Κόντευε να ξημερώσει όταν έφτασε στο μικρό χωριό. Στο μυαλό του χίλιες σκέψεις κι όλα θολά και μπερδεμένα. Πολύ δύσκολη η έρευνα που είχε να κάνει. Έπρεπε να μιλήσει με τόσους ανθρώπους, να ψάξει παντού, έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους για να του ανοιχτούν. Μόνο έτσι θα κατάφερνε να ανακαλύψει τα ίχνη της γυναίκας του.
Η Βασιλική του. Η αγάπη του. Ξαφνικά μια μέρα χάθηκε κι από τότε άδειασε η ζωή του. Κι όταν είδε πως δεν μπορούσε κανένας άλλος να τον βοηθήσει, αποφάσισε να ψάξει μόνος του. Το ένστικτό του τον οδήγησε σ’ εκείνο το χωριό. Δίχως να ξέρει το γιατί. Μα ήταν σίγουρος πως εκεί κάτι υπήρχε.
Η πυκνή ομίχλη τον δυσκόλευε. Δεν μπορούσε να δει καθαρά. Το φως από τον φακό που κρατούσε δεν τον βοηθούσε και πολύ. Ψηλά δέντρα, δεξιά κι αριστερά του στενού δρόμου, ενώνονταν στις κορφές τους κι έκρυβαν τον ουρανό. Κι αυτή η υγρασία τού τρυπούσε τα κόκαλα. Περπατούσε με βήματα αργά, αβέβαια. Ένα δυνατό τρίξιμο, σαν ουρλιαχτό, έσκισε την σιωπή και τον έκανε να παγώσει στην άκρη του δρόμου. Έσφιξε τις γροθιές του και πήρε βαθιά ανάσα. Λίγα βήματα ακόμα και το τρίξιμο τώρα ακουγόταν επαναλαμβανόμενο. Ένας δυνατός αέρας σηκώθηκε ξαφνικά και τα πεσμένα φύλλα των δέντρων χόρεψαν γύρω του.
Έφτασε σε μια διασταύρωση και τότε είδε στα δεξιά του ένα σπίτι. Έμοιαζε ερειπωμένο. Η αυλόπορτα ήταν που έτριζε ρυθμικά, καθώς ανοιγόκλεινε από τον άνεμο. Ένας άντρας εμφανίστηκε απότομα μπροστά του, από το πουθενά και του έκοψε την ανάσα. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του καθώς ο μεγαλόσωμος άντρας τον ρωτούσε τι θέλει.
«Ονομάζομαι Σταύρος Νικολάου. Γνωρίζεις αυτή την γυναίκα;» το χέρι του έτρεμε όπως κρατούσε την φωτογραφία της Βασιλικής.
Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό.
«Κακή βραδιά διάλεξες. Ματωμένο φεγγάρι το λένε. Παντού μυρίζει αίμα…» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο άντρας και τα μάτια του γυάλιζαν.
Ο Σταύρος κοίταξε το κατακόκκινο φεγγάρι κι ένιωσε ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά του. Κάτι μουρμούρισε μαζί με μια «συγνώμη» κι έφυγε βιαστικά.
Περπατούσε γρήγορα, σχεδόν έτρεχε, ώσπου η ανάσα του δεν του αρκούσε. Σταμάτησε απότομα. Γονάτισε λαχανιασμένος και προσπάθησε να ελέγξει τις αναπνοές του. Ένα άγγιγμα στον ώμο του τον έκανε να βγάλει μια απόκοσμη κραυγή. Πετάχτηκε όρθιος κι έκανε δυο βήματα πίσω.
«Τι θες εδώ; Να φύγεις! Δεν χωράνε ξένοι εδώ! Να φύγεις! Άκουσες; Και να το πεις και στους άλλους. Φύγε μακριά!» μια γυναίκα με χαμένο βλέμμα και οργισμένες κινήσεις του φώναζε και τον έσπρωχνε.
Δεν μπόρεσε να πει κουβέντα. Μα ‘κείνος μόνο για την Βασιλική του ήθελε να μάθει. Απομακρύνθηκε απογοητευμένος. Η γυναίκα συνέχιζε να φωνάζει μονάχη της. Ο Σταύρος περπάτησε ώσπου έσβησαν οι φωνές της.
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά, όταν είδε έναν άντρα να περπατά στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» του φώναξε κι εκείνος αμέσως γύρισε προς το μέρος του.
«Βεβαίως! Τι θέλετε;» του φάνηκε ευγενικός κι ο Σταύρος αναθάρρησε.
«Μήπως γνωρίζεις αυτή την γυναίκα; Την έχεις δει ποτέ;» κρατούσε την φωτογραφία ευλαβικά, σχεδόν την χάιδευε με τα ακροδάχτυλά του.
Ο άντρας απέναντί του κοίταξε την φωτογραφία με προσοχή.
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» ρώτησε.
«Η γυναίκα μου! Η Βασιλική μου. Παντρευτήκαμε πολύ νέοι. Μα αγαπιόμαστε και ταιριάζαμε σε όλα. Σ’ ένα πανηγύρι τη γνώρισα, ότι κι είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου. Όμορφη γυναίκα η Βασιλική μου! Ζούσαμε καλά μαζί, ώσπου μια μέρα χάθηκε, έτσι ξαφνικά. Ένα ξημέρωμα ξύπνησα και δεν την είδα πλάι μου…» όσο μιλούσε για ‘κείνη χαμογελούσε κι έλαμπε η ματιά του, μα στο τέλος το χαμόγελό του είχε σβήσει και τα μάτια του ήταν σκοτεινά, υγρά.
«Λοιπόν; Πες μου, την έχεις δει ποτέ;» ρώτησε με λαχτάρα.
«Λυπάμαι… Δεν μου θυμίζει κάτι. Όμως αν την δω ποτέ θα σου το πω. Γεια σου τώρα, πρέπει να φύγω!» είπε ο ευγενικός άντρας και συνέχισε τον δρόμο του.
Ο Σταύρος απογοητεύτηκε. Δεν έβλεπε φως από πουθενά. Ένιωθε να πνίγεται. Κάθισε στην άκρη του δρόμου, σε μια μεγάλη πέτρα. Έβγαλε ξανά από την τσέπη του την φωτογραφία. Τα χέρια του συνέχιζαν να τρέμουν. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
«Θα σε βρω αγαπημένη μου, στ’ ορκίζομαι, ότι και να γίνει εγώ θα σε βρω! Πού είσαι Βασιλική μου…» λυγμοί έπνιγαν την φωνή του κι ύστερα ξέσπασε σε αναφιλητά.
Ο νεαρός με την λευκή στολή ακολουθούσε την γυναίκα που τον συνόδευε στο γραφείο του διευθυντή. Πρώτη του μέρα στο ίδρυμα κι είχε άγχος. Καθώς διέσχιζε το προαύλιο παρατηρούσε τους τρόφιμους που λιάζονταν. Ο καθένας στον δικό του κόσμο, θαρρείς και είχε υψώσει ένα τείχος γύρω του. Το βλέμμα του στάθηκε, λίγα μέτρα παραπέρα, σε έναν άνδρα που καθισμένος σε ένα παγκάκι έκλαιγε με αναφιλητά. Στάθηκε. Η γυναίκα τον μιμήθηκε.
«Ένα ξημέρωμα προσπάθησε να πνίξει τη γυναίκα του με τα ίδια του τα χέρια.» ξεκίνησε να εξηγεί νιώθοντας την απορία του νεοφερμένου. «Μια γειτόνισσα άκουσε τις φωνές της και ειδοποίησε την αστυνομία. Από τότε νοσηλεύεται εδώ. Η γυναίκα του πήγε στους γονείς της, στην Γερμανία και δεν έμαθε ποτέ κανείς για εκείνη ξανά. Εκείνος περνά τις μέρες και τις νύχτες του ψάχνοντας να την βρει. Ζει στην δική του πλάνη. Γυρίζει από θάλαμο σε θάλαμο με την φωτογραφία της στο χέρι και ρωτά τους τρόφιμους αν την γνωρίζουν. Περπατά με τις ώρες έξω στον κήπο και σ’ όποιον συναντά του μιλάει για ‘κείνη. Φτιάχνει σενάρια και εικόνες με το μυαλό του, σα να βρίσκεται κάπου αλλού, όχι εδώ. Πιστεύει πως θα την ξαναδεί. Λένε πως αυτό είναι που τον κρατάει ζωντανό κι έτσι κι οι γιατροί παίζουν το παιχνίδι του. Σε κάποιους λέει και την ιστορία τους. Μόνο την τελευταία τους συνάντηση δεν έχει αναφέρει ποτέ. Σε κανέναν. Σα να σβήστηκε από τη μνήμη του, σα να μην έγινε ποτέ. Για ‘κείνον η Βασιλική του χάθηκε ξαφνικά, ένα ξημέρωμα από το σπίτι τους…»