,

Με τα μάτια κλειστά

Δανάη και Βασίλης. Γνωρίζονται 7 χρόνια. Από την πρώτη μέρα που την είδε, την ερωτεύτηκε. Από την πρώτη μέρα που τον είδε, ούτε καν που τον θυμόταν. Τη συνάντησε σε μια κοινή παρέα και τα μάτια του κόλλησαν πάνω της.
«Ξεκόλλα, ρε μαλάκα. Έχει κι άλλες γκόμενες το μαγαζί, αφού αυτή δε σου δίνει σημασία» του λέγε ο Κώστας, αλλά χαμπάρι αυτός. Κάτι τον μαγνήτιζε πάνω της. Θες το λάγνο βλέμμα της, ίσως τα κόκκινα φουντωτά μαλλιά της, ίσως, πάλι, να ‘ταν και το αυθόρμητο στυλ της. Γελούσε με την καρδιά της κι αυτό το ξεχώριζε ο Βασίλης. Είχε βαρεθεί τις ψηλομύτες χαζογκόμενες που τριγυρνούσαν στα μπαρ με τουπέ και ξινισμένο ύφος. Αυτή, είχε κάτι το ξεχωριστό. Έβαλε σκοπό να την κατακτήσει.

Έψαξε να μάθει γι’ αυτήν, ξαδέρφη ενός συμμαθητή του από το λύκειο ήταν τελικά. Δεν έχασε χρόνο. Επικοινώνησε αμέσως μαζί του. «Έλα, ρε ψηλέ, κάνε μου κονέ με τη μικρή. Σου υπόσχομαι δε θα την πληγώσω». Ο Αντώνης βαριόταν να ασχολείται με τα γκομενικά της ξαδέρφης του, αλλά επειδή ήξερε πόσο καλό παιδί είναι ο Βασίλης, έδωσε τον αριθμό της. «Έχε το νου σου, Μπίλη. Αν γίνει στραβή, θα το μάθω».

Κι έτσι άρχισε τα μηνύματα ο Βασίλης. Κι άρχισαν να φλερτάρουν. Μόνη της η Δανάη, λίγο φλερτ δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, σκέφτηκε κι ανταποκρινόταν. Κι ας μη θυμόταν ποιος ήταν. Ας μην ήξερε πώς έμοιαζε. Έπαιζαν κι εκείνη γούσταρε όλο αυτό το τριπάκι. Έδωσαν ραντεβού να γνωριστούν κι από κοντά. Όμως απογοητεύτηκε. Ο Βασίλης, δεν έμοιαζε καθόλου με την εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό της. Κάπως κοντούλης για τα γούστα της, αδύνατος πολύ και με απεριποίητα κοντοκουρεμένα μαλλιά. Πιο πολύ παιδάκι της θύμιζε, παρά το άγριο αρσενικό που την είχε αναστατώσει στα μηνύματα. Απογοητευμένη, λοιπόν, ήπιε έναν τυπικό καφέ κι έφυγε άρον άρον Εκείνος, συνέχισε να της στέλνει αλλά η Δανάη δεν ανταποκρινόταν. Αφού την είχε γεμίσει αναπάντητα μηνύματα και αναζητούσε μια δικαιολογία για την εξαφάνισή της, αποφάσισε να του ξεκαθαριστεί.

«Ξέρεις, Βασίλη, πολύ καλή η παρέα σου, αλλά να… ίσως ο Αντώνης δε σου είπε ότι έχω σχέση. Τις ημέρες που μιλούσαμε είχα χωρίσει, αλλά τώρα τα ξαναβρήκαμε. Όποτε καταλαβαίνεις… Αν θέλεις να κρατήσουμε μια φιλική επαφή, κανένα πρόβλημα, μιας που μου αρέσει η παρέα σου. Φιλιά.»

Τι να του έλεγε, άλλωστε; Ότι δεν της άρεσε; Δεν ήθελε να γίνει αγενής κι έτσι αποφάσισε να πάρει το ρόλο της κακιάς. Καλύτερα.

Ο Βασίλης φανερά κολλημένος δεν ήθελε να τη χάσει κι έτσι αποφάσισε να κρατήσει φιλικές σχέσεις. Περνούσαν οι μήνες, λοιπόν κι έκαναν πραγματικά πολύ καλή παρέα. Έβγαιναν, έπιναν, γλεντούσαν. Έκλαιγαν για κάτι πεθαμένους έρωτες που αναπολούσαν πού και πού και έβριζαν μαζί τους πρώην τους. Ήταν πεπεισμένη πως έκανε καλή επιλογή όταν αποφάσισε να κρατήσει τη σχέση τους σε φιλικό επίπεδο. Ίσως να μην περνούσαν τόσο καλά σαν ζευγάρι. Ίσως να είχε χαθεί η μαγεία. Ίσως πολλά…

Ένα βράδυ ήταν καλεσμένοι σ’ ένα πάρτι μασκέ, στο σπίτι του Αντώνη. Εκείνος, ντυμένος Ζορό (μα πόσο κλασικός κι αυτός πια!). Εκείνη, φόρεσε το πιο σέξι φόρεμά της, το διχτυωτό καλσόν της, έπιασε αυστηρό κότσο τα μαλλιά της, φόρεσε το αγαπημένο της κόκκινο κραγιόν, τις ψηλοτάκουνες, δερμάτινες μπότες της και μια βενετσιάνικη μάσκα που της είχαν φέρει δώρο. Ήταν πανέμορφη και απίστευτα σέξι. Ήθελε να εγείρει κάθε αρσενικό που θα βρισκόταν στον χώρο. Καιρό μόνη της, άλλωστε, είχε ανάγκη για επιβεβαίωση κι ας μην το παραδεχόταν στον εαυτό της.

Ο Βασίλης ήταν ήδη στο πάρτι και ψιλοφλέρταρε με μια κοπελίτσα. Όταν μπήκε η Δανάη, έκανε εντύπωση, όπως ήταν αναμενόμενο. Τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της κι εκείνη χαμογέλασε αμυδρά έχοντας πετύχει τον αρχικό της στόχο. Όμως δεν έμεινε εκεί. Απόψε ήθελε να γνωρίσει κάποιον. Να κοιμηθεί μαζί του. Να γεμίσει ηδονή το κορμί της και ν’ απολαύσει την αρρενωπότητα ενός αρσενικού που τόσο της είχε λείψει.

Λίγα ποτά αργότερα κι ένας μαυροφορεμένος νεαρός την πλησίασε. Την κοίταξε βαθιά στα πράσινα μάτια της και προτού προλάβει να συστηθεί, εκείνη τον άρπαξε, τον κόλλησε στον τοίχο και τον φίλησε με πάθος. Λέξη δεν έβγαλαν για τα επόμενα πέντε λεπτά αφού τα χείλη τους είχαν γίνει ένα. Τον τράβηξε απαλά από το χέρι και τον οδήγησε στο δωμάτιο του Αντώνη. Ήξερε τα κατατόπια του σπιτιού καλά. Κλείδωσε την πόρτα πίσω της κι ήταν έτοιμη να ξεκλειδώσει το κορμί της σ’ εκείνον.

«Στάσου…» πρόλαβε να ψελλίσει εκείνος.
«Σσσσ, μη μιλάς κι απόλαυσε την ευκαιρία που σου δίνεται απόψε»

Ο Βασίλης μόλις άκουσε τη φωνή της, κατάλαβε αμέσως. Για λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε σε δίλημμα. Να της αποκαλύψει ποιος είναι ή να συνεχίσει κι όπου βγάλει; Δε δυσκολεύτηκε πολύ, κολλημένος 7 χρόνια κι είχε μια μοναδική ευκαιρία. Σίγουρα θα το μετάνιωνε αν την έχανε.

Τη φίλησε με πάθος. Άρχισε να χαϊδεύει τους ώμους της, να φιλά το λαιμό της. Τα χάδια του κατέβηκαν στο στήθος της, σμίλευσαν το κορμί της. Εκείνη, παραδομένη στα χέρια του έμπειρου άντρα που είχε απέναντί της, αναστέναζε ελαφρώς κι η καυτή ανάσα της ερέθιζε όλο και πιο πολύ τον Βασίλη. Αφού περιεργάστηκε με τα χάδια του κάθε σημείο του σώματός της, έσκισε με μιας το φόρεμά της κι άρχισε να φιλάει το ερεθισμένο της στήθος. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και γεύτηκε με τη γλώσσα του κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Γεύτηκε τους χυμούς της.

Τώρα, αναστέναζε πιο βαθιά, πιο έντονα, πιο ηδονικά. Τον τράβηξε ελαφρώς από τα μαλλιά, τον ανασήκωσε στο ύψος του προσώπου της κι αφού του έδωσε ένα έντονο φιλί, τον ξάπλωσε κι ανέβηκε πάνω του. Τον ένιωσε να καίει, να τρέμει από καύλα. Άρχισε να του δαγκώνει το λαιμό, να τον χαϊδεύει, να τρίβεται πάνω του. Ήθελε να τον παιδέψει. Και τα κατάφερνε. Ο Βασίλης κρατιόταν με δυσκολία. Του αφαίρεσε με τα δόντια το εσώρουχό του κι άρχισε να τον γλείφει έντονα. Ήταν έτοιμος να έρθει σε οργασμό όταν εκείνη ξαφνικά σταμάτησε. «Κάνε με δική σου» του ψιθύρισε στ’ αυτί κι εκείνος, χωρίς σκέψη, τη σήκωσε, τη γύρισε και την κόλλησε στον τοίχο. Με το ένα χέρι του κρατούσε το λαιμό της και με το άλλο το ολόστητο στήθος της. Τα κορμιά τους χόρεψαν σ’ έναν έντονο και ξέφρενο ρυθμό για λίγη ώρα ώσπου έφτασαν μαζί στην κορύφωση. Έμειναν κολλημένοι για λίγα δευτερόλεπτα, της έδωσε ένα απαλό φιλί και άρχισε να ντύνεται.
«Σ’ ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά» της ψέλλισε στ’ αυτί κι έφυγε αμέσως. Η Δανάη κοκάλωσε. Ήθελε να το παίξει αφέντρα και δεν μπόρεσε να κουνήσει ούτε ρούπι. Τι έγινε μόλις; Με παράτησε σύξυλη;
Βγήκε από το δωμάτιο κι έσπευσε να πιει ένα ποτό να χαλαρώσει. Το είχε ανάγκη. Έψαξε να τον βρει στο χώρο, αλλά τίποτα. Εξαφανίστηκε.

Την επόμενη μέρα πήρε τον Βασίλη τηλέφωνο να πάνε για καφέ να του πει τα νέα της. Μέσα σ’ όλα, τον ρώτησε γιατί δεν πήγε στο χθεσινό πάρτι. «Είχα λίγο πυρετό, ρε συ. Δεν ήμουν για πολλά κι έτσι έκατσα σπίτι. Για πες εσύ, πώς πέρασες;». Άρχισε να του εξιστορεί τι έγινε με τον μυστήριο άντρα. Πόσο τον γούσταρε και πόσο θα θελε να τον ξαναδεί. Τι κι αν ρώτησε τον Αντώνη μήπως γνώριζε κάτι, τίποτα.

Ο Βασίλης είχε αποφασίσει να παίξει για τα καλά αυτή τη φορά. Αγόρασε καινούργιο αριθμό και τον χρησιμοποιούσε μόνο για να μιλάει μαζί της. Σκεφτόταν για μέρες πώς να το χειριστεί για να μη χάσει το παιχνίδι. Ώσπου το αποφάσισε να κάνει μια κίνηση κι όπου βγει. «Καλησπέρα, Δανάη. Ή μήπως να σε πω Βενετσιάνα καλύτερα; Είμαι ο…. Ζορό, αν με θυμάσαι.»

Η οθόνη του κινητού της άναψε και μόλις διάβασε το μήνυμα, άναψε κι η ίδια. Αν τον θυμάται ρώτησε, πού να ‘ξερε πως δεν το έχει βγάλει λεπτό από το μυαλό της. «Φυσικά και σε θυμάμαι. Εσύ εκείνος που με παράτησε στο πάρτι.»

«Αυτό θυμάσαι μόνο; Επειδή μεσολάβησαν πολλά που μάλλον ξέχασες, μπορείς να έρθεις απόψε από το σπίτι μου να σου τα θυμίσω. Πατησίων 210. Πρώτος όροφος. Στις 21.00. Α! Και μην ξεχάσεις τη μάσκα σου. Φιλιά.»

Σοκ η Δανάη. Δηλαδή το είχε σίγουρο ότι θα πάει. Ο τύπος όχι μόνο ήταν ό,τι καλύτερο της είχε συμβεί ποτέ, αλλά ήξερε και πώς να μιλήσει σε μια γυναίκα. Πώς να παίξει μαζί της.

Πέντε ώρες ετοιμαζόταν. Αγόρασε καινούργια εσώρουχα. Μαύρα, δαντελένια, τόσο – όσο. Φόρεσε ζαρτιέρες, δωδεκάποντες κόκκινες γόβες κι ένα κόκκινο φαρδύ παλτό που κάλυπτε σχεδόν τα πάντα. Το αγαπημένο κόκκινο κραγιόν της που πάντα τη γεμίζει αυτοπεποίθηση κι ένα έντονο, αισθησιακό άρωμα. Πήρε ένα μπουκάλι κρασί, τη βενετσιάνικη μάσκα της και ξεκίνησε για τον προορισμό της.

Φτάνοντας, άναψε ένα τσιγάρο και προσπάθησε να διώξει τις ξαφνικές ντροπές. Η πόρτα της εισόδου ήταν ανοιχτή. Ανεβαίνοντας, την περίμενε στην πόρτα εκείνος. Με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του και τη μάσκα του Ζορό.

«Θα παίζουμε για πολύ αυτό το παιχνίδι με τις μάσκες;». Την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε όπως δεν την έχουν ξαναφιλήσει ποτέ. Το άρωμά του, μεθυστικό. Το σώμα του, καυτό. «Πολύ μιλάς» είπε κοφτά κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ξεκούμπωσε ευλαβικά το παλτό της κι αντίκρισε το αψεγάδιαστο κορμί της. Της έκανε παθιασμένο έρωτα όλο το βράδυ. Εφτά χρόνια κολλημένος με μια γυναίκα που δεν του έδινε σημασία και τώρα την έχει όλη δική του μονάχα καλύπτοντας το πρόσωπό του με μια μάσκα.

Δύο μήνες πέρασαν έτσι. Στην καψούρα την είχε τη Δανάη. Μ’ ένα μήνυμά του, έτρεχε να γευτεί τα φιλιά και το σώμα του. Δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή του. Ούτε καν τ’ όνομά του. Μόνο πως είναι ο καλύτερος εραστής.

Στα γενέθλιά του ο Βασίλης, την κάλεσε για δείπνο. Είχε λέει να της πει κάτι σοβαρό. Έβαλε το τζιν της κι ένα απλό μακό, αγόρασε κι ένα τυπικό δώρο και πήγε. Αφού έφαγαν, αφού ήπιαν μερικά ποτά, την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. «Βασίλη, τι κάνεις; τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά.». «Το ξέρω, έχω να σου κάνω ένα δώρο, κλείσε τα μάτια σου». Της έδωσε μια γραβάτα κι εκείνη τα έδεσε διστακτικά. Ύστερα από ένα λεπτό, φόρεσε τη μάσκα του και την πλησίασε. Άρχισε να τη φιλά το λαιμό κι ύστερα τα χείλη.

«ΕΣΥ! Πώς βρέθηκες εδώ;»
Έλυσε τη γραβάτα από τα μάτια της και τον αντίκρισε. «Μα… πώς;»
Έβγαλε τη μάσκα του. «Δεν είναι καιρός να γνωριστούμε, τι λες;»
Η Δανάη είχε μείνει άφωνη.
«Είμαι ο Βασίλης και είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου τα τελευταία 7 χρόνια. Επέλεξες να με κρατήσεις για φίλο και το δέχτηκα. Εκείνο το βράδυ στο πάρτι, χωρίς να ξέρεις ποιος είμαι, αποφάσισες να κάνεις έρωτα μαζί μου. Ήταν η καλύτερη νύχτα της ζωής μου. Κι όλα τα βράδια που ακολούθησαν μαζί σου. Γουστάρω το παιχνίδι που παίζουμε, αλλά κουράστηκα. Σε θέλω συνέχεια, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Χωρίς μάσκες και ανωνυμίες. Χωρίς σενάρια για αγρίους. Αν πρέπει για να σ’ έχω να κυκλοφορώ μόνιμα μ’ αυτή τη γελοία μάσκα, θα το κάνω. Αποφάσισα όμως απόψε να ξεγυμνωθώ μπροστά σου και να ‘μαι πέρα για πέρα ειλικρινής. Αν η προϋπόθεσή σου είναι να έχουμε τα μάτια κλειστά…»

«ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΦΙΛΑ ΜΕ» τον διέκοψε με φόρα η Δανάη.

Και κάπως έτσι τα βράδια τους γέμισαν έρωτα και πάθος, ειλικρινά συναισθήματα και τρυφερές αγκαλιές. Κάπως έτσι, η καύλα μιας στιγμής έγινε παθιασμένη σχέση ζωής, απαλλαγμένη από ταμπού και ανασφάλειες. Μια σχέση που θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί πολύ νωρίτερα, αν η Δανάη δεν είχε κολλήσει στην εμφάνιση του Βασίλη όταν τον πρωτογνώρισε. Αν η Δανάη είχε δώσει μια ευκαιρία σ’ έναν άνθρωπο που δεν ταίριαζε στα δεδομένα που είχε πλάσει με το μυαλό της και δεν έβαζε εμπόδια μόνη της στον εαυτό της.

Όλες έχουμε υπάρξει Δανάη αλλά, δυστυχώς, δεν έχουμε γνωρίσει όλες έναν τέτοιο Βασίλη που θα μας βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι.

Να δίνετε ευκαιρίες, γιατί ποτέ δεν ξέρετε. 😉

Δώρα Κουτσογιάννη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: