Προηγούμενο

Κόντευε να βγει ο Μάρτιος με τις παραξενιές του, μια κρύο και βροχή, μια αφόρητη ζέστη. Είχε ξεφύγει το μυαλό του Βασίλη από τις αναστροφές και το παρελθόν του. Πότε κοιμόταν στο σπίτι του και πότε στης Λίλιαν. Δεν τους έλεγες σχέση γιατί δεν γούσταραν να βάλουν ταμπέλα σ’ όλο αυτό που είχαν. Δύο φίλοι, ίσως και παραπάνω, που περνούσαν μαζί τις μέρες και τις νύχτες τους. Έφευγαν τα σαββατοκύριακα με την μηχανή και έκαναν κοντινά ταξίδια. Ανάγκη του Βασίλη ήταν το να φεύγει από μια πόλη που τον έπνιγε.

«Μικρέ; Τι θα κάνεις;» ρώτησε στο τηλέφωνο εκείνο το μεσημέρι της Δευτέρας η Λίλιαν για να ακούσει τον Βασίλη να γελάει. «Θες να ‘ρθω να σε πάρω απ’ το σχολείο;»

«Θ’ αργήσεις;»

«Κοντά είμαι, στο τσακ – μπαμ θα ‘μαι εκεί».

«Άντε, περιμένω».

Πέντε λεπτά αργότερα ο Βασίλης καθόταν πάνω στην μηχανή, με το κράνος στα χέρια και την περίμενε. «Πως και τόσο νωρίς;» τον ρώτησε η Λίλιαν χαμογελαστά.

«Πες και μια καλησπέρα»

«Άσε τις καλησπέρες, Βασίλη, γιατί οι μαθητές μου χαλβαδιάζουν την μηχανή και οι μαθήτριές μου εσένα» του είπε καθώς ανέβαινε.

«Να κάψω λίγο λάστιχο δηλαδή;» την πείραξε.

«Γιατί; Θες να κάνεις μόστρα στις μικρές;»

«Φυσικά και όχι. Για να σχολιάζουν εσένα αύριο».

«Αν θες να με σχολιάζουν, κατέβα» του είπε κατεβαίνοντας και στάθηκε δίπλα του. «Άντε, κατέβα να την πάρω εγώ» επέμεινε.

«Ξέρεις;» ρώτησε σαστισμένα ο Βασίλης.

«Ξέρω; Να την πάρω;» του απάντησε με νάζι.

«Να σε δω» της είπε κοφτά κι έπειτα κατέβηκε από την μηχανή και της έδωσε τα κλειδιά. Ανέβηκε η Λίλιαν, φόρεσε το κράνος, την έβαλε μπροστά και περίμενε τον Βασίλη να καβαλήσει την μηχανή. «Ανέβα» του είπε κι εκείνος την υπάκουσε.

«Δεν το έχω, Βασίλη, φοβάμαι» μουρμούρισε η Λίλιαν.

«Το έχεις, κορίτσι μου, αρκεί να το πιστέψεις. Πίστεψέ το. Όπως έκανες κι εμένα να πιστέψω στον εαυτό μου. Φύγε» της είπε και η Λίλιαν έφυγε. Πίστεψε για μία και μόνη στιγμή ότι θα τα καταφέρει, ξεκίνησε κι ύστερα της έμεινε η πεποίθηση. Συνέχισε να φοβάται μα ο φόβος έσβηνε σταδιακά, όσο οδηγούσε προς το σπίτι της με συνοδηγό τον Βασίλη. Συνειδητοποίησε πως τα πόδια της έτρεμαν μόλις πάτησαν γη. Κατέβηκε ο Βασίλης και κατέβηκε κι εκείνη. Ύστερα έβαλε τα γέλια και η Λίλιαν τον στραβοκοίταξε.

«Γιατί γελάς, χαζέ;»

«Γιατί κατάπια την καρδιά μου» της απάντησε χαμογελαστά.

«Φοβήθηκες;» τον ρώτησε μπαίνοντας στην πολυκατοικία. Το ασανσέρ, παραδόξως ήταν στο ισόγειο. «Μετά από σας» της είπε ο Βασίλης ανοίγοντας την πόρτα.

«Φοβήθηκες;» επέμεινε η Λίλιαν ενώ πατούσε το κουμπί του τρίτου.

«Την ανάσα μου κρατούσα σε όλο το δρόμο»

«Τόσο χάλια το πήγαινα;»

«Όχι, κοριτσάρα. Εσύ μια χαρά πήγαινες»

«Τότε;»

«Είναι θέμα εμπιστοσύνης»

«Δηλαδή δεν μ’ εμπιστεύεσαι;»

«Σαν οδηγό; Μόνο τον εαυτό μου εμπιστεύομαι».

«Δηλαδή, δεν με εμπιστεύεσαι σαν οδηγό;»

«Την αλήθεια θέλεις;»

«Την αλήθεια».

«Δεν σ’ εμπιστεύομαι σαν οδηγό ούτε στην μηχανή μου, ούτε και στην ζωή μου»

«Γιατί ρε Βασίλη;» τον ρώτησε με παράπονο.

«Θα ανοίξεις την πόρτα την ρημάδα ή θα τα πούμε έξω από το σπίτι;»

Άνοιξε σιωπηλά την πόρτα η Λίλιαν και πέταξε τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Την στραβοκοίταξε ο Βασίλης. «Τι;» του έκανε.

«Εγώ το έχω γδάρει το δικό μου. Μην αντιγράφεις τις κακές μου συνήθειες»

«Μ’ αρέσει».

«Οι κακές συνήθειες του Βασίλη…» μουρμούρισε εκείνος και κάθισε στην μαξιλάρα. Άναψε τσιγάρο και κοίταξε το ταβάνι όταν είδε το ύφος της που προμήνυε κήρυγμα. «Και, για να ‘χουμε καλό ερώτημα, κύριε Βασίλη, με τις κακές σου συνήθειες, γιατί δεν μ’ εμπιστεύεσαι σαν οδηγό στην ζωή σου;»

«Ξέρεις τι δεν έχουμε εμείς οι δύο».

«Κοινό;»

«Το παίζεις χαζή;»

«Δεν το παίζω χαζή, χαζέ! Με μπερδεύεις!» του φώναξε.

«Η χημεία μας λείπει και το ξέρουμε και οι δύο» της απάντησε ήρεμα.

«Αυτό το συμπέρασμα από πού το έβγαλες;» ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια της.

«Κάτσε».

«Δεν θέλω».

«Κάτσε ρε κορίτσι μου».

«Αν δεν μου εξηγήσεις δεν κάθομαι πουθενά!» συνέχισε να φωνάζει η Λίλιαν. Την βούτηξε απ’ τη μέση και την έβαλε να καθίσει πάνω του.

«Άσε με ρε!»

«Αν δεν σ’ αφήσω τώρα ξέρω ότι θα κάνεις το λάθος και θα σηκώσεις το ξερό σου και να είσαι σίγουρη ότι θα γίνει πανικός σήμερα. Κάτσε εδώ και άκουσέ με, δεν χρειάζεται να φωνάξω».

«Βασίλη είναι η τελευταία φορά που σου λέω άσε με!»

«Δεν σ’ αφήνω!» φώναξε κι ο Βασίλης και είδε το πρόσωπό του να κυριεύεται από οργή. «Αν δεν καθίσεις να ακούσεις δυο πράγματα όπως θέλω εγώ, δεν πας πουθενά. Ακόμη κι αν χρειαστεί να πλακωθούμε στο ξύλο! Καταλαβαίνεις τι λέω ή να αρχίσω να βρίζω μπας και το νιώσεις λίγο;»

«Μην μου φωνάζεις εμένα!» του φώναξε κι εκείνη.

«Καλά. Εντάξει. Σήκω» της είπε και την άφησε. Δεν κουνήθηκε η Λίλιαν, μόνο απέμεινε εκεί να τον κοιτάζει. «Σήκω ρε, τελείωνε» άρχισε να φωνάζει ο Βασίλης.

«Γιατί;»

«Για να φύγω. Έχω κουραστεί με τις φωνές και τους καυγάδες στην ζωή μου. Μ’ έχει κουράσει η γκρίνια. Αφού δεν είσαι διατεθειμένη να ακούσεις ήρεμα κι ωραία, αφού το μόνο που νομίζεις πως μπορείς να κάνεις είναι να μουλαρώνεις και να φωνάζεις, σήκω από πάνω μου, να πάω σπίτι μου και να φωνάξεις όσο θέλεις».

«Σ’ ακούω Βασίλη. Μίλα, ηρέμησα».

«Η γαμημένη η χημεία μας λείπει! Ορίστε! Το βλέπεις τώρα;»

«Γιατί μου φωνάζεις τώρα;» τον ρώτησε με παράπονο.

«Γιατί κορίτσι μου, εγώ δεν είμαι κυκλοθυμικός σαν εσένα, δεν αρπάζω με το παραμικρό και δεν ηρεμώ εύκολα. Γι αυτό σου φωνάζω. Μήπως και καταλάβεις…»

«Να καταλάβω τι;»

«Το προαναφερθέν!»

«Τι εννοείς;»

«Άντε πάλι τι εννοώ. Δεν εννοώ κάτι. Το λέω ξεκάθαρα. Δεν σ’ αφήνω να οδηγήσεις την ζωή μου, γιατί δεν υπάρχει χημεία μεταξύ μας, ασχέτως των καταστάσεων που περνάμε μαζί. Ορίστε. Το κατάλαβες τώρα;»

«Εγώ το έχω καταλάβει εδώ και καιρό μικρέ. Αλλά δεν παύει να περνάμε καλά μαζί. Γιατί όμως αυτή η συζήτηση;»

«Καλά ρε Λίλιαν με δουλεύεις; Εσύ δεν με ρώτησες γιατί δεν σ’ εμπιστεύομαι;»

Γύρισε και κοίταξε τον χώρο η Λίλιαν κι ένιωσε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Όλα ήταν ίδια κι όμως της φαινόταν όλα τόσο διαφορετικά μετά από εκείνη την συζήτηση. Είχε αρχίσει να τρέφει συναισθήματα για τον Βασίλη, όσο κι αν ήξερε πως δεν υπήρχε μεταξύ τους χημεία και πως δεν θα κατέληγαν πουθενά. Ίσως να έφταιγε το ότι ήταν ο εαυτός του. Σίγουρα έφταιγε που της θύμιζε κάποιον που ‘χε προ πολλού χάσει.

«Κλαις κοριτσάκι;» την ρώτησε χαϊδεύοντάς της το μάγουλο. Δεν ήθελε να απαντήσει η Λίλιαν που σκεφτόταν πως είχε αφήσει τον εαυτό της να ξαναμπεί στην διαδικασία του να ερωτευτεί κάποιον. Την ζόριζε ο εαυτός της να πει κάτι μα δεν ήθελε να δείξει αδυναμία.

«Σ’ αγαπάω, μου φώναξες ένα πρωί καθώς έφευγες από το σπίτι μου κι έκλεισες την πόρτα. Το θυμάσαι κοριτσάκι;» την ρώτησε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. Το είχε πει και το μετάνιωσε. Το ένιωθε αλλά δεν ήξερε πώς να το εξωτερικεύσει. Μετά της πέρασε κι ύστερα το ξαναβίωσε.

«Έπρεπε εκείνη τη μέρα να σε κυνηγήσω και να σε φέρω πίσω, να σου πω κι εγώ το ίδιο; Έπρεπε να μην σε ξαναπάρω τηλέφωνο και να τα αφήσω όλα εκεί;»

Είχε τόσα να πει η Λίλιαν που προτίμησε να σωπάσει. «Αυτό το τρίμηνο, έπραξα όσο καλύτερα μπορούσα για να ισορροπήσω μια κατάσταση. Τα θέλω μας κυρίως. Τέλος πάντων, άστο αυτό. Δεν θα μας βγάλει πουθενά, μια χαρά είμαστε, τι το συζητάω;» κατέληξε ο Βασίλης κι ύστερα, για αρκετή ώρα, παρέμειναν σιωπηλοί και αγκαλιασμένοι στην τεράστια μαξιλάρα του σαλονιού.

«Να τη πάλι αυτή η περίεργη θλίψη στα μάτια του» σκέφτηκε η Λίλιαν όταν γύρισε να τον κοιτάξει. Τον είδε να ανάβει τσιγάρο και να έχει κολλήσει το βλέμμα του στο παράθυρο. Κοίταζε στο άπειρο, όπως κάθε φορά που σκεφτόταν κάτι.

«Φεύγω αύριο, πάω διακοπές» μονολόγησε.

«Μόνος;» τον ρώτησε η Λίλιαν.

«Ναι. Μόνος. Έχω ανάγκη να ξεφύγω».

«Από εμένα Βασίλη;»

«Όχι κορίτσι μου. Όχι από εσένα. Από την υπόλοιπη καθημερινότητα. Να δω φίλους. Να ζήσω λίγο εκτός».

«Που θα πας;»

«Σαράγεβο. Στον κολλητό μου. Για μια βδομάδα λογικά. Θα δείξει».

«Κι εγώ;»

«Τι κι εσύ ρε ερωτευμένο;» της είπε γελώντας.

«Δεν είμαι ερωτευμένο και το ξέρουμε και οι δυο μας» του απάντησε θιγμένα εκείνη αλλά βαθιά μέσα της ήξερε πως δεν ισχύει.

«Ερωτευμένο δεν είσαι, αλλά κολλημένο σίγουρα».

«Σίγουρα»

«Θα φάμε;» ρώτησε ο Βασίλης χαϊδεύοντας το χέρι της.

«Δεν έχω όρεξη».

«Θα μαγειρέψω εγώ όμορφη».

«Το ίδιο μου κάνει».

«Τώρα γιατί γίνεσαι έτσι;»

«Πως έτσι;»

«Σαν εμένα. Στο είπα και παλιά, αλλάζεις κι όσο αλλάζεις γίνεσαι το ίδιο άτομο με εμένα. Είμαι αυτοκαταστροφικός, μην γίνεσαι κι εσύ έτσι».

«Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα Βασίλη. Μακάρι…»

«Μόνο που δεν είναι τα πράγματα αλλιώς κορίτσι μου. Είναι έτσι όπως είναι. Και κανείς από τους δύο δεν θα κάνει κάτι για να τα αλλάξει. Γιατί μας λείπει η χημεία».

«Γιατί πρέπει πάντα να έχεις δίκιο, μικρέ;»

«Δεν ξέρω. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνει. Άντε τώρα, σήκω, να πάω να μαγειρέψω για να φάμε».

«Δεν ξέρω…» μουρμούρισε η Λίλιαν.

«Τι δεν ξέρεις; Αν θέλεις να φας;»

«Όχι. Αν θέλω παρέα ή αν θέλω να μείνω μόνη μου».

«Θέλεις να φύγω Λίλιαν;»

«Θέλω;»

«Με ρωτάς;»

«Δεν ξέρω ρε Βασίλη, αρχίζει και μοιάζει όλο αυτό σαν ένα όνειρο που θα τελειώσει άδοξα».

«Μα έχει ήδη τελειώσει κορίτσι μου. Από την αναστροφή μου».

«Δηλαδή;»

«Να σου φτιάξω ένα καφέ και να σου πω ένα παραμύθι;»

«Ρε Βασίλη, δεν είμαστε έφηβοι…» ξεκίνησε εκείνη

«Εγώ είκοσι δύο, εσύ είκοσι οχτώ… Μια χαρά έφηβοι ήμαστε».

«Βασίλη…» άρχισε εκείνη μα την διέκοψε.

«Ξέρεις πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό το Βασίλη, με αυτό τον τόνο; Άπειρες. Κουράστηκα. Όχι μαζί σου. Με την συμπεριφορά όλων. Θέλω να φύγω μερικές μέρες, να ξελαμπικάρω. Πριν το κάνω όμως θέλω να σου πω μερικά πράγματα. Ίσως πιστέψεις ότι ήμουν δειλός ή ότι σε χρησιμοποίησα και στα λέω τώρα. Δεν μπορώ να σου αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Και δεν θα σε αποτρέψω από το να πιστέψεις ότι θέλεις να πιστέψεις. Είσαι διατεθειμένη όμως να με ακούσεις;»

«Ναι».

«Έτσι ξερά ναι;» με ρώτησε.

«Τώρα τι άλλο θες;»

«Αγκαλιά. Έλα. Τώρα» της είπε με νάζι κι εκείνη του χαμογέλασε. Αναστέναξε. Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε στο μάγουλο. «Πες, χαζό».

«Ο βασικός λόγος που φεύγω είναι ότι έχω κουραστεί σ’ αυτή την πόλη κι αυτή τη ρουτίνα που ζω τόσα χρόνια. Θέλω να κάνω διακοπές, να ηρεμήσω λίγο…»

«Η ρουτίνα είμαι κι εγώ;» τον διέκοψε.

«Όχι ρε κορίτσι. Εσύ με βγάζεις από την ρουτίνα. Μόνο που δεν αρκεί αυτό για εμένα. Μου λείπει κάτι και τώρα μπορώ να το ψάξω για να το βρω. Τώρα μόνο μπορώ να πω ότι θα σηκωθώ και θα περπατήσω ξανά μπροστά».

«Τι σου λείπει από την ζωή σου Βασίλη;»

«Να είμαι ερωτευμένος. Αυτό μου λείπει. Πραγματικά ερωτευμένος. Έχω την δουλειά μου, την μηχανή μου, το σπίτι μου, τους φίλους μου. Το μόνο που δεν έχω και πραγματικά θέλω είναι αυτό. Να νιώσω ερωτευμένος».

«Και τι βλακείες είναι αυτές περί δειλίας και εκμετάλλευσης;».

«Τόσο καιρό είμαι εδώ…» ξεκίνησε ο Βασίλης, μα δεν τον άφησε να μιλήσει.

«Πας με τον σταυρό στο χέρι μικρέ. Πιστεύεις πως αν δεν ήθελα να είσαι στην ζωή μου έτσι όπως είμαστε, θα σε άφηνα; Ή δεν θα σου μιλούσα; Περάσανε οι εποχές που το έπαιζα χαζή. Τώρα ζητάω αυτά που θέλω και φεύγω από αυτά που δεν θέλω».

«Εντάξει ρε Λίλιαν» της απάντησε χαμογελώντας.

«Πότε φεύγεις;»

«Αύριο το πρωί».

«Θα γυρίσεις;»

«Αναπόφευκτα».

«Θα μαγειρέψεις;»

«Θα μαγειρέψω» της είπε κι ύστερα βυθίστηκαν στην σιωπή και απέμειναν να κοιτάζονται στα μάτια.

«Γιατί δεν σηκώνεσαι;» την ρώτησε σπάζοντας εκείνη την περίεργη σιωπή που τους είχε τυλίξει.

«Η τελευταία αγκαλιά, ας κρατήσει λίγο παραπάνω» του απάντησε.

«Το ξέρεις πως είναι η τελευταία μας αγκαλιά;» ρώτησε γελώντας ο Βασίλης.

«Δεν το ξέρω. Αλλά το πιστεύω. Πες το προαίσθημα μικρέ».

Μαγείρεψε ο Βασίλης, έφαγαν, ξάπλωσαν, και κοιμήθηκαν μέχρι που τους ξύπνησε ένα απαλό αεράκι που ‘πιασε κατά τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι ο Βασίλης και την σκέπασε. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε νυσταγμένα. «Κοιμήσου, ομορφιά μου, θα φύγω» της είπε θλιμμένα.

«Μείνε» τον παρακάλεσε.

«Και μετά;» την πείραξε εκείνος.

«Μείνε μέχρι το πρωί και φύγε από δω».

Ξημέρωσαν αγκαλιά στο μπαλκόνι. «Συνειδητοποίησα τα λόγια σου» του είπε κοιτάζοντας τα χρώματα της χαραυγής. «Κατάλαβα τι εννοείς όταν λες πως κυνηγάς τις ανατολές» συνέχισε κι ο Βασίλης απλώς κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.

«Κάποτε τις είχα. Ξάπλωνα κατά το χάραμα και κοίταζα δίπλα μου ένα απίστευτο μουτράκι που κοιμόταν χαμογελώντας. Μου άρεσε να την παρατηρώ όπως μου άρεσε και να την προσέχω. Να την κακομαθαίνω. Να της φιλάω τα δάχτυλα και να ανοίγει τα μάτια της και να μου λέει με παράπονο «έλα ρε μπέμπη, δεν χάραξε ακόμη». Κι ύστερα σηκωνόμουν, έβγαινα στο μπαλκόνι, άναβα ένα τσιγάρο, δήθεν να την αφήσω να κοιμηθεί, σηκωνόταν κι εκείνη κι ερχόταν να μου κάνει παρέα. Όλη την βδομάδα περίμενα εκείνα τα Σάββατα με το κορίτσι μου. Ξενυχτούσαμε τα Σάββατα. Κυνηγούσαμε τις ανατολές παρέα. Ύστερα ήρθαν όλα ανάποδα».

«Μου έχεις πει τα πάντα για σένα εκτός απ’ αυτή. Γιατί; Σε πονάει ακόμη;»

«Νομίζω πως θα με πονάει για πάντα».

«Πως ήταν, Βασίλη;»

«Στο ύψος μου, όχι περίπου, ακριβώς. Είχαμε το ίδιο ύψος. Καστανή, έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά, χαμογελαστή, γαλανομάτα, αδύνατη, αυτή μ’ έβαλε στο τριπ του γυμναστηρίου και μου ‘μεινε από τότε… Απίστευτη γυναίκα».

«Δηλαδή, μπροστά της, δεν πιάνω μία;»

«Αυτή σου η ανασφάλεια… Όχι, Λίλιαν, δεν μπορώ να κάνω τέτοιες συγκρίσεις. Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός».

«Ξέρεις τι, μικρέ;»

«Τι;»

«Μοιάζεις πολύ στον Μιχάλη. Και οι ιστορίες μας μοιάζουν πολύ. Εσύ έχασες την Μελίνα από έναν εγωισμό, εγώ έχασα τον Μιχάλη από καθαρή ηλιθιότητα…»

«Δεν θέλω να το σκέφτομαι, Λίλιαν».

«Γιατί Σαράγεβο;»

«Γιατί εκεί μένει ο κολλητός μου».

«Γιουγκοσλάβος;»

«Όχι, σπουδάζει εκεί η γυναίκα του».

«Η κοπέλα του» τον διόρθωσε εκείνη.

«Όχι. Γυναίκα του. Παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο».

«Πόσο είναι;»

«Ίσα με μένα».

«Καλά, είναι χαζός; Πήγε και παντρεύτηκε απ’ τα είκοσι δύο του; Το ίδιο και η κοπέλα του; Αν είναι δυνατόν! Και γιατί πήγαν εκεί;» ξεκίνησε τους ψαλμούς η Λίλιαν και ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.

«Τον Βαγγέλη τον φωνάζαμε μάστορα στο λύκειο, έπιαναν τα χέρια του. Είναι ορφανός, σκοτώθηκαν οι γονείς του και τα αδέρφια του σ’ αυτοκινητιστικό όταν ήταν μικρός. Δεν νομίζω πως έχει αναμνήσεις απ’ αυτούς. Τον μεγάλωσε η γιαγιά του. Στα δεκαοχτώ κληρονόμησε μια διόλου ευκαταφρόνητη ακίνητη περιουσία και έβγαλε γούστα. Στα είκοσι τα είχε βαρεθεί όλα. Ύστερα γνώρισε την Μαρία. Φίλη της Έλενας. Δεν περίμενα πως θα κρατήσει αυτή η σχέση, πίστευα πως ήξερα τον φίλο μου και πως δεν αλλάζει ο άνθρωπος, δεν έχει μείνει με την ίδια γυναίκα για περισσότερο από δύο βδομάδες. Ε, μ’ αυτή κόλλησε. Τώρα, γιατί παντρεύτηκαν, μην με ρωτάς. Κι εγώ ήμουν έτοιμος να παντρευτώ την Χριστίνα όταν με το καλό θα τελείωνα με την σχολή. Αλλά… Τέλος πάντων».

Τα τσιγάρα της Λίλιαν είχαν τελειώσει κι έπαιρνε δανεικά από τον Βασίλη. «Δανεικά τσιγάρα, δανεικά λόγια, δανικές στιγμές, ο Βασίλης γουστάρει να δίνει δανεικά και μετά να μετανιώνει για όλα όσα έδωσε» σκέφτηκε η Λίλιαν κι ήλπιζε ότι δεν θα την έβαζε κι εκείνη σ’ εκείνη την λίστα των ανθρώπων που έδωσε γιατί απαίτησαν.

Κατά τις εφτά πήγε να ετοιμαστεί για την δουλειά η Λίλιαν κι ο Βασίλης έμεινε μόνος του στο μπαλκόνι με μια κούπα καφέ να χαζεύει τις πολυκατοικίες. Ήθελε και δεν ήθελε να φύγει. Όπως και η Λίλιαν που φλέρταρε με την ιδέα να τα παρατήσει όλα και να του ζητήσει να την πάρει μαζί του.

Βγήκαν μαζί από το σπίτι κι ο Βασίλης της έδωσε τα κλειδιά της μηχανής.

«Μ’ εμπιστεύεσαι;»

«Αυτό θέλω να μάθω. Μας δοκιμάζω»

«Καλά μικρέ» είπε η Λίλιαν αφού ανέβηκε στην μηχανή.

Οδηγούσε χωρίς να ξέρει που θέλει να πάει. Έπρεπε να πάει για δουλειά, ήθελε να αλητέψει μαζί του. Τελικά πήγε στο σχολείο. Κατέβηκαν και του έδωσε το κράνος. «Την έκανα για Σαράγεβο, κούκλα» της είπε κι εκείνη τον φίλησε με πάθος.

«Για καλή αντάμωση;» την ρώτησε σαστισμένα.

«Ναι, μικρέ. Θα μου λείψεις».

«Κι εμένα».

«Φύγε».

«Έφυγα».

Είχε νυχτώσει όταν μπήκε στο Σαράγεβο ο Βασίλης. Έκανε μόνο μια στάση στα Σκόπια για καφέ και τουαλέτα και η επόμενη θα ήταν στον τελικό του προορισμό. Δεν ήξερε καν που έμενε ο Βαγγέλης, ούτε τηλέφωνο τον είχε πάρει για να του κάνει έκπληξη.

«Που ‘σ’ εξαφανισμένος ρε σκατάνθρωπε που δεν σηκώνεις κινητά;» ρώτησε ο Βαγγέλης μόλις σήκωσε το τηλέφωνο.

«Μόλις πέρασα το Butmir. Εσύ;»

«Το… Όπα. Στάκα. Σαράγεβο είσαι;»

«Ω ναι».

«Πες μου ότι δεν μου κάνεις πλάκα;»

«Τελείωνε ρε και πες που μένεις να έρθω να σε βρω, θα μου φας όλη την κάρτα να πούμε».

«Κάτσε στο αεροδρόμιο θα έρθω να σε μάσω» του είπε κι ο Βασίλης έκλεισε το τηλέφωνο, κατέβηκε από την μηχανή, άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον γεμάτο κίνηση δρόμο.

«Μια ζωή και σήμερα, ηλίθιος» σχολίασε όταν είδε τον Βαγγέλη να έρχεται με την μηχανή και να φοράει παντόφλες. «Με το πασούμι, πασά μου, ναι, έτσι. Πασούμι και βερμούδα, παλιοελληναρά!» του φώναξε.

«Τι λέει ρε τρελέ; Πως και πήρες την απόφαση;» ρώτησε ο Βαγγέλης χαμογελώντας.

«Είμαι δεν ξέρω κι εγώ πόσες ώρες στους δρόμους και ξενυχτισμένος. Πάμε σπίτι και θα σου πω» απάντησε ο Βασίλης που δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Ήθελε να κάνει ένα μπάνιο, να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Έφυγαν για το σπίτι, μπροστά ο ένας, πίσω ο άλλος. Ένα τέταρτο αργότερα ανέβαιναν το στενό κλιμακοστάσιο μιας πολυκατοικίας. «Χαλασμένο το ανεβατόρι» μουρμούρισε γελώντας ο Βαγγέλης κι ο Βασίλης κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.

«Καλωσήρθες, Βασίλη» του είπε η Μαρία όταν τον είδε να μπαίνει στο σπίτι.

«Ρε Μαράκι, τι κάνουν μωρή τρελή οι σιλικόνες σου;» την ρώτησε γελώντας ο Βασίλης.

«Σου στέλνουν θερμούς χαιρετισμούς σε μηδέν και ένα» του απάντησε εκείνη.

«Λοιπόν, κουμπαρούλη, πλύσου, ξυρίσου, κολονιαρίσου, κάνε τα δικά σου και πάμε να κροκοδειλιάσουμε» είπε κοφτά ο Βαγγέλης και ο Βασίλης τον στραβοκοίταξε. «Ξέχασε το, σέρνομαι».

«Έλα ρε φίλε, μην είσαι τέτοιος».

«Για ένα ποτό».

«Ρε Μαράκι, πες του κι εσύ κάτι»

«Είπα, για ένα ποτό» επέμεινε ο Βασίλης.

«Έστω. Μην τα πούμε εδώ. Να πιούμε καμιά ποτάρα ενώ μας λες τα νέα απ’ την πατρίδα» συνέχισε ο Βαγγέλης. Κάγχασε ο Βασίλης που σκεφτόταν πως έπρεπε να είχε πάρει αεροπλάνο και να μην ταξιδέψει με την μηχανή γιατί τον φίλο του τον ήξερε καλά.

«Καλά είσαι;» ρώτησε η Μαρία τον Βασίλη.

«Σκατά είναι, δεν τον βλέπεις;» πετάχτηκε ο Βαγγέλης.

«Πνιγμένος είμαι. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί. Πήρα δέκα μέρες άδεια απ’ την δουλειά κι έφυγα. Φευγάτος μια ζωή» μουρμούρισε ο Βασίλης κι ύστερα κοίταξε τον φίλο του που ήταν έτοιμος να μιλήσει. «Όχι. Μην το πας εκεί. Τέλος».

«Η Χριστίνα σ’ αγαπάει ρε βλάκα…»

«Ρε, δεν καταλαβαίνεις; Τι θες; Να πάω να μείνω σε κανένα ξενοδοχείο;»

«Εντάξει. Πάσο».

«Δεν πιστεύω να πετύχουμε καμιά Έλενα έξω;»

«Σε νοιάζει;» τον ρώτησε η Μαρία.

«Φασαρίες δεν θέλω. Αρκετές είχα για μία ζωή» απάντησε ο Βασίλης. «Μπάνιο;»

«Από εκεί. Θα σου φέρω πετσέτες».

«Άντε. Μια ψυχή που ‘ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα» σχολίασε γελώντας κι ύστερα μπήκε στο μπάνιο.

Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και δεν μπορούσε πια να τον αναγνωρίσει. Είχε αφήσει γένια, είχε παρατήσει το μαλλί στην μοίρα του κι είχε φουντώσει, είχε παρατήσει και το γυμναστήριο και η κακή ζωή που έκανε άρχισε να φαίνεται πάνω του. «Πανικός» συλλογίστηκε όταν άνοιξε το νερό και το άφησε να τρέξει. Ούτε ο ίδιος είχε καταφέρει να καταλάβει πως είχε μπλέξει τόσο πολύ η ζωή του. Από τότε που πρωτοέμπλεξε με την Έλενα ήξερε πως δεν θα δουλέψει τίποτα. Είχαν περάσει κοντά τέσσερα χρόνια από τον οριστικό τους χωρισμό κι όμως εκείνη επέμενε. Συνέχιζε να ενοχλεί. «Γιατί;» αναρρωτιόταν ο Βασίλης που δεν μπορούσε να καταλάβει που αποσκοπούσε εκείνο το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Έλεγε πως θα κόψει παρτίδες, έκοβε, τον τούμπαρε η Έλενα, φλέρταρε με την ιδέα της επανασύνδεσης και τότε κάτι γινόταν και χαλούσαν όλα. Και, μέσα σ’ όλο αυτό το χάλι, του έλειπε η Μελίνα.

«Μπες για μπάνιο, μην σκέφτεσαι» είπε στον εαυτό του πριν μπει στο ντους.

Ατσαλάκωτος βγήκε από το μπάνιο. Ένιωθε σαν να μην είχε κάνει τόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα, πως ήταν ξεκούραστος, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Οι φίλοι του ήταν ήδη έτοιμοι. Βγήκαν με τα πόδια και περπάτησαν στην πόλη. Δεν είχε όρεξη να δει τα αξιοθέατα ο Βασίλης. Ήθελε απλά να πιεί ένα ποτό και να γυρίσει στο σπίτι για να κοιμηθεί.

Στην διαδρομή τον ενημέρωσε η Μαρία πως θα ερχόταν και κάποια φίλη της μα ούτε και σ’ αυτό έδωσε σημασία. Δεν είχε εκείνη την μέρα την απαιτούμενη όρεξη για να δώσει σημασία σε τίποτα.

Κατάμεστο ήταν το μαγαζί όπου επικρατούσε μια κατάσταση πατείς με, πατώ σε, η μουσική έπαιζε στην διαπασών και ο κόσμος χόρευε. «Ρε που με φέρατε;» γκρίνιαξε ο Βασίλης στον Βαγγέλη που χαμογελούσε. Συννενοήθηκε με μια σερβιτόρα στο βοσνιακά κι ύστερα έπιασαν την πάρλα. Όλα τα παραλειπόμενα των τελευταίων τριών μηνών που είχαν να ειδωθούν, έπρεπε να πέσουν στο τραπέζι και να συζητηθούν. Μέχρι που ήρθε το μπουκάλι με το ρούμι κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.

«Ναι, εσύ πιες ένα μόνο άμα δεν θες» τον πείραξε ο Βαγγέλης.

Δεν απάντησε ο Βασίλης παρά έβγαλε τα γυαλιά του και έκλεισε τα μάτια του. «Κουρασμένος είμαι. Όχι απ’ το ταξίδι. Γενικά» σχολίασε όταν τον σκούντηξαν.

«Μην σκας. Θα χαλαρώσεις. Γκαραντί» είπε γελώντας ο Βαγγέλης.

«Πω ρε φίλε, δεν έχω διάθεση, μην με κρανιώνεις!»

«Θα δεις» συνέχισε ο Βαγγέλης που κοιτούσε προς την είσοδο.

Κόντεψαν να του βγούν ποτό και θραύσματα πάγου από την μύτη του Βασίλη, όταν είδε εκείνη την καστανόξανθη αλογοουρά να κινείται μέσα στο πλήθος. «Καλά είμαι» έκανε μόνος του, πνιγμένος από το ποτό του. Το κατέβασε με την μία και ξαναγέμισε το ποτήρι. Τις συστάσεις τις έκανε ο Βαγγέλης. Μισά ελληνικά, μισά βοσνιακά. «Ναταλία».

«Χάρηκα» πέταξε ο Βασίλης κοφτά.

Γύρισαν την κουβέντα στα αγγλικά για να συννενοηθούν. Έτρωγαν ο ένας τον άλλο με τα μάτια. Η Ναταλία όλο και του κολλούσε μα εκείνος κρατούσε απόσταση. Του θύμιζε πολύ την Μελίνα στους τρόπους και την συμπεριφορά. Δεν έμοιαζαν καθόλου. Μπλε μάτια η Μελίνα, πράσινα εκείνη. Ντροπαλή η Μελίνα, επιθετική εκείνη. Όμως κάτι του έβγαζε, κάτι παράξενο που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς.

Η Ναταλία είχε ακούσει πολλά για εκείνον απ’ την Μαρία. Σπούδαζαν και οι δύο μικροηλεκτρονική κι έκαναν παρέα απ’ την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν στο πανεπιστήμιο. Είχε ακούσει αμέτρητες φορές της αφηγήσεις της φίλης της, τις ιστορίες του φευγάτου, ιστορίες που της είχε πει ο Βαγγέλης για τα χρόνια που ήταν παιδιά. Ήξερε τις τρέλες του και τον θαύμαζε. Πίστευε ακράδαντα πως εκείνος ο άνθρωπος είχε χάρισμα. Ήταν ακριβώς όπως της τον είχαν περιγράψει. Σοβαρός, μετρημένος, ολιγόλογος, ήρεμος, εύστροφος. Του πρότεινε να συνεχίσουν κάπου αλλού, μόνοι τους, πιο ήρεμα, να μην τους παίρνει τα αυτιά η μουσική, να συζητήσουν σαν άνθρωποι. Δέχτηκε. Έφυγαν μαζί. «Στίχοιμα ότι θα εμφανιστεί κατά την άλλη βδομάδα» είπε ο Βαγγέλης στο αυτί της Μαρίας όταν τους ανακοίνωσαν ότι θα φύγουν.

Βγήκαν στο δρόμο και περπάτησαν μέχρι το σπίτι του Βαγγέλη. Πήραν την μηχανή και γύρισαν την πόλη. Κατέληξαν σε κάποια ήρεμη μπυραρία. Έπιασαν την συζήτηση. Ολοένα και του κολλούσε η Ναταλία μα εκείνος έδειχνε να την αποφεύγει. Την προειδοποίησε μια φορά. Στην δεύτερη δεν της χαρίστηκε. Μία που κόλλησε πάνω του και μία που της δάγκωσε το αυτί.

«Godspeed, Βασίλη» μονολόγησε την ώρα που χάραζε ενώ κοίταζε έξω από το παράθυρό του δωματίου της. Η Ναταλία κοιμόταν τυλιγμένη μ’ ένα σεντόνι σ’ ένα μικρό κρεβάτι που μετά βίας θα τους χωρούσε και τους δύο κι εκείνος κάπνιζε αγναντεύοντας τα σύννεφα που ‘χαν σχηματιστεί στον ουρανό. Έγραφε τριάντα και πλέον ώρες ξύπνιος μα κάτι τον κρατούσε ξάγρυπνο και σκεφτικό. Ούτε το χαμομήλι που έφτιαξε κατάφερε να τον ηρεμήσει. Δούλευε στο κόκκινο το μυαλό του. Πάντοτε αιχμηρό στα άκρα. Πάντοτε έπρεπε να έχει ένα εφεδρικό σχέδιο για να ξέρει πως θα δράσει. Εκείνο το χάραμα ήταν η τρίτη και η τελευταία φορά στην ζωή του που θα έλεγε στον εαυτό του πως διέγραφε για πάντα από μέσα του το παρελθόν του.

«Μυαλό, ρε, να πάρω» μουρμούρισε καθώς πήγαινε προς το κρεβάτι. Ξάπλωσε δίπλα στην Ναταλία και έκλεισε τα μάτια του. Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε ξύπνιος πριν αποκοιμηθεί. Ούτε κατάλαβε πως όταν ξανάνοιξε τα βλέφαρά του είχε ήδη σουρουπώσει. Τον είχε αφήσει να ξεκουραστεί η Ναταλία γιατί ήξερε πως ήταν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι.

Τον ρώτησε αν ήθελε καφέ ή φαγητό μα δεν πήρε καμία απάντηση. Τον είδε να κάθεται δίπλα στο παράθυρο και να την χαζεύει. «Σκέφτομαι» της είπε νωχελικά.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Δεν έχω απολύτως καμία ιδέα. Οι σκέψεις μου είναι χαώδεις. Δεν βγάζω άκρη».

«Θα φύγεις;»

«Που να πάω;»

«Δεν ξέρω».

«Μα… Φεύγεις. Γι αυτό δεν σε λένε φευγάτο;» ρώτησε η Ναταλία κι εκείνος έβαλε τα γέλια με την προσπάθειά της να προφέρει την λέξη στα ελληνικά. «Φευγάτος δεν είναι αυτός που φεύγει, αλλά αυτός που έχει ήδη φύγει».

«Έφυγες;»

«Έφυγα».

«Θα γυρίσεις;»

«Δεν έχω κάπου να γυρίσω» απάντησε αδιάφορα.

«Άρα;» του έκανε χαμογελαστά εκείνη και πήγε να τον αγκαλιάσει.

«Άρα, λέω να μείνω».

«Τόσο απλά;»

«Με θες;»

«Άπειρα, με άπειρους τρόπους» του απάντησε γελώντας πονηρά.

«Θα μείνω» δήλωσε ο Βασίλης κι αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα που ειπώθηκε μέχρι να τους πάρει αγκαλιά ο ύπνος αργά το βράδυ.

Έστρωσε το σχέδιο στο μυαλό του ο Βασίλης. Την Πέμπτη έψησαν μαζί με τον Βαγγέλη και την Μαρία κι ύστερα καβάλησαν την μηχανή κι έφυγαν για Ελλάδα, για να κλείσει λογαριασμούς ο Βασίλης. Έφτασαν το πρωί της παρασκευής, η Ναταλία έμεινε στο σπίτι του Βασίλη για να κοιμηθεί κι εκείνος έφυγε για να κανονίσει τα όσα είχε στο μυαλό του. Να κόψει φως, νερό και τηλέφωνο, να ξενοικιάσει το σπίτι, να παραιτηθεί απ’ την δουλειά, να πουλήσει ό,τι είχε και δεν είχε για να έχει μια καβάτζα, για να μπορεί να κινηθεί μέχρι να μάθει την γλώσσα και να βρει δουλειά.

Πρώτη στάση στο νοσοκομείο για να συναντήσει έναν φίλο του που είχε μέσα τον πατέρα του. Τον είδε να στέκεται δίπλα απ’ την κεντρική είσοδο μ’ ένα χάρτινο ποτήρι καφέ στα χέρια, κουστουμαρισμένος, όπως είχε φύγει απ’ την δουλειά κι αναστέναξε. «Σαν να μας σημαδεύει ο θάνατος, ένα πράγμα» μουρμούρισε ο Βασίλης καθώς πήγαινε προς το μέρος του. Έγνεψε με το κεφάλι όταν έφτασε μπροστά του κι ο Θανάσης έκανε ακριβώς το ίδιο.

«Ο κυρ-Αλέκος;»

«Σε καταστολή»

«Εσύ;»

«Που ξέρω… Εσύ δεν δουλεύεις;»

«Άδεια. Διακοπές».

«Τα ‘μαθα, μου τα πρόλαβε ο κοντός. Πότε πήγες, πότε γύρισες;»

«Φεύγω, Σάκη. Φεύγω μόνιμα» είπε ο Βασίλης χαμογελώντας.

«Επιβάλλεται;»

«Έχουν γίνει πολλά, παλιόφιλε. Την απόφαση την πήρα μετά που έδιωξα την Χριστίνα, τώρα μπορώ να την υλοποιήσω. Θα φύγω για όσο χρειαστεί. Θα γυρίσω κάποια στιγμή πίσω. Αναπόφευκτα» είπε αναστενάζοντας ο Βασίλης κι έπειτα άναψε τσιγάρο.

«Λεφτά;»

«Γι αυτό ήρθα».

«Πόσα;»

«Την προίκα του σπιτιού και τη μηχανή. Ίσα να ξεχρεώσω δόσεις και να μου μείνει κάτι στην άκρη».

«Δυόμισι μύρια. Δευτέρα πρωί» απάντησε κοφτά ο Σάκης.

«Θα τα κανονίσεις εσύ;»

«Θα στείλω τον κοντό. Ταξιδεύει για ‘δω. Άδεια απολύσεως. Από Δευτέρα γυρνάει στην δουλειά, αναλαμβάνει αφεντικό. Φεύγω σε είκοσι μέρες. Τεθωρακισμένα».

«Μακάρι…»

«Μην το σκέφτεσαι, Βασίλη. Δεν μπορείς να βοηθήσεις. Φύγε. Δεν χωράς πια εδώ. Αν δεν είχα το μαγαζί θα ‘φευγα κι εγώ. Μας κυνηγάνε φαντάσματα, φευγάτε, φαντάσματα που δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε. Αυτή είναι η μοίρα μας».

«’Φχαριστώ ρε» είπε ο Βασίλης κι ύστερα έφυγε για την μηχανή του.

«Είμαστε ακόμη οικογένεια, Βασίλη. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» του απάντησε ο Θανάσης κι ύστερα έγνεψε. Πέταξε μακριά το ποτήρι με τον καφέ και μπήκε στο νοσοκομείο.

Ο Βασίλης ανέβηκε στην μηχανή κι άρχισε τις βόλτες μέσα στην πόλη. Πέρασε από τον σπιτονοικοκύρη του για να του ανακοινώσει πως ξενοικιάζει το σπίτι, από την δουλειά του για να δηλώσει παραίτηση, έκοψε το νερό και το τηλέφωνο και γύρισε στο σπίτι κατά τις δύο. Βρήκε την Ναταλία να τον περιμένει στην κουζίνα πίνοντας καφέ.

«Ντύσου. Θα φάμε έξω» της είπε ο Βασίλης με όσο κουράγιο είχε αλλά η Ναταλία επέμενε να κοιμηθεί. Σαν τσουβάλι έπεσε ο Βασίλης στο κρεβάτι κι όταν σηκώθηκε, είδε την Ναταλία ξαπλωμένη δίπλα του.

«Βγήκα και πήρα μερικά ρούχα» του είπε χαμογελώντας κι εκείνος την φίλησε. Κανόνισε βιαστικά να βγει το βράδυ με την παρέα του για να τους χαιρετήσει και μαζεύτηκαν όλοι στο μαγαζί που δούλευε η Νίκη. Στο παλιό στέκι του Βασίλη και του Βαγγέλη. Μαζεύτηκαν όσοι είχαν απομείνει από την παρέα μαζί με τα ταίρια τους.

Η τύχη ή καλύτερα, η μοίρα, εκείνο το βράδυ έπαιξε ένα παράξενο παιχνίδι. Κόντευε τρεις τα χαράματα όταν μπήκε στο μαγαζί ο Πάνος, μεθυσμένος μέχρι εκεί που δεν πήγαινε και πήγε και κάθισε στο μπαρ με την Νίκη που δούλευε.

«Καλώς τα μάτια μας τα δυο» του είπε η Νίκη όταν τον είδε.

«Βάλε…» ξεκίνησε ο Πάνος κι η Νίκη με το αυστηρό της ύφος τον έκοψε. «Δεν σερβίρω σουρωμένους, ποζερά. Πήγαινε σπίτι σου και κοιμήσου».

«Ρε βάλε ένα που σου λέω!» της φώναξε ο Πάνος και έπιασε το χέρι της για να την τραβήξει προς το μέρος του. Η Νίκη παρέμεινε ψύχραιμη και φόρεσε το ειρωνικό της χαμόγελο. «Δυο τραπέζια πίσω κάθονται κάποιοι παλιοί σου φίλοι» του ψιθύρισε η Νίκη στο αυτί κι έπειτα έβαλε τα γέλια. «Άσε το χέρι μου τώρα» συνέχισε κοφτά η Νίκη και είδε τους άντρες της παρέας να σηκώνονται. Ο Πάνος της άφησε το χέρι και έδειξε πως ηρέμησε. «Βάλε ένα ποτό να πιώ» είπε στην Νίκη κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Καθίστε κάτω ρε!» φώναξε ο Βασίλης στον Τάσο και τον Θανάση και ο Πάνος γύρισε και τον κοίταξε παράξενα.

«Χάρες από σένα, φευγάτε, δεν γουστάρω!» του φώναξε ο Πάνος κι ο Θανάσης με τον Τάσο γύρισαν στο τραπέζι και κάθισαν μαζί με τον Βασίλη.

«Έλα έξω να μιλήσουμε σαν άνθρωποι» του απάντησε ο Βασίλης κι έκανε να σηκωθεί όταν τον σταμάτησε το χέρι του Τάσου. «Δεν μαλώσατε τόσα χρόνια και θα σκοτωθείτε σήμερα;» ρώτησε κι ο Βασίλης γέλασε. «Δεν υπάρχει περίπτωση» του απάντησε πριν βγει έξω, στον παγωμένο αέρα

Ο Βασίλης άναψε τσιγάρο και είδε τον Πάνο να βγαίνει σχεδόν τρεκλίζοντας από το μαγαζί. Κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του και του πρόσφερε τσιγάρο. «Έχεις να μου πεις κάτι;» ρώτησε ο Βασίλης κι ο Πάνος απάντησε μ’ ένα κοφτό «όχι».

«Τίποτα απολύτως;» συνέχισε ο Βασίλης μα το ήξερε κι ο ίδιος πως ο Πάνος δεν ήταν διατεθειμένος να ξεκινήσει συζήτηση. Ότι είχε να πει, πάντοτε το έλεγε πίσω από τις πλάτες των υπολοίπων.

«Γιατί με την Μελίνα, ρε μαλάκα;» ρώτησε δακρύζοντας ο Πάνος κι ο Βασίλης χαμογέλασε μοχθηρά.

«Αυτό ήταν το πρόβλημα σου πάντοτε. Να έχεις ότι γουστάρεις χωρίς να σε νοιάζει τι θέλουν οι γύρω σου. Θα σου απαντήσω, αλλά πριν το κάνω, θα σε ρωτήσω κι εγώ κάτι» του είπε ο Βασίλης. Ο Τάσος, βλέποντας εκείνη την σκηνή, κατάλαβε πως θα έπεφτε ξύλο και βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το μαγαζί. Είχε δει τον Βασίλη να σφίγγει τις γροθιές του κι αυτό δεν ήταν ποτέ καλό σημάδι.

«Κατάπια πολλά τα τελευταία χρόνια, ποζερά…» ξεκίνησε να λέει ο Βασίλης με πίκρα. «Κατάπια τις πλάτες που έκανες τότε στην Έλενα. Κατάπια το θάψιμο που μου έριχνες στην Μελίνα. Κατάπια τις απειλές που κατά καιρούς έφταναν στα αυτιά μου. Κατάπια τις απιστίες σου. Πίστευα, ο χαζός, πως θα την έκανες ευτυχισμένη κι εσύ την κερατώνεις με την μία και με την άλλη. Κατάπια ακόμη και το γεγονός πως εκεί που κάποτε έγλειφες τώρα πας και φτύνεις. Θες ρε παλιομαλάκα να σταματήσω να καταπίνω και να αρχίσω να φτύνω;» φώναξε ο Βασίλης με μίσος κι εκείνη ακριβώς την στιγμή ο Πάνος όρμησε κατά πάνω του.

«Μαχαίρι!» ούρλιαξε ο Τάσος που έβλεπε την σκηνή να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του. Ο Βασίλης κουνήθηκε λίγο στο πλάι κι ο Πάνος σωριάστηκε στην μέση του πεζοδρομίου.

«Τζάνκι και βαπόρι της κακιάς ώρας είσαι ρε» είπε στον Πάνο ο Βασίλης και πήγε προς τον Τάσο. «Κοίτα ένα μαλάκα ρε, που κάποτε τον κάναμε και παρέα» μονολόγησε ο Βασίλης. Ο Τάσος κούνησε το κεφάλι του με θλίψη και σταύρωσε τα χέρια.

Ο Πάνος, όμως, δεν το έβαλε κάτω. Ξαναόρμησε με φόρα στον Βασίλη κι εκείνος του έπιασε το χέρι και τον ακινητοποίησε. Ο Τάσος κλώτσησε μακριά το μαχαίρι και γύρισε προς το μαγαζί, τους κοιτούσαν όλοι από μέσα. «Φευγάτε, τελείωνε, θα πλακώσουν τίποτα μπάτσοι και θα ψαχνόμαστε» μουρμούρισε ο Τάσος στον Βασίλη που γελούσε σατανικά.

«Ποζερά, να το θυμάσαι, στην φυλάω. Κανόνισε την πορεία σου. Τον δρόμο σου τον διάλεξες, τον δρόμο μου τον διάλεξα. Την Μελίνα την έχεις, την ζωή σου την έχεις και μέχρι τώρα δεν σ’ έχει ενοχλήσει κανείς μας. Κόψε το τσαμπουκαλίκι γιατί θα τα χάσεις όλα. Εμείς είμαστε ακόμη οικογένεια» του είπε ο Βασίλης κι έπειτα τον σήκωσε από το πεζοδρόμιο.

«Τράβα σπίτι να ξεμεθύσεις κι αν θες, αύριο, μπορούμε να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε ήρεμα» συνέχισε ο Βασίλης.

«Φευγάτε, θα σε φάω. Να το θυμάσαι» του απάντησε ο Πάνος καθώς απομακρυνόταν από το μαγαζί κι ο Βασίλης έπιασε τον Τάσο από το πέτο καθώς πήγαινε να ορμήσει.

«Ποιον θα φας ρε σκουπίδι; Εμείς θα σε φάμε!» φώναξε ο Τάσος και γύρισε προς τον Βασίλη. «Άσε με Βασίλη, άσε με να τον αρχίσω στα κλωτσίδια, τον βλάκα, που έχει το θράσος να μας το παίξει κι ιστορία…»

«Κοντέ, μην ανακατεύεσαι. Αυτό είναι μεταξύ μας. Δεν χωράς» τον διέκοψε ο Βασίλης.

«Σκαμνάκι θες για να με φτάσεις ρε!» φώναξε από απόσταση ο Πάνος κι ο Τάσος ένιωσε ένα βαρύ χέρι να πέφτει πάνω του. «Δεν αξίζει» ακούστηκε η φωνή του Θανάση που είχε βγει έξω απ’ το μαγαζί.

«Φευγάτε; Τι έγινε ρε; Φοβάσαι; Φοβάσαι μην σε κλάψει η μανούλα σου;» συνέχισε να ρίχνει λάδι στην φωτιά ο Πάνος. Ο Βασίλης έβαλε τα γέλια μα δεν απάντησε.

«Γαμάω την γυναίκα που αγαπάς ρε βλάκα! Πουτάνα μου την έχω κάνει!» φώναξε ο Πάνος και ακριβώς εκείνη την στιγμή το μυαλό του Βασίλη σταμάτησε. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει να τρέχει για να αρπάξει τον Πάνο. Είδε ένα πιστόλι με την άκρη του ματιού του να στρέφεται προς το κεφάλι του και άκουσε την ήρεμη φωνή του Θανάση να λέει «μην διανοηθείς να κουνηθείς»

Στην θέα του πιστολιού ο Πάνος το έβαλε στα πόδια και πήρε σβάρνα αυτοκίνητα και βιτρίνες. Μέσα στην μέθη και την τρομάρα του δεν κατάλαβε τι ακριβώς είχε γίνει. Απλά άρχισε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσε ο ίδιος ο Θεός.

«Σε κρατητήριο θα το βγάλουμε το βράδυ» σχολίασε ατάραχα ο Βασίλης. Ο Θανάσης έκρυψε το όπλο και άνοιξε το πορτοφόλι του. Έδωσε λεφτά στον Τάσο για να πληρώσει τον λογαριασμό και να φέρει τις γυναίκες της παρέας έξω για να συνεχίσουν στο δικό του μαγαζί.

«Μόλις σε είδε ένα ολόκληρο μαγαζί να τραβάς όπλο» είπε ο Βασίλης.

«Και; Παρεξηγήθηκες;» του απάντησε ο Θανάσης.

«Εγώ; Για σένα το λέω που θα μπλέξεις!» του γύρισε ο Βασίλης.

«Νομίζω πως είναι μακράν καλύτερο απ’ το να χτίσουν τον ποζερά με μάρμαρο και να σου φέρνω τσιγάρα στην φυλακή. Είμαστε φαμίλια, φευγάτε. Προστατεύουμε τους δικούς μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» απάντησε χαμογελώντας ο Θανάσης. Ο Βασίλης τον κοίταζε με απορία, προσπαθούσε να καταλάβει πως μπορεί να είναι τόσο χαλαρός.

«Ρε φίλε…» άρχισε ο Βασίλης.

«Μουσαντένιο είναι το κουμπούρι… Ψεύτικο, πως το λένε; Αεροβόλο. Το είχαν μέσα τα παιδιά για εκφοβισμό» συνέχισε ο Θανάσης κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια. «Το τι θα γινόταν αν άρπαζες τον Πάνο όμως, δεν θα ήταν καθόλου ψεύτικο, Βασίλη» κατέληξε ο Θανάσης.

«Έχεις ένα δίκιο» του απάντησε ήρεμα ο Βασίλης

Η εξιστόρηση των γεγονότων στους αστυνομικούς ήταν πολύ σύντομη. Ακόμη κι εκείνοι γέλασαν με το ψεύτικο όπλο του Θανάση και την περιγραφή της σκηνής που έκανε ο Βασίλης. «Ποιος ξέρει τι ξεχασμένο θα ξέθαψε ο νους του μεθυσμένου, μετά από τόσα χρόνια που δεν μιλιόμαστε και αρπάχτηκε…» κατέληξε ο Βασίλης κι έπειτα έφυγαν όλοι μαζί για το μαγαζί του Θανάση.

Ήταν σχεδόν έξι και μισή όταν ο Λάμπρος είδε την Νίκη να ανοίγει την αυλόπορτα του σπιτιού και σχεδόν έτρεξε προς την πόρτα για να της ανοίξει.

«Νικολέτα; Ήρθες επιτέλους να επιπλήξεις την φίλη σου γι αυτό που έκανε κάποτε και σταμάτησες να της μιλάς;» την ρώτησε ο Λάμπρος και η Νίκη γέλασε μ’ εκείνο το σχόλιο.

«Περίπου» του απάντησε και έκανε μια γρήγορη αναδρομή καθώς ο Λάμπρος την έβαζε στο σπίτι και πιάστηκε να της φτιάξει καφέ.

«Είναι σοβαρά τα πράγματα, Λάμπρο. Βγήκαν πιστόλια και μαχαίρια χθες το βράδυ. Το καταλαβαίνεις;» είπε η Νίκη όταν τον είδε να γελάει.

«Κατάντια είναι. Η κατάντια της κόρης μου που δεν θέλει να ρίξει τα μούτρα της και να ζητήσει μια συγνώμη απ’ τον Βασίλη και που παραμένει στον Παναγιώτη, σ’ εκείνον που η ίδια αποκαλεί, ένα μεταβατικό στάδιο στην ζωή της» της απάντησε ο Λάμπρος αφού της έδωσε την κούπα με τον καφέ και κάθισε απέναντί της.

«Κατάλαβες τι είναι ο εγωισμός, Νικολέτα; Ή να στο πω με άλλα λόγια;» συνέχισε ο Λάμπρος και η Νίκη δαγκώθηκε για να μην δακρύσει. «Τόσα χρόνια… Ένα μεταβατικό στάδιο;» ρώτησε η Νίκη με φωνή που έτρεμε.

«Για να μπει στο μάτι του Βασίλη, για να της ζητήσει εκείνος συγνώμη. Γι αυτό το κάνει» είπε χαμογελώντας ο Λάμπρος.

«Γιατί την αφήνεις;» τον ρώτησε η Νίκη κάνοντας προσπάθεια να καταλάβει εκείνη την παράλογη κατάσταση.

«Δεν είναι ακόμη έτοιμη για τον Βασίλη, Νικολέτα. Δεν έχει μάθει να κάνει θυσίες. Δεν έχει μάθει τι σημαίνει να αγαπάς χωρίς όρια, φραγμούς και περιορισμούς. Οι συμπεριφορές του Παναγιώτη δεν την πληγώνουν, δεν τον αγαπάει, δεν τον νοιάζεται και δεν δίνει δεκάρα για το τι γίνεται στην σχέση αυτή. Όμως με τον Βασίλη είναι αλλιώς…» σχολίασε ο Λάμπρος κι έπειτα μια παράξενη θλίψη τον κυρίευσε. Μια θλίψη που εξωτερικεύτηκε στο πρόσωπό του, κάτι που η Νίκη κατάλαβε, αλλά δεν έκανε καμία ερώτηση. Περίμενε πως ο Λάμπρος θα έκανε αυτό που έκανε πάντοτε. Θα μιλούσε.

«Σε ποιον λέω ψέματα τώρα; Σε σένα ή σε μένα;» αναρωτήθηκε δυνατά ο Λάμπρος. «Να μην την χάσω φοβάμαι. Όπως κάποτε έχασα την γυναίκα που αγαπούσα, μια γυναίκα που τσακίστηκε από τις απώλειες που υπήρχαν στην ζωή της, μια γυναίκα που έβαζε το εγώ της πάνω απ’ όλα και που, στο τέλος, δεν κατάφερε να συμβιβάσει εκείνο το διογκωμένο εγώ με την ζωή μας που έτρεχε. Έφυγε ένα απόγευμα χωρίς να πει αντίο. Φοβάμαι, Νικολέτα, πως με τον Βασίλη θα προσπαθήσει να κρατήσει όλο τον κόσμο στα χέρια της. Ο κόσμος, ξέρεις, είναι βαρύς. Θα λυγίσουν τα χέρια της, δεν θα τ’ αντέξει και…» κατέληξε ο Λάμπρος και σκούπισε τα δάκρυά του.

«Δεν θα σου πω τα κλασσικά πως δεν έχεις γίνει μάνα και πως δεν μπορείς να με καταλάβεις. Θα σου δώσω ένα άλλο παράδειγμα. Αυτό το παιδί που κάνατε κάποτε παρέα, Τάσο πρέπει να τον λένε αν δεν με γελάει η μνήμη μου, δεν αντέχεις να τον χάσεις από την ζωή σου. Γι αυτό και τον κρατάς σαν φίλο…»

«Θέλω να το προσπαθήσω πλέον» τον διέκοψε η Νίκη.

«Αλλά και πάλι, θα είναι περισσότερο φίλος παρά σύντροφος. Φοβάσαι πως θα τον χάσεις γιατί οι σύντροφοι χάνονται, οι φίλοι παραμένουν, έτσι πιστεύεις. Φοβάσαι πως θα φύγει κι αυτός, όπως κάποτε έφυγε ο μπαμπάς σου. Μόνο που, αυτός ο φόβος, θα σας καταβροχθίσει και θα χάσεις σύντροφο και φίλο» της απάντησε ο Λάμπρος.

«Το ξέρω και παλεύω να το αλλάξω» του είπε θλιμμένα η Νίκη.

«Με τον Βασίλη έκανα μια μικρή συζήτηση και κατάλαβε όσα έπρεπε να καταλάβει. Δεν φεύγει εγωιστικά, ακόμη κι αν το πιστεύει ο ίδιος, ακόμη κι αν τον διαβεβαίωσα γι αυτό πιστεύοντας πως θα μόνο έτσι θα τον απέτρεπα. Φεύγει γιατί γνωρίζει, υποσυνείδητα, πως δεν έχει φτάσει ακόμη ο καιρός για να κάνει μια νέα αρχή με την Μελίνα. Φεύγει γιατί όσο ζει εδώ, η ζωή του παραμένει στάσιμη. Και κυρίως, φεύγει για να ξεχάσει μια δική του προδοσία, εκείνη που τον έκανε να χάσει, εν μία νυκτί, την πίστη του στον κόσμο».

Η Νίκη πετάρισε για μερικές στιγμές τα μάτια της χωρίς να έχει καταλάβει εκείνα τα περίεργα λόγια του Λάμπρου. Κούνησε το κεφάλι της ασυναίσθητα για να το καθαρίσει κι έπειτα σηκώθηκε όρθια. «Πάνω είναι;» τον ρώτησε.

«Θα της μιλήσεις;» την ρώτησε κι ο Λάμπρος με την σειρά του.

«Αξίζει;» συνέχισε η Νίκη.

«Δεν αξίζει και το γνωρίζουμε και οι δύο. Άφησέ την να τσακιστεί για να μάθει. Μόνο τότε, να το θυμάσαι, θα είναι εκεί ο Βασίλης για να την σηκώσει. Ακόμη κι αν αυτό χρειαστεί να γίνει στην επόμενη ζωή τους» κατέληξε ο Λάμπρος και η Νίκη του έδωσε το χέρι πριν φύγει από το σπίτι.

Η Ναταλία κοιμόταν ήρεμα στην αγκαλιά του Βασίλη ενώ ο λογισμός του έτρεχε σε μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει. «Να περάσει η Κυριακή και θα της μιλήσω πριν φύγω. Ούτως ή άλλως, το τραίνο έφυγε και πρέπει να περιμένω το επόμενο» σκέφτηκε ο Βασίλης πριν κλείσει τα βλέφαρά του και βυθιστεί σ’ έναν απόλυτα ήρεμο ύπνο.

Ξημερώματα Δευτέρας ο Βασίλης έφυγε στα κρυφά απ’ το πατρικό του και βγήκε στο δρόμο. Το έκοψε με τα πόδια για το πάρκο που άραζε κάποτε με τα παιδιά και έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του. Ποτέ δεν κατάφερε να διαγράψει το τηλέφωνο της Μελίνας, ούτε και να πετάξει την μοναδική φωτογραφία που είχανε, ακόμη κι αν είχανε περάσει τα χρόνια, ακόμη κι αν ο καθένας είχε συνεχίσει την ζωή του.

«Σε δέκα λεπτά στο παγκάκι» είπε κοφτά ο Βασίλης στο τηλέφωνο, το έκλεισε, άναψε τσιγάρο και επιτάχυνε το βήμα του. Η Μελίνα δεν άργησε ούτε λεπτό. Τον βρήκε να κάθεται σκεφτικός και λυπημένος όπως καθόταν κάποτε. «Τι θα κάνω με σένα, μου λες;» ρώτησε τον εαυτό της η Μελίνα και πήγε και κάθισε δίπλα του.

«Φεύγω. Μόνιμα» της είπε ο Βασίλης χωρίς να την κοιτάξει.

«Το έμαθα» του απάντησε λιτά εκείνη.

«Δεν πιστεύω πως θα ξαναγυρίσω» συνέχισε ο Βασίλης.

«Γιατί;» ρώτησε η Μελίνα κι ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

«Τέσσερα χρόνια μακριά σου είναι πολλά. Γι αυτό» της απάντησε ο Βασίλης κι εκείνη αναστέναξε.

«Δεν έχουμε σκοπό να μας δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία» σχολίασε η Μελίνα.

«Τι είπες;» την ρώτησε ο Βασίλης που δεν είχε ακούσει την πρότασή της κι εκείνη γύρισε το βλέμμα της αλλού.

«Είμαστε δειλοί και οι δύο, φευγάτε. Φύγαμε και οι δύο. Αν το θες κι εσύ, εγώ μπορώ να μας δώσω μια δεύτερη ευκαιρία» είπε η Μελίνα με ειλικρίνεια κι ο Βασίλης σηκώθηκε από το παγκάκι.

«Ίσως κάποια άλλη στιγμή» απάντησε πικρόχολα ο Βασίλης κι έκανε να φύγει.

«Ορίστε! Πάλι φεύγεις!» του φώναξε η Μελίνα. Ο Βασίλης κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος της. «Πες στον ποζερά ότι του την φυλάω. Του το είπα κι εγώ αλλά ήταν πολύ λιώμα για να το θυμάται. Κάποια μέρα θα τον ξεπληρώσω πολύ άσχημα για όσα έκανε» της απάντησε ο Βασίλης κι έκανε πάλι να φύγει, μα η Μελίνα σηκώθηκε από το παγκάκι, έτρεξε πίσω του και τον έπιασε από το χέρι. «Τον εγωισμό σου μέσα! Κάτσε κάτω μια φορά και μίλα σαν άνθρωπος!» του φώναξε κατάμουτρα η Μελίνα αλλά ο Βασίλης δεν πτοήθηκε.

«Τι σου είπα τότε, μικρή μου πριγκίπισσα; Με πέταξες έξω απ’ την ζωή σου! Τώρα τι μου ζητάς; Να περάσω πάλι τα ίδια;» συνέχισε ο Βασίλης κι εκείνα τα λόγια χτύπησαν πολύ άσχημα στα αυτιά της.

«Δηλαδή, θες να μου πεις πως ήθελες παιδί στα δεκαοχτώ μας;» εξαγριώθηκε η Μελίνα κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια, κάτι που την νευρίασε ακόμη περισσότερο.

«Δεν κατάλαβες, μπέμπα. Χωρίσαμε γιατί το αποφάσισες μόνη σου. Δεν ήξερα αν ήθελα το παιδί ή όχι. Αυτό που με τσάκισε ήταν πως δεν το συζήτησες μαζί μου, όχι ότι δεν το κράτησες. Αλλά, βλέπεις, όσο εγωιστής είμαι εγώ, άλλο τόσο είσαι κι εσύ» της γύρισε θυμωμένα ο Βασίλης.

«Ωραία! Έγινε! Έκανα ένα λάθος! Δεν θα μου το συγχωρέσεις ποτέ;» συνέχισε η Μελίνα και ένας περαστικός γύρισε και τους κοίταξε. Στεκόντουσαν στην μέση του πάρκου στις έξι παρά το χάραμα, μέσα στην Απριλιάτικη ψύχρα και φώναζαν σαν ζευγάρι που χώριζε.

«Άστο ρε Μελίνα, δεν έχει πια σημασία. Παντρέψου τον ποζερά και ζήσε ευτυχισμένη» της είπε ο Βασίλης, δήθεν αδιάφορα αλλά μέσα του έβραζε.

«Κοίτα ποιος μιλάει!» φώναξε η Μελίνα. «Έξι μήνες πριν, ήσουν έτοιμος να παντρευτείς και εσύ την χώρισες! Τι έγινε Βασίλη; Έριξε κι αυτή κανένα παιδί; Πήρε κι αυτή μόνη της εκείνες τις αποφάσεις που έπρεπε να είναι κοινές;» συνέχισε η Μελίνα και το μυαλό του Βασίλη μούδιασε. Μόνο εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πως κάποιος είχε μπει στην μέση και μετέφερε στην Μελίνα όλα όσα ο ίδιος προσπαθούσε επιμελώς να κρύψει για να μην την πονέσουν.

Η ημικρανία του Βασίλη επέστρεψε δριμύτερη και ο πόνος τον έκανε να γονατίσει στην μέση του πάρκου. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Μελίνα που ταράχτηκε από εκείνο το θέαμα και ο Βασίλης, βραχνιασμένα, είπε την παλιά πια ατάκα. «Έτσι δεν έλεγα πάντοτε; Καλά είμαι». Η Μελίνα τον πήρε από το χέρι και τον πήγε πίσω στο παγκάκι.

«Από πότε το έχεις αυτό;» τον ρώτησε η Μελίνα.

«Από τότε» της είπε κοφτά ο Βασίλης που ένιωθε πως κάτι του συνέθλιβε το κεφάλι.

«Και πότε είναι το τότε;» συνέχισε εκείνη.

«Από το μεσημέρι που χωρίσαμε» της απάντησε ο Βασίλης και για λίγο μείνανε σιωπηλοί.

«Ποιος σου είπε για την Χριστίνα;» έσπασε την σιωπή ο Βασίλης και η Μελίνα καγχάζοντας του απάντησε «δεν έχει σημασία».

«Σήμερα θυμήθηκες να μου ζητήσεις συγνώμη;» την ρώτησε ο Βασίλης θλιμμένα.

«Δεν έκανα κάτι για να σου ζητήσω συγνώμη» του απάντησε εκείνη κι ο Βασίλης αναστέναξε.

«Θέλω να φύγω, Μελίνα. Την μισώ αυτή την πόλη. Την σιχαίνομαι. Τρία μαθήματα μου έμειναν ακόμα, θα γυρίσω το καλοκαίρι να τα δώσω για να πάρω το πτυχίο. Ούτως ή άλλως θα έφευγα, δεν θα έμενα εδώ. Την έχω πάρει την απόφαση από πέρυσι, τώρα κατάφερα να την υλοποιήσω…»

«Για πόσο;» τον διέκοψε η Μελίνα.

«Για όσο χρειαστεί. Έχουν γίνει πολλά και, δυστυχώς, αυτή την φορά δεν μπορώ να τα μοιραστώ μαζί σου. Δεν μπορώ, καλά – καλά, να τα καταλάβω εγώ ο ίδιος» της απάντησε εκείνος γλυκά και η Μελίνα του χαμογέλασε.

«Είσαι ερωτευμένος;» τον ρώτησε η Μελίνα κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.

«Ενθουσιασμένος; Ίσως. Ερωτευμένος; Όχι. Όχι, γιατί δεν μπορώ να ερωτευτώ».

«Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε η Μελίνα κι ο Βασίλης κοίταξε βαθιά μέσα στα γαλάζια της μάτια.

«Μόνο σήμερα» της απάντησε.

«Και αύριο;» συνέχισε η Μελίνα εκείνο το παλιό παιχνίδι.

«Και αύριο και κάθε αύριο, μικρή μου πριγκίπισσα» είπε ο Βασίλης ξεφυσώντας δυνατά.

«Τότε γιατί φεύγεις;» συνέχισε η Μελίνα.

«Γιατί, κάποιες φορές, τα πράγματα έρχονται πολύ αργά. Είναι αργά για συγνώμες, είναι αργά για επανασυνδέσεις, είναι αργά για να συνεχίζω να ζω σ’ αυτή την πόλη» μουρμούρισε ο Βασίλης.

Η Μελίνα σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και του χαμογέλασε λυπημένα. «Είναι αργά για μας;» τον ρώτησε με σπασμένη φωνή.

«Δεν ξέρω. Αυτός ο πόλεμος, ο δικός μου πόλεμος, είναι, προς το παρόν, χαμένος. Μπορεί κάποια στιγμή να γυρίσω και να τον συνεχίσω, όταν και αν θα έχω το κουράγιο και την δύναμη. Μα, αυτή εδώ την στιγμή, δεν μπορώ ούτε να κερδίσω ούτε να συνθηκολογήσω. Θα φύγω γιατί έτσι είναι καλύτερα για όλους» της απάντησε ο Βασίλης δακρύζοντας.

«Σε καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω» του απάντησε η Μελίνα και γύρισε την πλάτη της για να φύγει. Ο Βασίλης δεν έκανε καμία κίνηση για να την σταματήσει, έμεινε στο παγκάκι να την κοιτάζει να απομακρύνεται και να σκέφτεται όλα όσα πέρασαν μαζί.

Λίγο αργότερα, ο Βασίλης γύρισε στο πατρικό του, έφτιαξε καφέ για κείνον και για την Ναταλία και πήγε και την ξύπνησε. Είχαν μαζέψει τα πράγματά τους από την προηγούμενη και περίμεναν να πάει εννιά για να πραγματοποιήσουν το πρώτο μέρος του ταξιδιού τους.

«Βγήκες το πρωί;» τον ρώτησε γλυκά η Ναταλία κι ο Βασίλης, αντί για απάντηση της φίλησε το χέρι.

«Τους χαιρέτησες όλους;» συνέχισε η Ναταλία.

«Όσους έπρεπε, ναι» της απάντησε ο Βασίλης.

«Κι όσους δεν έπρεπε;» συνέχισε η Ναταλία.

«Θα μάθουν, κάποια στιγμή, πως έφυγα» της είπε ο Βασίλης σκεφτικά.

Είκοσι δύο ώρες κράτησε το ταξίδι τους για το Σαράγεβο, ένα κουραστικό ταξίδι με πολλές στάσεις και πολύ τρέξιμο. Ο Βασίλης παράτησε τις βαλίτσες μόλις μπήκε στο μικρό διαμέρισμα της Ναταλίας και έπεσε σαν πτώμα στον καναπέ. Η Ναταλία του χαμογέλασε, ξάπλωσε πάνω του και τον φίλησε με πάθος.

«Τόσο κουρασμένος είσαι;» τον ρώτησε όταν τον είδε απρόθυμο να κάνει οτιδήποτε.

«Ο Βασίλης φοβάται δύο πράγματα. Τον εαυτό του και τα αεροπλάνα» της είπε ο Βασίλης χαμογελαστά, που δεν είχε συνέλθει ακόμη από τις διαδοχικές πτήσεις.

«Ο Βασίλης να σηκωθεί από τον καναπέ και να πάει στο κρεβάτι» τον πείραξε η Ναταλία αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε. «Δεν φέρνεις μια κουβέρτα εδώ, να ξαπλώσουμε παρέα;» την ρώτησε και η Ναταλία τον στραβοκοίταξε.

«Δεν χωράμε στον καναπέ, Βασίλη» είπε με μια προσποιητή αγανάκτηση.

«Φέρε την κουβέρτα και θα χωρέσουμε» της απάντησε εκείνος και η Ναταλία, μόνο και μόνο για να δει τι είχε βάλει στο μυαλό του, έφερε την κουβέρτα που ήταν στρωμένη στο κρεβάτι. Ο Βασίλης τράβηξε πάνω του την Ναταλία, που όπως ήταν φυσικό έπεσε ολόκληρη πάνω του κι έπειτα έριξε την κουβέρτα πάνω τους.

«Κάτι τέτοια μου κάνεις…» είπε η Ναταλία γλυκά αφού της πέρασε το σοκ της πτώσης. Ο Βασίλης χωρίς να απαντήσει, την αγκάλιασε σφιχτά και έκλεισε τα μάτια του.

Κατεβάστε το ebook εδώ ή διαβάστε το επόμενο μέρος της ιστορίας

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: