,

Ο πίνακας

Ένας λευκός καμβάς. Ένα κουτί χρώματα. Ένα ζευγάρι χέρια.
Αγγίζουν μαγεμένα το λευκό. Τα παίρνει μαζί του! Καθετί άσπρο σε βοηθά να ξεφεύγεις απ’ την πραγματικότητα. Σου δίνει την ευκαιρία να το χρωματίσεις όπως θες. Να το ντύσεις με οποιαδήποτε ανάμνηση και να το φορτώσεις με οποιοδήποτε συναίσθημα. Έτσι είναι κι η ζωή όταν γεννιόμαστε…
Ένας άσπρος καμβάς.

Και δίπλα στην κούνια, μια ντουζίνα χρώματα. Ένα ψάθινο καλάθι που μεταφέρεται από κρεβάτι σε κρεβάτι κι από γενιά σε γενιά. Ξέρεις ποιο είναι το πιο παράξενο; Δεν τελειώνουν ποτέ! Ως διά μαγείας, όσο χρώμα κι αν έχεις χαλάσει το προηγούμενο βράδυ, το επόμενο πρωί πάλι ξεχειλίζουν. Κι αυτό γίνεται κάθε πρωί. Κάθε μήνα. Κάθε χρόνο. Για πάντα!

Έτσι κι ο καμβάς. Στη δύση του ήλιου, εκεί που τα μάτια αρχίζουν να βαραίνουν, κρεμιέται σε κάποιον τοίχο και περιμένει τον επόμενο. Περιμένει να γεμίσει το λευκό και να κρεμαστεί. Κι έτσι κυλάει η ζωή…

Ο δικός μας ο καμβάς, όμως, είναι καινούργιος. Λευκός. Ο παλιός γέμισε. Στολίστηκε και κρεμάστηκε σε κάποιον τοίχο. Ο επόμενος περιμένει και περιμένει και περιμένει… Δεν τον νοιάζει πότε θα γεμίσει, αλλά με τι. Ξέρει πως θα είναι πανέμορφος έτσι κι αλλιώς.

Μα, δες! Τα χέρια διστάζουν να βουτήξουν στο χρώμα. Φοβούνται! Είναι πολύ δύσκολο να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου και να την απλώσεις μπροστά σου. Η μάχη του μαύρου με το κόκκινο είναι άνιση. Η κυριαρχία του λευκού πέφτει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και τα χέρια αδυνατούν να σταματήσουν την πτώση. Τι πειράζει; “Ένα χρώμα είναι”, θα πεις.

Λάθος!

Είναι το χρώμα της ζωής σου. Της μέρας σου. Και τα χέρια φοβούνται να πάρουν την πρωτοβουλία να φωτίσουν τον καμβά. Λαχταρούν το μαύρο γιατί έτσι έχουν μάθει. Πως καθετί αποκτά σημασία μόνο αν βουτηχτεί στο σκοτάδι. Μέγα λάθος!
Καθετί αποκτά αξία όταν το βλέπει το φως. Γιατί στο φως καμία ατέλεια και κανένα ψεγάδι δεν μπορεί να κρυφτεί.

Τι κι αν έχεις συναισθήματα σκοτεινά; Τι κι αν πονάς; Τι κι αν κλαις; Δε χρειάζεται να μαυρίσει ο καμβάς. Ένωσε τα με λευκό και φτιάξε ένα γκρι. Τι κι αν είσαι ερωτευμένος; Τι κι αν χαμογελάς; Τι κι αν νιώσεις νοσταλγία; Κανένα κόκκινο ή κανένα κίτρινο δε σε καλύπτει από μόνο του. Ντύσε τον καμβά σου με συναισθήματα και πέρνα οποιοδήποτε χρώμα λαχταράς. Το μαύρο, όσο δυνατό κι όμορφο χρώμα κι αν είναι, απορροφά τα υπόλοιπα, οπότε είναι δύσκολο να το καλύψεις. Κι έτσι θα μείνει για πάντα! Ανεξίτηλο.

Ωστόσο, θα έχεις κάνει την αρχή. Θα έχεις βάλει τις βάσεις. Εκείνες που σε καλύπτουν, όχι εκείνες που θεωρείς πως έχεις. Γιατί τίποτα στη ζωή δεν είναι μαύρο. Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν αντέχεις, πάντα καραδοκεί ένα δεύτερο χρώμα. Πάντα! (Άκουσε με, έχω πείρα πάνω στην ανάμειξη. Ξέρω!).

Μη φοβάσαι! Διάλεξε χρώμα… Άπλωσε τα μπροστά σου κι άνοιξε τις παλάμες σου. Πάρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξέ τες. Νιώσε το χρώμα να διαπερνά το δέρμα σου κι ύστερα, ακούμπησε προσεκτικά τα χέρια σου πάνω στον καμβά.
Εκείνη τη στιγμή θα νιώσεις παντοδύναμος. Εκείνη τη στιγμή όλα βρίσκονται στα χέρια σου και μπορείς να τα διορθώσεις, να τ’ αλλάξεις ή να τ’ αφήσεις στάσιμα.
Εκείνη τη μικρή στιγμή βλέπεις μπροστά σου όλα εκείνα που σε χρωματίζουν, να παίρνουν θέση μάχης υπερασπιζόμενα το χρώμα τους κι εσύ, ανένδοτος. Θα δώσεις τη δικιά σου μάχη.

Γιατί αυτός ο πίνακας είναι δικός σου. Γιατί αυτός ο πίνακας είναι η ζωή σου κι έχει τα χρώματα που εσύ επιθυμείς. Γιατί αυτός ο πίνακας είναι εσύ και τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά σας.

Κοίτα, τα χέρια βούτηξαν τελικά…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: