«Μην τρως άλλο βρε αγόρι μου, θα σκάσεις καμιά ώρα!» ο Φίλιππος άρπαξε το πιρούνι του Χριστόφορου, αφήνοντας το χέρι του φίλου του μετέωρο.
«Βρε δε με παρατάς λέω εγώ! Δεν μου έφτανε η γκεστάπο στο σπίτι, θα έχω κι εσένα τώρα;» ο Χριστόφορος πήρε ένα πιρούνι από το διπλανό σερβίτσιο και τσίμπησε ένα ακόμα κεφτεδάκι.
«Πάλι τρώγεστε εσείς; Απ’ έξω ακούγεστε!» ο Στέφανος έβγαλε το σακάκι του και κάθισε στην καρέκλα.
«Του δερβέναγα από δω πες τα, που μετράει τις μπουκιές μου!» έκανε μπουκωμένος ο Χριστόφορος.
«Και να ‘θελα δεν γίνεται! Είναι αμέτρητες!» ο Φίλιππος είχε αγανακτήσει.
«Χα χα γελάσαμε, είσαι αστείος, μπράβο!» είπε ο Χριστόφορος με ξινισμένο το πρόσωπο και γέμισε το ποτήρι του με κρασί. Μα πριν προλάβει να το πλησιάσει στο στόμα του, ο Φίλιππος του το τράβηξε, κάνοντάς τον μούσκεμα.
Ο Χριστόφορος τον κοίταξε αγριεμένος.
«Φέρε το ποτήρι τώρα!» είπε σιγά βράζοντας από θυμό.
«Έχεις πιει αρκετά» ο Φίλιππος άφησε απαλά το ποτήρι στην άλλη άκρη του τραπεζιού.
«Φέρε το ποτήρι!» φώναξε και το χτύπημα του χεριού του στο τραπέζι έκανε όλα τα πράγματα να αναπηδήσουν και τα βλέμματα από τα γύρω τραπέζια να στραφούν επάνω τους.
«Ρε ‘σεις θα ηρεμήσετε; Τι έχετε πάθει απόψε;» ο Στέφανος σκούντησε και τους δύο.
Ο Χριστόφορος έσφιξε τις γροθιές του και ξεφύσηξε δυνατά. Θα ορκιζόταν κανείς πως έβλεπε καπνούς να βγαίνουν από τα ρουθούνια του εκείνη την ώρα. Κάτι πήγε να πει, μα το κατάπιε και σηκώθηκε απότομα από την θέση του βγαίνοντας με φόρα από το ταβερνάκι.
«Ρε Χριστόφορε!» φώναξε ο Στέφανος κι έτρεξε πίσω του, αφού πρώτα έριξε ένα βλέμμα αποδοκιμασίας στον Φίλιππο που είχε κατεβάσει το κεφάλι.
Τον πρόλαβε μόλις που είχε κατέβει τα σκαλιά που οδηγούσαν στην παραλία. Σαν θηρίο πήγαινε πάνω κάτω και κλωτσούσε τα βότσαλα νευρικά.
«Τι πάθατε ξαφνικά ρε συ Χριστόφορε;» ο Στέφανος τον πλησίασε σαν να απευθυνόταν σε μικρό παιδί, αγνοώντας τα πενήντα δύο του χρόνια.
«Άντε παράτα με κι εσύ! Παρατήστε με όλοι! Την ησυχία μου θέλω! Γιατί δεν με αφήνετε στην ησυχία μου; Όλο μη και μη! Μη φας πολύ Χριστόφορε, δεν κάνει! Μην πίνεις, δεν κάνει! Μην κουράζεσαι, δεν κάνει! Κι ύστερα, μη νευριάζεις, δεν κάνει! Ε πώς να μη νευριάζω; Πείτε μου τι κάνει, να το κάνω να είστε ευχαριστημένοι! Άι σιχτιρ πια! Αυτή θα είναι η ζωή μου από δω και πέρα;» είχε γίνει κατακόκκινος.
«Σταμάτα ρε θα πάθεις τίποτα!»
«Ε άντε πνίξου κι εσύ!»
«Εντάξει, έχεις δίκιο! Μα νοιαζόμαστε ρε συ. Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν είναι λίγο αυτό που έπαθες! Τρομάξαμε όλοι πολύ. Η Μαρία σου κόντεψε να τρελαθεί τότε. Μισή έμεινε ως που να βγεις από το νοσοκομείο. Κι ο Φίλιππος…» δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του. Ο Φίλιππος σχεδόν τρέχοντας όρμησε στον Χριστόφορο. Τον χτύπησε στο στήθος με ένα μπουκάλι κρασί αφήνοντάς το να πέσει κάτω.
«Ορίστε παλιομαλάκα! Πάρτο! Να το πιεις όλο κι άμα σου τελειώσει, εγώ θα σου φέρω κι άλλο! Πιες το, τι με κοιτάς; Αφού δεν σε έφτασε το ένα έμφραγμα και θέλεις κι άλλο, πιες το! Μαλάκα! Έμφραγμα στα πενήντα! Τι σου είπανε ρε; Να προσέχεις λίγο τον εαυτό σου σου είπανε! Κι εσύ τι κάνεις; Τρως σαν πούστης και πίνεις σα να μην υπάρχει αύριο. Κι όταν προσπαθούμε λίγο να σε μαζέψουμε, θυμώνεις κιόλας! Λες κι είχαμε όρεξη να κάνουμε τους κηδεμόνες στο ανήλικο!» φώναζε δυνατά κι οι φλέβες στον λαιμό του ήταν έτοιμες να εκραγούν.
«Μ’ αγαπάτε δηλαδή;» ο Χριστόφορος είχε χαμηλώσει το κεφάλι όσο άκουγε τον φίλο του, μα τώρα τον κοίταζε χαμογελώντας.
«Ρε άντε γαμήσου που σ’ αγαπάμε κιόλας! Τραβά κόψε το λαιμό σου, κάνε ό,τι θες! Αλλά να μας το πεις να σε ξεγράψουμε από τώρα! Εγώ σε κηδείες δεν ξαναπάω!» ο Φίλιππος γύρισε την πλάτη για να μην φανούν τα μάτια του που είχαν αρχίσει να βουρκώνουν κι έφυγε για την άλλη μεριά της παραλίας.
«Έλα εδώ ρε μαλάκα…» ο Χριστόφορος έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, μα ο Στέφανος τον κράτησε από το μπράτσο.
«Άστον να ηρεμήσει. Θα του περάσει.»
«Σκατά τα ‘χω κάνει ε;»
«Όσο πατάει ο ιπποπόταμος.»
«Μα κι αυτός…»
«Αυτός φοβάται! Χτες βράδυ πέρασα από το σπίτι του. Τον βρήκα στην αυλή να κλαίει. Καθόταν στην πολυθρόνα της κι έκλαιγε… Δυο χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατό της κι ακόμα δεν έχει σταματήσει να κλαίει. Και δεν θα σταματήσει και ποτέ απ’ ότι φαίνεται. Ξέρεις τι μου είπε; Δεν έχω από πού να πιαστώ. Κι όταν του είπα, εμείς είμαστε εδώ, μου είπε ότι φοβάται. Έπαθες κι εσύ αυτό που έπαθες και τώρα νομίζει ότι θα του πεθάνουμε όλοι! Και μην κοιτάς, εμείς έχουμε τα παιδιά μας, εκείνος τι έχει; Μόνο εκείνη είχε και τώρα έμεινε μόνος…»
Ο Χριστόφορος ξεφύσηξε δυνατά και περπάτησε αργά προς την κατεύθυνση που είχε φύγει ο Φίλιππος. Τον βρήκε να κάθεται σ’ έναν βράχο και να πετάει βότσαλα στο νερό.
«Είμαι μαλάκας» είπε και κάθισε δίπλα στον φίλο του.
«Το είπαμε αυτό»
«Κατάλαβέ με ρε φίλε! Οι πολλές απαγορεύσεις μου έχουν βγάλει αντίδραση. Λογικό δεν είναι; Είστε κι εσείς υπερβολικοί…»
«Είμαστε γιατί…»
«Γιατί μ’ αγαπάτε, εντάξει.»
«Ναι, όρεξη είχαμε τα μούτρα σου!»
«Θα σταματήσω να κάνω μαλακίες.»
«Σίγουρα! Όταν σταματήσει η γη να γυρίζει.»
«Καλά όχι και εντελώς… Αλλά θα προσέχω όσο πρέπει.»
«Κι εγώ θα σταματήσω να φοβάμαι…»
«Δεν θα μείνεις μόνος»
«Μόνος είμαι»
«Όχι. Μαζί είμαστε. Πάντα μαζί ρε!»
Τα δάκρυα που είχαν γεμίσει τα μάτια και των δύο σταμάτησαν από την φωνή του Στέφανου που στεκόταν πίσω τους.
«Τι έγινε πιτσουνάκια μου; Τα βρήκατε; Πάμε τώρα να ρημαδοφάμε, που μ’ αφήσατε νηστικό με τις μαλακίες σας!» και τα δάκρυα έγιναν γέλια, δυνατά γέλια!
Μαργαρίτα Τσεντελιέρου
Μία απάντηση στο “Πάντα μαζί ρε!”
Δυνατοί διάλογοι, έχουν ρεαλισμό αλλά και τρυφερότητα.