Άλλη μια δύσκολη και κουραστική μέρα έφθασε στο τέλος της και ήρθε η ώρα ν’ απλώσεις το κουρασμένο σου κορμάκι να ξεκουραστεί. Αγαλλίαση! Στριφογυρνάς λίγο να βρεις τη στάση που σε βολεύει, χτυπάς το μαξιλάρι, το κουβαριάζεις, απλώνεις τα πονεμένα ποδαράκια σου, μαζεύεις τα βασανισμένα μέλη σου. Προσπαθείς ν’ αγνοήσεις το ελαφρύ ροχαλητό του καλού σου, που με το που ακουμπά το κεφάλι του στο μαξιλάρι κοιμάται. Το μυαλό σου πέφτει σε γλυκιά χαύνωση, πράγμα σπάνιο να καταφέρεις γρήγορα να συγκρατήσεις τις σκέψεις σου και να μην τις αφήσεις να σε τραβήξουν από τις παρυφές του ύπνου και τότε, τ’ ακούς!
Ένα αχνό στην αρχή και επαναλαμβανόμενο βουητό «ζζζζζζζζζζ» που όλο και δυναμώνει, γίνεται εκνευριστικό και πλησιάζει, πλησιάζει… ώσπου, να σταθεί λες πάνω από το αφτί σου. «Δε μπορεί θα φύγει!», σκέφτεσαι και μισοκοιμισμένη τραβάς το βαμβακερό σεντόνι με την δαντελένια χειροποίητη τρέσα ψηλότερα. Αμ δε, αυτό μοιάζει λες και έχει κατασκηνώσει πάνω από το αυτί σου « ζζζζζζζζζζζζ». «Φύγε!», σκέφτεσαι, «δίπλα είναι το καλό. Άιντε!»
Τίποτα αυτό, κατασκήνωσε εκεί και είναι λες και προσπαθεί να μπει μέσα στ’ αφτί σου! Απελπισμένη κάνεις μια απότομη κίνηση να το διώξεις «ξουτ παλιοκούνουπο!», ψιθυρίζεις. Να πάρει η οργή! Έχασες τη βολή σου, τώρα πρέπει να τη ξαναβρείς και ξαναξεκινάς τη διαδικασία, τεντώνω ποδαράκια… ΤΣΑΚ ακούγεται από δίπλα και ανάβουν όλα τα φώτα! Τυφλώνεσαι και κρύβεις εκνευρισμένη το πρόσωπο σου στο μαξιλάρι. «Κουνούπι! Τ’ άκουσες;», σε ρωτά ο καλός σου αλαφιασμένος. «Μμμ», μουγκρίζεις με νεύρα. «Άι κλείσε το φως τώρα!». «Πρέπει να το βρω!», «γιατί θες να του πάρεις αυτόγραφο;», «όχι, να το κάνω αυτοκόλλητο…». Φτου να πάρει η οργή! Δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να του αλλάξεις γνώμη. Θα αποτύχεις, όπως και τις προηγούμενες εκατοντάδες φορές. Απλά ζουλάς τη μούρη στο μαξιλάρι ελπίζεις να τελειώνει ή έστω να βαρεθεί γρήγορα.
Το κρεβάτι τρίζει, καθώς το εγκαταλείπει και όπως κουνιέσαι προσπαθείς να φανταστείς ότι είσαι σε βάρκα και λικνίζεσαι από το κυματάκι. «Το βλέπεις;». Δε χρειάζεται να τον κοιτάξεις, ξέρεις ότι τα μάτια του σαρώνουν το δωμάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη. Κρατά την ανάσα του για λίγο και μετά ξεφυσά συγχυσμένος «που πήγε το άτιμο;». Γρυλίζεις προειδοποιητικά. ΜΠΑΦ! Ακούγεται ο υπόκωφος θόρυβος του μαξιλαριού που σκάει πάνω στο τοίχο. Αχ κακόμοιρη γιαγιά Βάσω, να ξέρες τι κάνει τώρα ο γαμπρούλης σου με το μαξιλάρι με τη δαντελένια μπορντούρα και τα κεντητά λουλουδάκια, που βγάλες τα ματάκια σου να φτιάξεις για την εγγονούλα σου! «Το σκότωσα!», αναφωνεί! Πετά το μαξιλάρι επιδεικτικά δίπλα σου τραντάζοντας σε και κάθεται. Ο άντρας σου, ο πολλά βαρύς που όλα τα καταφέρνει.
Αμ δε!
«Όχι ρε γαμώτο! Να το, να το!», ορμά κατά κει!
ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ!
Παλάμες χτυπούν, καθώς κλείνουν ορμητικά γύρω από το ενοχλητικό ζωύφιο! «Μου ξέφυγε! Που πήγε; Που πήγε;», ρωτά εναγωνίως ο καλός σου. Παρατάς την προσπάθεια να το παίξεις κοιμισμένη, έτσι και αλλιώς δεν πρόκειται να καταφέρεις να κοιμηθείς ποτέ με τόσο θόρυβο και αυτόν να τριγυρίζει μέσα στο δωμάτιο με όλα τα φώτα ανοικτά.
Τα νεύρα σου έχουν αρχίσει να παίζουν σε ρυθμούς ροκ. Ανακάθεσαι εκνευρισμένη και σαρώνεις και εσύ το δωμάτιο με το βλέμμα σου, μπας και το βρεις το αναθεματισμένο και μπορέσεις να ξαναγυρίσεις σύντομα σε κείνη τη γλυκιά χαύνωση που λέγαμε. Σου τραβά το σεντόνι και αρχίζει με αυτό να κάνει αέρα γύρω γύρω, για να αναγκάσει το κουνούπι να σηκωθεί και τα μαλλιά του πετάνε σα σε διαφήμιση για σαμπουάν. «Σιγά μας πούντιασες!». «Που χώθηκε το γαμημένο;», ρωτά αγριεμένος. «Να το, να το!», παρατά το σεντόνι που καταλήγει το μισό στο πάτωμα και τ΄άλλο μισό πάνω στο κρεβάτι, πηδά σχεδόν από πάνω σου, ούτε ολυμπιονίκης στο άλμα μετ` εμποδίων, αρπάζοντας ταυτόχρονα το μαξιλάρι και ΜΠΡΑΦ! Το εξακοντίζει προς τον καθρέπτη.
Η ανάσα σου κόβεται!
Ένας ανακατεμένος ήχος από πράγματα που σπάνε, κουτρουβαλιάζονται και πέφτουν, σε φέρνει στα όρια της υστερίας. «ΟΥΠΣ!», αναφωνεί και τον καρφώνεις με το δολοφονικό ύφος για να γυρίσεις να κάνεις μια γρήγορη αποτίμηση της κατάστασης. Ο καθρέπτης επέζησε! Ευτυχώς κάτι άδεια μπουκαλάκια έσπασαν, η αγαπημένη σου κολόνια μια χαρά και επιτέλους, ξεφορτώθηκες το ηλίθιο βάζο που σας έκανε δώρο η πεθερά σου τα Χριστούγεννα και σου το κοτσάρισε εκεί για να μην το ξεχάσεις.
Το στόμα σου στραβώνει σ’ ένα αχνό χαμόγελο, τουλάχιστον, βγήκε και ένα καλό από αυτό! Δεν προλαβαίνεις να χαρείς περισσότερο όμως, γιατί ο καλός σου έχει ήδη πάρει το μαξιλάρι και συνεχίζει το τρελό χορό του πάνω κάτω από το κρεβάτι και γύρω γύρω. «Τι θα γίνει τώρα; Θα κοιμηθούμε καμιά φορά; Ένα κωλοκουνούπι είναι!» – «Ναι το λες αυτό γιατί εσένα ποτέ δε σε τσιμπάνε!», σου απαντά γυρνώντας σου την πλάτη και σημαδεύοντας με το μαξιλάρι το ταβάνι . «Ε ρε μπινελίκια που θα μας ρίχνουν οι γείτονες!». «Σκασίλα μου!», ΜΠΑΦ! «Το σκότωσα;»
Βλέπεις το κουνούπι να πετά μισοζαλισμένο κατά το μέρος σου, ΚΛΑΠ.
«Άιντε να κοιμηθούμε τώρα!», προστάζεις φανερά εκνευρισμένη, τινάζοντας το απ’ τα χέρια σου. Ο καλός σου σε κοιτά σαν παιδί που του πήρες το παιχνίδι και απρόθυμα ετοιμάζεται να ξαπλώσει όταν ΣΚΡΑΤΣ, ο ήχος από πανί που σκίζεται, σε κάνει ν’ ανατριχιάσεις. «Ουπς!», λέει χαμηλόφωνα. Ένα μεγάλο, αστείο, πλατύ χαμόγελο του δίνει χαριτωμένη όψη. Σηκώνει το σεντόνι και σου το δίνει χαμογελώντας ακόμα πλατιά και απολογητικά και χωρίς άλλη κουβέντα ξαπλώνει. Κοιτάς τη μεγάλη τρύπα που έχει ξηλώσει τη μισή δαντέλα κουρασμένα.
«Άιντε, θα κοιμηθούμε καμιά φορά;»
Δώσε τόπο στην οργή! Γιατί πέρα από κουνοποφονιάς, θα γίνεις και γαϊδουροφονιάς! Και όχι τίποτε άλλο, θα την πληρώσεις και για άνθρωπο! Ξαπλώνεις. Επιτέλους, τα φώτα σβήνουν! Ησυχία! (Είπαμε αγνοείς το ελαφρύ ροχαλητό που ακούγεται ήδη από δίπλα). Στριφογυρνάς λίγο να βρεις τη στάση που σε βολεύει, χτυπάς το μαξιλάρι, το κουβαριάζεις απλώνεις τα πονεμένα μέλη σου, μαζεύεις τα βασανισμένα ποδαράκια σου. Προσπαθείς να συγκρατήσεις τις σκέψεις σου και να μην τις αφήσεις να σε κατακλύσουν και τότε… Τ’ ακούς! Ένα αχνό και επαναλαμβανόμενο βουητό «ζζζζζζζζζζ»…