,

Σαν παλιά ελληνική ταινία

Γεννήθηκαν σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια μετά την Κατοχή. Η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια της και οι περισσότερες οικογένειες έχτιζαν τις περιουσίες τους από την αρχή. Η Ελένη, η πιο μεγάλη και η πιο όμορφη της οκταμελούς οικογένειας, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να μην λείψει τίποτα από τα μικρότερα αδέρφια της. Βοηθούσε τους γονείς της με κάθε τρόπο στα ζώα στα χωράφια και στο σπίτι. Αυτή ήταν η καθημερινότητα όλων των κατοίκων του χωριού με εξαίρεση την Κυριακή. Κάθε που ξημέρωνε Κυριακή, όλοι οι χωριανοί φορούσαν τα καλά τους και έσπευδαν στην εκκλησία. Μετά το τέλος της λειτουργίας η πλατεία του χωριού γέμιζε με κόσμο. Οι άντρες στο καφενείο, οι γυναίκες συζητούσαν και τα παιδιά έπαιζαν. Οι νέες κοπέλες έκαναν πηγαδάκια γύρω από τον πλάτανο και κρυφοκοίταζαν τα παλικάρια στο καφενείο. Κάποιες ματιές έκοβαν την ανάσα και αν και σιωπηλές, είχαν πολλά να πουν. Τέτοιες ήταν και οι ματιές της Ελένης και του Φώτη, που πέρα από κάποιες ευχές στον αυλόγυρο της εκκλησίας, δεν είχαν μιλήσει ποτέ. Τίποτα δεν μπήκε εμπόδιο στο να ερωτευτεί ο ένας τον άλλον. Χωρίς να έχουν πει το παραμικρό και οι δύο ήξεραν καλά ότι μέσα τους σιγοέκαιγε μια φωτιά που σίγουρα θα γινόταν πυρκαγιά στην ένωσή τους. Η πυρκαγιά δεν άργησε να ανάψει και στο θερινό πανηγύρι, τους έκαψε. Μέσα στον χορό πρόλαβε και τις παρήγγειλε να συναντηθούν στην νεραϊδοσπηλιά, λίγο πιο έξω από το χωριό. Όταν το κέφι είχε ανάψει για τα καλά και οι μεγάλοι ήταν μεθυσμένοι από το κρασί, κάνεις δεν κατάλαβε την απουσία τους. Εκεί, δίπλα σε ένα μαγευτικό σημείο στην είσοδο μιας σπηλιάς, που ο μύθος έλεγε πως κατοικούσαν νεράιδες, γεύτηκε για πρώτη φορά τα χάδια του και τα φιλιά του. Αυτό το σημείο έγινε το καταφύγιό τους για αρκετούς μήνες και εκεί έδωσαν όρκους αιώνιας αγάπης.

Ο μεγαλύτερος αδερφός του Φώτη μετακόμισε στην Αθήνα να δουλέψει οικοδομή και όταν είδε ότι τα λεφτά ήταν καλά, πρότεινε και στον Φώτη να πάει. Ο Φώτης αρχικά δεν ήθελε με τίποτα να αποχωριστεί την Ελένη, αλλά μετά σκέφτηκε ότι αν έκανε ένα καλό κομπόδεμα, θα μπορούσε να την ζητήσει και να μετακομίσει μαζί του στην Αθήνα. Η μέρα του αποχωρισμού ήταν δύσκολη και για τους δύο, αλλά ήταν η μέρα που έγινε δική του για πάντα. Εκεί κάτω από το φως του φεγγαριού, τα κορμιά τους ενώθηκαν για πρώτη φορά, σφραγίζοντας έτσι τον έρωτά τους.

Ο Φώτης δούλευε κάθε μέρα υπερωρίες στην οικοδομή, με αρκετή όρεξη για δουλειά, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από το αφεντικό του. Τις υπόλοιπες ώρες, τις περνούσε με τον αδερφό του στο μικρό δωμάτιο που νοίκιαζαν και κάπου κάπου καμία έξοδο σε ένα ταβερνάκι. Τα λεφτά αυξάνονταν συνεχώς και χρειάστηκε να ανοίξει λογαριασμό σε τράπεζα. Τα γράμματα έφταναν κάθε εβδομάδα από την Ελένη, όμως αυτός δεν μπορούσε να της γράψει. Δεν είχε μιλήσει στον πατέρα της και κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό για την σχέση τους. Μόνο η μικρή του αδερφή έμαθε για την Ελένη, η οποία όταν επισκέφθηκε τα αδέρφια της στην Αθήνα ο Φώτης της μίλησε για την σχέση τους. Της ζήτησε να του μεταφέρει κάποια γράμματα στην Ελένη κατά την επιστροφή της στο χωριό και να τους μεταβιβάζει την αλληλογραφία τους.

Το αφεντικό του Φώτη, αποφάσισε να του προτείνει μια καλή ευκαιρία για δουλειά σαν επιβράβευση της εργατικότητάς του. Τον έβαλε εργοδηγό στις εργασίες ανακαίνισης μιας βίλας. Η βίλα αυτή ανήκε σε έναν πολύ καλό του φίλο δικηγόρο. Ο Φώτης θα είχε την επιμέλεια των εργασιών για όσο διαρκούσε η ανακαίνιση. Στο σπίτι η οικογένεια έμενε κανονικά, μιας και το κομμάτι των εργασιών δεν επηρέαζε την λειτουργία του υπολοίπου σπιτιού. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που ξεκίνησε στην βίλα, η κόρη του ιδιοκτήτη πρόσεξε τον όμορφο εργοδηγό και δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται στα πόδια του. Ο Φώτης την απέφευγε ευγενικά και απομακρυνόταν από δίπλα της. Όταν άκουσε εντελώς τυχαία ότι στο σπίτι χρειάζονται βοηθητικό προσωπικό, το μυαλό του πήγε στην Ελένη. Δεν έχασε χρόνο, της έγραψε αμέσως με την πρώτη ευκαιρία να έρθει στην Αθήνα να δουλέψει στο σπίτι του δικηγόρου. Τα λεφτά ήταν καλά και έξοδα δεν θα είχε, μιας και θα έμενε στο δωμάτιο υπηρεσίας. Οι γονείς της την άφησαν με κρύα καρδιά, αλλά όταν το μηνιάτικο άρχισε να φτάνει στο χωριό, γλυκάθηκαν. Μαρτύριο ήταν και για τους δύο τα νέα δεδομένα, αφού όλη την εβδομάδα συναντιόντουσαν σαν ξένοι στην βίλα και μόνο την Κυριακή στο ρεπό της ζούσαν τον έρωτά τους. Γύριζαν όλη την Αθήνα, το Ζάππειο, τον Εθνικό κήπο και κάθε μεσημέρι Κυριακής και διαφορετικό ταβερνάκι. Το απόγευμα σινεμά και μέχρι να έρθει η ώρα να γυρίσει στη βίλα, στην αγκαλιά του Φώτη στο μικρό του δωμάτιο.

Στο μεταξύ η Ελένη, είχε καταλάβει τις προθέσεις της κυρίας της από τον τρόπο που κοίταζε τον Φώτη και είχε ενοχληθεί. Όταν έβλεπε όμως τον Φώτη να την αγνοεί, έμπαινε η καρδιά της στην θέση της. Για κακή τους τύχη, σε μια έξοδο της Ελένης και του Φώτη, η Αριστέα, η κόρη του δικηγόρου, τους είδε και έσκασε από την ζήλια της. Δεν το χωρούσε ο νους της ότι είχε επιλέξει την υπηρέτριά της από την ίδια. Δεν θα το άφηνε όμως να περάσει αυτό και σύντομα έστησε την πλεκτάνη της.

Ένα ζεστό πρωινό, πρόσφερε στον Φώτη μια δροσερή λεμονάδα. Ο ίδιος την ευχαρίστησε και την ήπιε μονορούφι. Την ίδια στιγμή του ζήτησε να δει ένα ράφι στο δωμάτιό της που έσπασε. Κατευθύνθηκαν και οι δύο στο δωμάτιό της, όταν ξαφνικά ο Φώτης ένιωσε δυσφορία και ζαλάδα. Η Αριστέα τον βοήθησε να κάτσει στο κρεβάτι της λίγο πριν λιποθυμήσει από το υπνωτικό που είχε ρίξει στην λεμονάδα του. Έβγαλε τα ρούχα του, τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και χώθηκε και αυτή γυμνή δίπλα του κάτω από το σεντόνι. Ήταν η ώρα που η Ελένη έφερνε το πρωινό της κυρίας της. Ο δίσκος έγινε κομμάτια μαζί με το περιεχόμενό του όταν αντίκρισε τον Φώτη και την Αριστέα να κοιμούνται αγκαλιά. Κατέβηκε τα σκαλιά κλαίγοντας και έφυγε από την βίλα χωρίς να πάρει τίποτα από τα προσωπικά της αντικείμενα.

