,

Ο αδελφούλης

«Τι έγινε;» έκρωξε ο Νίκος που κάθονταν στη πρύμνη και έξυσε το κεφάλι του με θεατρινίστικο τρόπο. Η μηχανή φαίνονταν να χάνει τη δύναμή της και ξαφνικά, σταμάτησε. Το μικρό σκάφος έμεινε να λικνίζεται στο νερό αδιάφορο για τα ανήσυχα βλέμματα και τα πέρα δώθε στο κήτος του. Η Μαντώ είχε αποτραβηχτεί στη πλώρη του σκάφους για να μην ενοχλεί και κοιτούσε καχύποπτα το Νίκο που διαλαλούσε με στόμφο ότι το ρεζερβουάρ είναι φουλ κουνώντας υπερβολικά τα χέρια του. Ο άντρας της σήκωσε το καπάκι της μηχανής μα δε κατάφερε να εντοπίσει κάποιο πρόβλημα, μετά από αρκετά λεπτά κινήθηκε προς τη προπέλα. «Μάλλον κάτι μπλέχτηκε, κάτσε να δω, ελπίζω να μη χρειαστεί να βραχούμε…» μουρμούρισε προσπερνώντας τον Νίκο.

Ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να χαϊδεύει το πρόσωπό της και κοιτώντας βορειοανατολικά, πέρα, μακριά, διέκρινε τα σκούρα βαριά σύννεφα που πλησίαζαν σαν άγρια άλογα σπρωγμένα από το μαστίγιο του Γραίγου, όταν τα λόγια του Νίκου την έκαναν να ριγήσει σα να της είχαν ρίξει ένα κουβά κρύο νερό «Αδερφούλη, μη μου πεις πως φοβάσαι ακόμα το νερό; Τόσο το χειρότερο για σένα αδερφούλη! χάχα» και ένας δυνατός παφλασμός ακούστηκε από τη πρύμνη. Ο Μάρκος είχε εξαφανιστεί και ο Νίκος τραβούσε με δύναμη και γρηγοράδα ένα σχοινί που φαίνονταν να ναι μπλεγμένο στη προπέλα. Είχε φθάσει ως τη μέση του σκάφους όταν τον άκουσε να γελά θριαμβευτικά τραβώντας για μια τελευταία φορά το σκοινί που τινάχτηκε σα μαστίγιο στον αέρα και κροτάλισε πετώντας γύρω του μικρές σταγόνες. Γύρισε προς το μέρος της και τη κατακεραύνωσε με τα μάτια του γεμάτα έξαψη, ένα θριαμβευτικό χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπο του. «Τι κάνεις;» του ούρλιαξε με σφιγμένες τις γροθιές της. «Μα τι κάνεις; Μ΄ έσπρωξες!» φώναξε από κάπου χαμηλά και με δυσκολία συγκρατούσε το πανικό του ο Μάρκος. «Ρίξε τη σκάλα!» Ο Νίκος με δύο βήματα την πλησίασε και της έριξε μια δυνατή σπρωξιά που την έστειλε στην απέναντι κουπαστή, ίσα που πρόλαβε και κρατήθηκε να μη πέσει και αυτή στο νερό.

Ανέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία της και την ισορροπία της. Το βλέμμα της έπεσε στο μικρό σωσίβιο που ήταν δεμένο με σχοινί το οποίο κατέληγε στη δέστρα που βρίσκονταν στο πλάι της κουπαστής, το έπιασε και το πέταξε στο νερό εκεί που μισοπρόβαλε το κεφάλι του Μάρκου που προσπαθούσε πανικόβλητος και καταπίνοντας κάμποσο νερό να βρει τρόπο ν’ ανέβει στο γλιστερό κήτος του σκάφους, ενώ ταυτόχρονα επιτέθηκε με μπουνιές και κλοτσιές στο Νίκο ουρλιάζοντάς του. Εκείνος όμως είδε τι έκανε, όρμησε στη δέστρα, έπιασε και τράβηξε το σχοινί με γρήγορες κινήσεις. Προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά άλλη μια σπρωξιά την έριξε φαρδιά πλατιά κάτω. Ο Νίκος τελικά παράτησε το σχοινί και καθώς δεν είχε καιρό για χάσιμο πήγε στο τιμόνι και έστριψε το κλειδί, αποφασιστικά «Αχρείε! Σταμάτα!». Ο ήχος της επικίνδυνης προπέλας να γουργουρίζει κοντά στον άντρα της, της έδωσε νέα δύναμη. Χίμηξε με όλο της το βάρος και κατάφερε να δαγκώσει με δύναμη το χέρι του, ενώ με μια καλά υπολογισμένη κίνηση γύρισε και τράβηξε το κλειδί. Ο Νίκος ούρλιαξε από το πόνο, δίνοντάς της χρόνο να εφορμήσει προς τη πλώρη μα τη πρόλαβε, την άρπαξε από τα μαλλιά και τη τράβηξε πίσω. «Σκύλα! Δώσ’ το μου!» βρυχήθηκε. «Τέρας!» του αντέτεινε η Μαντώ φτύνοντας τις συλλαβές. Τη τύλιξε με το χοντρό ιδρωμένο κορμί του από πίσω σα χταπόδι, με το ένα χέρι τη κρατούσε από τη μέση και με το άλλο προσπαθούσε να της ανοίξει τα δάκτυλα χωρίς επιτυχία. Στριφογύριζε και τον χτυπούσε, ενώ έσφιγγε τόσο γερά το μικρό κλειδί στο χέρι της που τα νύχια της είχαν μπηχτεί στη σάρκα της και έτρεχε αίμα. «Άσε με!» του ούρλιαζε φρενιασμένη η Μαντώ.

Το αεράκι γίνονταν όλο και πιο δυνατό παγώνοντας τον ιδρώτα τους πάνω στα καυτά από την ένταση κορμιά τους. Το μικρό λευκό σκάφος κλυδωνίζονταν έντονα από τη πάλη σώμα με σώμα που γίνονταν μέσα στα σωθικά του, μα και από το κυματάκι που είχε αρχίσει να παφλάζει όλο και πιο ανήσυχο γύρω τους.

Έφερε το πρόσωπό του μπρος στο δικό της και η μυρωδιά του καπνού ανακατεμένου με οινόπνευμα χτύπησε τα ρουθούνια της. «Εμείς οι δυο, θα το γλεντήσουμε!» της ψιθύρισε και τα μάτια του έκαιγαν σαν ν’ άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως. Ένα δυνατό χαστούκι την έκανε να χτυπήσει το κεφάλι της με δύναμη πάνω στη γωνία του ζωναριού. Ζαλίστηκε και ένιωσε το σκοτάδι να τη τραβά μέσα του, το κορμί της μούδιασε, ο υπόκωφος ήχος βημάτων που πλησίαζαν και ήχος πανιού που σκίζονταν ακούγονταν λες και έρχονταν από κάπου μακριά. Το φως άρχισε να επιστρέφει, στην αρχή θολό, αδύναμο. Προσπάθησε να πιαστεί και ν’ ανασηκωθεί όταν ένιωσε τη βαριά μυρωδιά του καπνού να τη χτυπά στα ρουθούνια και ένα βάρος να τη πνίγει. «Ξέρεις πόσο καιρό το περίμενα αυτό;» η φωνή του γεμάτη ανυπομονησία και μίσος την έβγαλε από τη χαύνωση και την έκανε να πανικοβληθεί. Στα μάτια του, στο χρώμα του κάρβουνου, τρεμόπαιζαν μικρές φλόγες.

Προσπάθησε να τον διώξει από πάνω της, μα κείνος της κράταγε γερά το ένα στήθος κάτω από το σκισμένο της φόρεμα, ενώ ένιωσε το άλλο του χέρι να τη χαϊδεύει διεκδικητικά και άγρια ανάμεσα στα πόδια προσπαθώντας να προσπεράσει το εμπόδιο του λεπτού ρούχου. «Άσε με!» ούρλιαξε με τις τελευταίες της δυνάμεις και το φως άρχισε να χάνεται πάλι. «Ναι ούρλιαξε, ούρλιαξε!» τη πρόσταζε με φανερή ηδονή, μούδιασμα, ήχος από ένα μουγκρητό ευχαρίστησης και το σκοτάδι τη τύλιξε πάλι. Το μυαλό της ούρλιαζε πιο δυνατά από τη φωνή της «Μη!» ένα σωρό μη μπερδεμένα, μη μ’ αγγίζεις, μη με πονάς, μη λιποθυμήσεις τώρα, όχι τώρα, μη φωνάζεις, μη φωνάζεις γιατί το τέρας το ευχαριστιέται! Μη!

Ανάσα! Ρούφαγε λαίμαργα τον αέρα, ανάσα, μια ακόμα ανάσα. Ήχοι άρχισαν να καταφθάνουν σα σχοινί κακοτυλιγμένο και μπερδεμένο και άκρη δεν έβγαζε. Χιλιάδες σαλιγκάρια σέρνονταν στο κορμί της. Δεν είναι σαλιγκάρια! πέρασε η σκέψη από το θολό μυαλό της και ένιωσε να αναγουλιάζει. Υγρά από τον ιδρώτα χέρια όργωναν το κορμί της. «Μάρκο» ψιθύρισε. «Ο αδερφούλης κάνει παρέα στα ψαράκια και μόλις τελειώσω μαζί σου, θα σε στείλω να τον συναντήσεις!» της σφύριξε με αγριεμένη φωνή, γρήγορα όμως το βλέμμα της θόλωσε πάλι.

Κρίμα, ήθελε να ‘ναι ξύπνια όταν θα της τον έχωνε, δεν είχε όμως το χρόνο σύμμαχο σήμερα, σκέφτηκε απογοητευμένος όταν γούρλωσε το μάτια και ένιωσε τα μηνίγγια του να χτυπούν σα τρελά. Έφερε τα χέρια στο λαιμό του και προσπάθησε να τον ελευθερώσει από την υγρή μέγκενη που τον τύλιγε.
«Σου το χω πει χίλιες φορές , ΜΗΝ ΑΚΟΥΜΠΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ! Αδερφούλη!» ένα ξερό κροτάλισμα ακούστηκε και το άψυχο σώμα του Νίκου αφέθηκε στην αγκαλιά των αγριεμένων κυμάτων.

Αναστασία Χ.

Απάντηση


%d