Παράξενοι είν’ οι δρόμοι των ανθρώπων κι ακόμη πιο παράξενα τα σταυροδρόμια τους. Εκεί που συναντιούνται για να πορευτούν μαζί κι έπειτα εκεί που αποχωρίζονται. Μυστήριες οι στιγμές που μοιράζονται και τα όσα δείχνουν ο ένας στον άλλο. Δεν έμαθαν να μιλάνε και να δείχνουν οι άνθρωποι, παρά μόνο να ζητάνε βουβά, να περιμένουν χωρίς να εκφραστούν, να εθελοτυφλούν.
Κάλπαζε γοργά ο λογισμός του Βαγγέλη σ’ εκείνο το παγκάκι μπροστά από την θάλασσα. Τον χτύπαγε περιστασιακά η αλμύρα κι ο αφρός, μα δεν τον ένοιαζε. Είχε απομακρυνθεί εκείνο το απόγευμα. Είχε καβαλήσει το παπί, είχε κλείσει το κινητό κι είχε πει πως δεν θα γύριζε πίσω. Ήθελε κι εκείνος να γίνει φευγάτος. Έβγαινε ο Φλεβάρης κι είχε ανάγκη να πάει να δει την θάλασσα.
Με το κράνος να προστατεύει τον αριστερό αγκώνα κι ένα τσιγάρο στο στόμα βγήκε στην εθνική. Ένα ξερό «δεν γαμιέται» είπε πριν βάλει το κράνος και ανοίξει το γκάζι. Μετρημένες οι αλλαγές, χρονισμένος ο συμπλέκτης με το χέρι του κι ο λεβιές με το πόδι του. Έβαλε την έκτη, ξάπλωσε για να ενισχύσει την αεροδυναμική του και κοίταξε το κοντέρ. Ήξερε πως έκλεβε πολλά. Εκατόν εβδομήντα έγραφε, κι εκείνος πήγαινε με εκατόν σαράντα πέντε. Προσπερνούσε φορτηγά και αυτοκίνητα χωρίς να τον νοιάζει τίποτα. Χωνόταν όπου τον έπαιρνε κι όπου δεν τον έπαιρνε.
Παράτησε το μηχανάκι αναμμένο όταν έφτασε σ’ εκείνο το μικρό, παραθαλάσσιο χωριό, για να πέσουν οι στροφές του. Πρώτη του στάση στο περίπτερο για να πάρει καμία μπύρα και νερό. Δεύτερη στάση σ’ ένα παγκάκι εκεί πιο δίπλα, στην προβλήτα, για να αγναντέψει την θάλασσα. Κάποτε, στα σκούρα τους, στα δύσκολα και τα επώδυνα, εκείνο το ταξίδι το έκανε με τον κολλητό του. Είχε χαθεί ο Βασίλης εκείνο το διάστημα. Τα πρωινά στο σχολείο, τα μεσημέρια στο σπίτι, τα απογεύματα στην Μελίνα. Το ‘ξερε ο Βαγγέλης πως είχε βάλει στόχους και πως δεν θα τον έκανε κανείς ζάφτι. «Εγώ, εκεί μέσα, δεν κάθομαι. Να καταλήξω σαν τον Φάνη, δεν γουστάρω. Αυτός είν’ ο δρόμος μου κι όποιος γουστάρει ακολουθεί. Όπου περάσω. Δεν με νοιάζει. Θα την βρω από εκεί την άκρη» του ‘χε πει ο Βασίλης κάποιο πρωί κι ο Βαγγέλης συμφώνησε μαζί του. Διαφορετικοί οι δρόμοι τους, μα τόσο ίδιοι. Το ατού του Βαγγέλη ήταν η ακίνητη περιουσία που ‘χαν αφήσει οι γονείς του μετά τον θάνατό τους. Το ατού του Βασίλη ήταν πως του έκοβε. Έτσι έλεγαν τα παιδιά. Έκοβε το μυαλό του μα, περισσότερο, έκοβε το μάτι του. Όταν είχε περάσει από κάπου, ήξερε να μυρίζεται την βρωμοδουλειά από χιλιόμετρα.
Η αγριάδα της θάλασσας και η βουή των κυμάτων τον βοηθούσαν να καθαρίσει το θολωμένο τοπίο που υπήρχε μέσα στο κεφάλι του. Είχε φτάσει σ’ ένα τέλμα, στο σημείο μηδέν όπως ο ίδιος το αποκαλούσε. Τον είχαν κουράσει οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ενός συγκεκριμένου ατόμου. Κάποιας που μέχρι πριν λίγες ώρες μπορούσε να τον κάνει χαρούμενο.
Η Ελπίδα ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη απ’ τον Βαγγέλη. Όσο ήταν μαζί στο λύκειο ήταν καλά τα πράγματα. Πρώτη σχέση και για τους δύο. Κουβαλούσαν την ίδια τρέλα στο κεφάλι. Κάγκουρες θα τους χαρακτήριζε κάποιος. Παρατημένα και βροντημένα τα ‘χαν όλα, δεν τους ένοιαζε ούτε το σχολείο, ούτε τα μαθήματα, ούτε τίποτα. Καβαλούσαν το παπί και κατέβαιναν στο κέντρο. Φραπέ και τάβλι τα μεσημέρια, σπίτι του Βαγγέλη τα απογεύματα, στην περιφέρεια για κόντρες τα βράδια.
«Σκισ’ τον! Λιώσ’ τον!» του έλεγε με μένος η Ελπίδα κάθε φορά που του φορούσε το κράνος κι εκείνος της έκλεινε το μάτι και κάρφωνε την πρώτη. Ύστερα κοίταζε τον αντίπαλο και χαμογελούσε ειρωνικά. Συγχρόνιζε το νευρικό του σύστημα με τον κινητήρα του παπιού ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά αργά μπροστά από το κόκκινο φανάρι. Είχαν βρει ένα σημείο τα παιδιά όπου η ευθεία μεταξύ δύο φαναριών ήταν ακριβώς τετρακόσια δέκα μέτρα. Ήταν σίγουροι πως δεν θα γινόταν καμία στραβή γιατί τα φανάρια έμεναν για ώρα αναμμένα. Όλοι ήξεραν πως γινόντουσαν κόντρες σ’ εκείνο το σημείο κι όλοι πρόσεχαν για τους τρελοπιτσιρικάδες με τα παπιά που έτρεχαν σαν να τα είχαν κλέψει.
Ύστερα άναβε το φανάρι πράσινο. Άφηνε ο Βαγγέλης τον συμπλέκτη, ρόλαραν τα γρανάζια το ένα πάνω στ’ άλλο, έδιναν κίνηση στην αλυσίδα κι άφηνε το καμένο ελαστικό πάνω στην άσφαλτο. Ούρλιαζε ο κινητήρας του παπιού καθώς ανέβαζε στροφές. Κάρφωνε την δευτέρα αριστοτεχνικά κι έφευγε, άνοιγε, κοίταζε μόνο ευθεία χωρίς να νοιάζεται για τον αντίπαλο. Το ‘χε φτάσει το μηχανάκι στα όριά του και το ήξερε. Είχε πετάξει εκεί πάνω αμέτρητα λεφτά. Το είχε μελετήσει πολύ το θέμα.
Περνούσε το δεύτερο φανάρι με πολλά χιλιόμετρα φορτωμένα στην ρόδα. Δεν φρέναρε ποτέ. Δεν κοίταξε ποτέ για τον αντίπαλο. Έφευγε για την επόμενη διασταύρωση, για να κάνει αναστροφή και να γυρίσει πίσω στην Ελπίδα και τους υπόλοιπους καψοβετζίνες. Τον είχαν μάθει. Έλεγαν πως έπρεπε να ‘ναι πολύ χαζός κάποιος για να τα στήσει με τον μάστορα. Στα κυβικά του ήταν ο γρηγορότερος και μηχανικά και σαν οδηγός. Το τελευταίο διάστημα, ο Βαγγέλης πήγαινε με την Ελπίδα τα βράδια για κόντρες, μόνο και μόνο για την αδρεναλίνη. Κάποιοι του ζητούσαν να οδηγήσει τα δικά τους για να κερδίσουν κάποια κόντρα. Ποτέ δεν δέχτηκε ο Βαγγέλης. Έπαιζε πάντα τίμια. «Σαν να κλέβω παγκάρι είναι ρε» είχε πει σε κάποιον, ένα βράδυ, που του πρότεινε να τρέξει με το δικό του παπί.
Όταν τελείωσε το λύκειο η Ελπίδα, άλλαξε τις συνήθειές της. Δεν έβγαινε τόσο πολύ με τον Βαγγέλη, δεν κατέβαινε πια για κόντρες, δεν γούσταρε το τάβλι. Προσπάθησε να αλλάξει κι εκείνος, να προσαρμοστεί στα νέα της θέλω και την νέα της ζωή. Κάπως, για λίγο, τα κατάφερε. Δεν του πήγαινε η καρδιά να αφήσει το «λαδιάρικο ξερόγκαζό του» μόνο του, αλλά το έκανε. Μετά ήρθε ο πρώτος χωρισμός. Δεν συμβάδιζαν πλέον οι καταστάσεις. Έτσι του ‘χε πει. Εκείνη στο ΤΕΙ, εκείνος πάλευε να βγάλει την τελευταία τάξη του λυκείου. Είπε «καλά» στην αρχή και γύρισε πίσω στην αλητεία. Μέχρι που γύρισε η Ελπίδα και όλα βρήκαν την σειρά τους.
Αναστέναξε ο Βαγγέλης όταν θυμήθηκε τον τελευταίο τους καυγά και την κλωτσιά που είχε φάει από την Ελπίδα. «Να είμαστε μαζί; Δε γαμιέσαι ρε Ελπιδάκι να κάνεις και καριέρα να πούμε; Με χωρίζεις, πας πηδιέσαι, επιστρέφεις κι όλα μέλι – γάλα; Έτσι νομίζεις πως είναι;» της είχε πει τότε. Πρώτα τον γονάτισε κι ύστερα έφυγε για να γυρίσει δύο βδομάδες αργότερα. Να μείνουν μερικές μέρες μαζί και μετά να του πει ξανά πως χωρίζουν.
Πονούσε η ψυχή του για κείνη του την απόφαση να μην την ξαναδεχτεί πίσω. Δεν το άντεχε, αλλά έβλεπε πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Είχαν χωρίσει οριστικά οι ζωές τους. Την αγαπούσε, ήταν ερωτευμένος και καψούρης, μα είχε αποφανθεί πως δεν υπήρχε πλέον νόημα στο να ζει όλο αυτό τον επώδυνο φαύλο κύκλο. «Τέρμα η Ελπίδα» μουρμούρισε κι ύστερα σηκώθηκε, έσβησε το παπί κι άρχισε να βολτάρει πάνω στην ραγισμένη προβλήτα.
Του τα είχαν πει αρκετές φορές οι φίλοι του, μα δεν τους άκουγε. Σταμάτησε να τους μιλάει για εκείνο το θέμα. Δεν ήθελε να την φέρει στην παρέα γιατί ήξερε ότι ήταν ζιζάνιο. Δεν ταίριαζε καθόλου με τα παιδιά. «Χάθηκε να ‘ταν σαν την Νίκη ή την Λίνα;» σκέφτηκε θλιμμένα κι ύστερα γέλασε με την σκέψη του. «Αν ήταν έτσι, δεν θα ‘μασταν μαζί» απάντησε στον εαυτό του για να τον καθησυχάσει. Δεν θα άντεχε και το γνώριζε. Η Μελίνα είχε την ίδια νοοτροπία και το ίδιο σκεπτικό με τον Βασίλη. «Αιχμηροί στα άκρα» είχε πει κάποτε ο Βαγγέλης για εκείνους και αυτό ακριβώς ήταν. Στο τέλος της ημέρας, της βδομάδας ή μιας περιόδου, είχαν ένα μαγικό τρόπο να βγαίνουν από πάνω και να σου αποδεικνύουν πως είσαι λάθος.
Η Νίκη, από την άλλη, ήταν η παλαβή γκόμενα της παρέας. Αγοροκόριτσο, σκέτο αγρίμι, που δεν σήκωνε πολλά – πολλά κι είχε ένα δικό της τρόπο για να τραβάει μπροστά όπου έβρισκε τα δύσκολα. Ούτε εκείνο θα το άντεχε ο Βαγγέλης. «Μωρέ, μια χαρά ήμουνα…» συλλογίστηκε πριν αράξει στο παγωμένο λιμάνι για να πιει την μπύρα του.
Είχαν πιάσει τα αυτιά του και κάποια πράγματα για την Νάντια και την Έλενα, μα δεν είχε δώσει την απαιτούμενη σημασία, θεωρώντας πως δεν είχε νόημα. Απ’ την στιγμή που είχε χωρίσει ο Βασίλης, ήταν αλλού και καλά, ό,τι κι αν μάθαιναν, δεν θα βοηθούσε κάπου. Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε.
Η απόφαση να σταματήσει να ασχολείται με την Ελπίδα και να πάει μπροστά, πάρθηκε όταν επέστρεψε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ. Πλύθηκε, ντύθηκε, καβάλησε το παπί και πήγε στο ξενυχτάδικο του Θανάση. Ήταν Παρασκευή και όπως κάθε Παρασκευή, ακόμη κι αν δεν είχαν κανονίζει τα παιδιά, ο Θανάσης θα ήταν εκεί.
«Τι λεει, μάστορα;» ρώτησε ο Θανάσης που στεκόταν στην πόρτα, όταν είδε τον Βαγγέλη να πλησιάζει μ’ ένα τσιγάρο σφηνωμένο στο στόμα.
«Τσόχα όλα. Δεν βλέπεις;» μουρμούρισε εκείνος.
«Τα γνωστά; Ελπίδα κι έτσι;»
«Λες και δεν ξέρεις. Εσύ; Τι λέει;»
«Άραξε μέσα και θα έρθω. Περιμένω παρέα» απάντησε χαμογελώντας ο Θανάσης.
«Γκόμενες».
«Βεβαίως».
«Πού τις ‘κονομάς ρε Σάκη; Μπορείς να μου εξηγήσεις λίγο;»
«Τράβα, ρε, μέσα και θα σου φέρω χαρέμι!» του απάντησε γελώντας εκείνος. Μπήκε στο μαγαζί ο Βαγγέλης και πήγε προς το τραπέζι που έπιαναν συνήθως. Κάθισε, άνοιξε το μπουκάλι που ήταν στημένο και περίμενε την παρέα κι έβαλε ένα ποτό.
«Βαγγέλη, παιδί μου;» τον ρώτησε ο πατέρας του Θανάση κι εκείνος πετάχτηκε όρθιος για να του δώσει το χέρι. «Κυρ-Αλέκο; Κάτσε, μη στέκεσαι».
«Ρε μπαγάσηδες, άμα αρχίσατε απ’ τα δεκαοχτώ το σκυλάδικο, την κλάψα και τα ουίσκια, στα πενήντα που ‘μαι εγώ, τι θα κάνετε;»
«Τι να σου πω…» έκανε κουνώντας το κεφάλι ο Βαγγέλης.
«Τους άλλους που τους έχετε απόψε;»
«Ο Βασίλης με την γκόμενα, ο Τάσος είναι άφραγκος…»
«Ο άλλος, ο ψηλός;» τον διέκοψε ο Αλέκος.
«Ξεκόψαμε» έκανε κοφτά ο Βαγγέλης.
«Μάλιστα…» απάντησε ο Αλέκος.
«Έτσι πάνε αυτά» είπε ο Βαγγέλης.
«Ακριβώς έτσι. Όσο ανακατεύεσαι με τα πίτουρα, θα σε τρώνε οι κότες» σχολίασε ο Αλέκος κι ύστερα έφυγε χωρίς να χαιρετίσει.
Όταν πήγε στο τραπέζι ο Θανάσης με τις τρεις κοπέλες που τον συνόδευαν, σκάλωσε ο Βαγγέλης. Πήγαν να πιάσουν κουβέντα, αλλά δεν υπήρχαν κοινά ενδιαφέροντα. Το γύρισε στο πέσιμο. Του κολλούσε η μία απ’ αυτές κι είπε να το συνεχίσει μ’ εκείνη.
«Τι ‘ν’ αυτές ρε; Πού πήγες και τις βρήκες;» ρώτησε ο Βαγγέλης, όταν έφυγαν από το ξενυχτάδικο και πήγαν κάπου να φάνε. Έβαλε τα γέλια ο Θανάσης. «Ρε η… πως την έλεγαν αυτή, τέλος πάντων, μ’ έχωσε μέσα στην τουαλέτα κι ούτε κατάλαβα τι έγινε και πότε έγινε» συνέχισε ταραγμένα.
Το νευρικό γέλιο που έπιασε τον Θανάση μ’ εκείνη την δήλωση δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτα. Τον κοίταζαν οι θαμώνες του φαγάδικου παράξενα. Κόντευε να πέσει από την καρέκλα, ενώ προσπαθούσε να βρει την ανάσα του και να συνεχίσει το φαγητό του.
«Τι γελάς βρε μαλάκα, αλήθεια σου λέω!» συνέχισε χαμηλόφωνα ο Βαγγέλης.
«Είναι να μην γελάω;» τον ρώτησε ο Θανάσης, όταν κατάφερε να σταματήσει να γελάει και να σοβαρευτεί.
«Σου φαίνεται αστείο;» συνέχισε νευριασμένα ο Βαγγέλης.
«Όχι» του απάντησε χαμογελώντας ο Θανάσης.
«Ρε, σε μπουρδέλο να πήγαινα…»
«Θα πλήρωνες λιγότερα και ίσως να πέρναγες καλύτερα» τον διέκοψε ο Θανάσης.
«Τι;» έκανε με απορία ο Βαγγέλης.
«Τι νόμιζες; Πως η Ελευθερία, έτσι την έλεγαν, σου κόλλησε για τα ωραία σου τα μάτια, ή για τον χαμό που κάναμε με τα λουλούδια και τα ποτά;» τον ρώτησε ο Θανάσης κοιτάζοντας γύρω του. «Είσαι βλάκας, αγόρι μου;» συνέχισε χαμηλόφωνα.
«Ρε; Πουτάνες έφερες;» ρώτησε στον ίδιο χαμηλό τόνο ο Βαγγέλης.
«Όχι. Τέλος πάντων, τι το ψάχνεις;»
«Είχε ένα στο-»
«Μακριά κι αλάργα!» τον διέκοψε ο Θανάσης αγριοκοιτάζοντάς τον. «Αυτές μασάνε απ’ όπου μπορούνε. Το κατάλαβες;»
«Δεν λέω αυτό ρε Σάκη…»
«Ό,τι και να λες. Έχε το νου σου. Θα αρχίσουν να σε γυροφέρνουν αν πάρουν χαμπάρι πως υπάρχει χρήμα. Ούτ’ ευγενικά αισθήματα έχουν, ούτε τίποτα» κατέληξε ο Θανάσης πριν καρφώσει την τυρόπιτά του, γελώντας με το ύφος του φίλου του.
«Πού τις βρήκες ρε;»
«Την μελαχρινή, την θυμάσαι;» ρώτησε μασώντας ο Θανάσης.
«Ναι».
«Μου την γνώρισε ένας γνωστός. Βγήκαμε για καφέ χθες, μου είπε για το βράδυ, της είπα δουλεύω, μου είπε θα έρθει με κάτι φίλες, συμφώνησα, έσκασαν μύτη στο μαγαζί. Αυτό. Δεν την έκοψα νωρίτερα, αλλιώς θα ‘χα κόψει πέρα. Για χαζό μ’ έχεις;» απάντησε χαμηλόφωνα ο Θανάσης.
«Καριόλες…» μονολόγησε ο Βαγγέλης θλιμμένα.
«Άλλη έχεις εσύ στο μυαλό σου και βρίζεις».
«Όχι. Στο ίδιο καζάνι ακριβώς είναι. Η Ελπίδα θεωρείς ότι είναι καλύτερη;»
«Μην συγκρίνεις…»
«Τι να μην συγκρίνω ρε; Μου ‘χει βγάλει το λάδι απ’ το Νοέμβριο. Χωρίζουμε, τα ξαναβρίσκουμε, ξαναχωρίζουμε, έρχεται πίσω, με διώχνει και πάλι απ’ την αρχή; Δηλαδή τι; Το να με χωρίσει Δευτέρα, να πάει με άλλον και να έρθει πίσω την Πέμπτη, δεν είναι κέρατο;» αγρίεψε το ύφος του ο Βαγγέλης.
«Δεν είναι όλες έτσι» απάντησε ο Θανάσης τονίζοντας την κάθε λέξη.
«Έτσι είναι» επέμεινε ο Βαγγέλης.
«Α, ναι; Ρώτα τον φευγάτο αν είναι έτσι. Τράβα, ρε, και πες του πως η Μελίνα είναι πουτάνα ή καριόλα ή ότι τον έχει για τα φράγκα. Εκείνα τα φράγκα που δεν έχει ποτέ στην τσέπη. Τράβα και πες του, ρε, πως τον έχει για την μόστρα. Που ανάθεμα κι αν έχει να βάλει κάτι που δεν είναι σκισμένο. Τράβα πες του πως τον εκμεταλλεύεται. Άντε! Να σε δω! Σάλτα γαμήσου τώρα, τράβα σπίτι σου, ξεσούρωσε και το μιλάμε αύριο!» του πέταξε μέσα απ’ τα δόντια του ο Θανάσης, πριν παρατήσει το φαγητό και τον Βαγγέλη στο τραπέζι και φύγει από το μαγαζί.
«Υπάρχουν οι εξαιρέσεις, μαλάκα μουγκέ, για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα» μουρμούρισε μόνος ο Βαγγέλης πριν γυρίσει στην μπουγάτσα του.
Κάπου εκεί άρχισε να χάνεται από την παρέα ο Βαγγέλης. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να το πάρουν τα παιδιά χαμπάρι, μα εκείνο το βράδυ είχε πάρει τις αποφάσεις του και είχε αναθεωρήσει τις απόψεις του. Δεν θα επέτρεπε ξανά στον εαυτό του να μπει σε ένα τόσο μεγάλο λούκι. Θα έκανε το κομμάτι του όποτε κι όταν γούσταρε εκείνος. Ούτε αγάπες, ούτε έρωτες, ούτε καψούρες, ούτε λουλούδια, ούτε μονιμότητα. Θα ήταν ένας απλός περαστικός.
Βέβαια, είχε αμφιβολίες για την στάση του και τις ιδέες του, αλλά έλεγε στον εαυτό του πως έπρεπε πρώτα να δοκιμάσει κι ύστερα να κρίνει. Άλλωστε τον άλλο δρόμο τον είχε ήδη δοκιμάσει κι ήξερε πως ήταν επώδυνος. Δεν είχε νόημα να τον ξαναβαδίσει για να πάθει τα ίδια και να πονέσει ξανά.
Βγήκε στην γύρα κι άρχισε το ψάξιμο. Όταν τον ρωτούσαν οι φίλοι του που χανότανε συνέχεια, απαντούσε μ’ ένα αόριστο «από ‘δω κι από ‘κει». Ήξερε πως κανένας δεν θα ενέκρινε την στάση και την συμπεριφορά του γιατί όλοι πορευόντουσαν με το σκεπτικό του Θανάση. Όταν όλοι έλεγαν πως ο κόσμος ως επι το πλείστον είναι καλός, εκείνος πίστευε πως οι καλοί είναι η εξαίρεση. Έτσι, βάλθηκε σώνει και καλά, να πάρει μία θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που ονόμαζε «κακούς» στην αρχή κι ύστερα «‘ξηγημένους».
«Κομπλεξικές» έλεγε όσες δεν του κάθονταν εκείνο το διάστημα και «πουτάνες» τις υπόλοιπες. Πλησίαζε ο καιρός των εξετάσεων, ο Βασίλης είχε χωρίσει και είχε χαθεί κι ο Βαγγέλης τον έψαχνε για να βγούνε καμιά βόλτα. Είκαζε πως μετά τον χωρισμό θα είχαν αλλάξει και οι δικές του οι απόψεις. Τον είδε έξω, κάνα – δυο φορές, να σουλατσάρει με την αδερφή του, μα δεν μίλησαν και πολύ. «Ό,τι θες φίλε, μόλις τελειώσουμε» του ‘χε πει ο Βασίλης.
Βρέθηκε μόνος να γυρνάει εκείνη την εποχή της λυκοφιλίας, με αμφίβολες παρέες και κόσμο που δεν γνώριζε καλά. Κάποιο σούρουπο, σε κάποια μακρινή γειτονιά της πόλης, είχε αράξει με το μηχανάκι σε μια πλατεία για καφέ. Στην ίδια παρέα ήταν και η Έλενα με την Νάντια. Κοιταζόντουσαν μα δεν μιλούσαν. Την ταμπέλα, ο Βαγγέλης, τους την είχε κοτσάρει πολύ πριν αλλάξει νοοτροπία.
Εκεί πήγε και την επόμενη μέρα. Πάλι η Νάντια και η Έλενα μπροστά του. Ρώτησε κάποιον απ’ την παρέα, ένα παλικάρι που τον φώναζαν «ινδιάνο», να του πει τι τρέχει. Ούτε εκείνος ήξερε. «Τυχαίες γκόμενες. Είκοσι νοματαίοι είμαστε εδώ, ρε μάστορα. Που θες να ξέρω με ποιον είναι;» του απάντησε εκείνος.
«Τις έχεις ξαναδεί;»
«Αρκετές φορές. Το κοντοπούτανο, δε, το έχω πάρει κιόλας».
«Κοντοπούτανο;» απόρησε ο Βαγγέλης.
«Όχι αυτή που μασάει σαν κατσίκα, την άλλη».
«Την Έλενα» ρώτησε για να σιγουρευτεί ο Βαγγέλης.
«Την ξέρεις;»
«Παλιά ιστορία».
«Μυστήρια γκόμενα. Δεν έχω βγάλει άκρη».
«Τι φάση ρε ινδιάνε;»
«Που ξέρω; Ήρθανε μια μέρα εδώ μ’ ένα φλούφλη, μου έπιασε η τύπισσα την πάρλα, το έφερε από ‘δω, το πήγε από ‘κει, της έβαλα χέρι, της έριξα κι ένα πίσω απ’ το σχολείο κι αυτό ήταν όλο. Δεν μου ξαναμίλησε» του απάντησε εκείνος.
«Σοβαρά ρε μεγάλε;» αναφώνησε χαμογελώντας ο Βαγγέλης.
«Λες να σου κάνω πλάκα;» του απάντησε εκείνος ανακατεύοντας τον φραπέ του με αυτάρεσκο ύφος.
«Ο φλούφλης που λες ήταν ένας ψηλός…»
«Ένας Πάνος. Τον ξες;»
«Τον ξέρω»
«Αμάν – αμάν ρε μάστορα! Όλους του ξέρεις κι όλοι σε ξέρουν! Τι έχεις παρουσιάσει σ’ αυτή τη ζωή;»
«Έργα» απάντησε κοφτά ο Βαγγέλης κοιτάζοντας την Έλενα.
Είχε σουρουπώσει όταν η Έλενα πήγε προς το μέρος του Βαγγέλη. Εκείνος είχε πιάσει κουβέντα με κάποιους κοντράκηδες· έκαναν συγκρίσεις και συζητούσαν τεχνικά. Ούτε που της έδωσε σημασία μέχρι που τον σκούντηξε. Γύρισε και την κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του με αδιαφορία και επέστρεψε στην συζήτηση. «Να σου πω;» του έκανε η Έλενα.
«Λέγε» της απάντησε χωρίς να την κοιτάξει.
«Hello? Μόνοι μας;» συνέχισε εκείνη με το ύφος που γνώριζε πολύ καλά ο Βαγγέλης. Γύρισε προς το μέρος της και την στραβοκοίταξε. «Τι έγινε ρε Λενάκι; Ξέχασες πως είσαι χωρισμένη και πως δεν σε παίρνει να πουλάς το υφάκι σου πια; Θεωρείς πως θα ‘ρθει ο φευγάτος να σε σώσει αν σ’ αρχίσω στα χριστοπαναγίδια;»
«Ξέρω κι εγώ να απειλώ» του απάντησε με θράσος.
«Ωχ μωρέ! Άχου! Μας απειλεί το Λενιώ!» την ειρωνεύτηκε εκείνος.
«Τζάμπα μάγκες είστε. Κανένας δεν είχε τα αρχίδια να βγει και να του μιλήσει. Στο πιάτο με έδωσε το τσογλάνι ο Πανούλης, αλλά, ούτε κουβέντα στον Βασιλάκη που τον τρέμετε όλοι…»
«Ραψ’ το γιατί θα στο ράψω εγώ!» την προειδοποίησε.
«Τι πίστευες, αγοράκι; Πως μόνο εσύ μπορείς να γίνεις εριστικός;»
«Εγώ δεν είμαι Βασίλης, να κάνω τουμπεκί…»
«Το είδα».
«Τι θες;»
«Να μιλήσουμε».
«Παιδιά, επιστρέφω» έκανε ο Βαγγέλης στην παρέα που ‘χε σταματήσει την συζήτηση και κοίταζε εκείνο τον παράξενο καυγά μεταξύ του Βαγγέλη και της Έλενας. Πήραν το μηχανάκι και πήγαν στο παλιό δημοτικό εκείνης της γειτονιάς, που ‘ταν άδειο από κόσμο και θα μιλούσαν χωρίς να τους ακούσει κάποιος. Την ιδέα την πέταξε η Έλενα και ο Βαγγέλης συμφώνησε μαζί της.
«Λέγε, σ’ ακούω» της είπε κοφτά όταν είχαν πια καθίσει κάτω από το υπόστεγο της κεντρικής πόρτας.
«Ήταν χαζό όλο αυτό που έγινε» άρχισε η Έλενα δισταχτικά.
«Παρακάτω» την παρότρυνε ο Βαγγέλης.
«Τον χαζό κάνεις;» τον ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια του.
«Έλενα, δεν έχω ούτε χρόνο, ούτε όρεξη. Πες αυτά που έχεις να πεις και να το σπάσουμε».
«Θέλω να μιλήσεις στον Βασίλη».
«Δεν τρελάθηκα ακόμα, κούκλα μου» της πέταξε και σηκώθηκε να φύγει. Τον έπιασε απ’ το χέρι και τον στραβοκοίταξε. «Θα μιλήσεις στον Βασίλη» επέμεινε εκείνη.
«Ούτε με σφαίρες» συνέχισε ο Βαγγέλης.
«Το διαπραγματεύεσαι;» τον ρώτησε χαμογελώντας αυτάρεσκα.
«Δεν έχω κόψει την άλυσο ακόμα. Όταν το χάσω και αποφασίσω πως θέλω να σκοτωθώ με τον Βασίλη, θα σε ενημερώσω. Μέχρι τότε… Τσάο που λέει κι η φιλενάδα σου» απάντησε χαιρέκακα ο Βαγγέλης πριν τραβήξει το χέρι του.
«Δεν γίνεται, κάπως, να σε πείσω;» του φώναξε καθώς τον έβλεπε να πηγαίνει προς το μηχανάκι του. Κοντοστάθηκε ο Βαγγέλης. Αναθεμάτισε. Γύρισε και κάθισε δίπλα της. «Τι σκάλωμα έχεις φάει; Τα είχατε, έγινε ό,τι έγινε, χωρίσατε, τελείωσε. Τώρα, μετά από πέντε και μήνες, τι ακριβώς ζητάς; Να τα ξαναβρείτε; Μπορείς να μου το εξηγήσεις;»
«Ναι. Αυτό θέλω. Σου είπα. Ήταν χαζό και λάθος μου αυτό που έγινε» απάντησε η Έλενα με θλιμμένο ύφος.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Και να ήθελα να το κάνω, ο Βασίλης έχει κατεβάσει ρολά. Πως το λένε; Δεν ακούει τίποτα, δεν μιλάει σε κανέναν, έχει κλειστεί στο σπίτι και τον εαυτό του και διαβάζει. Δεν πρόκειται να με ακούσει, ειδικά αν είναι να του μιλήσω για εσένα» είπε νευριασμένα ο Βαγγέλης.
«Κολλητός του είσαι… Θα σε ακούσει…» του απάντησε με παράπονο.
Αναστέναξε ο Βαγγέλης που δεν καταλάβαινε τον λόγο που κάθισε να κάνει εκείνη την συζήτηση. Κάρφωσε το βλέμμα του στο μηχανάκι που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σχολείο και ζύγισε την κατάσταση στο μυαλό του. Από την μία ο Βασίλης ήταν φίλος. Από την άλλη η Έλενα ήξερε όσα του είχαν κρύψει για να προστατεύσουν την παρέα, για να μην σπάσουν και να μην διαλυθούν. Είχαν δέσει όλα στο μυαλό του μα εκείνος ακόμη απορούσε με το θράσος της. «Άλλαξε στρατόπεδο ο ποζεράς και δεν έχεις πώς να τον πλευρίσεις;» ρώτησε απότομα ο Βαγγέλης κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά.
«Και… Γιατί να σε πιστέψω ρε Έλενα; Δεν είπες ποτέ την αλήθεια…»
«Ενώ εσύ; Υπερασπιστής της μέχρι την τελευταία στιγμή» τον ειρωνεύτηκε.
«Κούκλα μου; Έχεις πάρει χαμπάρι ότι ο φευγάτος δεν φοβάται κανένα; Το ‘χει χαμένο, το ξέρεις;» την ρώτησε χτυπώντας το δάχτυλό του στο κεφάλι του για να της δείξει πως του είχε στρίψει κάποια βίδα. «Ξέρεις τι θα μας έσερνε; Τίποτα δεν έχεις δει. Για ρώτα τον ποζερά. Πάνε ρώτα τον. Πες του να σου πει τι έγινε την μέρα που έβρισε την Μελίνα μπροστά του. Που τον κρατούσαμε δύο και μας πέταξε κάτω και τον πήρε στο κυνήγι. Δεν τα βάζεις με τον φευγάτο. Όσο καλός είναι, τόσο κακός μπορεί να γίνει όταν τον πουλάνε. Πίστεψέ με, το ξέρω. Τον ξέρω και από την καλή και από την ανάποδη. Σε αντίθεση με εσένα, τον έχω ζήσει τον κολλητό μου» κατέληξε ο Βαγγέλης νευριασμένα.
«Έλα μωρέ Βαγγέλη. Παιδάκι είναι» του απάντησε η Έλενα αδιαφορώντας για τα όσα της είπε.
«Έστω. Τι θα του πω; Η πουτάνα που σε κεράτωνε, σε θέλει πίσω; Είσαι τρελή, κοπέλα μου; Το λιγότερο που θα κάνει είναι να με αρχίσει στις κλωτσιές!»
«Αυτό πες του! Το δέχομαι ακόμη κι έτσι!» του φώναξε η Έλενα.
«Είσαι τρελή, έτσι;» την ρώτησε γελώντας αμήχανα.
«Θα κάνω ό,τι θες» του απάντησε χαμηλώνοντας τους τόνους η Έλενα.
Έπιασε το κεφάλι του ο Βαγγέλης και γύρισε εκείνη την φράση στο μυαλό του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να ξεφύγει από εκείνη την συζήτηση και εκείνη την κατάσταση. Δεν είχε νόημα να γίνει διαμεσολαβητής για να τα ξαναβρούν. Ακόμη κι αν το δεχόταν ο Βασίλης, ήξερε πως εκείνη η σχέση θα είχε έτοιμη την ταφόπλακά της. «Το σκέφτομαι» μουρμούρισε όταν την είδε να ανοίγει το στόμα της. «Δεν υπάρχει περίπτωση… Ειδικά τώρα… Με το διάβασμα… Καμία τύχη… Ίσως… Που ξέρω…» κατέληξε.
«Πραγματικά, ό,τι θες, αρκεί να του μιλήσεις…» είπε με παρακλητικό ύφος η Έλενα. Κατέβασε ιδέα ο Βαγγέλης για να βγάλει τον εαυτό του απ’ την μέση. «Ωραία» μουρμούρισε ανάβοντας τσιγάρο. «Θα του μιλήσω αν μου κάτσεις» της είπε κι ύστερα την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, περιμένοντας να τον βρίσει, να τον χαστουκίσει, να αγριέψει ή να του πει να φύγει.
«Δεκτό» την άκουσε να λέει κι ένιωσε τα πόδια του να παγώνουν. Άρχισε να καλπάζει η καρδιά του και να τρέμουν τα χέρια του. Δεν ήταν σιγουρος για το τι άκουσε και αν όντως το άκουσε ή αν το έβγαλε από το μυαλό του. Κοίταξε το τσιγάρο στα δάχτυλά του που έμοιαζε να χορεύει. Το έβαλε βιαστικά στο στόμα. Βαθιά τζούρα. Εισπνοή. Κάρφωσε το βλέμμα του στο μηχανάκι. Άρχισαν να στεγνώνει το στόμα του και να τον τρώνε τα χείλη του.
«Τώρα;» ρώτησε με ήρεμη φωνή η Έλενα κι εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Την ζύγισε για μια στιγμή. Προσπάθησε να καταλάβει αν τον δουλεύει, αν αυτό ήταν μια φάρσα, ή αν πραγματικά το είχε στο μυαλό της και το σκεφτόταν. Δεν υπήρχε τρόπος να το εξακριβώσει αν δεν το δοκίμασε. «Που;» την ρώτησε κοφτά.
«Στο αλσάκι;» έκανε με σκεφτικό ύφος η Έλενα.
«Έχει καβάτζα;»
«Έχει».
«Κάνω το τσιγάρο και πάμε;»
«Ναι».
Το τσιγάρο του φάνηκε πως κράτησε μία στιγμή και μόνο. Πέταξε μακριά την γόπα που ‘χε σβήσει, σηκώθηκε κι έκανε νόημα στην Έλενα να σηκωθεί. Καβάλησαν το μηχανάκι κι έφυγαν. Πήγαινε αργά στον δρόμο ο Βαγγέλης γιατί δεν είχε το μυαλό του συγκεντρωμένο. Ακόμη αμφιταλαντευόταν μέσα του. Φοβόταν πως αυτό μπορεί να ήταν μια καλοστημένη πλάκα από την πλευρά της Έλενας για να τον χαντακώσει στον Βασίλη. Απ’ την άλλη, ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξει την θεωρία του. Για εκείνον, η Έλενα, είχε από καιρό μπει στην λίστα με τις πουτάνες. Δεν χρειαζόταν απόδειξη επ’ αυτού. Χρειαζόταν, όμως, κάτι, για να κάνει την εξαίρεση, κανόνα και το αντίστροφο.
Παράτησαν το μηχανάκι στην είσοδο του αλσυλλίου και πήραν το ακριανό μονοπάτι, εκείνο που ήταν και οι δύο σίγουροι πως δεν είχε κόσμο. Ήταν δίπλα από σταροχώραφα που έλεγαν πως είχαν ποντίκια και φίδια και δεν πολυπλησίαζε ο κόσμος προς εκεί. «Τέρμα κάτω θα πάμε;» ρώτησε ο Βαγγέλης δήθεν αδιάφορα ενώ η καρδιά του έτρεχε
«Πιο κάτω. Πίσω απ’ το πλάτωμα» του απάντησε η Έλενα.
«Τρία χιλιόμετρα περπάτημα… Μη με κοιτάς. Το χω κάνει με το παπί. Με πήραν στο κατόπι οι τσέοι ένα βράδυ… Τέλος πάντων» μουρμούρισε αναστενάζοντας.
«Καλύτερα να μην πάμε με το παπί τέτοια ώρα».
«Ναι, είναι στάμπα».
«Μην ταράξουμε τον κόσμο, εννοούσα».
«Δεκάρα δεν δίνω… Θα ‘ναι άδειο;»
«Ναι. Δεν πάει κανείς εκεί κάτω».
«Το καλό που σου θέλω».
«Η συμφωνία είναι συμφωνία».
«Έλενα… Δεν κόβεις τις μαλακίες;» ρώτησε ο Βαγγέλης μα δεν σταμάτησε να περπατάει. Συνέχισε δίπλα της.
«Μαλακίες; Ποιες μαλακίες;»
«Τι νομίζεις ότι θα βγάλεις απ’ όλο αυτό;»
«Μην γίνεσαι παρανοϊκός».
«Αν γίνει μαλακία και με πάρεις στο λαιμό σου…»
«Βαγγέλη; Να τα ξαναβρώ με τον Βασίλη θέλω. Να χωρίσει την ψηλή την καρακάξα. Αυτό. Δεν θα βάλω τα χέρια μου για να βγάλω τα μάτια μου» του απάντησε ήρεμα. Την κοίταξε εξιχνιαστικά. «Δεν το έχει μάθει ότι χώρισαν» συλλογίστηκε κι ύστερα άρχισε να φέρνει στροφές το μυαλό του. «Άρα… Δεν υπάρχει μεσάζοντας πλέον. Δεν μπορεί να τον πλησιάσει, δεν ξέρει καν τι γίνεται στην ζωή του. Επιβεβαιώνεται ότι ο ποζεράς ήταν ο ρουφιάνος, ήξερε πολλά η Έλενα και τώρα δεν ξέρει ότι πάει τόσος καιρός που χώρισαν. Άρα… Μόνο επανασύνδεση δεν θέλει. Να τον χωρίσει θέλει η μαλακισμένη. Να με βάλει στην μέση για να χωρίσουν» κατέληξε κι ύστερα γύρισε και της χαμογέλασε. «Εντάξει ρε Λενιώ. Εντάξει. Δεκτό» της είπε με πρόσχαρο ύφος.
«Εντάξει; Σου έφυγε η παράνοια;» τον ρώτησε γελώντας.
«Ναι» της είπε κι έπειτα σώπασαν.
«Μην πάμε τέρμα κάτω… Κάπου εδώ πρέπει να ‘χει ένα κανάλι… Αρδευτικό…» της είπε ο Βαγγέλης δέκα λεπτά αργότερα κι εκείνη τον κοίταξε με απορία. «Σε πάω εκεί για να μην μας δει κανένας κι έχεις πρόβλημα. Το κάνουμε κι εδώ που είμαστε δεν έχω θέμα» του απάντησε κοφτά.
«Ναι… Άστο… Μην τρέχουμε» μουρμούρισε λίγο πριν βγουν από το ημιφωτισμένο μονοπάτι και χαθούν μέσα στα δέντρα.
«Εντάξει; Θα με βοηθήσεις να τον χωρίσουμε απ’ την μαλακισμένη;» ρώτησε η Έλενα την στιγμή που ανέβαζε το εσώρουχό της κι ο Βαγγέλης χαμογέλασε μυστήρια. «Η συμφωνία ήταν να μιλήσω. Όχι να τον χωρίσω» της απάντησε κοφτά.
«Μη μου τα γυρνάς!»
«Εγώ σου τα γυρνάω; Να μιλήσω δεν ήθελες;»
«Νόμιζα ότι κατάλαβες!»
«Αυτό που μου είπες κατάλαβα. Να του μιλήσω για να τα ξαναβρείτε».
«Με δουλεύεις τώρα;» του φώναξε η Έλενα.
«Τι μου είπες στο σχολείο; Δεν μου είπες ότι θα κάνεις ό,τι θέλω αρκεί να του μιλήσω;»
«Ναι».
«Μου είπες ότι θα κάνεις ό,τι θέλω αρκεί να τον χωρίσω;»
«Όχι».
«Ποιος τα γυρνάει σε ποιον;»
«Βαγγέλη…»
«Έλενα; Τα πουτανίστικα σ’ εμένα δεν περνάνε. Είπα ότι θα του μιλήσω και θα του μιλήσω. Σου αρκεί αυτό; Καλώς. Δεν σου αρκεί; Κάτι παραπάνω δεν μπορώ να κάνω. Ούτε θα είχα συμφωνήσει σ’ όλο αυτό αν το διατύπωνες αλλιώς. Νομίζω πως το ξέρεις, έτσι;» της είπε νευριασμένα κι ύστερα σηκώθηκε κι έκανε να φύγει.
«Εντάξει! Εντάξει! Μίλα του όμως, ναι; Μην με κρεμάσεις» απάντησε εκείνη τρέχοντας πίσω του.
«Απόψε κιόλας» της απάντησε.
«Θα μ’ αφήσεις κάπου να πάρω λεωφορείο;» τον ρώτησε με νάζι.
«Ναι ρε. Εδώ θα σ’ άφηνα;» της απάντησε ψύχραιμα.
Πήγε να του πιάσει το χέρι η Έλενα αλλά τραβήχτηκε ο Βαγγέλης. «Στράβωσες;» τον ρώτησε παραπονεμένα. «Όχι» της είπε κοφτά.
«Σίγουρα;»
«Ρε Έλενα, θεατράκι σε μένα;»
«Τι θεατράκι;» ρώτησε θιγμένα.
«Κούκλα μου; Πηδηχτήκαμε και μετά από δέκα δευτερόλεπτα μου ζήτησες να σε βοηθήσω να χωρίσεις τον πρώην σου απ’ την Μελίνα και να τα ξαναβρείτε. Μήπως θες να σε πάρω αγκαλίτσα κιόλας; Κάναμε μια συμφωνία. Πήρα κάτι, πήρες κάτι. Αυτό είναι όλο. Εντάξει;»
«Εντάξει…» απάντησε μελαγχολικά, κουνώντας το κεφάλι της. «Πίστευα…»
«Τι μπορεί να πίστευες ας πούμε; Ε; Ραψ’ το μέχρι να σ’ αφήσω κάπου και να πάω να του μιλήσω. Έχω κι έναν λόγο να κρατήσω» της είπε κοφτά. Κατέβασε το κεφάλι η Έλενα που είδε πως δεν την έπαιρνε να γυρίσει το παιχνίδι προς το μέρος της. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή της που έπαιξε ρισκάροντας και έχασε. Εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για το τι θα έλεγε ο Βαγγέλης στον Βασίλη και αν θα κρατούσε την συμφωνία του.
«Έπρεπε να πιάσω τον Τάσο. Χαζομάρα εξ’ αρχής» συλλογίστηκε η Έλενα κοιτάζοντας τον Βαγγέλη να ανάβει τσιγάρο. «Καλά μου είπε η Νάντια. Ίδιος με τον Βασίλη είναι κι αυτός. Πιάνεται απ’ την λεπτομέρεια. Τον Τάσο θα τον έφερνα καλύτερα βόλτα» συνέχισε τον συνειρμό της.
Τίναξε το χώμα απ’ την μπλούζα της. «Πήγε κι ο άλλος ο βλάκας, ο καψούρης, και μάλωσε. Ανάθεμα. Μια χαρά το πήγαινε. Είχε την χαζή κι ήθελε κι άλλο. Εμ, αγόραρε, δεν πάνε έτσι τα πράγματα…»
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» μουρμούρισε ο Βαγγέλης και εκείνη τον κοίταξε με απορία, καθώς είχε χαθεί στις σκέψεις της και στο σχέδιό της.
«Παρακαλώ»
«Πηδήχτηκες και με τον ποζερά;» ρώτησε με ανέκφραστο ύφος κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της. «Άστο, κατάλαβα» σχολίασε ο Βαγγέλης πριν καν προλάβει να του απαντήσει. Κούνησε το κεφάλι του με αηδία και αναστέναξε.
«Θα του το πεις;» ρώτησε φοβισμένα η Έλενα.
«Τι να του πω; Όπως τα κάναμε; Θα του πω ότι μετάνιωσες κι ότι θέλεις να γυρίσεις πίσω. Ότι μιλήσαμε και ότι κατάλαβες το λάθος σου. Μέχρι εκεί μπορώ να ρισκάρω…»
«Ευχαριστώ» του ψιθύρισε.
Την άφησε σε μια στάση λεωφορείου της γραμμής που πήγαινε στην γειτονιά τους και έφυγε μέσα στην νύχτα χωρίς να χαιρετίσει. Πήγε και βρήκε μια παρέα κι άραξε μαζί τους. Αμίλητος ήταν όλο το βράδυ. Ήξερε πως έπρεπε να μιλήσει στον Βασίλη έστω και για τα τυπικά, για να μην γίνει καμιά στραβή, για να μπορέσει να βγει λάδι. «Θα με κάψουν οι ιδέες μου, γαμώ» σκέφτηκε κι ύστερα σηκώθηκε απ’ το πεζούλι που ‘χε αράξει. «Σκύλος; Σου πω ρε» έκανε σ’ ένα παλικάρι κι εκείνος του κούνησε το κεφάλι. Σηκώθηκε και πήγε δίπλα του.
«Θέλω χάρη» είπε χαμηλόφωνα ο Βαγγέλης.
«Λέγε» του απάντησε ο γεροδεμένος τύπος που τον φώναζαν όλοι «Σκύλο».
«Ξέρεις, ρε, να βαράς;»
«Ξέρω. Ναι. Τι έγινε;» απόρησε εκείνος.
«Πάμε παρακάτω να μου ρίξεις μερικές, χέρια, πλευρά, μάπα, ίσα για τις μελανιές»
«Ρε τι έγινε;» τον ρώτησε ο άλλος κι όπως γέλασε φάνηκε ότι του έλειπαν μερικά δοντια.
«Έμπλεξα, μωρ’ αδερφάκι μου, σε μια κωλοκατάσταση με μια γκόμενα κι άντε να ξεμπλέξω τώρα. Θα το παίξω θέατρο και καλά μάλωσα και χτυπήθηκα και δεν μπορώ να της κάνω την χάρη και τέτοια. Το ‘χεις;»
«Είσαι χαζός, ρε μάστορα. Στο αναγνωρίζω. Σοβαρά τώρα»
«Ναι ρε, λέγε. Μπορείς;»
«Μέσα».
Χώθηκε στο μπάνιο του σπιτιού ο Βαγγέλης όταν επέστρεψε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Καλά είναι» μουρμούρισε όταν είδε τις μελανιές στα χέρια του. Είχε πρηστεί και το μάγουλό του. «Όνειρο είμαι» συνέχισε με θριαμβευτική όψη πριν πάει για ύπνο.
Σηκώθηκε το πρωί, έφτιαξε καφέ, τον ήπιε στο πόδι κι έφυγε για να βρει τον Βασίλη. Δεν έγραφαν εκείνη την μέρα κι ήταν σίγουρος πως θα τον πετύχαινε στο σπίτι. Του άνοιξε την πόρτα η αδερφή του Βασίλη και του έκανε νόημα να περάσει. «Ρε συ, πες του να βγει μια στιγμή γιατί βιάζομαι» της είπε ο Βαγγέλης κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά.
«Ποιος σ’ έκανε έτσι πασά μου;» ρώτησε γελώντας ο Βασίλης όταν τον είδε.
«Άλλη ώρα αυτό. Άκου. Με έπιασε η Έλενα χθες…»
«Το λομπού που λες κι εσύ» είπε κοφτά ο Βασίλης.
«Κάτσε ρε πασά μου…» τον παρακάλεσε ο Βαγγέλης.
«Έλα, τι; Άρχισε να πιάνει τους φίλους μου τώρα; Πες της να παει να γαμηθεί. Μάλλον το κάνει καλά, αν και, επ’ αυτού, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη».
«Ρε, θα μ’ ακούσεις;»
«Μίλα».
«Μου ‘πε ότι μετάνιωσε κι ότι θέλει μια ευκαιρία ακόμα».
«Δεν της είπες να πάει στον φλούφλη;» αγρίεψε ο Βασίλης.
«Με παρακάλεσε, ρε, η κοπέλα. Σοβαρέψου. Με μένα τα ‘χεις και φωνάζεις;»
«Αν σε ξαναπιάσει να σου πει τίποτα, πες της να πάει να γαμηθεί. Ακριβώς έτσι, κατά λέξη. Κι αν δεν ήσουν έτσι όπως είσαι, θα σ’ έκανα εγώ έτσι. Ξηγηθήκαμε;» φώναξε ο Βασίλης πριν του κλείσει την πόρτα κατάμουτρα.
«Ευτυχώς, γλυτώσαμε το κανονικό ξύλο» σχολίασε για τον εαυτό του ο Βαγγέλης όταν καβάλησε το μηχανάκι κι έφυγε από το σπίτι του Βασίλη.
Την Έλενα την πέτυχε το απόγευμα. Της έκανε νόημα με τα μάτια να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει. Χαιρέτισε την παρέα ο Βαγγέλης, έφυγε, καβάλησε το μηχανάκι και το πήγε λίγο πιο κάτω, για να μην φαίνεται. Πέντε λεπτά αργότερα πήγε κοντά του η Έλενα, για να μην δώσει στόχο. Την κοίταξε από μακριά. Κουνούσε το κεφάλι της με απορία.
«Πως πήγε;» τον ρώτησε με αγωνία. Σήκωσε την μπλούζα του ο Βαγγέλης και της έδειξε τις μελανιές. «Μια χαρά πήγε ρε» απάντησε με ειρωνεία.
«Σου είπε τίποτα;» συνέχισε εκείνη παραβλέποντας τους μώλωπές του.
«Τα ίδια που λέει κάθε φορά».
«Βρίζει ακόμα, ε;»
«Άσχημα».
«Συγγνώμη μωρέ Βαγγέλη… Αν ήξερα… Δεν πίστευα πως θα αντιδράσει έτσι» μουρμούρισε με στεναχωρημένο ύφος η Έλενα.
«Δεν πειράζει. Ήταν το δικό μου κομμάτι της συμφωνίας» της απάντησε προτού καθίσει στο μηχανάκι και βάλει το κλειδί στον διακόπτη.
«Τουλάχιστον… Έκανες ένα καλό σεξ» του είπε εκείνη χαρούμενα.
Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Της χαμογέλασε. «Όχι, κούκλα μου» είπε κι έβαλε μπροστά το μηχανάκι. «Ήταν ό,τι χειρότερο έχω κάνει» κατέληξε. Έβαλε πρώτη κι έφυγε χαμογελώντας. Γύρισε στα παλιά του λημέρια. Δεν είχε όρεξη για να δει άλλο κόσμο. Ήθελε να αράξει κάπου μόνος του και να σκεφτεί. Να συλλογιστεί τα όσα είχαν γίνει. Να βγάλει μια άκρη.
Πέρασε απ’ το πάρκο που καθόταν πάντα η παρέα του, μα ήταν άδειο. Πέρασε απ’ την γέφυρα κι ούτε εκεί βρήκε κανέναν. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον και να του πει πως είχε δίκιο. Πως είχε επιβεβαιώσει τον κανόνα και πως υπήρχε η εξαίρεση. Κοίταξε μέσα στο ψιλικατζίδικο του Τάσου και τον είδε να κάθεται και να μιλάει με την Νίκη. «Μπα» μουρμούρισε πριν φύγει για το καπιταλιστικό.
«Έλα, Σακη; Εγώ» είπε στο θυροτηλέφωνο.
«Έλα πάνω» απάντησε ο Θανάσης και του άνοιξε την πόρτα.
Κοίταζε το σπίτι ο Βαγγέλης και γελούσε. Πρωτοφανώς ήταν συμμαζεμένο και ξεσκονισμένο. Μέχρι κι βαριά σκακιέρα με τα ελεφάντινα πιόνια ήταν γυαλισμένη. «Η επόμενη κίνηση είναι ματ» δήλωσε ο Βαγγέλης κι έκανε να κουνήσει το πιόνι.
«Άφησέ το. Είναι του φευγάτου η κίνηση» του είπε ο Θανάσης από την κουζίνα που έφτιαχνε καφέδες.
«Θα παίξεις χαμένο παιχνίδι, Σάκη; Αυτό, ούτε οι φυλακισμένοι».
«Τον ξέρεις τον φίλο μας. Μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Για λέγε… Που τις μάζεψες τις γρήγορες;» αστειεύτηκε ο Θανάσης.
«Φτιάξε καφέ και θα σου πω. Πως και καθαρό;»
«Είχα μια κοπέλα εδώ το πρωί και το καθάρισε».
«Ρε, γράφεις τίποτα;»
«Ό,τι γράφεις κι εσύ. Ό,τι θυμάμαι. Πάω, γράφω, φεύγω. Τι διάολο; Τρίτη είμαστε, θα μας περάσουν. Λες να μας κόψουν για του χρόνου;»
«Θα τους το βάλω φωτιά και θα τους το ανατινάξω το τσαρδί!» φώναξε αστειευόμενος ο Βαγγέλης. Πήρε τον καφέ του από την κουζίνα κι έπιασε θέση στον καναπέ. «Την θεωρία μου περί πουτανών, την θυμάσαι;» ρώτησε τον Θανάση κι εκείνος έβαλε τα γέλια.
«Όχι άλλη βλακεία σήμερα!» σχολίασε εκείνος.
«Άκου ρε. Με έπιασε η πρώην από ένα παλικάρι που κάνουμε παρέα. Μην με κοιτάς, δεν τον ξέρεις. Και άρχισε τα «μίλα του» και τα «τόσα χρόνια» τον ξέρεις και τα «έχετε φάει ψωμί κι αλάτι» και τα «εσένα σ’ ακούει», για να τον πείσω να της δώσει ευκαιρία»
«Αυτός σ’ έκανε έτσι;» ρώτησε γελώντας ο Θανάσης.
«Αυτός» είπε ο Βαγγέλης.
«Να μαντέψω;»
«Μάντεψε».
«Την έφαγες και σας πήρε κανένα μάτι;»
«Όχι. Πήγα και του το είπα» απάντησε ατάραχα ο Βαγγέλης.
«Και το ‘φαγες το ξύλο».
«Και επιβεβαίωσα την θεωρία μου».
«Άντε πάλι. Βαγγέλη, ξεκόλλα. Αυτό που λες εσύ κανόνα, είναι η εξαίρεση. Δεν είναι έτσι ο κόσμος. Υπάρχουν ορισμένα άτομα που έχουν πιάσει μηδέν. Μην σου πω και κάτω από το μηδέν. Στο μείον. Αλλά είναι μειοψηφία, ρε φίλε. Βρήκες τρεις, τέσσερις, πέντε χαζές και ξαφνικά, τις βάφτισες όλες πουτάνες; Δεν είναι λογική αυτή» του απάντησε γελώντας ο Θανάσης.
«Έχουμε αντίθετες απόψεις» του πέταξε ο Βαγγέλης.
«Θεωρείς ότι είναι θέμα άποψης;» ρώτησε με σοβαρό τόνο ο Θανάσης.
«Ναι».
«Εν προκειμένω, που θα έλεγε κι ο φευγάτος, εσύ τι είσαι;»
«Τι είμαι;» σάστισε ο Βαγγέλης.
«Αναλογίσου. Αναλογίσου κι έλα να σε σκίσω ένα τάβλι»
«Ποιον ρε; Τον πρόεδρο του σωματείου ταβλαδόρων θα σκίσεις; Άντε πάενε» είπε ο Βαγγέλης αρπάζοντας το τάβλι.
«Καλά, αυτά μας τα είπαν κι άλλοι» του απάντησε ο Θανάσης μόλις το άνοιξε.
Εφτά – μηδέν έχασε ο Βαγγέλης που δεν είχε το μυαλό του συγκεντρωμένο. Γύρισε ακόμη στο σκηνικό της προηγούμενης ημέρας. Είχε κάνει το χειρότερο σεξ της ζωής του με την Έλενα και δεν μπορούσε να το μοιραστεί με κανέναν. Δεν ήξερε αν έφταιγε το δικό του άγχος ή αν οτιδήποτε άλλο. «Μηδέν! Σβάρνα σε πήρα, μάστορα!» του φώναξε ο Θανάσης όταν τελείωσε η τελευταία παρτίδα κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Τα σώβρακα μου πήρες, Σάκη» του απάντησε.
«Στα χαμένα είσαι» σχολίασε ο Θανάσης.
«Τι γράφουμε αύριο;» ρώτησε ο Βαγγέλης για να αποφύγει την συζήτηση.
«Ιδέα δεν έχω. Ρώτα τον φευγάτο που ξέρει απ’ έξω το πρόγραμμα» απάντησε γελώντας ο Θανάσης. «Μπερδεμένος είσαι» συνέχισε κι ο Βαγγέλης σηκώθηκε απ’ την θέση του.
«Ρε μουγκέ, άστο. Μην το ψάχνεις» μουρμούρισε ο Βαγγέλης.
«Ζόρια τραβάς με την Ελπίδα».
«Με την πάρτη μου τραβάω ζόρια».
«Τι; Δεν σ’ έκατσε καλά το νέο το πιστόνι στο παπί;» τον πείραξε ο Θανάσης.
«Δεν ξέρω»
«Θες να το συζητήσουμε;»
«Τι να συζητήσουμε; Το μηδέν; Δεν έχει νόημα, Σάκη. Θα μου περάσει ρε φίλε. Τα πάντα περνάνε» κατέληξε ο Βαγγέλης πριν φύγει για να γυρίσει στο σπίτι του.
Κοίταζε η Έλενα την παρέα του Βασίλη όταν έγραψαν και το τελευταίο μάθημα και μαζεύτηκαν να τα πούνε στο προαύλιο. «Όλο το πρωί τρως τα νύχια σου! Αμάν!» της είπε η Νάντια που καθόταν δίπλα της. Δέκα νοήματα είχε κάνει η Έλενα στον Βαγγέλη για να του μιλήσει, μα εκείνος την αγνοούσε επιδεικτικά. Νευρίασε όταν ο Βαγγέλης της έκλεισε το μάτι χαμογελώντας χαιρέκακα και σηκώθηκε όρθια.
«Μην κανείς καυγά» την παρακάλεσε η Νάντια.
«Ό,τι θέλω θα κάνω» απάντησε εκείνη που πήγαινε νευριασμένη προς το μέρος του Βαγγέλη.
Την κοίταξε ο Βασίλης από μακριά. «Ωχ» έκανε ο Τάσος που καθόταν παρακάτω με το υπόλοιπο παρεάκι. Πιο δίπλα ήταν η Μελίνα, μόνη της, που δεν είχε γράψει καλά και δεν είχε διάθεση να μιλήσει με κανέναν.
«Αυτό παραπάει» δήλωσε ο Βασίλης όταν την είδε να πηγαίνει προς το μέρος των παιδιών και βάδισε κοφτά προς το μέρος της. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί ο Βαγγέλης. «Μάγκες, την κανά, και θα τα πούμε μετά» είπε βιαστικά κι ύστερα κίνησε να φύγει μόλις συνειδητοποίησε πως η καμπάνα χτυπούσε για εκείνον.
Στα μέσα της διαδρομής την βούτηξε ο Βασίλης απ’ το χέρι και την έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. «Εάν ξαναπιάσεις τα παιδιά, θα σου σπάσω τα πόδια» της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
«Ρε Βασίλη…» ξεκίνησε την κλάψα η Έλενα.
«Άκουσες ή θέλεις να με ακούσει όλο το λύκειο;» συνέχισε εκείνος χωρίς να υψώσει τον τόνο του.
«Θα με ακούσεις;» ρώτησε η Έλενα.
«Όχι. Εσύ θα με ακούσεις. Θα φύγεις, σαν κυρία, δεν θα γυρίσεις πίσω, δεν θα κοιτάξεις πίσω. Τελείωσε το παραμυθάκι, Έλενα».
«Δεν πάω πουθενά!» ούρλιαξε και τον χαστούκισε με τόση δύναμη που του έφυγαν τα γυαλιά από το πρόσωπο.
«Θα βγεις κι από πάνω ρε;» την φώναξε βουτώντας την απ’ το μαλλί. Ήδη είχαν τρέξει τα παιδιά να τον μαζέψουν. «Έλα, φευγάτε, άφησέ την» του είπε ο Θανάσης ήρεμα. «Βασίλη, ξεκόλλα» πετάχτηκε κι ο Τάσος.
«Έλενα, φύγε» είπε η Νίκη μπαίνοντας στην μέση. Την έσπρωξε λίγο πιο δίπλα για να αποφύγουν την συμπλοκή και στάθηκε ακριβώς ανάμεσά τους.
«Όχι, αν δεν μ’ ακούσει!» συνέχισε η Έλενα.
«Μαλακισμένο, σου χρωστάω γι αυτό που έκανες στην κολλητή μου. Ήμασταν φίλες και χώθηκες στην μέση. Χάσου πριν αγριέψω. Δεν το έφαγες το ξύλο τότε, θα το φας σήμερα!» απάντησε σταυρώνοντας τα χέρια η Νίκη.
Ο Βαγγέλης παρακολουθούσε τον καυγά έξω από τα κάγκελα του σχολείου, καθισμένος στο μηχανάκι, με το κλειδί στον διακόπτη, έτοιμος να φύγει αν η κατάσταση γινόταν επικίνδυνη. «Γαμώ τις ιδέες μου» έβρισε τον εαυτό του κοιτάζοντας το μπάχαλο που διαδραματιζόταν στην μέση του προαυλίου.
«Έλα! Αφήστε με! Μίλα, Έλενα. Άντε να δούμε τι θα πεις αυτή τη φορά!» είπε ο Βασίλης και τα παιδιά τον άφησαν. Μάζεψε τα γυαλιά του από κάτω, σταύρωσε τα χέρια και περίμενε.
«Δεν τα ‘χω μαζί σου. Με το κωλόπαιδο, τον φίλο σου, που δεν μου είπε πως χώρισες την παλιοπου-»
Πάγωσε ο χρόνος γύρω τους μόλις βγήκε εκείνη, η πρώτη, συλλαβή από το στόμα της Έλενας. Την αντίδραση του Βασίλη την ήξεραν όλοι, όπως και την κατάληξη της σκηνής. Έκαναν τα παιδιά να τον πιάσουν ξανά, μα εκείνος, σαν να είχε μάτια και στην πλάτη, τους απέφυγε. Τον κοίταξε η Νίκη και τον ζύγισε.
«-τα-»
Κλάσματα δευτερολέπτου είχε για να σκεφτεί την αντίδρασή της η Νίκη. Με την φόρα που ‘χε πάρει ο Βασίλης, θα την έπαιρνε σβάρνα για να αρπάξει την Έλενα. Ήξερε πως μ’ αυτό που ξεστόμιζε έπρεπε να χτυπήσει εκείνη κι όχι τον Βασίλη. Αντ’ αυτού, τον χτύπησε, τον πέταξε κάτω, γονάτισε στο στήθος του και ύψωσε την γροθιά της πάνω από το κεφάλι του.
«-να την Μελίνα τα ‘χω!» κατέληξε η Έλενα.
«Μην με αναγκάσεις να σε χτυπήσω. Ηρέμησε» είπε με κοφτό τόνο η Νίκη στον Βασίλη που τον είχε πιάσει τρέμουλο, συνειδητοποιώντας πως ήταν ανήμπορος και έτοιμος να φάει γροθιά.
Αυτό που δεν πρόβλεψε κανείς, ήταν η αντίδραση της Μελίνας. Έτρεξε προς το μέρος της Έλενας. Την πήρε σβάρνα και την έριξε κάτω χωρίς καν να μιλήσει. Άρχισε να την χτυπάει όπου έβρισκε. Είχε θολώσει το μυαλό της. Πήγε να την πιάσει ο Θανάσης, μα τον χτύπησε κι αυτόν. «Λίνα!» φώναξε η Νίκη μα δεν την άκουσε.
«Μελίνα!» φώναξε ο Βασίλης κι ακριβώς εκείνη την στιγμή πάγωσε. Γύρισε και τον κοίταξε. Σηκώθηκε από πάνω του η Νίκη και του έδωσε το χέρι για να σηκωθεί. Την έσπρωξε ο Βασίλης και χωρίς να μιλήσει πήγε και αγκάλιασε την Μελίνα. «Ηρέμησε» της ψιθύρισε στο αυτί.
«Όχι» του απάντησε στον ίδιο τόνο.
«Άφησέ την. Δεν έγινε τίποτα. Πέθανε κανένας;» της έριξε την ατάκα που την έκανε πάντα να γελάει, μα εκείνο το πρωί η Μελίνα δεν γέλασε. Γύρισε κι έφτυσε την Έλενα που προσπαθούσε να σηκωθεί, αναψοκοκκινισμένη και ματωμένη. «Εγώ…» άρχισε να της λέει η Μελίνα με μίσος, «… δεν πηδιόμουνα με τον ποζερά για να ‘χω ρουφιάνο στην παρέα του Βασίλη. Ούτε το έκρυβα απ’ την χαζή την κολλητή μου γιατί ήταν ο γκόμενός της. Άντε τσόλι, που ‘χεις το θράσος να μιλήσεις για πουτάνες!»
«Πάμε να φύγουμε» της είπε ο Βασίλης και την τράβηξε από εκεί. Άρον – άρον βγήκαν από το σχολείο. Είδαν τον Βαγγέλη πάνω στο παπί και απόρησαν. «Όχημα διαφυγής;» έκανε με αθώο ύφος ο Βαγγέλης.
«Έχεις κάψει εγκεφαλικά κύτταρα με τις βενζίνες και τα λάδια εσύ» του απάντησε ο Βασίλης πριν φύγει από την αντίθετη μεριά. Έδιωξε τους άλλους λέγοντας πως ήταν καλά και πως θα πήγαινε την Μελίνα στο σπίτι της. Αυτό ακριβώς έκανε. Την κρατούσε στην αγκαλιά του σε όλο το δρόμο.
Ο Βαγγέλης έμεινε πάνω στο παπί του μέχρι να χαθούν τα παιδιά στα στενά. Τρέχοντας μπήκε στο σχολείο για να δει τι έγινε μόλις εξαφανίστηκαν όλοι. Βρήκε την Έλενα στην βρύση να προσπαθεί να πλύνει τις αμυχές που είχε στα χέρια και στο πρόσωπο.
«Στο είχα πει;» την ρώτησε όταν έφτασε δίπλα της.
«Γιατί δεν μου είπες ότι χώρισαν;» του γύρισε εκείνη με μισόκλειστα μάτια.
«Στην πουτάνα, πουτανιές; Ξέρεις τι θα γινόταν αν δεν έμπαινε η Νίκη στην μέση; Με φορείο θα σε έπαιρναν από εδώ. Κατάλαβες γιατί έφυγα;»
«Τόσο δύσκολο ήταν να μου το πεις;» συνέχισε ακάθεκτη εκείνη.
«Δεν με ρώτησες. Νόμιζα πως το ήξερες».
«Από πού να το ξέρω;»
«Ναι… Βέβαια… Έχασες τον ρουφιάνο…»
«Βαγγέλη δεν κόβεις το δούλεμα; Άντε μην-»
«Μην τι ρε; Μετά απ’ το σημερινό, τράβα και πες του ότι σε πήδηξα. Τράβα. Ηλίθια! Τι κατάφερες; Εσύ είσαι σαν να πέρασε από πάνω σου τραίνο, ο Βασίλης έφυγε με την Μελίνα, όλο το σχολείο έμαθε τι ακριβώς είσαι, η Νάντια έφυγε και δεν νομίζω να σου μιλήσει για αρκετό καιρό κι εγώ, κούκλα μου, βγήκα ατσαλάκωτος απ’ όλο αυτό. Με βλέπεις; Δεν έχω να λογοδοτήσω ούτε στον φίλο μου, ούτε σε κανέναν. Το κατάλαβες, κουκλίτσα; Έπαιξες κι έχασες» της απάντησε χαιρέκακα ο Βαγγέλης.
«Δεν έχασα!» επέμεινε με πάθος η Έλενα.
«Αμάν ρε Έλενα. Τι θες; Τον Βασίλη; Φεύγει φαντάρος τον άλλο μήνα. Αν θεωρείς ότι μέχρι να φύγει, θα έχει ηρεμήσει, τι να σου πω; Πήγαινε και μίλησέ του. Μην διανοηθείς όμως να με ανακατέψεις ξανά σ’ αυτό, γιατί θα με βρεις απέναντί σου».
«Θα σε κάψω…» μουρμούρισε η Έλενα.
«Ποιον θα κάψεις, κουκλίτσα;» την ρώτησε γελώντας. «Κοίτα να δεις που, ο λόγος που θα τα ξαναβρούν, θα είσαι εσύ. Τσάο φιλενάδα» την ειρωνεύτηκε πριν φύγει και την αφήσει μόνη να βράζει στο ζουμί της.
Από το παράθυρο της κουζίνας είδε ο Λάμπρος τον Βασίλη και την Μελίνα να πηγαίνουν αγκαλιασμένοι προς το σπίτι. Παραξενεύτηκε. Σηκώθηκε να βγει προς τα έξω και να τους ρωτήσει τι έγινε.
«Βασίλη, παιδί μου, έλα μέσα!» του φώναξε από μακριά μόλις συνειδητοποίησε πως έφευγε χωρίς να μιλήσει στην Μελίνα. Τον κοίταζε μουτρωμένη εκείνη. Δεν απάντησε ο Βασίλης, μόνο έγνεψε κι έστριψε στην πρώτη διασταύρωση που βρήκε.
«Μαλώσατε;» ρώτησε ήρεμα ο Λάμπρος την κόρη του, μα απάντηση δεν πήρε. «Μελίνα μου;» συνέχισε κι εκείνη γύρισε και τον κοίταξε λυπημένα. «Σκατά έγραψα» του είπε και την πήρε το παράπονο.
«Αυτός;»
«Αυτός διάβαζε, μπαμπά!»
«Ο άλλος;» ρώτησε ο Λάμπρος χαμογελώντας.
«Ποιος άλλος;» σάστισε η Μελίνα.
«Ξέρεις πολύ καλά που αναφέρομαι, Μελίνα Λάμπρου. Από τον Βασίλη, ίσως, μπορείς να κρυφτείς. Από εμένα, όχι» συνέχισε στον ίδιο χαμογελαστό τόνο.
«Με έβρισε η Έλενα και μαλώσαμε» είπε η Μελίνα για να αλλάξει το θέμα συζήτησης.
«Γιατί κάτι μου λέει πως πήγε να σε υπερασπιστεί;»
«Πήγε».
«Και;»
«Τίποτα» απάντησε η Μελίνα πριν τον σπρώξει για να μπει στο σπίτι.
«Του ζήτησες συγγνώμη;» της φώναξε ο Λάμπρος μα δεν πήρε καμία απάντηση.
«Πολύ ωραία. Εξαίσια. Καταπληκτικά» μουρμούρισε με ειρωνεία ο Λάμπρος καθώς επέστρεφε στην κουζίνα. Μάζεψε τις σημειώσεις του και πήγε στο γραφείο του. Έπιασε ένα φάκελο από ένα ράφι, τον άνοιξε και κοίταξε τα χειρόγραφα που υπήρχαν μέσα. Κάθισε να διαβάσει. Άναψε τσιγάρο. Γύριζε σελίδες μουτζουρώνοντας από εδώ κι από εκεί. «Πίσω στην αρχή. Πίσω στο μηδέν» μονολόγησε παίρνοντας στα χέρια κάποια χειρόγραφα και κλείνοντας τον φάκελο που έγραφε «Βασίλης».