Άνοιξη του 1540, Παλάτι Oatlands Σάρεϋ, Αγγλία
Το παλάτι τραντάζει συθέμελα από τις πολεμίστρες και τους πυργίσκους μέχρι τα υπόγεια μπουντρούμια η βαριά φωνή του μεσαιωνικού τροβαδούρου Μιχάλη Μενιδιάτη που σπάει βίαια την απόκοσμη ησυχία:
– Απαλλάχτηκα από σένααααα, απαλλάχτηκααααα και με πιο όμορφη αγάπη τώρα πιάστηκααα! ΩΩΩπα, να πεθάνει ο χάρος!
Ο πενηντάρης- πλέον- βασιλέας της Αγγλετέρας Ερρίκος 8ος είχε γίνει λιάδα από το πιοτί και μεράκλωνε που ακυρώθηκε επιτέλους ο γάμος του με την Άννα της Κλεβης ( την νάμπερ 4 δηλαδή σύζυγό του) κι άνοιξε ο δρόμος για το πιπινάκι του το καινούργιο )
Φιλαράκι, φτηνά τη γλύτωσα με το μπάζο! μονολογούσε συνέχεια κι έφτυνε στον κόρφο του.
– Δεν βλεπότανε ρε σύ, ( για την Άννα της Κλέβης τώρα αυτό) ΚΑΙ τάπα ΚΑΙ μυτόγκα Πινόκιο, να καρφώνει κεμπάπ στα τρία μέτρα, άσε ούτε να μου τόνε δει δεν την είχα, όχι και για παραπάνω. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν η μάπα της ξινισμένη, πού να σκεφτώ ότι ήταν η κανονική της μουτσούνα; Άσε, ρε μάστορα που το βυζί, κι εδώ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του, το πέρναγε και χαλαρά φουλάρι γύρω από το λαιμό, σαν κόσμημα. Ποιος μου το φόρτωσε το τρολ, να δεις;
Ξαφνικά, τρώει ένα φλας, εκτός απ όλα τα άλλα που έτρωγε, (σου λέει γενοκτονία στα ζώα του δάσους, ελαφάκια, ζαρκάδια, ορτύκια, μπεκάτσες είδη προς εξαφάνιση είχαν γίνει, τρέχαν οι φιλοζωικές να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται). Είχε φτάσει 150 κιλά δεν προλάβαινε ν αγοράζουν τις πανοπλίες στα XXXXL )
– Τι έχω ξεχάσει; τι έχω ξεχάσει;
Κάνει μια έτσι, το post it το κίτρινο σε σχήμα αγριογούρουνου που το είχε κολλήσει στο κούτελο ενός λακέ, εκεί δίπλα, με την to do list του:
Να αποκεφαλίσω τον Κρομγουελ που μου την κουβάλησε κι μου έκανε το κονέ!
Παίρνει το φτερό, τσακ τσεκάρει “ok done”
Τι να γίνει, ξεχνούσε πολύ εκείνο τον καιρό, σου λέει, δεν παίζει να μην χάσει κανένας το κεφαλάκι του για την ψυχική οδύνη, ρε αδελφέ και μετά οι δήμιοι τι θα κάνουν κλέφτες θα γίνουν; Κι έπειτα θα χανόταν κι η τέχνη. Βέβαια, ο εστεμμένος παραήταν παρορμητικός, το λες και παρανοϊκός με άνεση και μετάνιωνε που τους αποκεφάλιζε. Τρυφερούλης ο μονάρχης μην μου πεις! Γούτσου!
Αλλά οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι έτσι του Ριρίκου (copyright Kallina Kara) του την είχε δώσει κατακούτελα, μιλάμε για δυνατή γεροντοκαψούρα ολκής η Αικατερίνη Χαουαρντ! Πολύ δυνατό κομμάτι το Κατινάκι!
Το εν λόγω Κατινάκιο – κατά κόσμο Αικατερίνη Χάουαρντ- ήταν όντως το πιο μπάνικο και όμορφο και τσαχπίνικο κομμάτι από τη συλλογή συζύγων του Ερρίκου καθώς επίσης εξαιρετικά ναζού και καμωματού. Καταγόταν από την χαμηλή αριστοκρατία την αγγλικιά, αυτήν δηλαδή που είχε τίτλους αλλά δεν είχε μία, κι επειδή ήταν και το δέκατο παιδί της μάνας της κι έμεινε κι ορφανό στα πέντε, το πάρκαρε ο μπαμπάς του, μαζί με άλλα κορίτσια ευγενών μεν αλλά άφραγκων δε, σε μια πλούσια θειά δούκισσα και μεγάλωσε μέσα στο μπούγιο. Καταλαβαίνεις κοπελιά ή λεβέντη μου πως μέσα στο σωρό, η Κατερινούλα δεν τα έμαθε και τέλεια τα του πρωτοκόλλου, πάει να πει η εκπαίδευσή της ήταν λίγο του … τι κάνει ρίμα με το πρωτοκόλλου; Σκέψου, σκέψου. Αυτό! Ψιλό αδέσποτα ήταν τα κορίτσια, αλλά ήταν παιδί που τα ‘παιρνε εύκολα και τσάτρα πάτρα έμαθε να γράφει και να διαβάζει κι ήταν και πολύ καλή στο χορό, αν και της την έλεγαν συνέχεια γιατί χαχάνιζε με τα άλλα παρτσακλά κατά την διάρκεια του μαθήματος. Βγήκε και μια βρώμα ότι εκεί στα δεκατέσσερα φασώθηκε και με τον δάσκαλο της μουσικής, αλλά νταξει μωρέ δεν έγινε και τίποτα, καθώς δήλωσε η ίδια μετά «πάνω χέρι, κάτω χέρι τίνος ειν το παρακάτω» παίζαμε αλλά το πολυτιμότερο πάντως για μια κορασίδα δεν το έχασα! Ντάξει φαρμακομύτες;» Talk to the hand, bitches!
Κάπου εκεί στα δεκαεπτά της λοιπόν, την χώνει ο μπάρμπας της ο πανίσχυρος δούκας του Norfolk στην συνοδεία της βασίλισσας της Αννας της Κλέβης (θυμάσαι το τρολ;) κι έτσι όπως ήταν μπαμπάτσικη και λαχταριστή, την μπάνισε ο βασιλιάς κι έπαθε κοκομπλόκο. Και δεν ήθελε και πολύ ο τρελοπενηντάρης, άρχισε τα ζαχαρώματα και το ψηστήρι! Να τα πανάκριβα δωράκια, να τα πετράδια και τα χρυσαφικά κι ότι παλιάμπελα και χωραφάκια δήμευαν από ξεπεσμένους ευγενείς της τα έγραφε να χει να χτίσει ένα αυθαίρετο να πετάγεται για κάνα μπανάκι να παίρνει τον αέρα της.
Ότι θα ‘χανε το μυαλό του ο Ερρίκος με το πιπινάκι και θα του έβαζε στεφάνι, δεν υπήρχε σαν σενάριο ούτε στα πιο τρελά όνειρα του ραδιούργου θείου γιατί η Κατινούλα ήταν τελείως «το βρακί στον ώμο», μόνο λούσα και dolce vita και δεν ήξερε πώς να φέρεται μια εστεμμένη. Αυτό όμως λίγο τον ένοιαζε τον Ερρίκο, γιατί περνούσαν καλά μαζί, κι εκείνη του έκανε γλύκες, πονηρίτσες και νοστιμάδες και άλλα τέτοια γαργαλιστικά κι έτσι ξεχνούσε λίγο ότι ήταν 150 κιλά αηδίας, με έλκη στα πόδια κι ότι τον πήγαιναν κουβαλητό! Επίσης, ο κακομοίρης ο μονάρχης εκτός από χοντρός (πολύ) ήταν και υποχόνδριος και με κάθε περιστατικό πανούκλας την έκανε με ελαφρά και τον ψάχνανε. Τώρα θα μου πεις, άμα ακούσεις για πανούκλα εσύ κάθεσαι μέσα στην πόλη; Με την καμία, μην σου πω αλλάζω και χώρα και πλανήτη και σύμπαν αλλά εκείνος ρε άνθρωπε ήταν βασιλιάς και πολεμιστής και τέλος πάντων δεν λέει να είσαι και τόσο κλασομπανιέρας άμα είσαι στο θρόνο, είναι κακό για το image.
“Στις εννιά του μακαρίτη λοιπόν άλλη έβαλε στο σπίτι” ο μεγαλειότατος, δηλαδή με το που την ξεφορτώθηκε την Άννα της Κλέβης( θα μου πεις αυτή τουλάχιστον έφυγε με το κεφάλι της στο λαιμό κολλημένο κανονικά, πάλι καλά) παντρεύτηκε το Κατινάκι με δόξα και τιμή, αν κι επειδή είχε αφραγκιές κι ήταν και το πέμπτο του στεφάνι και θα τον έπαιρναν στο ψιλό και τη γιούχα, η τελετή ήταν λιτή κι απέριττη και δεν την έστεψε βασίλισσα. Πλην όμως, μια χαρά τα πέρναγαν τα δύο πιτσουνάκια και το Κατινάκι έκανε και δηλώσεις τύπου “No other wish but his” που σε απλά ελληνικά σημαίνει «Εσύ ο,τι πεις, εσύ ο,τι πεις, θα κάνω εγώ, λόγω τιμής». Δυστυχώς όμως, και κατά πάσα πιθανότητα «Το καναρίνι του Ερρίκου δεν κελαηδούσε πλέον», δηλαδή του «ναύτη τα κανόνια δεν έπαιρναν φωτιά» if you get my point και το Κατινάκι ήταν πάνω στα ντουζένια του.
Και με τούτα και με κείνα, έτσι για να μην σου τα πολυλογώ κι έχεις και το φαί στην φωτιά και θα σου καεί και θα το χω βάρος, σε μια μίνι επιδημία πανούκλας που ανέβασε κάτι δεκατάκια ο Βασιλέας και το έστειλε το Κατινάκι στην εξοχή μπας και την γλύτωνε, εκείνη του τα ψιλό φόρεσε μ ’έναν μορφονιό που τον είχε προσλάβει σαν γραμματέα της. (χμ, χμ!) Του τα προλαβαίνουμε του κερατά οι καλοθελητές (σκατά στην γλώσσα τους οι αχαΐρευτοι, το πήραν στο λαιμό τους το κορίτσι ) στην αρχή δεν ήθελε αυτός να πιστέψει ότι είχε γίνει τάρανδος αλλά όταν πείστηκε πλέον, τόνε πιάνει μια έκρηξη οργής, (που τις είχε κι εύκολες) κοινώς τα είδε όλα κωλυόμενα, αρπάζει κι ένα σπαθί που βρήκε στο τραπεζάκι του χολ «θα τήνε σφάξω με τα ίδια μου τα χέρια την άπιστη» ούρλιαζε, άσε τρομάξανε να τον ηρεμήσουνε οι παρατρεχάμενοι. Τελικά επικράτησε η λογική ( η ποια 😉 και με ελαφρά πηδηματάκια το Κατινάκι εμπουζουριάστηκε στο Tower of London, πού έχει μια καντίνα με fish and chips που πουλάει και μαγνητάκια για τους τουρίστες; Με τα κοράκια απ’εξω; Ε, εκεί. Στην αρχή την έπιασε μια υστερία, γιατί ήξερε πως όταν μπαίνεις εκεί δεν βγαίνεις ο ίδιος άνθρωπος, πάει να πει σου λείπει το κεφάλι αλλά τι να κάνει; Σκέφτηκε και την Αννούλα την Μπολέιν, που χει τραβήξει τα ίδια (αλλά χωρίς να την έχει κουνήσει την αχλαδιά εκείνη),σκέφτηκε πως «θάνατος με πολλούς, θάνατος δεν λογιέται» και τουμπεκιάστηκε μέχρι την εκτέλεση της. Άμα θες εκεί κοντά είναι θαμμένη να πας να της ανάψεις το καντηλάκι.
Μετά λοιπόν από χοντρά, χοντρά δύο χρόνια γάμου ο Ερρίκος έστειλε και την πέμπτη, κατά σειρά που εμφανίστηκαν, σύζυγο στο ικρίωμα γιατί δεν ήταν για διατροφές και δικαστήρια, ήταν στενάχωρος τύπος. Κι επειδή δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πικροψώλης ήταν, ούτε ότι είχε τον γυναικοδιώκτη και πίστευε πως του άξιζε ακόμα μια ευκαιρία στον έρωτα, σκέφτηκε να ξαναφτιάξει τη ζωή του μ ακόμα μια Κατερίνα, που ήταν παντρεμένη όταν την έβαλε στο μάτι ο Ερρίκος αλλά για καλή του τύχη του συζύγου της πέθανε νωρίς (γιατί δεν είναι και να μπλέκεις και με τον βασιλέα). Κι έτσι τραγουδώντας χαρωπά «Της χήρας το πηγάδι, με έστειλε στον Άδη» ο Ερρίκος ο 8ος προχώρησε στο έκτο (και τελευταίο)στεφάνι του.