν. Να γράψω. Πάντα έγραφα στα δύσκολά μου για να ξεφύγω. Γύρισα στο μπάχαλο. Το σαλόνι ήταν ένα χάος από την χθεσινή κατάληξη του ρεβεγιόν. Σπασμένα ποτήρια, τραβηγμένα χαλιά, λερωμένοι καναπέδες. Το χέρι μου μελανιασμένο απ’ τις μπουνιές που μ’ έδωσε το κουμπαράκι μου. Έπεσα στον καναπέ κι έβαλα τα κλάματα για μία και μόνη στιγμή. Παράταιρο κλάμα. Δεν μπορούσα να κλάψω. Είχα ξεχάσει πως γίνεται. «Σκατά ρε, όλα σκατά» ψέλισα κι ύστερα έφυγα απ’ το σπίτι. Πίσω στους δρόμους. Πίσω στο πουθενά. Σμπαράλια όλα μέσα μου γιατί πίστεψα σε λόγια.

Έφερα ένα γύρω το τετράγωνο και γύρισα σπίτι αποφασισμένος να κλειστώ μέσα. Κλειστά τα πάντα, ούτε τηλεόραση, ούτε ράδιο, ούτε υπολογιστής, ούτε κινητό. Μόνο αλκοόλ είχα στο σπίτι κι αυτό το ‘χε σιχαθεί η ψυχή μου. Πήρα χαμπάρι πως όλα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν όνειρο. Συνέβησαν. Αυτό ήταν το ζόρι μου. Ότι όλα αυτά που γύριζαν στο κεφάλι μου έγιναν. Ήταν η δική μου σκληρή πραγματικότητα.

Παραμονή πρωτοχρονιάς, έξι και κάτι το απόγευμα. Εικοσι πέντε ώρες και κάτι πίσω. Το τηλέφωνο απ’ τον κουμπάρο. «Θα έρθει και η Λένα το βράδυ στο ρεβεγιόν, κοίτα ρε μαλάκα να τα ξαναβρείτε, σ’ αγαπάει πραγματικά το Λενάκι»

«Εγώ εδώ κι η Λένα στο Σαράγεβο, ρε, πας καλά;»

«Φευγάτε κατάλαβες τι λέω».

«Μάστορα, χέσε με, δεν πείθομαι. Το συζήτησα ήδη μαζί της, τρείς φορές μέσα στον Δεκέμβριο. Δεν μας έβγαλε πουθενά. Και το γαμημένο το «μαζί» κράτησε μια βδομάδα. Τι να βρούμε;»

«Ρε πασά μου, την χώρισες επειδή δεν μπόρεσε να έρθει στον αρραβώνα του Άκη, επειδή της έτυχε κάτι και σε κρέμασε; Πας καλά; Σοβαρέψου. Δώσε ακόμη μια ευκαιρία»

«Αν έρθει θα το συζητήσουμε».

«Καλώς»

«Το νού σου ρε, θα έρθω κατά τις δέκα»

«Σε περιμένουμε Μπίλ».

«Μιλάμε»

Ύστερα κάθισα κι έγραψα την τελευταία καληνύχτα. Το κοίταξα δέκα φορές μέχρι τις εννιά. Κοίταξα το ρολόι του υπολογιστή, έτρεξα στο μπάνιο κι ετοιμάστηκα σαν τον ταρζάν για να μην χάσω το ρεβεγιόν. Καβάλησα την μηχανή και πήγα στους κουμπάρους. Εμείς κι εμείς θα ήμασταν. Πέντ’ – έξι άτομα όλοι κι όλοι. Οι περισσότεροι δούλευαν κι όσοι δεν δούλευαν είχαν ξεμακρύνει. Περίμενα την Λένα και δεν ήξερα γιατί την περίμενα.

Σκάσαμε την σαμπάνια στις δώδεκα. Ήδη είχαμε γίνει φέσια. Με πήρε τηλέφωνο η Λίλιαν. Ψυχάρα αυτό το κορίτσι. «Τι έγινε μικρέ; Μίλησες με την πρώην;» με ρώτησε γελώντας και θυμάμαι πως της απάντησα ότι ορκίστηκε στην ζωή μου πως θα έρθει να με βρει. Είχαμε μιλήσει κάποια στιγμή ενώ έγραφα.

«Ήπιες, Βασίλη;»

«Όχι ρε, τι ήπια; Ακους εκεί ήπια! Πες ρε Βαγγελάκο, ήπιαμε ρε φίλε;»

«Αστο, κατάλαβα, δεν ήπιες απλά»

«Καλή χρονιά κοριτσάρα»

«Καλή χρονιά μικρέ».

Κατά τις τρείς πρέπει να ήρθε το μήνυμα πως θ’ αργούσε η Λένα. Μετά ήρθε ακόμη ένα, από έναν παλιό γνωστό. Μαζί με το χρόνια πολλά μου ήρθε και η πληροφορία πως η Έλενα ήταν με κάποιον άλλο, χαμουρευόταν σε κάποιο μαγαζί στο κέντρο. Διαλύθηκε το είναι μου εκείνη την στιγμή. Την κοροϊδία δεν άντεξα. Αναθεμάτισα το άπαν σύμπαν κι έφυγα. Είχα προνοήσει να πάρω και το δεύτερο κλειδί της μηχανής γιατί ήξερα πως το πρώτο θα το καβάτζωνε ο κολλητός για να μην φύγω πιωμένος. Προφασίστηκα πως ήθελα να πάρω λίγο αέρα, βγήκα απ’ το σπίτι, καβάλησα την μηχανή κι έφυγα. Πήγαινα να την βρω.

Κακήν κακώς την έβγαλα από το μαγαζί. Ούτε και που θυμάμαι τι της έσουρα. «Ω, Θεε, πόσο ξεφτιλίκι;» μονολόγησα δακρύζοντας καθώς ξαναζούσα την σκηνή. Εγώ κι η Λένα στην μέση του δρόμου, εγώ να βρίζω, εκείνη να παρακαλάει, ο κόσμος γύρω να κοιτάει.

«Έχεις την εντύπωση ρε, πως είμαι η τελευταία πουτάνα του πεζοδρομίου;» θυμάμαι να ουρλιάζω μα δεν άκουσα την απάντησή της. «Σου μιλάω ρε! Έχεις την εντύπωση πως είμαι πουτάνα;»

«Βασίλη, όχι. Όχι. Πραγματικά όχι».

«Γιατί με γαμάς έτσι τότε ρε;»

«Συγγνώμη…»

«Στην ζωή μου, ρε, ορκίστηκες πως θα έρθεις να με βρεις κι όμως δεν ήρθες. Αυτό με καθιστά νεκρό. Νεκρό, ρε, για σένα! Μόνο που εγώ θα βγω από τον τάφο μου γι ακόμη μια φορά. Δεν πρόκειται να με ξανασκοτώσεις! Δεν θα σ’ αφήσω! Μαλακισμένο πλάσμα, στην ζωή μου ορκίστηκες!»

Δεν πρόλαβε να πει δεύτερη συγνώμη. Την έφτυσα, με χαστούκισε, την έριξα κάτω κι έφυγα. Καβάλησα την μηχανή και βγήκα στην εθνική. Σμπαράλια όλα στο μυαλό μου. Κομμάτια πήγαινα, όσο πήγαινε ο δρόμος. Δεν ήθελα να πάω πουθενά κι όμως ήθελα να πάω παντού. «Γαμωωω!» ούρλιαξα κάποια στιγμή όταν είχα πιάσει πια τα διακόσια. Φρέναρα και γύρισα πίσω. Πίσω στην παλιά μου γειτονιά, πίσω στις αναμνήσεις μου. Πίσω εκεί που ερωτεύτηκα και σκοτώθηκα. Ήθελα να δω την Λίνα. Μετά δεν ήθελα. Έπιασα το παγκάκι μας. Έβγαλα το κινητό που βαρούσε σαν δαιμονισμένο. Κλήσεις, κλήσεις, κλήσεις αναπάντητες. Με έψαχναν όλοι. Βαγγέλης, Μαρία, Έλενα, Λίλιαν, χαμός.

«Ανησυχώ, πάρε τηλέφωνο. Θέλω να σε δω αύριο και όχι σε φέρετρο» μου έγραφε η Λίλιαν. Την πήρα.

«Βασίλη μου;» έκανε δειλά.

«Εγώ, κορίτσι μου, κουράστηκα να τραβάω το σχοινί. Το έκοψα σήμερα. Από αύριο μπροστά. Μόνο μπροστά» της είπα ενώ κλαψούριζα.

«Που είσαι παλικάρι μου; Να έρθω να σε βρω;»

«Στο πάρκο μου. Θα πάω σπίτι μου. Δεν θέλω να σου χαλάσω την βραδιά. Πέρνα καλά. Αυτό θέλω. Να περνάς καλά. Να σε βλέπω να γελάς. Θα πάω σπίτι» της είπα πριν το κλείσω απότομα και καβαλήσω την μηχανή.

Έφτασα σπίτι και ήδη με περίμεναν από κάτω οι κουμπάροι μου. Καθίσαμε στο σαλόνι. Δεν μιλούσε κανείς. Άρχισε σε κάποια φάση να με ψέλνει ο Βαγγέλης. Μαλώσαμε. Ύστερα ήρθε το μήνυμα. «Σ’ αγαπάω. Μου λείπεις». Πήρα φόρα και βρόντηξα το κινητό στον τοίχο. Το κομμάτιασα. Δεν πρόλαβαν να με κρατήσουν. Βούτηξα το σταθερό και πήρα στο σπίτι της. Το σήκωσε η μάνα της. Κάτι μου ‘πε. Θόλωσα.

«Από πουτάνα μάνα, πουτάνα κόρη βγαίνει μόνο!» ούρλιαξα στο σταθερό. Χάνονται μετά οι αναμνήσεις. «Μαλακισμένο τσουλί γαμώ το σπίτι σου!» θυμάμαι να λέω και να βουτάω τα κλειδιά της μηχανής.

«Που θα πας ρε ηλίθιε σε τέτοιο χάλι;» μου φώναξε ο Βαγγέλης.

«Θα της σπάσω το κεφάλι!»

«Κάτσε κάτω μωρέ!»

«Ρε άσε με, άσε με σου λέω, θα πεταχτώ να της ανοίξω το κεφάλι και θα γυρίσω»

«Βασίλη, σοβαρέψου ρε!»

«Γαμήσου ρε!»

Κενό. Όλα μαυρίζουν. Μόνο ο πόνος παραμένει και οι μώλωπες. Ναι, σίγουρα παίξαμε ξύλο. Βγάζω το κινητό. Τον αριθμό τον ξέρω απ’ έξω. «Θέλω να σε δω».

«Μπα! Τι έγινε, Βασιλάκη; Μας έφτυσε η Έλενα και θυμηθήκαμε πως υπάρχει και η Μελίνα κάπου;»

«Λίν-»

«Μη με λες Λίνα ρε ηλίθιε! Διακόσιες φορές στο έχω πει!» βρυχήθηκε στο τηλέφωνο.

«Μην φωνάζεις, πεθαίνω, διαλύεται το κεφάλι μου»

«Δεκάρα δεν δίνω. Τι θες;»

«Πείσμα;»

«Γιατί, μπέμπη, κι εσύ έτσι δεν κάνεις;»

«Μπέμπη;»

«Σε χαλάει;»

«Ωχου ρε Μελίνα, μεγάλωσε λίγο»

«Εγώ να μεγαλώσω ή εσύ που ‘θελες το χάραμα να πας να σφάξεις την Έλενα;»

«Τι έγινε; Δεν είναι εκεί ο ποζεράς να σ’ ακούσει και στάζεις χολή;»

«Τι έγινε; Χώρισες το Χριστινάκι σου που ‘θελες να το παντρευτείς και πήρες σβάρνα τις πρώην;»

«Άντε γαμήσου, Λίνα» της είπα με μένος πριν κλείσω το τηλέφωνο. Το μετάνιωσα αμέσως. Την πήρα ξανά. «Άντε γαμήσου Βασίλακη» μου ‘πε κοφτά πριν μου το κλείσει στα μούτρα. «Ωραία» μονολόγησα. «Πολύ, πολύ ωραία. Εξαίσια, καταπληκτικά, υπέροχα». Βρήκα τα γυαλιά, την παλιά την κάρτα του κινητού και κάτι κομμάτια μου στο σπίτι. Ξέθαψα ακόμη κι εκείνη την παλιά φωτογραφία με την Λίνα. Την γύρισα ανάποδα. «Μόνο Σήμερα, 27/3/1997». Στα γενέθλιά της. Η μόνη μας φωτογραφία. Μου καρφώθηκε στο μυαλό να την κάψω και να την σκίσω. Δεν μου πήγαινε η καρδιά όμως. Αναστέναξα. Βούτηξα τα κλειδιά κι έφυγα σαν κυνηγημένος. Πίσω στον δρόμο. Ήθελα παρέα. Είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Δεν άντεχα να μείνω σπίτι. Ένιωθα πως μύριζε το άρωμά της και σάλευε το μυαλό μου.

«Που είσαι ρε Βασίλη;» με ρώτησε αγριεμένα η Λίλιαν όταν την πήρα τηλέφωνο.

«Μη φωνάζεις, το κεφάλι μου είναι έτοιμο να κάνει μπαμ. Στο δρόμο είμαι. Θες παρέα;»

«Έλα απ’ το σπίτι» μου είπε πριν το κλείσει. Το έκοψα για το σπίτι της. Δεν ήταν μακριά. Ήταν σαν να με πήγαιναν μόνα τους τα πόδια μου.

«Πως είσαι έτσι χαζέ;» με ρώτησε όταν μου άνοιξε την πόρτα.

«Χάλια;»

«Χάλια; Μπροστά σου τα χάλια μοιάζουν με αριστουργήματα, Βασιλάκη»

«Δεν κόβεις την πλάκα;» της είπα πριν καθίσω στο τραπέζι της κουζίνας. Οι μόνες δύο καρέκλες του σπιτιού, υπήρχαν στην κουζίνα.

«Τι έγινε;» με ρώτησε κοφτά καθώς έφτιαχνε καφέδες.

«Τέλειωσαν τα ψέματα, τέλειωσε και η Έλενα και το παλιό το νούμερο να το ξεχάσετε όλοι. Γράψε το καινούριο».

«Τι έγινε;» με ξαναρώτησε με εκείνο τον μαμαδίστικο τόνο της.

«Μήνυμα έγινε. Πολλοί οι ρουφιάνοι σε τούτη δω την ζωή, κοριτσάρα. Πήγα, την βρήκα, την έβγαλα από το μαγαζί, τα είπαμε, δεν κατέληξα πουθενά, μία ευκαιρία ακόμα δεν είχα να δώσω. Με σκότωσε για τελευταία φορά. Τελείωσαν τα ψέματα, τελείωσαν όλα» της είπα πριν με πιάσει το παράπονο.

«Είσαι ηλίθιο, το ξέρεις;» μουρμούρισε προτού καθίσει στα πόδια μου και με αγκαλιάσει σφιχτά.

«Το ξέρω».

«Καλά κάνουμε και σε βρίζουμε;»

«Καλά κάνετε».

«Ο εγωισμός σου, Βασίλη, πήγε περίπατο;»

«Ο εγωισμός μου; Κατάλαβα πως τον σήκωνα μόνο για να προστατεύσω την Έλενα. Ποτέ εμένα, ποτέ τον εαυτό μου».

«Τι να σου πω, μικρέ;»

«Να κοιμηθώ εδώ;»

«Δεν μπορείς να γυρίσεις σπίτι, ε;» με ρώτησε χαμογελαστά καθώς με σήκωνε από την καρέκλα.

«Μου μυρίζει το άρωμά της».

«Της Έλενας;»

«Της Μελίνας».

Ξάπλωσε μαζί μου κι αναστέναξε. Λυπημένα με κοιτούσε. «Αφού, ρε χαζό, την αγαπάς, γιατί δεν ρίχνεις λίγο τα μούτρα σου να πας να της ζητήσεις μια συγνώμη;»

«Λίλιαν, δεν θα το συζητήσω ξανά».

«Εσύ το ανέφερες».

«Ξέχασέ το».

«Η Χριστίνα; Εμφανίστηκε καθόλου;»

«Δεν πρόκειται να εμφανιστεί η Χριστίνα».

«Μα είναι…»

«Δεν το ξέρει. Άφησέ το».

«Αγκαλιά θες;»

«Ναι».

Αποκοιμήθηκα. Έβλεπα την Μελίνα στον ύπνο μου κι εκείνο το βράδυ που κοιμηθήκαμε μαζί για πρώτη φορά. Σηκώθηκα την επόμενη μέρα το μεσημέρι, λουσμένος στον ιδρώτα. Βρωμούσα σαν πεθαμένος. Ξερνούσε το σώμα μου ό,τι αλκοόλ δεν είχε καταφέρει να μεταβολίσει.

«Ερείπιο σκέτο είσαι. Ηρέμησες καθόλου;» με ρώτησε αντί καλημέρας. Της χαμογέλασα και κάθισα δίπλα της, στην τεράστια μαξιλάρα που είχε στο σαλόνι. «Καφέ θες;» συνέχισε.

«Αν έχεις την ευγενή καλοσύνη, ναι» της απάντησα. Σηκώθηκε κι έφυγε για την κουζίνα και έπεσε το μάτι μου πάνω σ’ ένα σκίτσο που ήταν παρατημένο πάνω στο τραπέζι. «Ζωγραφίζεις;»

«Ενίοτε. Είναι ένας τρόπος για να βγάλω κάποια πράγματα από μέσα μου»

«Το έχεις, το ξέρεις;»

«Το έχω παρατήσει, αυτό ξέρω. Μόνο όταν δεν είμαι καλά το πιάνω»

«Σήμερα, δηλαδή, δεν είσαι καλά;»

«Ναι, Βασίλη, σήμερα δεν είμαι καλά. Δεν έχω διάθεση».

«Ούτε εγώ. Κοίτα με. Ένα απομεινάρι του εαυτού μου είμαι».

Γύρισε από την κουζίνα και με κοίταξε. Κάγχασε. «Δεν θα μπορούσες να το διατυπώσεις καλύτερα, μικρέ»

«Τι φτιάχνεις ακριβώς;»

«Εσένα»

«Μόνο εμένα δεν βλέπω εδώ» της είπα. Μου έφερε τον καφέ. «’Φχαριστώ ρε»

«Έχεις γυρισμένη πλάτη» συνέχισε πριν καθίσει δίπλα μου. Πήρε το χαρτί στα χέρια της και το κοίταξε λυπημένα. «Η μηχανή, το παγκάκι, ο Βασίλης με γυρισμένη την πλάτη, τα δέντρα και ο καπνός του τσιγάρου του».

«Σε ποιον έχω γυρισμένη πλάτη;»

«Σε όλους και όλα».

«Δεν γύρισα ποτέ την πλάτη μου».

«Μπορείς να μου πεις τι σκατά έγινε με την Έλενα και είσαι σε τέτοιο χάλι;»

«Αναστροφή έγινε» της απάντησα νωχελικά.

«Αναστροφή;» με ρώτησε κι ύστερα πήρε ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Άρχισε να σκιτσάρει γρήγορα. Άναψα τσιγάρο και κόλλησα το βλέμμα μου στο χαρτί. Έπαιρνε μορφή.

«Αναστροφή… Ξέρεις τι σημαίνει αναστροφή; Αναστροφή σημαίνει μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ανέβηκα στην μηχανή, έτρεχα πολύ και έκανα αναστροφή. Αν το δεις απ’ την πλευρά της φυσικής, ήταν ένα πολύ δύσκολο κόλπο, πάρα πολύ δύσκολο, δυνάμεις να σε τραβάνε από δω κι από κει. Αναστροφή και το μόνο που φοβόμουν τόσα χρόνια ήταν η αδράνεια. Εκείνη η δύναμη που υπάρχει παντού και πάντα. Φοβόμουν την αδράνεια και την αντίδρασή της, φοβόμουν να κάνω αναστροφή, έτρεχα πολύ και δεν μ’ έπαιρνε, έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Μα χθες το βράδυ αλλάξανε όλα. Έβλεπα ότι πλησίαζα σε τοίχο, με πολλά χιλιόμετρα, δεν μ’ έπαιρνε να το αφήσω άλλο, δεν υπήρχε πια φρένο, το ήξερα, το είχα δει. Μια ροδιά και μια στάμπα αίμα θα έμενε, στην άσφαλτο και στον τοίχο που έμελλε να είναι το τελευταίο μέρος που θα ξεκουραζόμουν. Ο χρόνος περνούσε σαν κάποιος να τον επιβράδυνε τόσο πολύ, που τα δευτερόλεπτα μου φαινόντουσαν σαν ώρες, και το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν η ρημάδα η αναστροφή. Ο τοίχος ερχόταν πιο κοντά, ή εγώ πήγαινα κατά πάνω του, δεν ξέρω πια τι απ’ τα δυο συνέβαινε. Το αλκοόλ μουδιάζει το μυαλό και τσακίζει τις αισθήσεις, μόνο ο πόνος μου είχε μείνει να νιώσω. Ο πόνος και ο επικείμενος θάνατος, το ήξερα, αν δεν έκανα αναστροφή, δεν θα γύριζα ποτέ πίσω. Θα γινόμουν ένα με τον τοίχο. «Ή τώρα ή ποτέ Βασίλη» είπα στον εαυτό μου, το επιχείρησα και φοβήθηκα, πραγματικά φοβήθηκα την ρημάδα την αναστροφή, ή που θα έπεφτα στον τοίχο με το κεφάλι ψηλά και το χέρι μου κοκαλωμένο στο φρένο, ή που θα έκανα τούμπες, σε κάθε περίπτωση ο τοίχος ήταν εκεί για να με περιμένει. Ξεκίνησα να βγάλω ένα κόλπο που κατά ενενήντα εννιά τοις εκατό θα απέβαινε μοιραίο. Όμως ποτέ δεν είδα ότι θα το κατάφερνα από κείνη την στιγμή που πάρθηκε η απόφαση να κάνω αναστροφή. Και τα κατάφερα, τα κατάφερα γαμώτο μου, την έκανα την αναστροφή…»

«Κλαίς;» με ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει.

«Φοβάμαι».

«Το παραλήρημά σου;»

«Εμένα».

«Και μετά την αναστροφή, τι;»

«Μετά; Μετά απλά δοκίμασα την ίδια τύχη που δοκίμασα στην αναστροφή, ήταν η στιγμή που ένιωσα τόσο ζωντανός, όσο δεν μου άξιζε, πήρα όλες τις ευχές απ’ όλους, σας είδα όλους μπροστά μου κι έφυγα. Αλκοόλ κι αδρεναλίνη, οδηγούσα σε πίστα, όχι σε πόλη».

«Μπορείς να αφήσεις λίγο την ποίηση, ή το παραλήρημα και να έρθεις στην πραγματικότητα;»

Της είπα την ιστορία. Της αφηγήθηκα όλα όσα κατάφερε να συγκρατήσει το μυαλό μου. Ώρα αργότερα, αφού τελείωσα, γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε. «Ξέρεις κάτι μικρέ;» μου είπε κρατώντας στα χέρια της το σκίτσο. «Ορίστε η αναστροφή σου».

«Απομεινάρι του εαυτού μου;» ρώτησα χαζεύοντας τον μηχανόβιο στο χαρτί.

«Απομεινάρι μέχρι και σήμερα. Μόνο σήμερα, έτσι δεν είχες πει;»

«Μόνο σήμερα. Από αύριο αλλάζουν όλα» της είπα και την πήρα αγκαλιά. Χαμογελούσε. Είχε καταλάβει κάτι που δεν θα μπορούσα να καταλάβω εκείνη την περίοδο.

Βγήκαμε, περπατήσαμε, φάγαμε έξω, συζητήσαμε, την άφησα στο σπίτι της κι έβαλα πλώρη για το σπίτι του κολλητού. Τελείωνε η Τρίτη και την επόμενη το πρωί δούλευα. Ακόμη κομμάτια ήμουν.

«Τα κλειδιά» είπα στον Βαγγέλη κοφτά όταν μου άνοιξε την πόρτα.

«Πες κι ένα καλησπέρα ρε φευγάτε» μου απάντησε.

«Τα κλειδιά, μάστορα, δεν έχω όρεξη για συζήτηση».

«Δεν στα δίνω αν δεν ακούσεις δυο – τρία πραγματάκια».

«Τελείωσε το παραμύθι παλιόφιλε. Τέρμα η Έλενα».

«Ωραία. Θα μ’ ακούσεις;»

«Όχι γιατί ξέρω που θα το πας. Δεν γυρνάω στην Χριστίνα. Τα κλειδιά».

«Ρε πασά μου…»

«Όχι».

«Ρε θα μ’ ακού-»

«Είπα όχι, μην με διαολίζεις. Τα κλειδιά. Δεν το ξαναλέω».

«Ωραία. Μισό» μου είπε και πήγε προς την κουζίνα του σπιτιού.

«Κουμπάρε, έχεις γράμμα» πετάχτηκε η Μαρία από μέσα.

«Απ’ το Λενάκι. Εμείς κόψαμε παρτίδες κι επαφές μαζί της μετά το πρωτοχρονιάτικο. Το έφερε το πρωί στην Μαρία. Κοιμόμουν, δεν της τα έψαλλα. Πάρ’ το κι αυτό και πάρε και τα κλειδιά σου»

Πήρα κλειδιά και γράμμα κι έφυγα. Βγήκα στο δρόμο, καβάλησα την μηχανή και γύρισα στο σπίτι. Αχούρι. «Αύριο τώρα» μονολόγησα πετώντας τα κλειδιά στο τραπεζάκι του σαλονιού. Έβαλα ξυπνητήρι και έπεσα σαν τσουβάλι στο κρεβάτι κι εκείνη την στιγμή ήμουν πεπεισμένος πως εκείνος ο ύπνος, θα ήταν ο ηρεμότερος ύπνος στην ζωή μου.

Κατεβάστε το ebook εδώ ή διαβάστε το επόμενο μέρος της ιστορίας

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: