,

Μουντό χειμωνιάτικο σκηνικό (VI)

Προηγούμενο

Πήρε να χαράξει. Θα ‘βρισκε η χαραυγή τον Βασίλη να κάθεται δίπλα απ’ το παράθυρο του δωματίου του, με την πλάτη στο καλοριφέρ, με το τσιγάρο στο στόμα κι ένα μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι για συντροφιά. Το τασάκι του είχε προ πολλού ξεχειλίσει κι εκείνος κάπνιζε ακόμη. Κάπνιζε σαν να μην υπήρχε αύριο και σκεφτόταν. Θυμόταν. Νευρίαζε.

Σηκωνόταν που και πού, για να αλλάξει μεριά εκείνη την αθάνατη κασέτα που ‘χε επιλογές από Κρίνα, Τσίγκο, Λήτη κι Ενδελέχεια. Μισοτραγουδούσε τα κομμάτια που ‘χε μάθει απ’ έξω με τα χρόνια. Γύριζε το μυαλό του στα σκηνικά του προηγούμενου απογεύματος. Απ’ την μία προσπαθούσε να τα διώξει από εκεί κι απ’ την άλλη τα δούλευε, έφτιαχνε ένα εφεδρικό σχέδιο, προσπαθούσε να δει την μετέπειτα πορεία του. Να αποφύγει κακοτοπιές, να κάνει τις σωστές επιλογές.

Στις εφτά είχε πάρει τις αποφάσεις του. Σηκώθηκε και έβαλε το μπουκάλι με το ουίσκι στην θέση του, άδειασε το τασάκι, ντύθηκε βιαστικά, φόρτωσε την τσάντα του στον ώμο κι έφυγε απ’ το σπίτι χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Βγήκε στο κρύο του Γενάρη και το ‘κοψε για το σχολείο. Πρώτη Δευτέρα μετά τις διακοπές των χριστουγέννων. «Ευτυχισμένο το 1997» μουρμούρισε πριν αρχίσει να αναθεματίζει φίλους, γνωστούς και την πρώην του.

Κάθισε μόνος, πολύ πριν αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, στο προαύλιο, χωμένος σε μια γωνιά και κάπνιζε. Είχε γρεζάρει η φωνή του απ’ την πίσσα που ‘χε στρώσει στην αναπνευστική του οδό, μα δεν τον ένοιαζε. Θεωρούσε πως το είχε ανάγκη. Έριχνε κλεφτές ματιές στο δρόμο μέσα απ’ τα κάγκελα. Ήταν σε οριακό σημείο.

«Μαλάκα! Μαλακά! Μαλάκα! Μαλάκα!» είπε στον εαυτό του όταν ήρθε γι ακόμη μια φορά η ανάμνηση της καφετέριας. Σαν ταύρος σε υαλοπωλείο είχε μπει μέσα και βούτηξε τον άλλο. «Μαλάκα» κατέληξε κουνώντας το κεφάλι του.

Δεν έδωσε σημασία στην βουή και στα παιδιά που έφταναν κι έπιαναν την ψιλή κουβέντα πριν χτυπήσει το κουδούνι. Είδε την παρέα του, την φαμίλια του που θα ‘λεγε κι εκείνος, να στέκονται στο γνωστό σημείο και να τον κοιτάζουν συζητώντας μεταξύ τους. Τον πλησίασε ο Βαγγέλης. Πήγε να κάτσει δίπλα του αλλά σταμάτησε μόλις είδε το αγριεμένο βλέμμα του Βασίλη.

«Πάτα» έκανε κοφτά ο Βασίλης.

«Ρε φευγάτε, χαλάρωσε λίγο ρε πασά μου».

«Μη με κρανιώνεις. Στο λέω μια φορά και πάρα πολύ ευγενικά. Πάτα. Τώρα».

«Όπως αγαπάς, φιλαράκο. Όπως αγαπάς» συνέχισε ο Βαγγέλης πριν επιστρέψει στην παρέα του.

«Το πήρε βαριά;» ρώτησε ο Θανάσης. Έγνεψε καταφατικά ο Βαγγέλης. Γύρισε και τον κοίταξε ο Τάσος. Περίμεναν όλοι να πει κάτι. «Ποζερά, έξι και χάραξε. Έχεις υποχρέωση να του μιλήσεις» δήλωσε ο Θανάσης.

«Τι να του πω ρε;» απάντησε νευριασμένα ο Πάνος.

«Ότι έκανες πλάτες στην Έλενα, βρε μαλάκα» απάντησε χαμηλόφωνα ο Τάσος.

«Αν το μάθει απ’ αλλού, δεν θα μπω στην μέση όπως έκανα χθες με το φιλαράκι σου. Θα μαζέψεις το ξύλο της αρκούδας» είπε ο Βαγγέλης.

«Δεν ευθύνομαι εγώ…» έκανε ο Πάνος και ο Βαγγέλης τον βούτηξε από την μπλούζα. «Ποζερά, κανόνισε την πορεία σου. Θα τον αμολήσω και δεν θα σε σώσει ούτε η μαμάκα, ούτε ο μπαμπάκας, ούτε η φαμίλια, ούτε το φιλαράκι σου που το παίζει μάγκας και την πνίγω για χάρη του φευγάτου, ούτε η Έλενα, ούτε κανένας. Και να σου πω κάτι; Στα αρχίδια μου σε γράφω! Πά’ να τον εφέρω!»

«Έλα ‘δω ρε!» φώναξε ο Θανάσης όταν ο Βαγγέλης παράτησε τον Πάνο κι έκανε να φύγει. «Θα το λύσουμε όπως ξέρουμε εμείς. Ποζερά, έξι και χάραξε. Τελευταία κουβέντα» συνέχισε ο Θανάσης.

Ούτε που είχε δει εκείνη την αψιμαχία ο Βασίλης. Αγνάντευε αόριστα και κοίταγε τον κόσμο. Δεν κατάλαβε την κοπέλα που κάθισε δίπλα του. Μόνο το σκούντηγμά της ένιωσε και γύρισε αγριεμένα προς το μέρος της. Κάτι, μέσα του, πίστεψε πως ήταν η Έλενα. Χαλάρωσε μόνο όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Μελίνα.

«Έτσι δεν έλεγα πάντοτε;» της απάντησε βραχνά ο Βασίλης.

«Θέλεις…» κόμπιασε η Μελίνα κι εκείνος, ασυναίσθητα, της χαμογέλασε. «Να πάμε για καφέ;» συνέχισε χαμογελώντας κι εκείνη.

«Δεν σ’ είχα για κοπανατζού» σχολίασε ο Βασίλης.

«Πες πως έγινα».

«Πάμε» είπε κι έπειτα σηκώθηκε και της έδωσε το χέρι για να την σηκώσει.

Στην άλλη άκρη του προαυλίου, ο Πάνος είχε δει την σκηνή κι άρχισε να τρώγεται με τα ρούχα του. «Τι κάνει, ρε, ο μαλάκας; Φεύγει με την Μελίνα;» ρώτησε τους υπόλοιπους και ο Βαγγέλης έβαλε τα γέλια.

«Φαντάσου, ποζερά, να ήξερε τι μπινιά του ‘παιξες. Φαντάσου τι θα ‘κανε!» του πέταξε ο Βαγγέλης.

«Εκατόν τέσσερα άκυρα σου έχει ρίξει η Μελίνα, ποζερά. Νομίζεις ότι θα αλλάξει κάτι;» πετάχτηκε ο Θανάσης.

Βγαίνοντας από το προαύλιο, έπεσαν πάνω στην Έλενα και την Νάντια. Έπιασε σφιχτά το χέρι του η Μελίνα, φόρεσε το υπεροπτικό της ύφος και κοίταξε την Έλενα με μίσος. Δεν θα ‘σβηνε ποτέ μέσα της η απέχθεια που έτρεφε για εκείνη. Είχαν περάσει δύο χρόνια και κάτι από τότε που της τον «έφαγε», μα η Μελίνα δεν ήταν διατεθειμένη να την συγχωρήσει.

«Βασίλη!» φώναξε η Έλενα μα εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Έσφιξε το χέρι της Μελίνας και συνέχισε να περπατάει σαν να μην συνέβη τίποτα, σαν να μην την άκουσε ποτέ. Έτρεξε προς το μέρος τους η Έλενα. Μπήκε μπροστά τους. Τους σταμάτησε. Κοίταξε τον Βασίλη κι είδε τα μάτια του να βράζουν. «Εξαφανίσου» της είπε μέσα από τα δόντια του.

«Όχι» απάντησε με σθένος η Έλενα.

«Δεν θα το ξαναπώ. Φύγε, πριν γίνει χαμός».

«Είπα όχι!»

«Τρίτη και φαρμακερή. Λένα, μην τεντώνεις το σχοινί γιατί δεν το ‘χω σε τίποτα να γίνουμε μπιλίες πρωινιάτικο» συνέχισε ο Βασίλης που το μυαλό του ήταν ένα καζάνι γεμάτο με βενζίνη, έτοιμο να αναφλεγεί και να κάψει ό,τι κι αν συναντούσε στο διάβα του. Πήρε βαθιά ανάσα για να αποφορτιστεί και η Μελίνα, δίπλα του, περίμενε πως και πώς τον χαμό που είκαζε ότι θα επικρατήσει.

«Όχι» είπε για τρίτη φορά η Έλενα κι ο Βασίλης χαμογέλασε σαρδόνια. Έσκυψε μπροστά και την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του. «Κρατάω στα χέρια μου άσσους, ρηγάδες, ντάμες και βαλέδες. Λυπάμαι, χάσατε» της είπε με σατανικό ύφος κι ύστερα την έσπρωξε στο πλάι. Περπάτησε μπροστά με την Μελίνα και την άφησε πίσω του.

«Βασίλη!» ξαναφώναξε η Έλενα κι εκεί που έκανε να τον προλάβει ξανά, την έπιασε απ’ το χέρι η Νάντια. «Άφησέ τον! Θα βρούμε τον μπελά μας με τον ηλίθιο! Του Χρηστάκου του έσπασε την μύτη χθες. Μη τα βάζεις με τον Βασίλη! Άστο. Τελείωσε».

«Τίποτα δεν τελείωσε» μουρμούρισε νευριασμένα η Έλενα.

«Ρε συ Έλενα, τον έχασες, πως το λένε;» συνέχισε να γκρινιάζει η Νάντια.

«Θα τον κάνω να γυρίσει πίσω ακόμη κι αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω στον κόσμο».

Δεν είχε αφήσει το χέρι του η Μελίνα, τον οδηγούσε μέσα στα στενά κι εκείνος την ακολουθούσε χωρίς να νοιάζεται για το που θα πήγαιναν. Κατάλαβε πως δεν θα έπιναν καφέ σε κάποια καφετέρια όταν έφτασαν μπροστά από το νεοκλασικό που έμενε η Μελίνα. Πάντα του άρεσε αυτό το σπίτι με τον μεγάλο κήπο, τα ξύλινα παντζούρια, την μεγάλη βεράντα του πρώτου ορόφου και τα κεραμίδια του. Είχε όνειρο κι εκείνος να ζήσει, κάποτε, σ’ ένα τέτοιο αρχοντικό σαν της Μελίνας. Δεν ήξερε ότι έμενε εκεί. Το έμαθε όταν την είδε να βγάζει ένα ζευγάρι κλειδιά και να ανοίγει την αυλόπορτα.

«Εδώ μένεις;» την ρώτησε με δέος.

«Ναι» απάντησε κοφτά η Μελίνα.

«Δεν θα πάμε για καφέ;»

«Δεν θες να πιούμε καφέ εδώ;»

«Οι δικοί σου;»

«Ο μπαμπάς δουλεύει μόνιμα. Η μαμά μου έχει πεθάνει».

Δεν βρήκε να πει κάτι ο Βασίλης, μόνο έμεινε σαστισμένος έξω από την πόρτα να την κοιτάζει λυπημένα. «Έλα μέσα» του είπε η Μελίνα και τον τράβηξε στον κήπο.

Κοίταζε το σαλόνι ο Βασίλης χαμογελώντας. Παλιά ήταν τα έπιπλα μα φαινόταν καλοδιατηρημένα. Το τζάκι ήταν καθαρό, σαν να μην είχε ανάψει ποτέ. Κατέβηκε τα δύο σκαλάκια που υπήρχαν μπροστά από την είσοδο. Στα αριστερά του ήταν η κουζίνα, μεγάλη και ευρύχωρη, γεμάτη παράθυρα που έβλεπαν στον κήπο. Ευθεία ήταν η σκάλα που ανέβαινε στον πάνω όροφο και ένας στενός διάδρομος. Τον τράβηξε η Μελίνα από το χέρι και τον ανέβασε στον πάνω όροφο. Διάδρομος και δωμάτια και εκεί. Το πρώτο στα δεξιά ήταν το δικό της.

«Κάτσε» του είπε δείχνοντας το κρεβάτι. «Τι καφέ να σου φτιάξω;» συνέχισε.

«Μέτριο» απάντησε σαστισμένα ο Βασίλης.

«Φραπέ;»

«Ό,τι να ναι».

Ροζ ήταν το δωμάτιό της, ροζ και όλα τα περιεχόμενά του. Ροζ το κρεβάτι, με ροζ σεντόνια και ροζ πάπλωμα. Ροζ οι τοίχοι. Ροζ η ηλεκτρική κιθάρα που στεκόταν δίπλα από το γραφείο. Ροζ η βιβλιοθήκη που ‘χε πάνω της αμέτρητα βιβλία. Ροζ τα κομοδίνα και τα πορτατίφ. Ροζ και οι κουρτίνες. Για κάποιο, ακατανόητο, λόγο, εκείνο το ροζ ένιωθε πως τον ηρεμούσε.

Όταν άνοιξε την πόρτα του δωματίου της η Μελίνα, τον είδε να κοιμάται. Ο μισός ήταν πάνω στο στρώμα και ο υπόλοιπος κάτω. «Αχ μωρέ Βασίλη» ψιθύρισε. Του έβγαλε τα παπούτσια, ανέβασε τα πόδια του στο κρεβάτι, τον σκέπασε και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου. Τον χάζευε για ώρες, κάνοντας παρατηρήσεις και γυρνώντας πιθανές συζητήσεις στο μυαλό της. «Ακόμη κι όταν κοιμάται, θλιμμένος είναι» σχολίασε κάποια στιγμή, όταν είχε πια μεσημεριάσει.

Δεν είχε νιώσει περισσότερο ερειπωμένος στην ζωή του ο Βασίλης, από εκείνη την στιγμή που ξύπνησαν οι αισθήσεις του. Σαν να μην τον έκανε ποτέ αυτό τον ύπνο. Σαν να ‘κλεισε τα μάτια του για μία στιγμή μόνο, του φάνταζε. Κοίταξε νυσταγμένα την Μελίνα και έτριψε τα μάτια του. «Κοιμήθηκα πολύ;»

«Ίσα με μια στιγμή» του απάντησε χαμογελαστά.

«Που την βρίσκεις την όρεξη για πλάκα, μου λες;» την ρώτησε μίζερα, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι.

«Θα πιούμε καφέ;» τον ρώτησε εκείνη.

«Θα πιούμε» μουρμούρισε ο Βασίλης πιάνοντας το κεφάλι του.

«Να φτιάξω;»

«Να βγούμε έξω; Θέλεις;»

«Να καθίσουμε σε καφετέρια;» τον ρώτησε θλιμμένα.

«Όχι. Να αλητέψουμε» της πρότεινε ο Βασίλης κρυφογελώντας.

«Για πες. Με ενδιαφέρει αυτό».

«Θα ‘ρθεις;» την ρώτησε κι η Μελίνα του έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας.

Βγήκαν από το σπίτι και περπάτησαν μέχρι ένα τυροπιτάδικο που ήταν κοντά στο σχολείο. Μπήκαν μέσα κι ο Βασίλης χαιρέτισε αυτόν που δούλευε σαν να ήταν χρόνια γνωστοί. «Ψηλέ, φτιάξε ένα μέτριο κι ένα… Κοριτσάρα, τι πίνεις;»

«Μέτριο» είπε ντροπαλά η Μελίνα.

«Φτιάξε δυο μέτρια σε χάρτινο, ξέρεις» συνέχισε ο Βασίλης.

«Έγινε, φευγάτε» απάντησε εκείνος.

Έπιασαν ένα τραπέζι μέχρι να γίνουν οι καφέδες τους και κοιταζόντουσαν χωρίς να μιλήσουν. «Έτοιμος είσαι, φευγάτε» ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του ψηλού κι ο Βασίλης σηκώθηκε να πάρει τους καφέδες. Έχωσε το χέρι του στο παντελόνι κι έβγαλε ένα σκασμό ψιλά. «Κάνε να φτάνουν» ευχήθηκε σιωπηλά ο Βασίλης καθώς μετρούσε κατοστάρικα και πενηντάρικα.

«Να κεράσω εγώ, γιατί δεν με άφησες να κεράσω πριν;» ρώτησε η Μελίνα βγάζοντας το πορτοφόλι της και αφήνοντας ένα χιλιάρικο στον πάγκο.

«Ε… Όχι ρε συ…» έκανε ο Βασίλης δισταχτικά.

«Κρατήστε τους από εδώ» είπε χαμογελαστά η Μελίνα.

«‘Φχαριστώ ρε» ψιθύρισε ο Βασίλης.

«Αφού εγώ σου είπα για καφέ» του απάντησε η Μελίνα παίρνοντας τα ρέστα.

Περπάτησαν αρκετά εκείνο το μεσημέρι, χωρίς να μιλήσουν. Ήταν σχετικά ζεστή η μέρα σε αντίθεση με την παγωμένη ψυχή του Βασίλη. Το μυαλό του συνέχιζε να ψάχνει μια άκρη στα πεπραγμένα, την αιτία που υπήρχε πίσω απ’ την στάση και την συμπεριφορά της Έλενας, μα πάντα έφτανε σε αδιέξοδο.

«Τι σε βασανίζει;» τον ρώτησε γαλήνια η Μελίνα, όταν, ώρες αργότερα, έφτασαν σε κάποια μακρινή γειτονιά και κάθισαν σ’ ένα παγκάκι κάποιας μικρής πλατείας, άδειας από κόσμο.

«Χώρισα χθες…» αναστέναξε ο Βασίλης.

«Το ξέρω».

«Δεν μπορώ να καταλάβω… Δεν… Γιατί; Που έκανα λάθος;» συλλογίστηκε, μα οι λέξεις έφυγαν απ’ το μυαλό του, έγιναν ήχοι κι έφτασαν στα αυτιά της.

«Τι έγινε;»

«Δεν ξέρω πια, Μελίνα. Δεν ξέρω. Ειλικρινά, αρνούμαι να πιστέψω το οτιδήποτε…»

«Δεν μου απαντάς έτσι».

«Μέσες – άκρες, την είδε κάποιος στο κέντρο με άλλον, πήρε τηλέφωνο τον μάστορα, ήρθε αυτός απ’ το σπίτι μου, κατεβήκαμε κέντρο με το παπί, έκανα ντου στην καφετέρια, αρπάχτηκα με τον χαλβά, του πάτησα δυο γονατιές του καρκινιάρη κι αν δεν ήταν ο βλάκας ο Βαγγέλης μαζί μου να με μαζέψει, σε καροτσάκι θα της τον έστελνα πακέτο, να τον χαίρεται» απάντησε οργισμένα ο Βασίλης.

«Γιατί;»

«Αυτό ρωτάω κι εγώ. Γιατί;»

«Αξίζει μωρέ Βασίλη;» του είπε γλυκά.

«Δεν αξίζει. Το ξέρω. Δεν είμαι χαζός. Ήδη έδωσα πολύ αξία. Το είπα από χθες το βράδυ. Το γιατί είναι που με βασανίζει. Γιατί μου συμπεριφέρθηκε έτσι».

«Αν σου έλεγα πως αυτή ακριβώς είναι η Έλενα, τι θα μου έλεγες;»

«Ότι έκανα λάθος» της είπε ο Βασίλης κι ύστερα γύρισε και την κοίταξε. Του χαμογελούσε. «Μπορείς να πεις πως γι αυτό το λόγο σταματήσαμε να τις κάνουμε παρέα με την Νίκη. Γιατί έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο» του είπε χαμογελαστά για να τον δει να σκοτεινιάζει.

«Δεν ξέρω…» ξεφύσηξε ο Βασίλης. «Έχω τόσα στο κεφάλι μου και ήρθε να προστεθεί ακόμη ένα…»

«Θέλεις να τα συζητήσουμε;» ρώτησε εκείνη και της έγνεψε καταφατικά. Έπιασαν την κουβέντα μέχρι που νύχτωσε κι έβαλε κρύο. Πήραν το λεωφορείο για να γυρίσουν στα σπίτια τους. Την άφησε στο νεοκλασικό κι έφυγε για το πάρκο. Κουβαλούσε ακόμη την τσάντα του. Δεν είχε πατήσει όλη μέρα στο σπίτι, ούτε είχε φάει τίποτα. Βρήκε τα παιδιά να κάθονται στο παγάκι που έπιαναν πάντοτε και κάθισε μαζί τους για ένα τσιγάρο. Τον αγριοκοίταξε ο Πάνος, μα δεν μίλησε. Ήξερε πως δεν έπρεπε να ανοίξει εκείνον τον καυγά με τον Βασίλη. Ήξερε πως έπρεπε να κάνει υπομονή μέχρι να περάσει η μπόρα.

«Φευγάτε; Όλα καλά;» τον ρώτησε ο Θανάσης.

«Όλα» απάντησε κοφτά ο Βασίλης.

«Το λέσι που αρπάχτηκες χθες, απειλεί να σε χαρακώσει» σχολίασε ο Βαγγέλης κοιτάζοντας άγρια τον Πάνο. «Τι θα κάνουμε;» συνέχισε γυρίζοντας προς τον Βασίλη.

«Τίποτα δεν θα κάνουμε, μάστορα. Χάρισμά του η Έλενα. Είπα τέλος. Δεν θα ασχοληθώ ξανά» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Ρε πασά μου, άσε με να κάνω λίγο χαμό…» απάντησε ο Βαγγέλης με σοβαρό ύφος.

«Όχι. Είναι δικό μου πρόβλημα και δεν γουστάρω να ανακατευτεί κανένας. Εξηγηθήκαμε;» έκανε ο Βασίλης κοφτά.

«Όπως αγαπάς, αδερφέ».

«Ακούω» έκανε ο Βασίλης όταν ένιωσε πως τον κοίταζαν όλοι.

«Εθεάθης, λένε, με την Μελίνα» είπε ο Θανάσης.

«Ναι. Ήπιαμε ένα καφέ μαζί. Πειράζει κανέναν;»

«Φευγάτε…» άρχισε ο Πάνος, μα λούφαξε όταν είδε το προειδοποιητικό βλέμμα του Θανάση.

«Δεν στην τρώω, ποζερά. Τα ‘χουμε μιλήσει. Πρόλαβες κι έκανα πίσω. Τον κρατάει τον λόγο του ο φευγάτος» δήλωσε ο Βασίλης πριν σηκωθεί από το παγκάκι.

«Που πας ρε;» του φώναξε ο Τάσος.

«Στην γέφυρα, ν’ αράξω. Μόνος» απάντησε ο Βασίλης πριν φύγει για τα καλά και τους αφήσει μόνους στο πάρκο.

«Την έχασες, ποζερά» σχολίασε χαιρέκακα ο Βαγγέλης κι ύστερα χτύπησε την πλάτη του Πάνου. «Ο ψεύτης και ο κλέφτης… Ξέρεις πως πάει παρακάτω» συνέχισε.

«Καμία δεν έχασα» απάντησε εκείνος με πείσμα.

«Στοίχημα ότι ο φευγάτος, μέχρι αρχές του επόμενου, θα την έχει ρίξει» είπε ο Βαγγέλης κι όλοι έβαλαν τα γέλια.

«Πάει» του είπε ο Πάνος.

«Ξηλωθείτε. Να σας δω, ρε ρεμάλια, να το χάνετε και τι στον κόσμο» σχολίασε ο Βαγγέλης.

«Είκοσι προς ένα ότι δεν θα κάνει τίποτα γιατί ο φευγάτος, σε αντίθεση με μερικούς, σέβεται» απάντησε ο Θανάσης πριν βγάλει ένα μάτσο χαρτονομίσματα από την τσέπη του.

«Σάκη, θα βάλω δυο σπίτια υποθήκη, μόνο και μόνο για να σε δω να χάνεις αυτή την φορά. Τάσο;»

«Θα την ρίξει ο φευγάτος. Όχι μέχρι το τέλος του μήνα, μέχρι τέλος της βδομάδας» μουρμούρισε ο Τάσος γελώντας κι έβγαλε ένα χιλιάρικο από την τσέπη του.

«Εκατό προς ένα ρε!» του απάντησε ο Θανάσης.

«Σάκη, εγώ θα το κερδίσω και θα στα πάρω τα εκατό χιλιάρικα. Κανόνισε. Δεν χαρίζω κάστανα επειδή είσαι φίλος» του γύρισε ο Τάσος μισοαστεία και μισοσοβαρά.

«Μέσα. Βαγγέλη, πόσα;» απάντησε ο Θανάσης.

«Να μην έχω τώρα ένα κατοστάρι, να το χώσω, να κάνω γερή κονόμα; Χίλιες, αδερφέ και δεν θα ‘χω ούτε για βετζίνα μέχρι το Σάββατο» απάντησε ο Βαγγέλης.

«Τέλος μήνα; Είκοσι προς ένα;» ρώτησε ο Θανάσης κι όταν τον είδε να γνέφει καταφατικά γύρισε προς τον Πάνο. «Ποζερά, τι λες; Στοιχηματίζουμε την μπέσα του φευγάτου;».

«Δεν χρειάζεται. Ο φευγάτος έχει μπέσα» μουρμούρισε ο Πάνος πριν γυρίσει απ’ την άλλη και απομακρυνθεί.

Σε ανάμενα κάρβουνα καθόντουσαν όλοι εκείνες τις ημέρες, μα πιο πολύ η Μελίνα που έβλεπε τον Βασίλη καθημερινά να ψυχορραγεί και να ψάχνει άκρες εκεί που δεν υπήρχαν. Είχε απομακρυνθεί από την παρέα του, από τους δικούς του, από τους γνωστούς και μόνο εκείνη άφηνε να τον πλησιάσει. Δεν μιλούσε πια με τους φίλους του. Έπιανε μια γωνιά, μόνος του, και ρέμβαζε όταν ήταν στο σχολείο κι έπειτα, χανόταν μαζί της στις γειτονιές της πόλης.

Την Πέμπτη την πήγε στην γέφυρα, σ’ εκείνη την γέφυρα που εκείνος και η παρέα του, κάποτε, έδωσαν την υπόσχεση να είναι οικογένεια. Να προσέχει ο ένας τον άλλο. Να μην φάνε ποτέ τον αδερφό τους. Μια υπόσχεση που ‘χε καταρρεύσει μα εκείνος δεν το είχε μάθει ακόμη. Κοντραριζόταν με τον εαυτό του. Πάντα του άρεσε η Μελίνα. Απ’ την πρώτη μέρα που την είδε στο σχολείο. Μόνο που τα σχέδια του τα χάλασε εκείνη η καταραμένη υπόσχεση που είχε δώσει και ο ακραίος χαρακτήρας του που δεν ήταν διατεθειμένος να πουλήσει τους φίλους του για έναν έρωτα. Πίστευε πως αυτοί ήταν πιο σημαντικοί απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ήταν η οικογένειά του.

Συζήτησαν αρκετά εκείνο το απόγευμα, μέχρι που νύχτωσε και την πήγε σπίτι της. Έφυγε από ‘κει και επέστρεψε στην άσκοπη περιπλάνησή του. Η Μελίνα πήρε τηλέφωνο την Νίκη για να βρεθούν και να συζητήσουν και αυτό έγινε. Πήγε η Νίκη από το σπίτι της και έπιασαν την πάρλα. Της εκμυστηρεύτηκε η Μελίνα όσα φοβόταν. Γέλασε η Νίκη μαζί της. «Είσαι χαζή. Ο τύπος κόβει φλέβα για την πάρτη σου. Απλά, είναι αυτή η μαλακία στην μέση που σε γουστάρει ο Πάνος και δεν θέλει να κάνει κίνηση…»

«Αλήθεια;» την διέκοψε η Μελίνα.

«Όχι, παραμύθια. Άκου με που σου λέω. Έχω τις άκρες μου».

«Πες».

«Τα συζήτησα με τον Τασούλη…»

«Για πες, τι τρέχει;» πετάχτηκε η Μελίνα

«Τίποτα δεν τρέχει».

«Και καλά».

«Φίλοι είμαστε ρε. Μην κάνεις κι εσύ σαν τους χαζούς του φευγάτου. Δεν τρέχει τίποτα» της είπε κοφτά η Νίκη.

«Τέλος πάντων. Τώρα τι; Δεν μου αφήνει περιθώρια ρε φιλενάδα».

«Το ξέρω. Λες να μην το ξέρω. Θα προτιμήσει να πατήσει τον εαυτό του κάτω, παρά να προδώσει αδερφό του. Λόγια του Τάσου σου μεταφέρω».

«Μάλιστα» μονολόγησε αφηρημένα η Μελίνα.

«Δεν έχει εναλλακτικές. Μίλησέ του. Θα του μιλήσουν τα παιδιά την Δευτέρα. Μίλησέ του όσο προλαβαίνεις…»

«Δεν πέφτω στο επίπεδο της Έλενας. Κάτι τέτοια μόνο το τσουλάκι θα τα έκανε»

«Όπα της, φιλενάδα; Εμαγκεψάμην και μάθαμε να βρίζουμε;» την πείραξε η Νίκη.

«Λίγο…» είπε κρυφογελώντας ντροπαλά η Μελίνα.

«Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»

«Αλήθεια;»

«Ε, ναι».

«Δεν ξέρω. Όταν με κοιτάζει έτσι θλιμμένα και κατεβάζει μούτρα και καπνίζει και χάνεται, θέλω να τον πάρω αγκαλιά, αλλά δεν ξέρω πως θα αντιδράσει. Τις προάλλες δεν ξέρω πώς κρατήθηκα για να μην τον φιλήσω…»

«Α! Τόσο καλά!» πετάχτηκε γελώντας η Νίκη.

«Άσε σου λέω, δεν ξέρω τι έχω πάθει τώρα τελευταία».

«Λογικά σκεπτόμενη, το μόνο που θα δουλέψει, αν δουλέψει, είναι να κάνεις κίνηση εσύ. Από τον Βασίλη μην περιμένεις τίποτα, ειδικά αν δεν ξεκόψει με τους άλλους. Που μετά απ’ αυτό, κόβω το κεφάλι μου ότι θα ξεκόψει. Τα παιδιά ξέρουν για την μαλακία του Πανούλη και το τραινάρουν για να μην γίνει ο κακός χαμούλης. Του έδωσαν διορία για να απολογηθεί στον φευγάτο. Λογική, ό,τι να ‘ναι. Πιστεύεις πως, αν την Δευτέρα το πρωί, τον πιάσουν και του πουν πως έγινε το και το, θα καθίσει με σταυρωμένα χέρια και δεν θα τους διαολοστείλει όλους;» κατέληξε η Νίκη και η Μελίνα κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Είχε αρχίσει να κολλάει τις κακές του συνήθειες.

«Θα το τραβήξω όσο δεν πάει» δήλωσε αφηρημένα η Μελίνα.

«Ωχ… Τι;» σχολίασε η Νίκη ταραγμένα.

«Όλα ή τίποτα».

«Έχεις πάθει μετάλλαξη μ’ αυτόν που έμπλεξες, το ξέρεις;»

«Όχι, θα πεθάνω» της γύρισε η Μελίνα.

«Σαν να τον ακούω να μιλάει. Το τσιγάρο σου λείπει μόνο» την πείραξε η Νίκη.

«Ρε, μην με δουλεύεις…»

«Φιλενάδα, κάνε αυτό που θέλεις να κάνεις. Αυτό μπορώ να σου πω μόνο».

«Εσύ, με τον Τασούλη τον κοντό, τι θα κάνεις;»

«Σου είπα, είμαστε φίλοι!» επέμεινε η Νίκη.

«Πες».

«Αμάν ρε Μελίνα. Τίποτα δεν τρέχει λέμε» δήλωσε αγανακτισμένα η Νίκη.

Το πρώτο πράγμα που έκανε η Μελίνα το επόμενο πρωί, ήταν να κανονίσει να βγει έξω με τον Βασίλη, το ίδιο κιόλας βράδυ. Ήξερε πως τις παρασκευές έβγαινε με τους φίλους του, μα πίστευε πως εκείνη την συγκεκριμένη Παρασκευή, θα έκανε μια τελείως διαφορετική επιλογή. Δεν το σκέφτηκε καν όταν του το πρότεινε. Δέχτηκε αμέσως. Δεν γούσταρε να ακούσει τα λόγια των φίλων του για τα μούτρα που ‘χε κατεβάσει και για την στάση του. «Στις δέκα, στο σπίτι μου;» ρώτησε χαμογελαστά η Μελίνα κι εκείνος της έγνεψε καταφατικά.

Αδιάφορα πέρασε η μέρα του Βασίλη, ενώ εκείνη της Μελίνας ήταν μέσα στο άγχος και την ταραχή. Απ’ τις οχτώ ήταν έτοιμη και τον περίμενε, ενώ εκείνος είχε μπλέξει με κάτι ασκήσεις στην άλγεβρα και ούτε που έδινε σημασία στο ρολόι του. Το κοίταξε με απορία όταν είχε πάει πια εννιά και δέκα και πετάχτηκε σαν ελατήριο πάνω. Μπήκε στο μπάνιο, πλύθηκε, ξυρίστηκε, ντύθηκε βιαστικά με ό,τι βρήκε και πήγε στην κουζίνα που καθόταν ο πατέρας του.

«Λεφτά» έκανε κοφτά τεντώνοντας το χέρι μπροστά του.

«Τι ξυρίστηκες, βρε, που θες τρία κατοστάρικα ταξί απ’ την μία τρίχα στην άλλη;»

«Φάνη, βιάζομαι».

«Με τα ρεμάλια τους φίλους σου θα βγεις;»

«Όχι. Με μια κοπέλα».

«Για να βγεις με την Έλενα, λεφτά δεν σου δίνω. Τέρμα τα πήγαινε – έλα και οι επανασυνδέσεις. Δεν γίνεται να ‘σαι δυο μέρες καλά και δέκα ψόφιος…»

«Φάνη, δεν θα βγω με την Έλενα» του απάντησε βιαστικά ο Βασίλης, ξεφυσώντας και αναθεματίζοντας προς το ταβάνι.

«Πάρε και θέλω και ρέστα!» του είπε καθώς του έδινε ένα δεκαχίλιαρο.

«Έφυγα! ‘στω!» φώναξε όταν βγήκε απ’ την κουζίνα, σχεδόν τρέχοντας.

Η Μελίνα στεκόταν πίσω απ’ το παράθυρο του δωματίου της και τον περίμενε κοιτάζοντας τον δρόμο. Τον είδε να στέκεται έξω απ’ την αυλόπορτα και χαμογέλασε. Κατέβηκε την σκάλα, φόρεσε ένα παλτό, πήρε τσάντα και κλειδιά και βγήκε από το σπίτι.

«Άργησα πολύ;» την ρώτησε λαχανιασμένα.

«Καθόλου» του απάντησε γλυκά.

«Για πού είμαστε;» συνέχισε ο Βασίλης καθώς την παρατηρούσε. Είχε βάλει τα καλά της η Μελίνα. Φόρεμα και γόβες. Είχε φτιάξει το μαλλί της, είχε βαφτεί, ήταν μια σωστή κυρία. «Που πας, λέτσο, με τα σκισμένα και μπαλωμένα, που πας;» μάλωσε τον εαυτό του άηχα.

«Πάμε όπου θέλεις».

«Εδώ κοντά, για καμιά μπύρα;» την ρώτησε κι εκείνη συμφώνησε. Ξεκίνησαν μαζί κι εκείνη τον έπιασε απ’ το χέρι. Γύρισε και την κοίταξε. Του χαμογέλασε. Περπάτησαν σιωπηλά μέσα στους παγωμένους δρόμος της γειτονιάς για να φτάσουν σ’ ένα απ’ τα μπαράκια που υπήρχαν στην πλατεία.

Συζήτησαν αρκετά εκείνο το βράδυ. Είχε πάει δύο κι ο Βασίλης νύσταζε, μα απολάμβανε την κουβέντα με την Μελίνα. Είχε καθίσει δίπλα του για να μην χρειάζεται να φωνάζουν για να ακουστούν μέσα στην βοή της δυνατής μουσικής. Αποφάσισαν να πληρώσουν και να φύγουν. Βγήκαν από το μπαράκι κι ο Βασίλης άναψε τσιγάρο. Παρατήρησε πως τον κοίταζε με θλίψη.

«Τι;» την ρώτησε χαμογελώντας.

«Θα πούμε από τώρα καληνύχτα;» του έκανε με παράπονο.

«Που ξέρω… Απ’ τη μία νυστάζω, απ’ την άλλη δεν θέλω να γυρίσω σπίτι».

«Θες να πάμε σε μένα;»

«Κι ο μπαμπάς σου;»

«Λείπει. Τα σαββατοκύριακα που δεν δουλεύει, πάει στο εξοχικό του. Είναι το ησυχαστήριό του. Έτσι λέει» του απάντησε χαρωπά.

«Πάμε» είπε αδιάφορα ο Βασίλης.

«Αν δεν θες…» άρχισε εκείνη.

«Θέλω ρε»  της απάντησε.

«Σίγουρα;» συνέχισε η Μελίνα ενώ ήδη είχε αρχίσει να περπατάει μαζί του προς το σπίτι της.

«Ψέματα θα σου πω;»

«Ωραία… Τέλεια!» του απάντησε γελώντας.

«Ελπίζω να έχει μουσική» σχολίασε ο Βασίλης.

«Και μουσική έχει, και μισό ψυγείο μπύρες έχει. Του μπαμπά. Τις αγοράζει πενήντα – πενήντα, σαν να περιμένει την συντέλεια του κόσμου».

«Ε… Μην πιούμε τις μπύρες του ανθρώπου» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Έχουμε και κρασιά. Απ’ όλα έχουμε» του είπε πρόσχαρα κι ύστερα είδε τα μάτια του να κοκκινίζουν και να θολώνουν. Περίμενε να της πει κάτι, μα ο Βασίλης δεν ήθελε να ανοίξει εκείνο το θέμα που τον έκανε να πέσει ψυχολογικά.

Μόνο τα τακούνια της ακουγόταν στον δρόμο προς το σπίτι. Ούτε που μίλησαν όταν μπήκαν μέσα. Εκείνη πήγε στην κουζίνα για να φέρει το κρασί, ποτήρια κι ένα σταχτοδοχείο κι εκείνος ανέβηκε στο δωμάτιο.

«Γιατί κάθεσαι, παιδί μου, στα σκοτάδια;» τον ρώτησε όταν μπήκε μέσα, ψάχνοντας τον διακόπτη.

«Γιατί δεν ήξερα που είναι το φως» μουρμούρισε μουδιασμένα ο Βασίλης.

«Άναψε το πορτατίφ που είναι δίπλα σου» του είπε γλυκά η Μελίνα κι έσβησε το φώς του δωματίου μόλις ο Βασίλης άναψε το πορτατίφ. Άφησε ποτήρια και μπουκάλι στο κομοδίνο και κάθισε δίπλα του. «Λοιπόν;» έκανε χαμογελώντας η Μελίνα.

«Λοιπόν;» απόρησε ο Βασίλης.

«Θ’ ανοίξεις το κρασί, να βάλω μουσική;»

«Ναι… Φυσικά…» απάντησε σαν χαμένος. Την κοίταζε που σύνδεε κάτι καλώδια ενώ εκείνος πάλευε να ανοίξει το μπουκάλι. Πήρε την ροζ κιθάρα και κάθισε δίπλα του. «Στην υγειά μας» της είπε όταν της γέμισε το ποτήρι.

«Ακούω προτάσεις» του απάντησε η Μελίνα με την κιθάρα στα χέρια.

«Δεν ξέρω, ό,τι θέλεις» της απάντησε κατεβάζοντας το κρασί μονορούφι μέσα στην αμηχανία του.

Άναψε τον ενισχυτή η Μελίνα, πείραξε λίγο τα κουμπιά του κι ύστερα άρχισε να παίζει έναν μελαγχολικό σκοπό, πολύ αργό, με πολύ βάθος. Κοίταζε τα δάχτυλά της ο Βασίλης. Άλλες φορές έτρεχαν πάνω στην ταστιέρα, άλλες δούλευαν αργά, κάποιες έμεναν μόνο σε μια χορδή. Λάτρεψε από την πρώτη στιγμή το ακουστικό αποτέλεσμα. Περισσότερο όμως, λάτρεψε την φιγούρα της, μέσα στο μαύρο της φόρεμα, με μια ροζ κιθάρα στα χέρια, με το μαλλί της πιασμένο αλογοουρά, να παίζει έχοντας μισόκλειστα τα μάτια.

Άρχισε να αγριεύει ο σκοπός. Γέμισε ξανά το ποτήρι του ο Βασίλης. Ήπιε λίγο και την κοίταξε. Έμοιαζε να μουρμουρίζει κάποιον σκοπό πάνω από τις μελωδίες που έβγαζε η κιθάρα. Κάτι του έφερνε στο νου, μα δεν μπορούσε να το ταυτοποιήσει. «Υπέροχο είναι… Ταξιδιάρικο…» σχολίασε πίνοντας το κρασί του.

«Μμμ… Κι εγώ το λατρεύω…» μουρμούρισε η Μελίνα.

Έκλεισε τα μάτια του ο Βασίλης και ξάπλωσε στο κρεβάτι για να ταξιδέψει παρέα με την μουσική. Δεν κατάλαβε πόση ώρα ή πόσες ώρες είχαν περάσει όταν είχαν πια σβήσει οι ήχοι, μα κατάλαβε την Μελίνα που ξάπλωσε δίπλα του. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Του χαμογελούσε λυπημένα, για κάποιο λόγο που ούτε και η ίδια μπορούσε να καταλάβει.

«Που ταξιδεύεις;» τον ρώτησε γαλήνια κι εκείνος γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε από την άλλη. «Σε πονάει ακόμη;» συνέχισε η Μελίνα μα ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε. Στιγμές αργότερα ξαναγύρισε και την κοίταξε μέσα στα μάτια. Ήταν, ίσως, η πρώτη φορά που την έβλεπε σκεφτική και λυπημένη, μόνο που τα μάτια της έδειχναν να γελάνε.

«Δεν έχει νόημα πια, κούκλα μου. Πέρασε καιρός» της είπε κι εκείνη τον πλησίασε.

«Πέρασε καιρός, όμορφε;» τον ρώτησε χαμογελώντας ανεπαίσθητα.

«Περασε καιρός. Πέρασαν πολλά» μονολόγησε ο Βασίλης κι εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Μελίνα τον φίλησε.

Σάστισε ο Βασίλης που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, αλλά μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, το συναίσθημα επικράτησε της τετράγωνης και απόλυτης λογικής και ανταπέδωσε το φιλί. Απ’ τον Βασίλη έλειπε το πάθος και απ’ την Μελίνα το θάρρος, μα όσο ξεθάρρευε η Μελίνα, τόσο περισσότερο πάθος έβρισκε μέσα του ο Βασίλης.

Γύρισαν πάνω στο κρεβάτι. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε πάνω της ο Βασίλης. «Γαμημένο πορτατίφ» μουρμούρισε κάποια στιγμή η Μελίνα, τεντώνοντας το χέρι της για να το σβήσει κι ύστερα συνειδητοποίησε τι ξεστόμισε. Κοκκίνισε ολόκληρη και έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Έβαλε τα γέλια ο Βασίλης με την συμπεριφορά της. «Αφού μ’ ενοχλούσε» απολογήθηκε η Μελίνα.

«Ρε, και λίγα του πες» της απάντησε μέσα στο γέλιο του.

«Μας το χάλασα…»

«Τίποτα δεν χάλασες».

«Σίγουρα;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον μέσα στο σκοτάδι κι εκείνος της έγνεψε.

«Πέθανε κανένας;» την ρώτησε με ένα πολύ σοβαρό τόνο κι εκείνη την στιγμή έβαλαν τα γέλια ταυτόχρονα. «Δεν θα σε γλυτώσει το χιούμορ σου, απόψε, φευγάτε» δήλωσε η Μελίνα και τον βούτηξε απ’ την μπλούζα.

«Ο φευγάτος, κούκλα, έμαθε στην ζωή του να τα καταφέρνει» της απάντησε κι έψαξε με το χέρι του για το ποτήρι με το κρασί. «Να… Είδες… Έσβησες το φως και δεν βρίσκω το ποτήρι μου» μουρμούρισε.

Άναψε το φως η Μελίνα που ήξερε ακριβώς που ήταν ο διακόπτης. Βούτηξε ο Βασίλης το ποτήρι με το κρασί και το κατέβασε. Σηκώθηκε από πάνω της. «Να κάνω ένα τσιγάρο;» την ρώτησε χαμογελώντας κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. Άναψε το τσιγάρο του, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, πήρε το τασάκι στα χέρια κι απέμεινε να την κοιτάζει.

«Είπες ότι έμαθες να τα καταφέρνεις;» τον ρώτησε στιγμές αργότερα, έχοντας ένα περίεργο μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη της.

«Αχα».

«Τι λες; Θα τα καταφέρεις με το φερμουάρ μου;» τον ρώτησε γυρνώντας του την πλάτη. Κάγχασε ο Βασίλης, μόνταρε το τσιγάρο στο στόμα και της κατέβασε το φερμουάρ. «Έχω κάνει εξάσκηση με την αδερφή μου που πάντα θυμόταν να αλλάξει φόρεμα την τελευταία στιγμή…»

«Δύο» τον διέκοψε η Μελίνα.

«Δύο τι;»

«Υπεκφυγές».

«Τι υπεκφυγές;»

«Θα σου πω μόλις τελειώσεις το τσιγάρο».

«Το τελείωσα» δήλωσε καθώς έσβηνε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο.

«Τέλεια» απάντησε γελώντας η Μελίνα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβγαλε τα παπούτσια της, στήθηκε απέναντί του, σταύρωσε τα χέρια της και τον κοίταξε με σοβαρό ύφος, γέρνοντας το κεφάλι της λίγο προς τα δεξιά.

«Για πες…» την πείραξε ο Βασίλης.

«Σκέφτομαι».

«Τι σκέφτεσαι;»

«Ότι δεν παίρνεις από λόγια».

«Εγώ;» ρώτησε θιγμένα ο Βασίλης.

«Εμ ποιος; Εγώ;» του απάντησε μιμούμενη τον τρόπο του.

«Δεν σε πιάνω…»

«Ψυχοβγάλτης είσαι» τον διέκοψε.

«Γιατί ρε Μελίνα; Τι έκανα;» ρώτησε με μια απερίγραπτη απορία σχηματισμένη στο πρόσωπό του. Είχε ξεμείνει από σκηνοθετικές ιδέες η Μελίνα και δεν ήξερε πώς να ξεφύγει από εκείνη την αποφυγή και την άρνηση που έδειχνε ο Βασίλης. Είπε να ρίξει μια τελευταία σπόντα κι ύστερα να δοκιμάσει τον δικό του τρόπο. Εκείνο το «όλα ή τίποτα» που της είχε αναφέρει σε κάποια από τις συζητήσεις τους.

«Γιατί δεν ρωτάς, καλύτερα, τι δεν έκανες;»

«Τι δεν… Όπα. Στάκα. Περίμενε. Μπερδεύτηκες. Όχι τι δεν έκανα, αλλά τι δεν συνέχισα» της απάντησε κοφτά.

«Μπορείς να μου πεις τον λόγο;»

«Μπορώ».

«Ακούω».

Άνοιξε το στόμα για να απαντήσει, μα η Μελίνα σήκωσε το χέρι της. «Με μία μόνο λέξη. Δεν θέλω διάλεξη. Μία λέξη θέλω».

«Φοβάμαι» ψιθύρισε ο Βασίλης κοιτάζοντας το πάτωμα.

«Αν κάνω αυτό, θα συνεχίσεις να φοβάσαι;» τον ρώτησε πριν αφήσει το φόρεμά της να πέσει στο πάτωμα.

«Σοβαρά τώρα;» την ρώτησε ο Βασίλης, χαζεύοντάς την.

«Θα τα καταφέρεις, φευγάτε. Αυτό διατείνεσαι πως έμαθες να κάνεις» τον τσίγκλισε η Μελίνα κι εκείνος χαμογέλασε. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, είδε πως δεν υπήρχε περίπτωση εκείνη την στιγμή να βάλει το μυαλό του σε τάξη και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Παρατήρησε πως είχαν ακριβώς το ίδιο ύψος. Την πλησίασε. Γύριζαν λόγια και υποσχέσεις στο μυαλό του. Εικόνες που εκείνη την δεδομένη στιγμή δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Η γέφυρα, η υπόσχεση, η φαμίλια, οι συμφωνίες, οι όσες φορές τα είχε βάλει με τον εαυτό του, η αυτοσυγκράτησή του, η προδοσία, οι άνθρωποι γύρω του, φίλοι για άλλους, οικογένεια για εκείνον. Βαρούσε περίεργα η καρδιά του. Έχανε χτύπους. Είχε φουντώσει ολόκληρος. Πίστεψε πως τον κυρίευε πανικός. Θυμήθηκε τι είχε πει όταν ήταν πιτσιρικάς στην αδερφή του, τότε που του ‘χε σκαρώσει εκείνη την χοντροκομμένη φάρσα.

«Δεν φοβάμαι κανένα» της είπε με ένα πρωτόγνωρο για εκείνον τόνο κι ύστερα την φίλησε. Κόλλησαν πάνω στον τοίχο. Τον έσπρωξε η Μελίνα προς το κρεβάτι. Την τράβηξε πάνω του κι έπεσαν μαζί. «Το πορτ…» έκανε η Μελίνα κι ο Βασίλης της χαμογέλασε. «Άστο επιτέλους το γαμημένο το πορτατίφ, τι σ’ ενοχλεί;» της είπε σ’ εκείνον τον τόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πήγαζε.

«Με θαμπώνει!» του απάντησε νευριασμένα η Μελίνα.

«Υπεκφεύγεις;»

«Δεν θα βγεις κι από πάνω» του απάντησε η Μελίνα καθώς τεντωνόταν για να σβήσει το πορτατίφ. Την πρόλαβε ο Βασίλης. Το βούτηξε απ’ την κορυφή του και το κατέβασε στο πάτωμα. «Καλύτερα τώρα; Σε θαμπώνει ακόμη;»

«Έξυπνε» τον πείραξε η Μελίνα.

«Έξυπνη» της απάντησε κι εκείνος.

«Έτσι θα το πάμε τώρα;»

Την έπιασε απ’ την μέση ο Βασίλης και την γύρισε στο κρεβάτι. «Τώρα έχω και το πάνω χέρι» σχολίασε κι εκείνη του έβγαλε την μπλούζα. Εκεί ακριβώς η κατάσταση ξέφυγε από το συνειδητό τους κομμάτι. Χάθηκαν σ’ ένα κόσμο αισθήσεων και συναισθημάτων, σε ένα μέρος που ο χρόνος, ο χώρος και οι σκέψεις δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Οι ώρες περνούσαν σαν να ήταν στιγμές, και η κούραση τους πέτυχε ακριβώς την ίδια ώρα με την χαραυγή. Την ώρα που το φεγγάρι έδωσε την σκυτάλη στον ήλιο για να φωτίσει την πλάση, η Μελίνα, με βαριά βλέφαρα, αγκάλιαζε τον Βασίλη που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της και την κοίταζε στα μάτια, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

«Έρχομαι» του ψιθύρισε η Μελίνα όταν είχε πια χαράξει και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να πάει στην τουαλέτα. Την χάζεψε ο Βασίλης κι ύστερα, τεντώθηκε, έπιασε τσιγάρα και τασάκι, και άναψε ένα. Είχε αδειάσει τελείως το μυαλό του. Δεν σκεφτόταν τίποτα, μήτε μπορούσε να συγκεντρώσει την σκέψη του σε κάτι πέραν αυτού που είχε ζήσει.

«Είσαι το ομορφότερο πλάσμα στον κόσμο» σκέφτηκε ο Βασίλης όταν την είδε να μπαίνει στο δωμάτιο, μα εκείνη η σκέψη ξέφυγε από το στόμα του, έγινε λέξεις κι ήχοι, και η Μελίνα που τους άκουσε, γύρισε και του χαμογέλασε. «Είσαι απίστευτος» του απάντησε την ώρα που γύριζε στο κρεβάτι. Εκείνη την στιγμή το μάτι του Βασίλη έπεσε πάνω σε μια κόκκινη στάμπα που υπήρχε στο ροζ σεντόνι κι ένιωσε κάτι μέσα του να διαλύεται. Κόλλησαν οι λέξεις σαν θραύσματα από σφαίρα στον λαιμό του. Δεν μπορούσε να μιλήσει, ούτε να εξωτερικεύσει τον λογισμό του με προτάσεις.

«Μελίνα;» τραύλισε προσπαθώντας να καθαρίσει τον κολλημένο του λαιμό.

«Καλέ μου;»

«Μήπως… μήπως… μήπως…» τραύλισε ο Βασίλης που δεν μπορούσε να συνεχίσει τον συνειρμό του. Τον είχε κυριεύσει μια πρωτόγνωρη ταραχή γιατί είχε καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει, μα το μυαλό του δεν ήθελε να το αποδεχτεί.

«Μήπως…» τον παρότρυνε η Μελίνα.

«Α… Αδ… Αδιαθέτησες;» πρόφερε κομπιάζοντας ο Βασίλης που περίμενε να πάρει μια καταφατική απάντηση.

«Όχι, γιατί;» τον ρώτησε φυσιολογικά η Μελίνα.

Εκείνο το «όχι» ήταν το βλήμα που σφήνωσε μέσα στο μυαλό του Βασίλη κι άρχισε να διαλύει όλα όσα υπήρχαν εκεί. Ένιωσε πως δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, πως όλο το σύμπαν είχε καταρρεύσει πάνω στο στήθος του. Διαλύθηκε η εικόνα του για τον κόσμο μιας και πάτησε τα ιδανικά του. Είχε ορκιστεί πως δεν θα έκανε τίποτα με την Μελίνα αν δεν του έδινε το πράσινο φως ο Πάνος και ήξερε πως όλο αυτό που έγινε ήταν κάτι που πραγματικά ήθελε, αλλά τα πρέπει, για τον Βασίλη, πάντοτε ερχόντουσαν πολύ πριν από τα θέλω. Συνειδητοποίησε την κοροϊδία της Έλενας και τις μόνιμες αναβολές με τις πιο ευφάνταστες δικαιολογίες που θα μπορούσε να σκαρφιστεί άνθρωπος. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ένιωσε σαν ένα απόλυτο μηδενικό που πάτησε πάνω σε όλους και σ’ όλα για να κάνει αυτό που του έλεγε η καρδιά του. Κι όλο αυτό το συναίσθημα, ήταν τόσο επώδυνο, που ο Βασίλης ξέσπασε σε κλάματα.

«Βασίλη μου; Καλέ μου;» του ψιθύρισε η Μελίνα που έτρεξε και χώθηκε γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματα. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον άφησε να κλάψει για να ξεσπάσει.

«Θέλεις να μου μιλήσεις;» τον ρώτησε όταν είχε πια ηρεμήσει.

«Θέλω να πάω σπίτι μου» της απάντησε παραπονεμένα ο Βασίλης.

«Δεν θέλεις να κοιμηθούμε αγκαλιά;» τον ρώτησε κι εκείνη με παράπονο και ο Βασίλης χαμογέλασε με το ύφος της, όχι με την πρότασή της.

«Θέλω» της απάντησε κι η Μελίνα έκλεισε τα μάτια της. Το ίδιο έκανε κι εκείνος, πιστεύοντας πως ο ύπνος θα κατάφερνε να ηρεμήσει τον ταραγμένο του νου.

Ο Βασίλης ξύπνησε στις δώδεκα και πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Είδε την Μελίνα δίπλα του, θυμήθηκε τι έγινε το προηγούμενο βράδυ, και προσεκτικά, χωρίς να την ξυπνήσει, σηκώθηκε, ντύθηκε και κάθισε στο γραφείο της. Την κοίταζε που κοιμόταν ήρεμα και προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη με την λογική του και τα συναισθήματά του.

«Πέντε μήνες από μη σε όχι κι από αναβολή σε αναβολή ή άλλη κι εγώ την περίμενα καρτερικά. Και τούτη ‘δω, μέσα σε ένα και μόνο βράδυ, μου έδειξε πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος όταν πραγματικά θέλει κάποια πράγματα» σκέφτηκε ο Βασίλης συνειδητοποιώντας πως η Μελίνα του έδειξε ότι τα όρια υπάρχουν για να τα περνάμε και να πηγαίνουμε πιο μακριά.

Αυτό που βασάνιζε τον Βασίλη, ήταν η αντίδραση των φίλων του, όταν, αναπόφευκτα, μάθαιναν ότι έγινε μεταξύ εκείνου και της Μελίνας. Το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε μα άκρη δεν έβγαζε. Οι επιλογές του ήταν δύο. Η εκείνος και η παρέα, ή εκείνος και η Μελίνα.

Έβγαλε ένα κατοστάρικο από το παντελόνι του και το έριξε στον αέρα. «Κορώνα Μελίνα, Γράμματα…» μουρμούρισε κι έπειτα κοίταξε την αντανάκλασή του στην πόρτα του μπαλκονιού. Χαμογελούσε σαν να ήταν ο ευτυχέστερος άνθρωπος στην πλάση. «Γράμματα, Μελίνα» αποφάσισε ο Βασίλης και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας, βρήκε τα κλειδιά της, τα πήρε και έφυγε από το σπίτι.

Στην διαδρομή για τον φούρνο της γειτονιάς πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε· δεν ήθελε να ξυπνήσει η Μελίνα και να μην τον βρει δίπλα της. Αγόρασε δύο ζεστά κρουασάν και γύρισε, πάλι τρέχοντας, στο σπίτι της. Ανέβηκε αθόρυβα στο δωμάτιο, σιγουρεύτηκε ότι κοιμόταν ακόμη και κατέβηκε στην κουζίνα για να φτιάξει καφέδες.

Φορτωμένος πια με τους καφέδες τους και τα κρουασάν, άνοιξε την πόρτα του δωματίου, κοίταξε την Μελίνα και πήγε και κάθισε δίπλα της. «Godspeed Βασίλη» ψέλλισε, για να τον ακούσει εκείνο το κομμάτι του που έμενε φανατικά προσκολλημένο στην Έλενα και στην παρέα του, κι ύστερα άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Τι μυρίζει τόσο όμορφα;» ρώτησε νυσταγμένα η Μελίνα.

«Να ανοίξεις τα ματάκια σου για να δεις» της απάντησε τρυφερά ο Βασίλης.

«Έλα ρε μωρό μου, μην με ξυπνάς» παραπονέθηκε η Μελίνα.

«Μωρό μου;» επανέλαβε δυνατά ο Βασίλης κι εκείνη την στιγμή η Μελίνα μισάνοιξε τα μάτια της για να τον κοιτάξει.

«Είχες συνηθίσει να το ακούς από μια τελείως διαφορετική φωνή;» τον ρώτησε χαμογελώντας.

«Όχι, απλά…» σάστισε ο Βασίλης.

«Απλά;» τον παρότρυνε η Μελίνα που το μάτι της είχε πέσει στο πρωινό που ετοίμασε ο Βασίλης.

«Απλά ήθελα να το ακούσω από σένα» της απάντησε ο Βασίλης για να βγει από την δύσκολη θέση που έβαλε, μόνος του, τον εαυτό του.

«Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε με νάζι η Μελίνα.

«Σ’ αγαπάω» της απάντησε ο Βασίλης και την αγκάλιασε σφιχτά. «Εσύ;» την ρώτησε ύστερα από λίγες στιγμές.

«Μόνο σήμερα, Βασίλη» του απάντησε η Μελίνα κι ο Βασίλης παραξενεύτηκε από αυτή την απάντηση.

«Και αύριο;» συνέχισε ο Βασίλης.

«Και αύριο, και κάθε αύριο, καλέ μου» κατέληξε η Μελίνα κι ο Βασίλης την φίλησε με πάθος.

Δύο πράγματα τους διέκοψαν εκείνο το Σάββατο. Η συνειδητοποίηση πως ο Βασίλης δεν είχε πατήσει καθόλου στο σπίτι του και το κουδούνι του σπιτιού της Μελίνας που χτύπησε κατά τις έξι το απόγευμα.

«Δεν θα πας να ανοίξεις;» την ρώτησε γλυκά κι εκείνη, κούρνιασε στην αγκαλιά του και δεν απάντησε.

Το κουδούνι, όμως, είχε διαφορετική άποψη. Στο τέλος, η Μελίνα, σηκώθηκε νευριασμένα απ’ το κρεβάτι, ντύθηκε πρόχειρα και κατέβηκε την σκάλα γρήγορα.

Έξω απ’ την πόρτα έστεκε η Νίκη που έμοιαζε κλαμένη και φοβισμένη. «Μάλωσα με την μάνα μου κι έφυγα απ’ το σπίτι. Να μπω;» ρώτησε την Μελίνα.

«Έχω τον Βασίλη πάνω, ηλίθια!» της είπε ψιθυριστά η Μελίνα κι όταν την είδε να φεύγει, την έπιασε απ’ το χέρι και την έβαλε στο σπίτι. Της είπε να καθίσει στο σαλόνι, γύρισε στο δωμάτιό της και είπε στον Βασίλη να ντυθεί.

«Πως φεύγω χωρίς να με δει η Νίκη;» ρώτησε ο Βασίλης καθώς ντυνόταν βιαστικά.

«Δεν φεύγεις, καλέ μου. Έρχεσαι κάτω μαζί μας» απάντησε η Μελίνα. ο Βασίλης, όμως, είχε τελείως διαφορετική άποψη. Αρπάχτηκαν και οι δύο ταυτόχρονα και η Μελίνα πήγε και στάθηκε μπροστά του. Κόλλησε το πρόσωπό της στο δικό του και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Είμαστε μαζί, Βασίλη;» τον ρώτησε.

«Είμαστε μαζί, Μελίνα» της απάντησε εκείνος

«Τα δικά μου, δικά σου και τα δικά σου, δικά μου;» συνέχισε η Μελίνα.

«Τα δικά μας, θέλεις να πεις» την διόρθωσε ο Βασίλης.

«Κοινή πορεία Βασίλη;» τον ρώτησε κοφτά κι ο Βασίλης σκάλωσε για μία στιγμή. Σκέφτηκε πως αν τους έβλεπε κάποιος τρίτος, θα νόμιζε πως καυγαδίζουν, αλλά μέσα σε μερικές στιγμές είχαν ξεκινήσει την ουσιαστικότερη συζήτηση στην ζωή τους.

«Δύο πράγματα» της είπε ο Βασίλης ενώ σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. «Ακούω» του απάντησε η Μελίνα που σταύρωσε τα χέρια της.

«Ένα. Όχι ψέματα μεταξύ μας. Θα ακούς την αλήθεια από το στόμα μου και την ίδια αλήθεια απαιτώ κι εγώ από σένα. Όσο σκληρή, πικρή ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να είναι» είπε ο Βασίλης και η Μελίνα περίμενε να ακούσει το δεύτερο πράγμα που ήθελε να της ζητήσει. Την σιωπή της, ο Βασίλης, την εξέλαβε ως κατάφαση και συνέχισε να μιλάει.

«Δύο. Ότι κι αν έρθει στην ζωή του καθενός μας, το συζητάμε και το αποφασίζουμε μαζί» της είπε ο Βασίλης.

«Δεκτά» του απάντησε η Μελίνα.

«Μ’ αγαπάς;» την ρώτησε ο Βασίλης.

«Μόνο σήμερα».

«Και αύριο;»

«Και αύριο, και κάθε αύριο ψυχή μου» του απάντησε και τον αγκάλιασε.

«Και τώρα, μικρή μου πριγκίπισσα, πάμε στην μουρλή την φίλη σου» αστειεύτηκε ο Βασίλης και η Μελίνα τον αγκάλιασε πριν βγουν από το δωμάτιο.

Η Νίκη καθόταν στο σαλόνι και κοίταζε τον Βασίλη και την Μελίνα να κατεβαίνουν αγκαλιασμένοι την σκάλα. «Πόσο ταιριάζουν;» σκέφτηκε κι ένα περίεργο συναίσθημα χαρμολύπης την κυρίευσε. Πέρασαν πολλά απ’ το μυαλό της εκείνες τις λίγες στιγμές που χρειάστηκε στο ζευγάρι για να φτάσει στο ισόγειο και να καθίσει απέναντί της. Δεν ήθελε να κάνει την κουβέντα μπροστά στον Βασίλη, δεν τον ήξερε όπως ήξερε την Μελίνα, ούτε του είχε εμπιστοσύνη. Σαν να το κατάλαβε ο Βασίλης όταν την κοίταξε. «Πεινάτε;» ρώτησε κοφτά.

«Τι έχεις στο μυαλό σου μπέμπη;» ρώτησε γλυκά η Μελίνα. Αγριοκοίταξε την Νίκη που άρχισε να χαχανίζει στο άκουσμα της λέξης «μπέμπη», μα δεν της έδωσε περισσότερη σημασία.

«Δεν ξέρω, οτιδήποτε. Θα μαγειρέψω» δήλωσε ο Βασίλης.

«Ξέρεις να μαγειρεύεις, φευγάτε;» ρώτησε η Νίκη. Ο Βασίλης την κοίταξε για μία στιγμή καθώς πήγαινε προς την κουζίνα. «Μπορώ να μάθω» απάντησε κι ύστερα έκλεισε σέρνοντας τις βαριές πόρτες της κουζίνας. Σήκωσε τα μανίκια του και άρχισε να ψάχνει για υλικά στην κουζίνα

«Δεν βαρέθηκες μ’ αυτή την ιστορία;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Μελίνα την Νίκη που ήταν αρπαγμένη και δεν μιλούσε καθόλου.

«Φιλενάδα, αν μάθουν στο σχολείο τι δουλειά κάνει η μάνα μου, θα με δουλεύουν μέχρι να πεθάνω» της απάντησε νευριασμένα.

«Δεν είναι ντροπή καμία δουλειά…» προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει η Μελίνα, μα έκοψε τον συνειρμό της όταν είδε τον τρόπο που την κοίταζε η Νίκη. «Ναι, δεν αντιλέγω. Εκτός αν είσαι πουτάνα» απάντησε οργισμένα και ψιθυριστά η Νίκη.

«Άντε πάλι…» μουρμούρισε αγανακτισμένα η Μελίνα.

«Φταίω κιόλας;» της γύρισε η Νίκη.

«Ρε φιλενάδα… Ρώτησέ την γιατί έκανε αυτή την επιλογή. Συζήτα το μαζί της. Με το να σηκώνεσαι και να φεύγεις από το σπίτι, βροντώντας πόρτες και φωνάζοντας, δεν θα την κάνεις ούτε να αλλάξει δουλειά, ούτε να σου πει τίποτα» την συμβούλευσε η Μελίνα που είχε μάθει πολλά πράγματα από τον πατέρα της.

«Ωραία μυρίζει. Τι μαγειρεύει ο χαζός;» ρώτησε η Νίκη μυρίζοντας τον αέρα γύρω της.

«Μην λες το παιδί μου χαζό!» νευρίασε η Μελίνα.

«Δεν τον είπα κι άσχημο!» της γύρισε η Νίκη.

«Τώρα τι θες; Να μαλώσουμε;» συνέχισε η Μελίνα και δεν άκουσε ποτέ τα κλειδιά που μπήκαν στην πόρτα του σπιτιού, ούτε το ελαφρύ της τρίξιμο. Δεν είδε τον Λάμπρο που έμπαινε στο σπίτι, μόνο άκουσε την φωνή του. «Μαγειρεύεις, Μελίνα;»

Ταράχτηκε η Μελίνα και γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Τι θες εσύ εδώ;» τον ρώτησε νευριασμένα κι εκείνος της χαμογέλασε. «Νομίζω πως εδώ μένω. Ή, τουλάχιστον, τέτοια εντύπωση έχω» την πείραξε.

Η Νίκη σηκώθηκε από τον καναπέ, προφασιζόμενη πως ήθελε να πιει νερό, για να ειδοποιήσει τον Βασίλη, όμως δεν πρόλαβε να το κάνει. «Μπέμπα! Είναι έτοιμο το φαγητό!» φώναξε ο Βασίλης την στιγμή που σούρωνε τα μακαρόνια.

Γύρισε η Νίκη να κοιτάξει την Μελίνα που κοίταζε τρομαγμένα τον Λάμπρο. «Καλά, δεν ντρέπεστε λίγο; Δύο γυναίκες στο σπίτι και βάλατε το παιδί να μαγειρέψει;» συνέχισε να τις πειράζει ο Λάμπρος. «Κι αν κρίνω απ την μυρωδιά, μαγειρεύει πολύ καλά» μονολόγησε, καθώς πήγαινε προς την κουζίνα.

Μούδιασε η Μελίνα που πίστεψε πως θα έκανε φασαρία ο πατέρας της. «Βασίλη, παιδί μου, άσε τα πιάτα. Θα τα πλύνουν οι γυναίκες» μουρμούρισε ο Λάμπρος. Πέτρωσε ο Βασίλης. Ένιωσε πως κάποιος έκλεισε το οξυγόνο στο δωμάτιο και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Γύρισε αργά κι είδε εκείνον τον φαλακρό τύπο να πηγαίνει αδιάφορα προς το ψυγείο και να βουτάει δύο μπύρες απ’ το τεράστιο στοκ που είχε μέσα. «Κάτσε, παιδί μου, να πούμε δυο κουβέντες» συνέχισε με το πρόσχαρο ύφος του ο Λάμπρος.

Κάθισε δισταχτικά στο τραπέζι ο Βασίλης, του άφησε ο Λάμπρος μια μπύρα μπροστά του κι εκείνος άνοιξε την δική του. «Καπνίζεις;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Λάμπρος για να τον δει να του γνέφει καταφατικά.

«Λίνα! Την πόρτα!» φώναξε ο Λάμπρος και η Μελίνα έτρεξε για να κλείσει την πόρτα της κουζίνας. «Σε φανταζόμουν λίγο πιο…» μουρμούρισε ο Λάμπρος κι άφησε εκεί την πρότασή του για να συμπληρώσει ο Βασίλης την κατάλληλη λέξη;

«Ομιλητικό;» ρώτησε διστακτικά ο Βασίλης.

«Αλάνι» αποφάνθηκε γελώντας ο Λάμπρος.

«Ε… Ξέρετε…» κόμπιασε ο Βασίλης.

«Τίποτα δεν ξέρω!» τον πείραξε ο Λάμπρος κι όταν τον είδε να αλλάζει χρώμα, χαμογέλασε. «Δεν είμαι κανένας μπαμπούλας, ούτε παπάς, ούτε καθηγητής σου για να μου μιλάς στον πληθυντικό. Λάμπρο να με λες, και να μου μιλάς στον ενικό» είπε ο Λάμπρος και κοίταξε το παράθυρο της κουζίνας. Σκοτείνιαζε έξω, σκοτείνιαζε και το μυαλό του. Είχε ακούσει αμέτρητα πράγματα από την Μελίνα για τον Βασίλη, όμως το να βλέπει τον χαρακτήρα του με τα ίδια του τα μάτια ήταν κάτι διαφορετικό. Έβλεπε πως ο Βασίλης, πέρα του αρχικού σοκ, δεν ζοριζόταν με τίποτα. Κι αυτό, για τον Λάμπρο, δεν ήταν καθόλου καλό.

«Χαλάρωσε λίγο, άναψε τσιγάρο και άνοιξε και την μπύρα σου» μουρμούρισε ο Λάμπρος χαμογελώντας. Άνοιξε κι ο Βασίλης την μπύρα, άναψε και το τσιγάρο του μα παρέμεινε σιωπηλός. «Θεωρείς πως δεν ξέρω ότι κοιμήθηκες χθες με την κόρη μου; Αν και στο χωριό μου έχουμε άλλη λέξη γι αυτό…» ζόρισε ο Λάμπρος τον Βασίλη που δεν πτοήθηκε από το σχόλιο του Λάμπρου.

«Το συζητήσατε;» τον ρώτησε ο Βασίλης.

«Φαίνεται στα μάτια σας» του απάντησε ο Λάμπρος καθώς άναβε το τσιγάρο του.

«Προδοσία» μουρμούρισε ο Βασίλης και ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια.

«Και χιουμορίστας, ο κύριος Βασίλης, και σκληρό καρύδι. Δεν ζορίζεσαι εύκολα εσύ» συνέχισε ο Λάμπρος γελώντας.

«Συνήθως όχι» απάντησε ο Βασίλης.

«Μελίνα, φύγε πίσω από την πόρτα, τώρα!» φώναξε ο Λάμπρος και η πόρτα της κουζίνας άνοιξε απότομα.

«Δεν είναι πειραματόζωό σου ο Βασίλης!» του είπε η Μελίνα που μπήκε με φόρα στην κουζίνα και κάθισε στα πόδια του Βασίλη.

«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Ίδια η μάνα σου είσαι, ούτε αυτή καταλάβαινε το χιούμορ μου» της είπε ο Λάμπρος και ο Βασίλης κοίταζε μία την Μελίνα και μία τον Λάμπρο, νιώθοντας εκτός τόπου και χρόνου.

«Μακαρόνια ογκραντέν; Ξέρεις να μαγειρεύεις Βασίλη;» ρώτησε ο Λάμπρος.

«Όχι. Είχε την συνταγή πίσω απ’ το πακέτο…» είπε ο Βασίλης μα σταμάτησε όταν είδε την Μελίνα να απογοητεύεται.

«Παιδί μου, η ειλικρίνειά σου, τσακίζει κόκκαλα, μην το χάσεις ποτέ αυτό» είπε ο Λάμπρος στον Βασίλη κι έπειτα γύρισε στην Μελίνα. «Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο δεσμευμένος με την αλήθεια που δεν πρόκειται να σου πει ποτέ ψέματα. Μην του το κάνεις εσύ».

«Μπαμπά, με ξέρεις» του απάντησε θυμωμένα η Μελίνα.

«Η Νίκη;» ρώτησε ο Λάμπρος.

«Έφυγε» του απάντησε η Μελίνα.

«Να δω πότε θα σταματήσει αυτή την αέναη κόντρα με την μητέρα της» σχολίασε ο Λάμπρος κι ύστερα έπιασε τον μονόλογο.

Τους εξήγησε πως τα σαββατοκύριακα το σπίτι θα ήταν δικό τους για να κάνουν ότι θέλουν. Βέβαια, τους παρακάλεσε να μην το κατεδαφίσουν και να το προσέχουν σαν να ήταν πραγματικά δικό τους. Έπιασε την κουβέντα για το σχολείο και το διάβασμα, άρχισε και την γκρίνια για το μέλλον τους και πως δεν έπρεπε να τα παρατήσουν όλα για έναν έρωτα. Ο Βασίλης, όμως, είχε πάρει τις αποφάσεις του και δεν ήταν διατεθειμένος να τις ανακαλέσει όχι μόνο για την Μελίνα, αλλά για τίποτα στον κόσμο. Και η Μελίνα, για κάποιον λόγο που μόνο ο Λάμπρος καταλάβαινε, είχε αποφασίσει να τον ακολουθήσει σ’ εκείνο το μονοπάτι.

«Είχα χρόνια να το δω αυτό το κοριτσάκι να είναι τόσο χαρούμενο. Να ‘σαι καλά ρε Βασίλη. Στην υγειά σου» κατέληξε ο Λάμπρος σηκώνοντας την μπύρα στον αέρα.

«Πως και αυτό το ξαφνικό, κύριε Λάμπρο;» ειρωνεύτηκε η Μελίνα τον πατέρα της.

«Προέκυψε κάτι με την δουλειά, μάτια μου, και έπρεπε να γυρίσω επειγόντως» σχολίασε, δήθεν αδιάφορα, ο Λάμπρος.

«Η δουλειά… Α! Όχι! Η σύζυγος!» μονολόγησε η Μελίνα και ο πατέρας της έβαλε τα γέλια. «Δεν βάζεις να φάμε; Τόσο κόπο έκανε το παιδί, αμαρτία να το φάμε κρύο» της είπε ο Λάμπρος και η Μελίνα σηκώθηκε από την αγκαλιά του Βασίλη.

Άρχισε να σερβίρει η Μελίνα κι ο Λάμπρος επέστρεψε στην φλυαρία του. «Όπως έλεγα, η Μελίνα, μου είπε πως είσαι καλός μαθητής. Μην το διαλύσεις τώρα, στα τελειώματα, επειδή θα σου γκρινιάζει ότι έχει μοναξιές, ότι θέλει αγκαλιές, ότι θέλει σεξ…»

«Μπαμπά!» φώναξε η Μελίνα.

«Γιατί, κρυφό το ‘χετε;» την πείραξε ο Λάμπρος.

«Μπορείς, έστω για μία φορά, να είσαι λίγο τυπικός;» τον ρώτησε η Μελίνα ενώ άφηνε ένα πιάτο μπροστά του.

«Δεν φταίω εγώ που το σπίτι μυρίζει σεξ απ’ τα τέσσερα χιλιόμετρα» συνέχισε ο Λάμπρος κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια. Του φάνηκε πως για πρώτη φορά η σοβαρή συζήτηση δεν είχε φωνές, καυγάδες και πανικό και πως το χιούμορ του Λάμπρου ήταν ασυναγώνιστο.

«Έχει δίκιο, μικρή μου πριγκίπισσα, ο μπαμπάς σου» της είπε ο Βασίλης και η Μελίνα τον στραβοκοίταξε.

«Με ποιανού το μέρος είσαι, μπέμπη;» τον ρώτησε η Μελίνα αφήνοντας το πιάτο του, μπροστά του.

«Με το μέρος εκείνου που έχει δίκιο, μπέμπα» της απάντησε ο Βασίλης.

«Τις έχω βαρεθεί αυτές τις συζητήσεις, απ’ τα δέκα μου, τα ίδια και τα ίδια συζητάμε» παραπονέθηκε η Μελίνα κι ο Βασίλης κάγχασε.

«Δεν ξέρεις πόσο τυχερή που είσαι. Πάλι καλά που έχω την αδερφή μου…» είπε ο Βασίλης και το ύφος του Λάμπρου, ξαφνικά μετατράπηκε σε σοβαρό και σκεφτικό. Δεν διέκοψε όμως τον Βασίλη, τον άφησε να συνεχίσει την πρότασή του. «… αν δεν ήταν κι αυτή, δεν θα ήξερα τίποτα. Αν περίμενα απ’ τους δικούς μου, που δεν κατάλαβαν ότι δεν γύρισα σπίτι χθες…» είπε ο Βασίλης κι ύστερα σώπασε συνειδητοποιώντας πως είπε περισσότερα απ’ όσο έπρεπε.

«Λίνα, έχεις σκοπό να κάτσεις για να φάμε;» την ρώτησε ο πατέρας της, ο οποίος γύρισε πίσω στο γελαστό του ύφος. Ο Βασίλης δεν κατάλαβε αυτή την ξαφνική αλλαγή ψυχολογίας του Λάμπρου κι όταν έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα του το είχε ήδη ξεχάσει.

Μετά το φαγητό, η Μελίνα έμεινε στην κουζίνα για να πλύνει τα πιάτα μετά από μια τεράστια διαφωνία με τον πατέρα της. «Ο ένας μαγείρεψε, ο άλλος πλένει τα πιάτα και δεν το διαπραγματεύομαι. Να μάθετε να μιλάτε και να ζείτε με ίσους όρους!» της είπε κοφτά ο Λάμπρος πριν πάρει μπύρες απ’ το ψυγείο και καθίσει στο σαλόνι για να κουβεντιάσει με τον Βασίλη. Του ζήτησε την άδεια για να κρατήσει σημειώσεις. «Δεν κρατάει το μυαλό μου τίποτα, παιδί μου» του είχε πει κι ο Βασίλης, χωρίς δεύτερη σκέψη, συμφώνησε. Βαριά η συζήτηση για τον Λάμπρο, αλλά όχι για τον Βασίλη. Μιλούσε άνετα και ελεύθερα μιας κι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του ο Λάμπρος.

Λίγο πριν τις δώδεκα ο Βασίλης έφυγε από το σπίτι της Μελίνας. Ήθελε να μείνει, αλλά έπρεπε να γυρίσει σπίτι, δεν το ρίσκαρε να μην πατήσει εκεί για δεύτερη συνεχόμενη μέρα. Το εξήγησε στην Μελίνα κι εκείνη, θλιμμένα, συμφώνησε μαζί του. Της έταξε πως θα πήγαινε το επόμενο απόγευμα για να καθίσουν παρέα, την αγκάλιασε, την φίλησε κι έπειτα την καληνύχτισε. Είχε πιάσει βροχή και το έκοψε απ’ όλα τα στενά που ‘χε μάθει απ’ έξω από πιτσιρικάς για γλυτώσει νερό γυρνώντας στο σπίτι.

«Δεν πιστεύω να τον έδιωξες;» ρώτησε η Μελίνα τον πατέρα της που καθόταν μόνος και σιωπηλός στο σαλόνι.

«Όχι» της απάντησε εκείνος μονολεκτικά, κάτι που την παραξένεψε Σπάνια τον έβλεπε σοβαρό και σκεφτικό.

«Έγινε κάτι; Είπατε κάτι;» συνέχισε η Μελίνα τις ερωτήσεις με ένα ελαφρύ τόνο φόβου στην φωνή της.

«Ο Βασίλης, κορίτσι μου, είναι αδαμάντινος χαρακτήρας. Σίγουρα δεν είναι αψεγάδιαστος γιατί είναι μικρός, όμως είναι απίστευτα σκληρός για την ηλικία του. Χαμαιλέοντας, προσαρμόζεται πολύ γρήγορα σ’ όλες τις συνθήκες, λειτουργεί πολύ καλύτερα υπό πίεση, και έχει έναν περίεργο δεσμό με την αλήθεια» της είπε ο Λάμπρος και η Μελίνα κάθισε δίπλα του.

«Δεν κατάλαβα τίποτα ρε μπαμπά. Όταν σε πιάνει αυτό που βγάζεις μόνος σου συμπεράσματα, είσαι ακατανόητος» του γκρίνιαξε η Μελίνα.

«Συμβιβάζεται, δεν πατρονάρεται. Και καλύπτει την οργή και την θλίψη του με πολύπλοκες θεωρίες για τον κόσμο» συνέχισε ο Λάμπρος και η Μελίνα τον κοίταξε απορημένα.

«Κι όλα αυτά, τα συμπέρανες, μέσα από τις δέκα κουβέντες που ανταλλάξατε;» τον ρώτησε η Μελίνα.

«Ακριβώς» της απάντησε ο Λάμπρος κι έπειτα χάθηκε στις σκέψεις του.

«Μουντό χειμωνιάτικο σκηνικό» συλλογίστηκε ο Βασίλης μόλις μπήκε στο δωμάτιό του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα και φόρεσε στεγνά. Κάθισε στο γραφείο του και κοίταξε το ρολόι. Είχε δέκα λεπτά που ‘χε φύγει απ’ το σπίτι της Μελίνας κι ήδη του έλειπε. Ξανακοίταξε την βροχή και το αγιάζι και αναθεώρησε. Όλα ήταν ζεστά μέσα του. Είχαν χαθεί η θλίψη, το κρύο, η βροχή και ο αέρας. Είχαν εξαφανιστεί όλα τα άσχημα από τον κόσμο. Είχε, πια, την Μελίνα του και είχε τα πάντα.

«Μπαμπά; Σου λείπε ποτέ η μαμά;» ρώτησε η Μελίνα τον Λάμπρο που ‘χε χαθεί στις σημειώσεις του, καπνίζοντας και πίνοντας μπύρα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

«Κάθε μέρα. Κάθε μέρα όμως» της απάντησε σκεφτικά.

«Όταν σου λείπει, τι κάνεις;»

«Υπομονή».

«Υπομονή;»

«Ναι, Μελίνα, υπομονή. Πριν ένα τέταρτο έφυγε ο καλός σου. Το ξέρω το συναίσθημα. Το έχω βιώσει. Δεν είναι ανάγκη να με ρωτάς πλαγίως κάτι».

«Ευχαριστώ» του είπε κι έπειτα τον φίλησε στο μάγουλο, πριν αποφασίσει να αποσυρθεί στο δωμάτιό της και να κάνει όνειρα για την ζωή που είχε στρωθεί μπροστά της.

Κατεβάστε το ebook εδώ ή διαβάστε το επόμενο μέρος της ιστορίας

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading