Η Ελπίδα γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 60 σε ένα χωριό έξω από την Λαμία. Απείθαρχο κορίτσι από έμβρυο. Κλώτσαγε την μάνα της λυσσασμένα.
“Γίνε λίγο πιο ήσυχο βρε παιδί μου, με πέθανες πια!” παραπονιόταν η κυρά Αννιώ ναζιάρικα. Μα κι όταν γεννήθηκε, καθόλου δεν ηρέμησε. Όλο έκλαιγε κι όλο διεκδικούσε αγκαλιές και χάδια και γάλα και ξενύχτια. Μάταια η Αννιώ την έφερνε βόλτες πάνω κάτω να ηρεμήσει μια στάλα.
“Μα τι θα γίνει με αυτό το παιδί πια; Γίνε μωρή πιο συνεργάσιμη να κλείσουμε και λίγο τα βλέφαρά μας!” γκρίνιαζε με το δίκιο της η μάνα.
Και μεγάλωνε το μωρό και της έλεγε η πεθερά της πως μόλις βαφτιστεί θα φύγει από πάνω του ο έξω από δω και το μωρό θα ηρεμήσει.
Αναστέναζε η κυρά Αννιώ και κουνούσε το κεφάλι. “Τούτο δω είναι ο ίδιος ο έξω από δω” της έλεγε και γελούσε.
Η Ελπίδα μεγάλωνε κι όσο την κυνηγούσαν, τόσο εκείνη πείσμωνε. Αγοροκόριτσο την κορόιδευαν οι συμμαθητές της στο σχολείο κι εκείνη έτρεχε να τους πλακώσει στο ξύλο. Και να οι ξυλιές με τον χάρακα στην παλάμη και να οι τιμωρίες από τον δάσκαλο. “Για να γίνεις υπάκουη. Για το καλό σου”
Μέτρια μαθήτρια, μα αγαπούσε τα γράμματα. Η ανησυχία της ψυχής της ήταν που δεν άφηνε το σώμα της να λειτουργήσει όπως “έπρεπε”.
Είδαν κι απόειδαν οι δικοί της και μόλις την ζήτησε ο γιος μιας σχετικά καλοβαλμένης οικογένειας, την έκοψαν από το σχολείο να τον πάρει. Είχε τελειώσει το δημοτικό και δύο από τις τάξεις του γυμνασίου και ήταν πια της παντρειάς.
Μάταια χτυπιόταν η Ελπίδα πως δεν τον θέλει. Πως σαν έρθει η ώρα της, εκείνη θα τον διαλέξει τον άντρα της. Κλάματα φωνές, ως και απεργία πείνας έκανε για να τους πείσει.
“Πρέπει να μαζευτείς. Να γίνεις νοικοκυρά. Να γίνεις μάνα. Αχάριστο πλάσμα δεν κάνεις τον σταυρό σου που σε γλυκοκοίταξε ο Δημήτρης έτσι κλωτσάλογο που είσαι;”
Κανένας δεν την έβαλε ποτέ κάτω να της μιλήσει. Κανένας δεν την κατάλαβε ποτέ. Κανένας δεν την ρώτησε γιατί η ψυχή της στριφογυρνάει μέσα στο δέρμα της. Φίλες δεν είχε. Όλες ήταν πολύ υπάκουες στο πατριαρχικό χωριουδάκι τους και καμία δεν την έκανε παρέα από τον φόβο της “στάμπας”. Κι έτσι μονάχη της βασανιζόταν σαν να γεννήθηκε λάθος άνθρωπος σε λάθος ιστορία την λάθος εποχή.
Τι να κάνει λοιπόν, παραιτήθηκε από τα θέλω της και παντρεύτηκε τον Δημήτρη.
Το ανήσυχο πνεύμα της μπήκε προσωρινά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Στις πρώτες μικρές επαναστάσεις εντός του γάμου, φρόντισε ο άντρας της να της υποδείξει ακριβώς πώς έπρεπε να γίνει για να είναι σωστή σύζυγος. Άβουλη.
Κι έτσι η Ελπίδα μαράζωσε. Έγινε μια γυναίκα υποταγμένη, τρομαγμένη, χωρίς θέλω.
“Καλύτερα έτσι…” Σκεφτόταν τις νύχτες που κοιτούσε το λευκό ταβάνι πάνω από το κρεβάτι της, για να περάσει η ώρα που εκτελούσε τα συζυγικά της καθήκοντα.
“Τώρα δεν έχω ψυχή να με βασανίζει. Ας είναι”
Τρεις χειμώνες πέρασαν πάνω από το κορμί της κι ας τις φάνηκαν πενήντα, μέχρι να φέρει στον κόσμο την κόρη της.
“Επιτέλους έγινες μάνα. Νόμιζα ήσουν στέρφα” η πρώτη κουβέντα της πεθεράς της.
“Κοίταξε μωρή να μάθεις στο παιδί να είναι νοικοκυροκόριτσο. Να γίνει άξια σύζυγος στα πόδια του άντρα της” η πρώτη κουβέντα της μάνας της.
Κοιτούσε η Ελπίδα το λεχούδι και μαράζωνε.
Τι το περίμενε κι αυτό το μικρούλι… Μια ζωή ήδη σχεδιασμένη στα μέτρα των πρέπει.
Η απόφασή της πάρθηκε έναν Σεπτέμβρη οκτώ μήνες μετά. Τότε που ο Δημήτρης την βάρεσε επειδή η μικρή δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι δυο μέρες τώρα. Κι όχι, δεν έφταιγαν τα δόντια αλλά η κακή ανατροφή που την δίδασκε η Ελπίδα. Κατά αυτόν το ότι δεν την άφησε να σκάσει στο κλάμα για να μάθει να κοιμάται, ήταν δείγμα πως η Ελπίδα μεγάλωνε επαναστάτη.
Κι έτσι ετοίμασε το σχέδιό της. Δεν θα άφηνε την μονάκριβή της να περάσει τα ίδια με εκείνη. Μα ούτε η Ελπίδα άντεχε άλλο. Η ψυχή της που κοιμόταν ξύπνησε και ζητούσε διαφυγή.
Την νύχτα που όλοι είχαν μαζευτεί στο πανηγύρι του χωριού, εκείνη πήρε το μικρό της κομπόδεμα, δυο τρία ρούχα και προφασίστηκε πονοκέφαλο για να μείνει σπίτι.
Όταν έφυγαν, άρπαξε το μωρό και αφήνοντας ένα γράμμα με δυο αράδες, περπάτησε ολόκληρη την νύχτα με το μωρό της αγκαλιά μέχρι να απομακρυνθεί από το χωριό και να πάρει το ΚΤΕΛ για Αθήνα.
“Σχώρα με Δημήτρη μου μα κιότεψα να σου αποκαλύψω την αλήθεια. Η κόρη μας πάσχει από γυναικολογικά και είναι στέρφα. Είναι ντροπή να σέρνουμε τέτοιους απογόνους για το σπίτι μας. Για να μην σας ρεζιλέψω, θα ξεφορτωθώ το άτιμο φορτίο και για τιμωρία που το γέννησα, θα την ακολουθήσω”
Η Ελπίδα πέταξε δυο ρούχα τους στο πηγάδι καθώς ξεμάκραινε και έφτυνε τον κόρφο της, χαμογελώντας μετά από πολύ καιρό.
****
5 χρόνια αργότερα…
Η Ελπίδα κάθεται και κοιτάζει την Άννα στην γραμμή του σχολείου για τον Αγιασμό την κοιτάει και χαμογελάει. Η Άννα την κοιτάει και χαμογελάει πιο πολύ.
Έχει πάρει άδεια σήμερα από την δουλειά κι έτσι έχει όλη την μέρα με την μικρή. Σήμερα είχε κανονίσει να έρθει και στο σπίτι που είχε νοικιάσει και έμενε με την κορούλα της και ο Νικόλας για να φάνε. Να δει πως θα τα πάνε οι δυο τους. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει από την χαρά της.
Πέθανε και σκότωσε για να καταφέρει να ξαναγεννηθεί και να γεννήσει. Βουρκωμένη από την συγκίνηση άκουσε μια γνωστή φωνή. Ήταν μια γυναίκα που γνώρισε στο ΚΤΕΛ εκείνο το ξημέρωμα της φυγής. Πώς βρέθηκε εδώ;
“Ελπίδα! Χάθηκες! Πού είσαι τόσο καιρό; Τι έγινες;”
Η Ελπίδα κοίταξε την κόρη της που μιλούσε με τα άλλα παιδάκια αναψοκοκκινισμένη και χαρούμενη και χαμογέλασε.
“Έγινα ευτυχισμένη”
Άννα Βήχου