,

Ανεξίτηλα σημάδια

Του Μιχάλη, ο αέρας, πάντα του φαινόταν βαρύς. Δεν έφταιγε η πόλη με το βουητό και τα καυσαέρια, μήτε το λιμάνι και το μαζούτ των καραβιών. Ούτε η αποφορά της χωματερής, ούτε ο βιολογικός καθαρισμός που χυνόταν στο ποτάμι. Οι θύμησες από τα χρόνια, ήταν που τον κυνηγούσαν. Οι αναμνήσεις από τα μακριά ταξίδια που έκανε με την παλιά του παρέα. Τότε που έτρεχαν με τα κοντά τα παντελόνια και τα τρύπια τα παπούτσια, πάνω σε μισοδιαλυμένα ποδήλατα, που όλο τα μαστόρευαν κι όλο τα ξεχαρβάλωναν.
Το χάρχαλό του νοσταλγούσε ο Μιχάλης, εκείνο το βράδυ που ‘χε κυλιστεί στο άγριο γκαζόν, ενός παρατημένου και ρημαγμένου πάρκου, στις παρυφές της πόλης. Εκείνο το σαραβαλάκι με την σκουριασμένη ρόδα μπροστά και την κόκκινη, την πλαστική, την πεντάκτινη, πίσω. Τα φρένα τους που δεν δούλευαν ποτέ κι αυτό που κολλούσε το παπούτσι πάνω στη πίσω ρόδα, για να επιβραδύνει. Διακόσια ζευγάρια παπούτσια είχαν χαλάσει, μα μυαλό δεν έβαζαν. Τρυπούσαν οι σόλες, χαλούσανε τα λάστιχα, μα εκείνα τα παιδιά το ‘χαν βάλει σκοπό να εξερευνήσουν τα πάντα. Κι αυτό έκαναν, τότε που ήταν όλα απλά, τότε που ήταν αγνοί και δεν έβαζαν κακό με το μυαλό τους. Τότε που τους έπιανε η βροχή στα χωράφια και χωνόντουσαν όπου έβρισκαν.
Εκείνα τα χρόνια, τα θυμότανε με πίκρα. Τον βάραιναν οι σκέψεις και οι θύμησες κι όσο γυρνούσε πίσω, τόσο πιο βαρύ γινόταν το μέσα του, τόσο πιο ανυπόφορος ο αέρας και τόσο πιο μεταλλική η γεύση του. Τον πείραζαν οι υπόγειες διαδρομές που ακολούθησαν οι φίλοι του. Τον πείραζαν οι περιπλανήσεις προς το άγνωστο κι ο φόβος που φώλιαζε μέσα του. Τι κι αν τα κατάφερε στη ζωή του; Τι κι αν έφυγε απ’ το παλιό δυάρι, που έμπαζε κρύο κι αέρα; Τι κι αν τα σπούδασε τα οικονομικά, τι κι αν του έδωσαν ανάσα και παρά; Εκεί θα παρέμενε ο Μιχάλης, σ’ αναμνήσεις που τον στοίχειωναν και σε ταξίδια δίχως προορισμό και τέλος. Στα ταξίδια που τελείωσαν νωρίς. Στο τέλμα.
Αλλόκοτοι είναι οι λογισμοί των ανθρώπων κι ο τρόπος που δένουν τις σκέψεις τους και πλάθουνε εικόνες, μυστήριος. Το τέλμα ήταν αυτό που πείραζε τον Μιχάλη και μ’ ένα τρόπο ακατανόητο, κατάφερε και το συνέδεσε με τις ομορφότερες και πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής του. Γενίκευε ανούσια, προσπαθώντας να βγει απ’ την θολούρα που του προξενούσε ένας εφηβικός πόνος. Την Λίλιαν, δεν την είχε, απλώς, καψουρευτεί. Την είχε αγαπήσει. Με κάθε κύτταρο της ύπαρξής του.
Συνέχιζε να την αγαπάει και ποτέ δεν ξέχασε την τελευταία πράξη, εκείνου του έρωτα που δεν του ήταν γραφτό να ευδοκιμήσει. Εκείνος, εκείνη και το φεγγάρι – κάτω απ’ το ίδιο γκαζόν, που ‘χε αράξει το πετσί του – να μιλάνε, να πλάθουν όνειρα και να χαμογελούν. Κάποια στιγμή είδαν τα πούπουλα ενός πουλιού να πέφτουν από τον ουρανό στο έδαφος και κοιτάχτηκαν στα μάτια. «Μαζί;» την ρώτησε ο Μιχάλης, κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της, χαμογέλασε κι έγνεψε αρνητικά.
Βαρύς ήταν ο αέρας κι εκείνο το βράδυ κι η μυρωδιά του, μεταλλική. Σκαστός ήταν ο Μιχάλης, από σπίτι κι από δουλειά και γύριζε, σαν την άδικη κατάρα γύριζε, προσπαθώντας να ξεχάσει τις προδοσίες απ’ τα άτομα που αγάπησε. Την μάνα του, που τους παράτησε, όταν ήταν ακόμη μικρός – είχε να το λέει ο πατέρας του, ότι οι Μπακαλμπασέοι με τις γυναίκες, ήταν καταραμένοι. Τον κολλητό του, τον Παύλο, που πήγε κι έμπλεξε με την γυναίκα που ήταν ερωτευμένος. Την πρώτη του σχέση και την παράνοιά της. Την Κλαίρη που προσπάθησε και κατάφερε να πληγώσει τον Μιχάλη, περισσότερο απ’ όσο θ’ άντεχε ο οποιοσδήποτε. Τον Αντώνη που χάθηκε από προσώπου γης, για να μη χρειαστεί να σκύψει το κεφάλι και να παραδεχτεί πως έκανε λάθος.
Θυμόταν ο Μιχάλης. Θυμόταν καθώς περπατούσε. Αναπολούσε εκείνη την κοντή κοπέλα, με το κοντό ξανθό μαλλί, τα φαρδιά ρούχα, το μάγκικο ύφος. Το τσιγάρο που κρεμόταν στραβά από το στόμα της, το λεξιλόγιό της, τα βαθιά της μάτια και τις καμπύλες της. Τις κουβέντες νοσταλγούσε και τα όνειρα. «Αχ, αυτά τα ρημάδια τα όνειρα!» αναστέναξε, καθώς έτρεχαν οι συζητήσεις στο μυαλό του, καθώς ξαναζούσε τα βράδια στο γρασίδι, στα παγκάκια και τα πάρκα.
Πήρε και σκοτείνιασε η όψη του. Του ‘ρθαν εικόνες από εποχές που έπρεπε να το παίζει χαλαρός κι άνετος. Ο Παύλος με την Λίλιαν κι εκείνος με την κάθε τυχάρπαστη. Το «καλά» που έζησαν στην αρχή κι η βουτιά σ’ έναν κόσμο σκοτεινό και άθλιο. Η παρέα κι η αποστασιοποίηση. Να τρέχει να την μαζεύει, κομμάτια, να προσπαθεί να της βάλει μυαλό κι εκείνη να βουτάει ολοένα πιο βαθιά. Να παλεύει να της θυμίσει τα όνειρα και να την βλέπει να μην θέλει να βγάλει τον εαυτό της απ’ το λούκι. Και το τηλέφωνο. Εκείνο το γαμημένο το τηλέφωνο, ενάμιση χρόνο πριν. Το χάραμα στο νοσοκομείο. Το πρωί στο σπίτι. Το μεσημέρι στο νεκροταφείο. Το απόγευμα φυγάς.
«Πούστη Παύλο, μας κατέστρεψες» μονολόγησε στοχαστικά. Ούτε που κατάλαβε πώς είχε φτάσει σ’ εκείνον τον δρόμο. Τον ήξερε απ’ τα χρόνια που ζούσε σ’ εκείνη την πόλη που τον ρήμαξε. Τον είχε περπατήσει αμέτρητες φορές, για χάρη της. Της άρεσε μια συγκεκριμένη πολυκατοικία. Είχε πάρει τ’ αυτί του πως είχε πιάσει σπίτι, κάπου εκεί γύρω. Ήταν σίγουρος πως ήξερε ακριβώς που έμενε.
Σταμάτησε έξω από το 42. Έτρεξαν τα μάτια του πάνω στα ονόματα των κουδουνιών. Χαμογέλασε. Ήξερε πόσο μισούσε τους δικούς της και πως δεν θα έγραφε ποτέ το όνομά της στο κουδούνι. Ένα κενό υπήρχε μόνο. Το δάχτυλό του ήθελε να κολλήσει πάνω στο κουμπί, να την ξυπνήσει. Η καρδιά του ήθελε να της μιλήσει, να της ανοιχτεί και να βγάλει από μέσα του, όλα όσα τον βάραιναν. Το μυαλό του, του έλεγε να σηκωθεί να φύγει. Να επιστρέψει σε μια ζωή μισή και ρημαγμένη. «Δε γαμιέσαι, ρε;» είπε στον εαυτό του κι ύστερα το πάτησε το κουμπί.
Δύο στιγμές του πήρε για να καταλάβει τι έκανε, άλλες δυο για να το βάλει στα πόδια, μα θα του έπαιρνε καιρό, του Μιχάλη του Μπακάλμπαση, για να καταλάβει πως πρέπει να παλέψουμε με τους φόβους μας, για να πετύχουμε τα όσα πιότερο ποθήσαμε.

Απάντηση


%d