Λίγο πριν συνέλθει ο Φώτης, η Αριστέα φώναξε την μητέρα της και της είπε ότι τον βρήκε γυμνό στο δωμάτιό της να την περιμένει. Πριν καλά καλά συνέλθει από την ζαλάδα, βρέθηκε με τα ρούχα του πεταμένα έξω στην αυλή, με την Αριστέα να κλαίει και την μητέρα της να τον βρίζει και να τον απειλεί με μήνυση. Βγήκε έξω από την βίλα και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Το αφεντικό του αρκετά ενοχλημένο, το απόγευμα τον ξεχρέωσε και του ζήτησε να μην τον ξαναδεί σε οικοδομή του. Του είπε ότι ήταν τυχερός που τελικά η οικογένεια δεν τον μήνυσε για την απόπειρα βιασμού. Την Κυριακή περίμενε την Ελένη να εμφανιστεί, αλλά μάταια. Μια άλλη κοπέλα βγήκε από την βίλα, που του είπε ότι είναι η νέα υπηρέτρια της βίλας μιας και η προηγούμενη έφυγε.
Οι μέρες περνούσαν και η Ελένη άφαντη στην Αθήνα αλλά και στο χωριό. Οι γονείς της λάμβαναν κανονικά λεφτά από εκείνη, όπως είχε μάθει από την αδερφή του.

Η Ελένη είχε βρει δουλειά σε ένα νέο σπίτι, δεν τολμούσε να γυρίσει στο χωριό. Βέβαια σε λίγους μήνες ούτε σαν υπηρέτρια θα μπορούσε να δουλεύει. Ένα απόγευμα απολάμβανε μια σοκολατίνα στου Ζόναρς, συντροφιά με ένα βιβλίο. Στο διπλανό τραπέζι, μια παρέα από καλοντυμένες δεσποινίδες μίλαγαν και γελούσαν. Η Ελένη έδειχνε να ενοχλείται από τις φωνές τους και όταν γύρισε προς το μέρος τους, αναγνώρισε την Αριστέα. Η καρδιά της πήγε να σπάσει και κρύφτηκε πίσω από το βιβλίο της. Μετακίνησε την καρέκλα της προς το μέρος τους και έστησε αυτί.

“Έπρεπε να δείτε τα μούτρα της όταν μπήκε στο δωμάτιο και μας είδε στο κρεβάτι μαζί! Ήταν τόσο χαζή, που λίγο αν πρόσεχε, θα έβλεπε πως αυτός ούτε που κουνιόταν! Και πώς να κουνηθεί, αφού η δόση από το υπνωτικό κοίμιζε και ελέφαντα! Το γέλιο το μεγάλο, ήταν όταν συνήλθε αυτός και δεν ήξερε πού βρισκόταν!”. Ξεκαρδιστικά γέλια ακούστηκαν από όλες τους, που κόπηκαν απότομα όταν το χέρι της Ελένης προσγειώθηκε απότομα στο μάγουλο της Αριστέας.

Λαχανιασμένη έφτασε στο σπίτι του Φώτη, που έκπληκτος είδε την Ελένη στο κατώφλι της πόρτας του. “Θα με συγχωρέσεις που αμφισβήτησα την αγάπη σου; Σε παρακαλώ, μην το κάνεις μόνο για μένα, αλλά και για το παιδί μας…”. Και χάιδεψε την ολοστρόγγυλη κοιλιά της.

Την έκλεισε στην αγκαλιά του και δεν την άφησε ποτέ από τότε.

Σοφία Λακιώτη

Μία απάντηση στο “Σαν παλιά ελληνική ταινία”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading