Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό στο διεθνές αεροδρόμιο Λίμπερτυ του Νιούαρκ στο Νιου Τζέρσεϋ. Αν και 2 Φεβρουαρίου, η μέρα ήταν ασυνήθιστα ηλιόλουστη και ο Μαρκ Γουίλσον απολάμβανε ένα τελευταίο τσιγάρο στην αίθουσα αναμονής επιβατών. Σε 15 λεπτά θα ανέβαινε στην πτήση 7 της Ήστερν για Μαϊάμι. Μετά από 3 χρόνια σκληρής δουλειάς ως ασκούμενος στο δικηγορικό γραφείο που δούλευε, άξιζε 10 μέρες άδεια. Ανυπομονούσε να τσαλαβουτήξει τα πόδια του στα δροσερά νερά του Μαϊάμι Μπιτς και να κάτσει κάτω από τους ψηλούς φοίνικες. Να πιει το περίφημο κοκτέιλ «blue lagoon» που μόλις είχε εμφανιστεί στα κλασσάτα μαγαζιά της Νέας Υόρκης και να χωθεί στα μικρά κουβανέζικα μπαρ της Μικρής Αβάνας.
Την ονειροπόλησή του, διέκοψε η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα «Παρακαλούνται οι επιβάτες της πτήσης 7 της Ήστερν για Μαϊάμι να προσέλθουν στην πύλη για επιβίβαση». Ο Μαρκ σηκώθηκε με ένα ανάλαφρο πηδηματάκι από την καρέκλα και πλησίασε το γκισέ ελέγχου. Περίμενε ελάχιστα, μέχρι που η χαμογελαστή κοπέλα, τσεκάροντας γρήγορα το εισιτήριο και την ταυτότητά του, του άνοιξε την είσοδο προς την φυσούνα με ένα πρόσχαρο «καλή πτήση κύριε Γουίλσον!». Ο Μαρκ ανταπέδωσε με αυτοπεποίθηση το χαμόγελο και προχώρησε. Οι πρώτες του «σοβαρές» διακοπές άρχιζαν!
Μπήκε στο αεροπλάνο με τις χαρούμενες σκέψεις να τριβελίζουν το μυαλό του και έκατσε ανυπομονώντας. Σύντομα όλες οι θέσεις άρχισαν να γεμίζουν, ενώ δίπλα του κάθισε μια κυρία γύρω στα 50. Οι πόρτες έκλεισαν και σύντομα το αεροπλάνο ξεκίνησε να τροχοδρομεί στον διάδρομο απογείωσης. Το στομάχι του Μαρκ σφίχτηκε από την επιτάχυνση. Ένα αίσθημα που του προκάλεσε απόλυτη ευχαρίστηση. Σε αντίθεση με άλλους, ο Μαρκ, δεν φοβόταν καθόλου τις πτήσεις! Τον συνάρπαζαν τρομερά! Αν δεν φορούσε αυτά τα χοντρά γυαλιά μυωπίας, θα γινόταν σίγουρα πιλότος! Η κυρία δίπλα του, είχε πιάσει σφιχτά τα μπράτσα του καθίσματος και μουρμούριζε κάτι σαν προσευχή. Ο Μαρκ χαμογέλασε. «Μόλις μπήκε το 1969. Έχουμε πάει στο διάστημα, σύντομα θα πατήσουμε στο φεγγάρι! Άνθρωποι ταξιδεύουν καθημερινά με αεροπλάνα! Τι μπορεί να φοβάται τόσο;» σκέφτηκε περιπαιχτικά.
Η πτήση ήταν λίγο παραπάνω από 3 ώρες, οπότε ο Μαρκ αφού χάζεψε λίγο τα σύννεφα, έβγαλε το βιβλίο του και ξεκίνησε να διαβάζει. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο αστυνομικό του μυθιστόρημα, αλλά τα γράμματα χόρευαν μπροστά του cha-cha-cha. Όπως και το μυαλό του. Έκλεισε λίγο τα μάτια και ονειρεύτηκε χυμώδεις λατίνες να κάνουν πιρουέτες γύρω του κι αυτός εκεί, στην μέση, χόρευε μια την μία και μια την άλλη, φορώντας ένα λουλουδάτο πουκάμισο.
Και ξαφνικά μια κραυγή. Όχι! Αυτό δεν ήταν της φαντασίας του! Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε από το πίσω μέρος του αεροπλάνου και τον έκανε να γυρίσει απότομα για να δει τι συμβαίνει. Ένας άντρας, νεαρός και μελαμψός, είχε βάλει ένα μαχαίρι στον λαιμό μιας αεροσυνοδού και φώναζε κάτι ακατάληπτα στα ισπανικά! Η αεροσυνοδός με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε όλους τους επιβάτες να μείνουν ψύχραιμοι στις θέσεις τους. Ο Μαρκ είχε παγώσει. Αεροπειρατεία; Είναι δυνατόν; Είχε ακούσει για παρόμοια περιστατικά, αλλά δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε στον ίδιο! Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, καθώς ο αεροπειρατής κρατώντας την αεροσυνοδό, πέρασε δίπλα του κατευθυνόμενος προς το πιλοτήριο. Κάποιοι επιβάτες ούρλιαζαν, οι αεροσυνοδοί προσπαθούσαν να ηρεμήσουν όσους μπορούσαν. Η κυρία δίπλα του έκλαιγε γοερά λέγοντας δυνατά πλέον το «Πάτερ Ημών». Ο νεαρός με την αεροσυνοδό χάθηκαν μέσα στο κόκπιτ και ο Μαρκ άρχισε να κοιτάει τα πρόσωπα γύρω του, τρομοκρατημένα και χλωμά. Μια κυρία απέναντι έκλαιγε, μια κοπέλα προσπαθούσε να κρατήσει ήρεμο ένα 2χρονο, δίπλα της ένας κύριος με γκρι κασκόλ κοιτούσε ίσια μπροστά του. «Περίεργο» σκέφτηκε ο Μαρκ «κάτι μου θυμίζει η φάτσα του». Δεν έδωσε σημασία, προσπάθησε να καθησυχάσει την κυρία δίπλα του, η οποία τώρα έκλαιγε δυνατά με λυγμούς. Πρέπει να πέρασαν κάμποσα λεπτά και ακούστηκε η φωνή του πιλότου από τα ηχεία «Κυρίες και κύριοι επιβάτες. Σας μιλά ο κυβερνήτης. Παρακαλούμε για την ψυχραιμία και την κατανόησή σας. Το αεροπλάνο κατευθύνεται προς το αεροδρόμιο της Αβάνας, στην Κούβα. Παρακαλώ μην πανικοβάλλεστε».
Ο Μαρκ δεν πίστευε στ’ αυτιά του. «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!» σκέφτηκε «οι πρώτες μου διακοπές, οι πρώτες μου στιγμές χαλάρωσης μετά από 3 χρόνια και κατέληξε να κινδυνεύει και η ίδια η ζωή μου; Ποια Κούβα; Ποια Αβάνα;» ΚΑΙ ΤΟΤΕ του ήρθε! Σαν αναλαμπή θυμήθηκε πού είχε δει τον κύριο με το γκρι κασκόλ… ΜΑ ΦΥΣΙΚΑ! Είναι ο Άλεν Φαντ! Ο διάσημος Άλεν Φαντ ο παρουσιαστής του «Candid Camera»! Του σόου με τις φάρσες! Έτσι αξύριστο, χωρίς μέικ-απ δεν τον γνώρισε στην αρχή, αλλά ήταν σίγουρα αυτός!
«Εεεεεεε! Εσύ! Είσαι ο Άλεν Φαντ!!! Εσύ δεν είσαι;;;» φώναξε.
Ο άντρας με το κασκόλ γύρισε και έγνευσε καταφατικά με αμηχανία.
«Είμαστε σε φάρσα λοιπόν!!!» συνέχισε ο Μαρκ και άρχισε να γελάει.
«Εεεεεε όλοι ακούστε! Μην πανικοβάλλεστε! Είμαστε στο Candid Camera! Να δείτε! Ο Άλεν Φαντ! Σηκωθείτε κύριε Φαντ! Σας καταλάβαμε!»
Οι επιβάτες κοιτούσαν με δυσπιστία. Ο άντρας με το κασκόλ σηκώθηκε όρθιος.
«Είμαι ο Άλεν Φαντ, αλλά πραγματικά δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει.»
«Σταμάτα το θέατρο Φαντ! ΣΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ!» φώναξε ένας νεαρός από πίσω.
«Ε όλοι! SMILE! YOU ’RE ON CANDID CAMERA!!!» φώναξε μια κοπέλα από μπροστά, ξεκαρδιζόμενη στα γέλια.
Ο Άλεν Φαντ, προσπάθησε κάτι να πει, αλλά μια αεροσυνοδός τον πλησίασε και του ψιθύρισε αυστηρά κάτι στ’ αυτί. Της έγνευσε συγκαταβατικά και γυρνώντας στους υπολοίπους είπε χαμογελαστά «Κυρίες και κύριοι με καταλάβατε! Είναι όλα μια φάρσα! Μπορείτε να ηρεμήσετε! Τίποτα δεν συμβαίνει. SMILE! YOU ’RE ON CANDID CAMERA! » κατέληξε γελώντας δυνατά.
Ο Μαρκ δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του και την χαρά που ζούσε. Πρώτες διακοπές και ΠΡΩΤΗ φορά στην εθνική τηλεόραση! Έπρεπε να ρωτήσει τον Φαντ πότε θα παίξει το επεισόδιο! Να ειδοποιήσει την μητέρα του στο Οχάιο να τον δει! Η κυρία δίπλα του τώρα γελούσε! Ένας νεαρός χόρεψε 5 βήματα σαν κλακέτες στον διάδρομο φωνάζοντας χαρούμενα:
«Ένα χειροκρότημα στον κύριο Φαντ! Παραλίγο να μας την φέρει, αλλά ήμασταν πιο έξυπνοι κύριε Φαντ! Ίσως την επόμενη φορά!» και όλοι χειροκροτήσαν ξέφρενα!
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε μέσα σε γέλια και απόλυτη χαρά. Η πόρτα του κόκπιτ άνοιξε και βγήκε από μέσα ο μελαχρινός νεαρός, ο οποίος φυσικά καταχειροκροτήθηκε κι αυτός απ’ όλους. Πλησίασε την έξοδο ανεβάζοντας τα χέρια στο κεφάλι του και ακαριαία κομάντος της Κουβανικής αστυνομίας τον άρπαξαν και τον απομάκρυναν.
Οι επιβάτες για άλλη μια φορά αγάλματα.
«Παιδιά, εδώ δεν είναι το αεροδρόμιο του Μαϊάμι» είπε κάποιος σιγανά.
«ΣΑΣ ΤΟ ‘ΠΑ ΒΟΥΡΛΑ!» ακούστηκε η φωνή του Άλεν Φαντ.
Την ίδια στιγμή, μέσα σε μια κλούβα της κουβανέζικης αστυνομίας, ο Ντιέγκο ο αεροπειρατής σκεφτόταν «Τελικά είναι ντιπ βλαμμένοι αυτοί οι Αμερικάνοι! Καλά, γιατί με χειροκρότησαν;;;»
Kallina Kara