,

Μία κάποια πριγκίπισσα

Πριγκίπισσα μου, μεγάλωσες. Μεγάλωσες, μα ακόμα είσαι εγκλωβισμένη στο χρυσό κλουβί σου. Δεν κατάφερες να ξεφύγεις, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να σε ταρακουνήσουν.

Κάθε μέρα, άνοιγες τα μάτια σου και καθάριζες τα τζάμια για ν’ αστράφτει η γυάλα σου και να μπορείς με ευκολία ν’ αγναντεύεις τον έξω κόσμο. Κάθε μέρα, με ευλάβεια τοποθετούσες το λιθαράκι σου κι έχτιζες γύρω σου έναν ψεύτικο κόσμο από τοίχους γυάλινους μα καθόλου εύθραυστους. Κι όσο μεγάλωνες, τόσο στριμωχνόσουν στη μικρή σου σφαίρα και δεν έλεγες να βγεις. Τι κι αν δε χωρούσες πια, προσπαθούσες με το στανιό να στριμωχτείς γιατί φοβόσουν ν’ αντικρίσεις τον έξω κόσμο. Έτσι, όλο και κλεινόσουν, όλο και γινόσουν ένα με το γυαλί γύρω σου… Είναι που την αγάπησες τη γυάλα σου και που την έχτισες με κόπο, δεν ήθελες κανείς να την αγγίξει μα ούτε και να την αφήσεις. Δεν άντεχες έξω από αυτήν. Δεν είχες οξυγόνο. Ούτε να κολυμπήσεις μπορούσες, σου φαινόταν ωκεανός ο έξω κόσμος κι εσύ δεν ήσουν έτοιμη γι αυτόν. Μα από το φόβο σου, δεν έβλεπες πως ο αέρας εκεί μέσα, όλο και λιγόστευε. Ασφυκτιούσες. Κι αν τα νερά ήταν ρηχά στην αρχή, έπειτα έγιναν χείμαρρος που δεν μπόρεσες να κατευνάσεις.

Όταν κάποιος προσπαθούσε να σου ανοίξει ένα παραθυράκι για ν’ ανασάνεις, εσύ ένιωθες απειλή. Θύμωνες κι αμέσως τον έδιωχνες. Προτιμούσες να πνιγείς παρά ν’ αφήσεις το χρυσό κλουβί σου. Όμως τα χρόνια πέρασαν κι εσύ, μικρή μου πριγκιπέσα, με τα χρωματιστά φορέματα και τα φανταχτερά παπούτσια σου είσαι πια μοναχική και θλιμμένη με ρούχα πρόχειρα και κουρελιασμένα. Κι αν κάποιος σε πλησίασε, γυάλισες τα, στενά πια, ρούχα σου και τσαλακώθηκες μέσα τους παλεύοντας να δείξεις ευτυχισμένη με την επιλογή σου. Μα όσο κι αν πάλεψες να προσποιηθείς, το πρόσωπό σου, σε πρόδωσε. Έχεις ακόμα χρόνια μπροστά σου, μην τ’ αφήσεις να χαθούν και να σε παρασύρουν πιο βαθιά στο σκοτεινό μονοπάτι που διαβαίνεις. Έχεις ακόμα χρόνο για την επιστροφή. Είναι δύσκολο μα θα τα καταφέρεις, έχε πίστη στον εαυτό σου μα και στους γύρω σου. Θυμήσου το κοριτσάκι που ήσουν κάποτε. Θυμήσου τα γέλια, την ανεμελιά, την αγάπη. Όλα είναι εδώ, αρκεί να τους δώσεις λίγο χώρο να ευδοκιμήσουν ξανά. Ποτέ δεν είναι αργά.

**

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πριγκίπισσα που αγαπούσε τα χρώματα. Της άρεσε ν’ αγναντεύει το γαλάζιο του ουρανού, το πράσινο των φύλλων και τις κόκκινες τουλίπες στον κήπο της. Της άρεσε να μυρίζει το βρεγμένο χώμα, να παίζει με τα σκιουράκια στο δάσος, να τραγουδάει μαζί με τα πουλιά. Ήταν όμως πολύ μικρή κι αθώα και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους κινδύνους. Έτσι, οι γονείς της, φοβούμενοι μην της συμβεί κάτι κι εφόσον εκείνοι δεν μπορούσαν να πηγαίνουν μαζί της, αποφάσισαν πως δεν μπορούν να την αφήνουν να τριγυρνά μόνη της. Βλέπεις, εκείνοι ήταν πολύ απασχολημένοι και δεν μπορούσαν μήτε να τη φροντίσουν, μήτε να την προσέξουν. Η πριγκίπισσα λυπήθηκε που δεν την άφηναν να τρέχει πια στο δάσος, της έλειπαν τα σκιουράκια κι εκείνο το δεντρόσπιτο που είχε χτίσει με τόσο κόπο. Φίλες δεν είχε, δεν άρμοζε στην ευγενή καταγωγή της να συναναστρέφεται με παιδιά κατώτερης κοινωνικής τάξης. Έτσι, αναγκάστηκε να κλειστεί στο κάστρο της και να παρακολουθεί πίσω από το παράθυρό της.

Στο σχολείο δεν πήγαινε, ερχόταν πού και πού ένας δάσκαλος στο σπίτι να της μαθαίνει τα βασικά. Είχε μαραζώσει. Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη φανταχτερά φορέματα που όμως δεν είχε πού να τα φορέσει. Εκείνο το ροζ ειδικά, με τα λευκά λουλούδια και τη φουσκωτή φούστα, ήταν το αγαπημένο της. Πλέον, στεκόταν κι αυτό θλιμμένο στην κρεμάστρα του, ξεχασμένο και σκονισμένο.

Η πριγκίπισσα μεγάλωνε κι έχτιζε το δικό της παραμύθι μέσα στους πέτρινους τοίχους του δωματίου της. Ζωγράφιζε τον ουρανό και τα σύννεφα, σχημάτιζε τα δέντρα και τον ήλιο κι εκείνη να τρέχει ανέμελη ανάμεσα στο γρασίδι.

Όταν έγινε 12 χρονών, οι γονείς της αποφάσισαν πως μπορούν πια να την αφήσουν να βγει μόνη της. Δεν της ήταν εύκολο αλλά ήθελε πάρα πολύ να ξαναδεί τον έξω κόσμο. Κι έτσι, χτένισε με ευλάβεια τα μακριά και πλούσια μαλλιά της, φόρεσε το πιο όμορφο χαμόγελο της κι έτρεξε να συναντήσει τους φίλους της, τα ζωάκια.

Ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να της κάνουν. Έτρεξε, έπαιξε με την καρδιά της, κυλίστηκε στα χώματα και μάζεψε σαλιγκάρια. Όταν έφτασε την πόρτα του κάστρου της, η μητέρα της δεν την άφησε να μπει, επειδή ήταν βρώμικη. «Ένα παιδί τέτοιας οικογενείας, δεν μπορεί να έρχεται στο κάστρο σαν τον χειρότερο ζητιάνο!» Εκείνο το βράδυ, διέταξε να την αφήσουν να κοιμηθεί έξω.

Φοβόταν τόσο πολύ. Πήγε σ’ εκείνο το δεντρόσπιτο που είχε φτιάξει και κούρνιασε τρέμοντας από το κρύο. Της είχαν πει τόσα πολλά οι γονείς της για τον «έξω κόσμο» μα κανείς δεν της είπε πώς να προστατευτεί. Το επόμενο πρωί, τη βρήκε ένας φρουρός και την περιμάζεψε στο σπίτι. Οι υπηρέτριες την πήγαν μπροστά από τη μητέρα της να λογοδοτήσει για τη συμπεριφορά της. Μάταια προσπαθούσε να εξηγήσει πως δεν έκανε κάτι κακό και, όσο πάλευε να βρει το δίκιο της, τόσο η μητέρα της θύμωνε.
«Ήταν λάθος απόφαση να σε αφήσουμε τελικά να βγεις. Θα μείνεις κλεισμένη εδώ».

Κι οι μέρες περνούσαν όπως και πριν, με την μικρή πριγκίπισσα κλεισμένη στο χρυσό κλουβί της, μακριά από όλους εκείνους που μπορούσαν να «λερώσουν» το πριγκιπικό της όνομα. Κάθε μέρα η μητέρα της της έλεγε πόσο την αγαπάει και πως όλα γίνονται για το καλό της. Πόσο εθελοτυφλούσε κι εκείνη.
Κι η μικρή κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό της. Έμαθε ν’ ακούει τη μητέρα της, εκείνη ήξερε. Εκείνη μόνο την αγαπούσε. Έτσι είχε αρχίσει να πιστεύει. Γιατί, άλλωστε, να θέλει το κακό της;

Έμαθε ν’ αγαπάει τον εαυτό της πιο πολύ απ’ όλους. Έμαθε ν’ αγαπάει τα φανταχτερά ρούχα, τα ακριβά δώρα και τα επίσημα δείπνα. Ξέχασε ν’ αγαπά τη φύση, τα ζώα που κάποτε ήταν οι καλύτεροι φίλοι της, τη μυρωδιά των λουλουδιών. Τα μόνα αρώματα που αγαπούσε πια, ήταν εκείνα στα πανάκριβα μπουκάλια που της έφερναν δώρο τις γιορτές.

Έμαθε να διατάζει τους ανθρώπους που εργάζονταν μέσα στο κάστρο. Τους μιλούσε άσχημα και τους υποβίβαζε με την πρώτη ευκαιρία. «Έτσι πρέπει να κάνει μια πριγκίπισσα», της έλεγε η μάνα της, «μόνο έτσι θα επιβιώσεις». Κι εκείνη τα ακολουθούσε όλα πιστά. Είχε γίνει μια μικρογραφία της. Όλη της η ζωή φτιαγμένη πλασματικά, δίχως ίχνος αγάπης και ευαισθησίας. Την ένοιαζε μόνο να στολίζεται και να κάνει βόλτες στο παλάτι με τη μητέρα της για να τους λένε πόσο όμορφες είναι.

Ήταν στα 21α γενέθλιά της, όταν πέθανε η μητέρα της. Κλείστηκε στον εαυτό της. Άλλον άνθρωπο δεν είχε. Κανείς δεν την καταλάβαινε, κανείς δεν την αγαπούσε. . Αποφάσισε να φύγει από το παλάτι, εγκατέλειψε και τον πατέρα της που ζούσε, μόνος πια, εκεί. Δεν την ενδιέφερε εκείνος, άλλωστε. Γιατί εκείνος, όλο της μιλούσε και της εξηγούσε πως ζει σε μια φούσκα που μια μέρα θα σκάσει και θα την προσγειώσει απότομα. Εκείνη θύμωνε και δεν μπορούσε να δεχτεί πως τόσα χρόνια, όσα έχτιζε με κόπο, είναι ψεύτικα. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να δεχτεί πως η μητέρα της τη μεγάλωνε μέσα σε μια φούσκα. Όχι, όχι.. την αγαπούσε. Έκανε τα πάντα για το καλό της. Ο πατέρας της δεν ήξερε από αυτά. Ένας γεροξεκούτης ήταν…

Για μέρες έψαχνε τι θα κάνει, πού θα μείνει, πώς θα ζήσει. Άρχισε να πίνει. Τόσο που, πολλές φορές, ξεχνούσε την ευγενή καταγωγή της και έβριζε, έσπαγε πράγματα κι έσκιζε τα πανάκριβα ρούχα της που, πλέον, θύμιζαν κουρέλια. Σταμάτησε να προσέχει τον εαυτό της. Θα την έλεγε κανείς τρελή που καμιά φορά χόρευε μόνη της στο δάσος. Τριγυρνούσε και φώναζε, σαν να μην την ένοιαζε τίποτα πια. Γελούσε υστερικά κι έκλαιγε έντονα. Τα μεγάλα, όμορφα μάτια της, είχαν άδειο βλέμμα. Εκείνα που κάποτε σε κοιτούσαν με τόση ζεστασιά. Ξεσπούσε, χωρίς να ξέρει πάντα το γιατί. Της έφταιγαν όλα. Όλοι. Όλοι είναι ύπουλοι. Κακοί.
Μια φορά την είδε κάποιος να τριγυρνάει και να τραγουδάει. Θαρρείς πως ήταν παρανοϊκή.

«Πια κανείς δε μ’ αγαπάει… λα λα λα..»
«Τι σε νοιάζει όμως τώρα, ψόφο να χει όλη η χώρα.»

«Μα πολλοί με αγαπούσαν κι όμορφα χαμογελούσαν.»
«Όχι δε σε αγαπούσαν, τα λεφτά σου λαχταρούσαν και το κάστρο σου ποθούσαν.»
«Στα τσακίδια όλοι να πάτε, αφού δε με αγαπάτε, τα λεφτά μου θα τα κάψω κι όλους σας θα σας ξαφνιάσω.
Μακριά μου πια σταθείτε και ποτέ δε θα με βρείτε…»

Η μικρή, γυάλινη σφαίρα έστεκε σκονισμένη στο μοναδικό σάπιο ράφι της καλύβας. Οι χρυσές φυσαλίδες της, βρίσκονταν καιρό στον πυθμένα της γυάλας και η μικρή πριγκίπισσα βρισκόταν κοκαλωμένη στο κέντρο της κρατώντας το θαμπό, ροζ φόρεμά της.

Περιεργάστηκε για λίγο το παγωμένο γυαλί στα βρώμικα δάχτυλά της.
«Ήρθε η ώρα να χορέψουμε ξανά», είπε και ανακίνησε τη σφαίρα. Όλα έλαμψαν στιγμιαία σ’ έναν μαγικό χορό, γεμάτο ζωντάνια και κέφι. «Αλλά κανένας χορός δε θα ναι ποτέ ίδιος. Γιατί μερικές φορές, είναι πράγματι αργά». Τα νερά σκόρπισαν κατάχαμα και οι χρυσές φυσαλίδες αγκάλιασαν τη φιγούρα της σπασμένης πορσελάνινης κούκλας που δε θα μπορούσε, με τίποτα πια, να επισκευαστεί.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: