,

Βουκολικό

Μακριά από βράδια με μανούρες και φωνές, μακριά από της πόλης τα φώτα και την φωτορύπανσή της. Μακριά από τον σκυφτό και μίζερο κόσμο, που δεν έχει μάθει να ζει. Πίσω σε γνώριμες καταστάσεις, σε θύμησες που έχουν πια ξεθωριάσει. Δίπλα σε φυτά γνωστά και σ’ άλλα, ξένα. Μια συκιά, δύο λεμονιές. Μια πορτοκάλια, τρανή, δυνατή και ευωδιαστή. Δίπλα σ’ ακόμη ένα δέντρο που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, ακόμη κι αν η μυρωδιά των φύλλων του, μου ξυπνάει αναμνήσεις από κάποια άλλη ζωή. Δίπλα σε καλαμιές και ρυάκια που λεπτό με το λεπτό, χρόνο με το χρόνο, γδέρνουν την πέτρα και την κάνουν άμμο για να καταλήξει λάσπη στον πάτο κάποιας λίμνης. Πίσω σε μια σκάλα, να γράφω στο κινητό, απομεσήμερο και κάτι. Ξανά, όπως παλιά. Μακριά από μαύρα χρόνια.
Το θρόισμα των δέντρων είναι αλλιώτικο εδώ. Αλλιώς χτυπούν οι πλάτανοι, αλλιώς οι συκιές κι οι περγαμοντιές, αλλιώς κοπανιούνται αναμεταξύ τους, οι γεμάτες καρπό ελιές. Μια μυστήρια συμφωνία κρουστών που αναγγέλλει την έλευση της καλοκαιρινής μπόρας.
Καθώς κάπνιζα και ρέμβαζα, κοιτάζοντας τα παλιά πετρόχτιστα, τα δίπατα με την αποθήκη κάτω και το σπίτι πάνω, άκουσα τις πρώτες ψιχάλες της βροχής, να δέρνουν το δέντρο. Με θλίψη κοίταξα τον λαβωμένο του κορμό, που έσταζε ρετσίνι στο χώμα. Σηκώθηκα και βάδισα, ξυπόλυτος, πάνω στο χώμα, ψάχνοντας για κάποιο απάνεμο σημείο, να προφυλαχτώ απ’ τη βροχή. Βρήκα κι άραξα κάτω από μια κεραμοσκεπή, μαζεύτηκα όσο μπορούσα κι απόμεινα εκεί, να κοιτάζω τον θλιμμένο ουρανό, με τα σύννεφα του, τα χαμηλά σπίτια με τις καμινάδες και τα κεραμίδια και τα δέντρα. Μια άγρια χαρά με πλημμύρισε. Τις είχα, από χρόνια ξεχάσει, αυτές τις καλοκαιρινές μπόρες και την βροχή που έδερνε την πλάση, με το νερό που χάριζε ζωή σε σπαρτά, ζώα και ανθρώπους.
Άδειο ήταν το μυαλό μου, που είχε ξεφύγει από την βαβούρα του παγωμένου μπετόν της πόλης κι απ’ τους πυρετώδεις ρυθμούς που απλόχερα μου χάριζαν τις καθημερινές κρίσεις πανικού. Άδειο και το βλέμμα, άδειο και χαμένο στην απεραντοσύνη του ορίζοντα που δεν τον έκρυβαν, πια, βρωμερές και παμπάλαιες πολυκατοικίες. Κι η ψυχή, άδειαζε κι αυτή από το άγχος των τηλεφώνων και των mail, απ’ το αν έχω αρκετά στην τράπεζα κι απ’ τον φόβο ότι δεν θα βγάλω τον μήνα. Κυλούσε πιο αργά η μέρα μου, κι η κούραση του σήμερα, ούτε που αχνοφαινόταν. Βαθιές ανάσες, ήρεμες, γεμάτες οξυγόνο. Ο νους να αδειάζει, η μέρα να γεμίζει κι η μπύρα να τελειώνει.
Αραιά και πού έσκιζε την ηρεμία μου, ο ήχος κάποιου αυτοκινήτου που τσουλούσε στον κεντρικό η ο βρυχηθμός κανενός παπιού που πήγαινε στα τέρματα. Δεν τη γλυτώσαμε την ηχορύπανση – να ανέβουμε στον λόγγο την επόμενη φορά. Κι ο υπόκωφος κρότος του κεραυνού από τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί πάνω απ’ τη λίμνη. Απ’ τις πιο γλυκές μελωδίες που μπορεί να πιάσει τ αυτί, όταν μπορεί να την απολαύσει.
Βροντάει και ψιχαλίζει και γουστάρω που ‘χω αράξει. Ένας γατούλης σουλατσάρει σε αγριόχορτα, σταματώντας και μυρίζοντας, ψάχνοντας κάτι για να γεμίσει την κοιλιά του. Όσα πουλιά δεν έχουν κουρνιάσει στη φωλιά τους, πετάνε χαμηλά, ψάχνοντας κάπου να κρυφτούν. Κι ο κόσμος που δεν ταξιδεύει, κοιμάται κι ονειρεύεται, γιατί μπορεί να ονειρευτεί. Γιατί δεν πνίγουν οι ρυθμοί τα όνειρα, μήτε τα μετασχηματίζουν σε εφιάλτες.
Η μπύρα μου τελείωσε κι ο αέρας λυσσομανάει. Κι ο λογισμός μου όλο γυρίζει σ’ αυτά που πίσω άφησα, όχι με άγχος μήτε με ντροπή, μα με μια αίσθηση παιδικής σκανταλιάς. Και τα μάτια μου βαραίνουν, όπως ο ουρανός απ’ τα σύννεφα. Κι η λογική βουίζει σαν την ψιχάλα στο χώμα. Κι η κούραση βαραίνει το σώμα κι αλαφρώνει την ψυχή. Θα πάω να την πέσω κι εγώ, θα κοιμηθώ και θα ονειρευτώ ότι δεν ήρθα σε τούτη τη γη, ότι έγινα αέρας και βροχή, ότι έδωσα ζωή στην πλάση κι ύστερα ότι έσβησα, σε δευτερόλεπτα, σε στιγμές, σ ένα πετάρισμα των βλεφάρων. Θα ονειρευτώ ότι τίποτα δεν έχει σημασία κι ότι είμαι ελεύθερος, όσο ελεύθερο είναι το πουλί που αλυχτά στον ορίζοντα. Όσο ελεύθερος είναι ο γάτος που έχει θρονιάσει το πετσί του πάνω στα ξερόχορτα και γλύφει την πατούσα του. Όσο ελεύθερος ήμουν, τότε που ήμουν παιδί, κι έτρεχα, ξυπόλυτος, σε τούτα δω τα χώματα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: