Η παρακάτω ιστορία δεν είναι καθόλου, μα καθόλου μυθοπλασία. Οποιεσδήποτε ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις, είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Θα σας πω ένα παραμύθι, σε σας, που συνεχίζετε να διαβάζετε αυτό το κείμενο παρόλο τον αλλοπρόσαλλο τίτλο του.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μικρό σπίτι. Ήταν χτισμένο σε ένα ήσυχο δρόμο, σε ένα προάστιο μιας μεγάλης πόλης. Ας τον πούμε Θουκυδίδου κι ας του δώσουμε τον αριθμό 8. Βρισκόταν ανάμεσα σε ένα μεγάλο πανέμορφο σπίτι, πλούσιο και φτιαγμένο με γούστο, μεγαλοαστικό θα το λέγαμε για την εποχή του και σε ένα οικόπεδο γεμάτο αγριόχορτα, με μια ξύλινη παράγκα στη μια του άκρη. Αυτός ήταν ο λόγος που αυτό το μικρό σπίτι έγινε πύλη για να περάσει το μικρό κοριτσάκι που έμενε εκεί, σε δύο παράλληλους, αλλά τόσο διαφορετικούς κόσμους και να τους δεχτεί και τους δύο με εκείνο το ορθάνοιχτο μυαλό, που έχουν μόνο τα παιδιά και οι σοφοί, ούτε με ζήλια για το αριστερό, ούτε με καταφρόνια για το δεξιό.
Η αύρα αυτού το σπιτιού ήταν το μυστικό. Ο επισκέπτης του όταν άνοιγε την πόρτα του κήπου, καταλάβαινε τον αέρα να αλλάζει. Γινόταν ευωδιαστός, πολύχρωμος, ελαφρύς σαν πούπουλο. Ο μπροστινός κήπος δεν ήταν μεγάλος, αλλά πνιγόταν στις τριανταφυλλιές. Όλα τα χρώματα, εκατό ποικιλίες, χίλια αρώματα και όταν κοίταζες δεξιά, εκεί στεκόταν η χαϊδεμένη του κήπου. Μία τριανταφυλλιά, τρία διαφορετικά χρώματα τριαντάφυλλα! Το καμάρι του βασιλιά! Γιατί ο κήπος ήταν ένα μικρό βασίλειο που είχε κι αυτό το βασιλιά του.
Κι από ‘κει συνέχισε κι ανέβα τα πέντε σκαλοπάτια της βεράντας. Δεν έχει κάγκελα γύρω γύρω, αντί για κάγκελο βάλε με τη φαντασία σου kinder γαλακτοφέτες αραδιασμένες στο πλάι τη μία δίπλα στην άλλη, όπου το μπισκότο να είναι τούβλα ντυμένα με ροζ τσιμεντοκονία και η κρέμα να είναι χώμα και να ξεπετάγονται από μέσα του κόσμου όλου τα μικρολουλουδάκια και αμέτρητοι βασιλικοί!
Χτύπα το κουδούνι τώρα. Θα σου ανοίξει η βασίλισσα του σπιτιού αυτοπροσώπως. Δεν έχει κυρίες επί των τιμών, τα κάνει όλα μόνη της. Είναι νέα και είναι γιαγιά, κοντούλα, αφρατούλα, με ένα ολοστρόγγυλο προσωπάκι και γαλανά ματάκια, που όλο γελάνε και σε καλωσορίζουν. Τα μαλλιά της κοτσίδες στερεωμένες γύρω από το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο, τα χέρια της αλευρωμένα πάντα, γιατί όλο κάτι σκαρφίζεται να φτιάξει στην κουζίνα της για να ταΐσει, να δεχτεί, να καλωσορίσει, να ευφράνει τους γύρω της.
Όποιος κι αν είσαι, η γειτόνισσα, ο ταχυδρόμος, το παιδί του μπακάλη, θα σε τραβήξει στην κουζίνα της να σου ψήσει καφέ, θα τον σερβίρει με ένα ποτήρι παγωμένο νερό σε δίσκο με δισκόπανο πλεγμένο στο βελονάκι. Όποιος κι αν είσαι. Είπαμε, είναι βασίλισσα! Μόνο που δεν θα το δεις το κέρασμά σου, γιατί το βλέμμα σου θα το απορροφήσει η θέα από την κουζίνα της κυράς. Αν μπροστά είδες τα χρώματα του ουράνιου τόξου μεταμορφωμένα σε λουλούδια, στον πίσω κήπο αποκαλύπτεται η Εδέμ! Και η ροζ βεράντα. Πιο μεγάλη, με περισσότερες πανάνθιστες kinder γαλακτοφέτες, στρωμένη κι αυτή με ροζ τσιμεντοκονία, που σε ένα σημείο κοντά στον τοίχο του σπιτιού έχει σπάσει και μέσα από το σπάσιμο ξεπετάγεται ένα τεράστιο γιασεμί, που ανεβαίνει μέχρι την ταράτσα γλείφοντας τον τοίχο και είναι τα γιασεμιά του τόσο πυκνά, λευκά και μυρωδάτα, που νομίζεις πως είναι χιονισμένο με αρωματικό χιόνι ντάλα καλοκαίρι!
Δυο σκαλάκια παρακάτω απλά δεν είσαι πια στη μεγαλούπολη, είσαι στην εξοχή. Μέσα σε δέντρα με φρούτα να τα κόψεις και να τα φας εκείνη την ώρα, μέσα σε μποστάνι με ούτε ξέρω πόσα κηπευτικά και στο βάθος, κάτω από μια γριά συκιά, ένα κοτέτσι με ένα τεράστιο κόκορα που η ουρά του είχε όλα τα χρώματα της ίριδας (cocktail που λένε και οι bartenders!) και καμιά δεκαριά κότες να τον διεκδικούν και να ξεπουπουλιάζονται.
Και κάπου εκεί, χαμένος μέσα στα δέντρα με ένα κλαδευτήρι στο χέρι, ο βασιλιάς του κήπου. Περίεργος βασιλιάς αν κρίνει κανείς από τα ρούχα του. Ένα κοντό ντρίλινο παντελόνι, μια φανέλα λερωμένη με χώματα, σαγιονάρες μέσα στις λάσπες και αντί για σκήπτρο ένα σκαλιστήρι, μια τσάπα, ένα πριόνι. Όλος ο κήπος δικό του έργο, μεράκι του μεγάλο. Κι όταν τελείωνε τις δουλειές του, καθόταν στη ροζ βεράντα κι έπινε τον καφέ του, τον σερβιρισμένο στο ασημένιο δισκάκι από τη βασίλισσα, τη “μάνα” του κι ας ήταν πεθερά, και ρέμβαζε κοιτώντας τους κόπους των χεριών του κι έφευγε το μυαλό μακριά.
Και εκείνο το κοριτσάκι, που ήταν εγγονή της βασίλισσας-γιαγιάς, τα ζούσε όλα αυτά σαν σε όνειρο, μάθαινε για τα δέντρα, για τα φυτά, έφερνε αυγά από το κοτέτσι, μάζευε ντομάτες και πιπεριές για τη σαλάτα, σκαρφάλωνε στα δέντρα και άκουγε τα φύλλα να τραγουδούν. Μέσα στη μεγάλη πόλη ερχόταν σε επαφή με το χώμα, με τη φύση, με τη γέννηση και το θάνατο.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά, συχνά βλέπω στον ύπνο μου τη βεράντα στρωμένη με τη ροζ τσιμεντοκονία, το γιασεμί, το τραπεζάκι με τις καρέκλες του απογευματινού καφέ και εκεί που σκέφτομαι ότι αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πια, λέω όχι! Υπάρχει και θα υπάρχει πάντα στην καρδιά μου γιατί εκεί ΕΖΗΣΑ και ΕΜΑΘΑ!
Ευγενία Α.Λίτσα