,

Her last agony

Είμαι ό,τι μου φαίνεται πως είμαι; Είμαι στ’ αλήθεια ό,τι νομίζω πως θωρώ;
Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Άλβαρο Ντε Κάμπος

Αλλά κάτεχε ότι μονάχα εκείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του, θα έχει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.
Οδυσσέας Ελύτης

(1ο μέρος http://thebluez.gr/agony-aunt/ )

Ήταν μια σκοτεινή περίοδος της ζωής μου εκείνη. Μόλις είχε πεθάνει ο αδερφός μου και ήμουν μόνιμα έξω, έπινα, χόρευα στα μπαράκια, ψώνιζα άντρες, κάθε βράδυ και άλλον, έκλαιγα τα ξημερώματα στα σκαλιά του σπιτιού μου.
Ένα τέτοιο βράδυ δεν πήγε καλά. Γυρνώντας από άλλο ένα μεθύσι, κάποιος με περίμενε. Δεν κατάλαβα πώς έγινε, πότε με πλησίασε, γιατί δεν τον άκουσα. Το πρωί με βρήκε η μάνα μου στις σκάλες με σκισμένα ρούχα, μελανιασμένη, με ξεραμένα αίματα πάνω μου.

Άρχισα ψυχοθεραπεία, πιο πολύ γιατί επέμενε η μάνα μου παρά γιατί πίστευα ότι θα με βοηθήσει. Ή, ήθελα να με βοηθήσει. Και κάπου εκεί μεταξύ συνεδριών και ατελείωτων ωρών σιωπής, ανακάλυψα την εγκυμοσύνη. Το ξεφορτώθηκα. Δεν το είπα πουθενά. Δεν υπήρχε και λόγος. Μερικά βράδια, το μετάνιωνα, έκλαιγα, έπινα ξανά, το ξεχνούσα.
Ένα χρόνο μετά, είχα μετακομίσει στην Ελλάδα, είχα βρει τη δουλειά στο περιοδικό και πίστευα ότι είχα αφήσει πίσω, στο Λονδίνο, όλη αυτή την ιστορία.
Και μετά, ήρθε εκείνο το mail. Κι εγώ βρέθηκα ξανά σ’ εκείνο το σκοτεινό μέρος. Το στόμα μου γέμισε σάλιο, ένιωσα την χολή να ανεβαίνει στον οισοφάγο μου κι έτρεξα στο μπάνιο να κάνω εμετό. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να κοιτάζομαι στον καθρέφτη ενώ σκουπιζόμουν. Μια φευγαλέα ματιά, ένα μαχαίρι στον λαιμό μου κι έπειτα σκοτάδι. Ξανά. Όχι εκείνο, το γνώριμο. Άλλο σκοτάδι, ήρεμο, ούτε καν τρομακτικό.
Έτσι, βρέθηκα εδώ. Πού είναι αυτό το εδώ, μη με ρωτάς. Μα, αν μπορείς, απάντησε μου στο εξής: αν εγώ είμαι εδώ, εκεί ποιος είναι;

Η Daisy πίστευε ότι θα τελείωνε όλο αυτό φεύγοντας. Έκανε ο,τι μπορούσε για να ξεχάσει εκείνη τη νύχτα. Μέχρι και κάτι γελοίες συνεδρίες με έναν γιατρό παρακολούθησε. Η ζημιά, όμως, είχε γίνει. Ήμουν ήδη εκεί. Και κανείς από τους δυο τους – και ούτε και κανείς άλλος, φυσικά – δεν το κατάλαβε. Ήμουν σίγουρος ότι θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία, ότι θα μπορέσω επιτέλους να πάρω τον έλεγχο της κατάστασης και να κάνω αυτό που, αν η ίδια είχε το σθένος, θα είχε κάνει εξ αρχής. Και η ευκαιρία δεν άργησε να εμφανιστεί. Εκείνο το μήνυμα ήταν ό,τι έπρεπε. Θεόσταλτο θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω. Προφανώς κάποιος ήθελε να τιμωρηθεί για τον φόνο που έκανε, για τη ζωή που χωρίς δισταγμό, πέταξε στα σκουπίδια μιας κλινικής. Φυλούσε ένα μαχαίρι στο ντουλάπι κάτω από τον νιπτήρα, κατάλοιπο του φόβου της από εκείνο το βράδυ. Η τομή έγινε με ακρίβεια, όπως την είχα σχεδιάσει. Όχι πολύ βαθιά, για να μη χάσει πολύ αίμα. Όχι πολύ ρηχή, για να της μείνει σημάδι. Η Daisy μας άφησε χρόνους εκείνη τη μέρα – Πέμπτη ήταν πάλι αν δεν κάνω λάθος – κι εγώ κατάφερα να κάνω τη διαφορά. Κατάφερα να γλιτώσω τον κόσμο από αρκετές φόνισσες. Ο Αποστολίδης είχε πελαγώσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει το μεγαλείο των πράξεών μου. Έπρεπε να τον βοηθήσω. Έπρεπε να δει αυτό που έβλεπα εγώ τόσο ξεκάθαρα. Και θα τα είχε καταφέρει, αν αυτή η σκύλα δεν μου χαλούσε τα σχέδια εκείνο το τελευταίο βράδυ.

Γιατί; Γιατί πρέπει να τον βλέπω να σκοτώνει χωρίς να μπορώ να τον σταματήσω; Γιατί πρέπει να πεθαίνουν όλες αυτές οι γυναίκες; Επειδή έκαναν μια επιλογή; Λάθος ίσως, αλλά ήταν δική τους. Κι εγώ την ίδια επιλογή έκανα – θυμάσαι; Δεν άντεχα να φέρω στον κόσμο ένα παιδί που θα μου θύμιζε εκείνη τη νύχτα. Για όλη μου τη ζωή.
Αυτός – μη με ρωτάς, το ξέρω ότι είναι άντρας, το νιώθω – τις εξαπατά. Αυτές νομίζουν ότι είμαι εγώ που θα τις βοηθήσω, η θεία Μαργαρίτα, η συμπονετική κοπελίτσα που όλοι έχουν στο μυαλό τους ως μια καλοκάγαθη κυριούλα. Η Έλσα, το πρώτο θύμα, δεν πίστευε στα μάτια της όταν τον…με….μας είδε στο κατώφλι της. «Σε περίμενα πιο…μεγάλη!» είπε, φανερά έκπληκτη. Κι ήταν αυτό το λάθος της. Μας υποτίμησε. Κι εκείνος της πρόσφερε αυτό που της άξιζε. Πόσο άρρωστος πρέπει να είναι κάποιος για να κάνει κάτι τέτοιο; Πόσο διεστραμμένη αντίληψη του εαυτού του πρέπει να έχει για να ενδώσει στο βαθύτερο, το πιο βίαιο, το καλύτερα κρυμμένο ένστικτο του; Κι εγώ; Πού είμαι σε όλο αυτό; Γιατί δεν κάνω κάτι; Γιατί κάθομαι και παρακολουθώ, παθητικά, χωρίς ίχνος ενοχής; Γιατί δεν κάνω κάτι; Μπορώ; Ίσως, αν κάτσω ήσυχη και αμίλητη (!), αν το σχεδιάσω καλά, ίσως τα καταφέρω. Εκεί που δεν θα το περιμένει. Μόνο να μου δοθεί η ευκαιρία. Πριν σκοτώσει ξανά. Μακάρι η Ρόζα να είναι η τελευταία.

Η Δαμιανού συμφώνησε. Θα μου πάρει συνέντευξη. Αυτό θα είναι το μεγάλο φινάλε μου. Θα δείξω σε όλους την αδιαμφισβήτητη υπέροχη μου, τα ακλόνητα επιχειρήματα μου θα τους πείσουν ότι έκανα το σωστό. Ο Αποστολίδης επιτέλους θα καταλάβει. Με απογοήτευσε είναι η αλήθεια. Πίστευα ότι θα έβρισκε τις απαντήσεις που έψαχνε μετά το τραγουδάκι που του χάρισα. Ματαιοπονούσα όπως φάνηκε. Ας είναι. Η Δαμιανού αξίζει αυτήν την αποκλειστικότητα. Θα δουν όλοι τι πρέπει να παθαίνουν οι άκαρδες σκύλες του κόσμου. Και όλοι θα συγκινηθούν όταν τους πω εκείνη την ιστοριούλα με τα μωρά τα αγέννητα, που γίνονται λευκά τριανταφυλλάκια στον κήπο του παραδείσου. Πόσο πρέπον, αλήθεια, να τελειώσει έτσι το έργο μου.

Αλήθεια; Θα με σκοτώσεις; Αλήθεια; Τι αηδίες λες σ’ αυτήν; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Με ποιο δικαίωμα αφαιρείς ζωές; (Με το ίδιο που κι εσύ αφαίρεσες του μωρού σου… Σκάσε, βγες απ’ το κεφάλι μου, σκύλα!!!) Είναι και δικό μου κεφάλι! Αν δεν ήμουν εγώ, δεν θα ήσουν εσύ!!! Είσαι κομμάτι μου! Χωρίς εμένα, δεν υπάρχεις, Αντίνοε! Τι γελοίο όνομα, τι γελοίος που είσαι!!! Αλήθεια; Θέλεις να με σκοτώσεις; Αλήθεια; Εγώ έφταιγα;

Ναι, εγώ έφταιγα. Θεέ μου, εγώ έφταιγα. Τώρα πρέπει να γίνει. Τώρα είναι η ευκαιρία. Τώρα που μιλάει σ’ αυτήν. Πρέπει να βρω τη δύναμη να το κάνω. Να πάρω τον έλεγχο. Να τελειώσω αυτό που άρχισα. Ναι, εγώ έφταιγα. Κι εγώ πρέπει να το διορθώσω. Να τον σταματήσω. Και να πληρώσω για όλο αυτό. Ναι, εγώ φταίω.


«Λοιπόν, γιατρέ; Θα συνέλθει; Θα μπορέσω να της μιλήσω;»

«Κύριε Αποστολίδη, φοβάμαι πως ούτε εσείς, ούτε και κανένας άλλο θα μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί της. Ποτέ ξανά. Βλέπετε, έμεινε πολλή ώρα χωρίς οξυγόνο. Ο εγκέφαλος της έχει εκτεταμένες και, δυστυχώς, μη αναστρέψιμες βλάβες. Δεν είναι εγκεφαλικά νεκρή. Υπάρχει εγκεφαλική λειτουργία αλλά όχι τέτοια που να μας δίνει ελπίδες επαναφοράς. Το τι κατανοεί από το περιβάλλον της, μόνο η ίδια θα μπορούσε αλλά, δεν μπορεί, να μας πει. Ίσως, όταν έρθουν οι γονείς οι γονείς της από Αγγλία, να πρέπει να πάρουν αποφάσεις. Μέχρι τότε, δεν έχει νόημα να συζητήσουμε οτιδήποτε άλλο»

Η Daisy, η θεία Μαργαρίτα, ο Αντίνοος, όπως θέλεις πες το, δεν συνήλθε ποτέ. Τρεις μήνες μετά από εκείνη τη συνέντευξη, κατά τη διάρκεια της οποίας, η Daisy πήρε ξανά τον έλεγχο του εαυτού της και αυτοκτόνησε με μια βαθιά τομή στην τραχεία της, οι γονείς της αποφάσισαν να την βγάλουν από την μηχανική υποστήριξη. Ήλπιζαν μέχρι τέλους ότι θα έδινε κάποιο σημάδι ζωής, μια κίνηση των βλεφάρων, ένα σφίξιμο των δαχτύλων, κάτι. Αρκέστηκαν σε μερικά σκαμπανεβάσματα του εγκεφαλογράφου. Χωρίς διαγνωστική αξία τους είπε ο γιατρός που την παρακολουθούσε. Μόνο να ήξερε τι μάχη γινόταν μέσα στο μυαλό της…του…τους.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: