Το φωτάκι στο τηλέφωνο αναβόσβηνε για ώρες. Δεν ήθελε να ακούσει το μήνυμα, ήξερε από πριν και ποιος το έστελνε και το περιεχόμενό του. Τελικά ενέδωσε και πάτησε το κουμπί. Η φωνή, ειλικρινής και σπασμένη από την συγκίνηση και την απόγνωση.
– Αγάπη μου, γιατί το κάνεις αυτό; Δεν σημαίνουν τίποτα αυτά που ζήσαμε; Εγώ; Εγώ δεν είμαι τίποτα πια για σένα; Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Για μένα είσαι το παν και..
Το έκλεισε. Δεν άντεχε ν’ ακούσει άλλα. Αυτός ο παρακλητικός τόνος, οι λυγμοί που έκανε προσπάθεια να μην ακουστούν, όλα αυτά τα σημάδια έλλειψης ψυχραιμίας, αδυναμίας, δειλίας ήταν εμετικά. Ο κύβος είχε ριφθεί και δεν υπήρχαν περιθώρια για παζαρέματα. Ήθελε τον κόσμο και τον ήθελε αμέσως.
Η ατμόσφαιρα μέσα στο καθιστικό ήταν βαριά και καταθλιπτική. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι, δύο γυναίκες χαμένες στις σκέψεις τους, αμίλητες, ακίνητες, συγκλονισμένες από την εξομολόγηση που μόλις άκουσαν. Τη σιωπή διέκοπτε κάθε λίγο ένας αναστεναγμός, μια αδιόρατη κίνηση, ένα βλέμμα, ένα απαλό χάδι στα μαλλιά της Αγνής που κοιμόταν ήσυχα στον καναπέ, σκεπασμένη μ’ ένα πικεδένιο κουβερτάκι. Χίλια δυο περνούσαν από το κεφάλι τους που πήγαινε να σπάσει, τα συναισθήματα φούσκωναν στο στήθος τους και τις έπνιγαν, ήθελαν να ουρλιάξουν και η κραυγή να ανέβει ψηλά, να ενωθεί σε μια και να σκίσει την ψευτοηρεμία της πόλης τους, να την ταράξει, να την κατεδαφίσει σε συντρίμμια αν ήταν δυνατό, τέτοια ψευτιά που διέπει την κοινωνία της αξίζει να κατεδαφιστεί!
Ήταν όλες φίλες από παιδιά, ούτε θυμόταν καλά καλά ποια χρονιά συναντήθηκαν για πρώτη φορά, αλλά ήταν σίγουρα στην αυλή του δημοτικού. Είχαν ορκιστεί πως για πάντα θα στήριζαν η μια την άλλη όποια δυσκολία κι αν συναντούσαν στη ζωή τους, πως θα ήταν πάντα ενωμένες σαν μια γροθιά. Και τήρησαν τον όρκο τους μέχρι τώρα, παρόλο που ήταν τόσο απασχολημένες, που η καθημερινότητά τους ήταν τόσο γεμάτη, δεν άφησαν κανέναν και τίποτε να μπει ανάμεσα τους. Η φιλία τους ήταν και θα ήταν για πάντα ο φάρος που οδηγούσε τη ζωή τους. Και να που τώρα κάτω από τη μύτη τους είχε εξελιχτεί μια ιστορία τραγική με θύμα την φίλη τους…
Η φωτιά του τζακιού φώτιζε απαλά το πρόσωπο της Αννούλας, που ήταν μπλαβί από τα χτυπήματα, η μύτη της πρησμένη ακόμα, ήταν πολύ νωρίς να βγάλει τις γάζες, αλλά ευτυχώς κοιμόταν ήρεμα, ασφαλής πια ανάμεσα στις φίλες της, ασφαλής μετά από πολύ καιρό που βίωνε τον εφιάλτη. Η σκέψη που βασάνιζε τις δυο κοπέλες, είναι πώς ήταν δυνατό να έχει ξεφύγει από την αντίληψή τους αυτό που ζούσε η Αγνή στα χέρια αυτού του άντρα, του άντρα που όταν πρωτοεμφανίστηκε στη ζωή της, ήταν σαν ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα.
Η Αγνή ήταν ένα πλάσμα μοναδικό, που μάγευε όποιον την συναντούσε. Είχε αυτήν την ικανότητα να γοητεύει άντρες και γυναίκες, χωρίς να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Είχαν ξεκινήσει και οι τρεις από ένα μικρό χωριό έξω από την Λαμία, με πολλά φιλόδοξα σχέδια να πετύχουν, να κατακτήσουν κορυφές ψηλές, να αποδείξουν την αξία τους στον δύσκολο στίβο της ζωής. Και η αλήθεια ήταν πως η Αγνούλα ήταν το πιο δυνατό μυαλό, η πιο επικεντρωμένη στους στόχους της και η πιο εργατική. Στις σπουδές της είχε διαπρέψει και αργότερα με οποιαδήποτε δουλειά καταπιάστηκε, έφτανε ταχύτατα στις υψηλότερες θέσεις, χάρη στις γνώσεις και στις ικανότητές της και γινόταν απαραίτητη. Πάντα βέβαια με πολλή δουλειά, αλλά και με τέτοια διάθεση που έκανε και το πιο δύσκολο έργο να φαίνεται εύκολο. Ούσα πάντα αισιόδοξη και χαρούμενη, παρά τις άπειρες ώρες σκληρής δουλειάς, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην θέλει να είναι γύρω της, κοντά της και να χαίρεται την παρουσία της. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν ένα χαρισματικό πλάσμα, γεμάτο ομορφιά, ενέργεια και ταλέντα.
«Όμως, όπως όλα τα παραμύθια έχουν και κακό δράκο…» σκέφτηκε με θλίψη η μία από τις δύο γυναίκες δίπλα στο τζάκι κι ήταν σίγουρη πως και η φίλη της σκεφτόταν το ίδιο, γιατί το βλέμμα της είχε σταματήσει πάνω στην Αγνή με μια τέτοια βαριά στεναχώρια, που αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά της.
Η σχέση με τον προϊστάμενο της πολυεθνικής που είχε πιάσει δουλειά πριν από πέντε χρόνια, ήταν στην αρχή αυστηρά επαγγελματική, αλλά μετά μεταλλάχτηκε σ’ ένα μεγάλο πάθος που είχε καταπιεί και την Αγνή και τον διευθυντή της. Το μότο τους ήταν το γνωστό “Don’t mix business and pleasure” αλλά να που μερικά συναισθήματα γεννιούνται εκεί που δεν τα περιμένεις κι όσο τα πολεμάς, αυτά θεριεύουν και σε καταπίνουν. Γίνεσαι υποχείριό τους και σε ελέγχουν εκείνα αντί να τα ελέγχεις εσύ. Έτσι έγινε και με την μυστική αυτή σχέση, με αποτέλεσμα και οι δύο να χωρίσουν, εκείνος από ένα γάμο κι εκείνη από την σχέση της και να ριχθούν σ’ αυτόν τον ασίγαστο παθιασμένο έρωτα. Εννοείται πως δεν άφησαν τίποτα να αλλάξει στην επαγγελματική τους σχέση, ίσα ίσα η συνεργασία τους ήταν κάτι περισσότερο από επιτυχημένη, είχαν γίνει ένα ζηλευτό δίδυμο σε σημείο που να προκαλούν τον φθόνο μέσα στην εταιρεία και γι’ αυτό έπρεπε να προσέχουν ιδιαίτερα για να μην αποκαλυφθεί ο πολύτιμος δεσμός τους. Πολλοί ήταν αυτοί που μέσα στην εταιρεία εποφθαλμιούσαν το πόστο του διευθυντή και η ικανότατη ιδιαίτερα γραμματέας του, θα ήταν ένας «Δούρειος Ίππος» για να πετύχουν πανηγυρικά την πτώση του. Κι όμως όλα είχαν εξελιχθεί θαυμάσια. Ένας μεγάλος έρωτας, μια εξαιρετική επαγγελματική σταδιοδρομία, επιτυχίες παντού… μα τι έχασαν από την ζωή της φιλενάδας τους και βρέθηκαν μπροστά σ’ αυτό το δράμα;
Η Αγνή έβγαλε μια μικρή κραυγή, μισανοίγοντας αργά τα μάτια της, δείχνοντας πως η επίδραση των υπνωτικών περνούσε και οι δύο φίλες διέκοψαν τις σκέψεις τους απότομα. Η μία από τις δύο πλησίασε την Αγνή , την σκέπασε απαλά στον ώμο και της χαμογέλασε.
– «Πώς είσαι γλυκιά μου; Λίγο καλύτερα;»
Η Αγνή προσπάθησε να χαμογελάσει, οι μύες του προσώπου της δεν ακολουθούσαν, το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό και θα έπαιρνε χρόνο να συνέλθει τελείως. Ανασηκώθηκε απότομα στους ώμους της και κοιτώντας την ώρα στο κινητό γύρισε στις φίλες της:
– «Είμαι καλά. Και θα είμαι ακόμα καλύτερα πολύ σύντομα. Δεν μου λέτε, εσείς εδώ μείνατε τόσες ώρες; Πού αφήσατε τα σπίτια, τους άντρες, τα παιδιά σας; Εσείς δεν είστε καλά, μου φαίνεται! Άντε δρόμο γρήγορα, τα βαφτιστήρια μου θα πεινάνε!»
Οι δύο κοπέλες αιφνιδιάστηκαν, αλλά σκέφτηκαν αμέσως μετά πως δεν έπρεπε. Ήξεραν από τι είναι φτιαγμένη η φίλη τους, ήξεραν για το θάρρος της κι ότι δεν θα εγκατέλειπε τόσο εύκολα. Οι ερωτήσεις που έκαιγαν τα χείλη τους υπήρχε χρόνος να ειπωθούν, ήταν τελείως ακατάλληλη η στιγμή να τις λύσουν, πώς να την επιβάλλουν και σ’ άλλο μαρτύριο μετά από αυτό που βίωσε;
Θα του έδειχναν του καθάρματος, αμέσως μόλις ήταν σε θέση η Αγνή, θα συμβουλευόταν δικηγόρο, θα τον κυνηγούσαν μέχρι να σβήσει ο ήλιος, θα τον κατέστρεφαν! Να φτάνει να κακοποιεί έτσι μια γυναίκα; Κι ακόμα ακόμα μια γυναίκα που υποτίθεται πως αγαπά και που κάνει σχέδια μαζί της; Μα πώς μετατράπηκε σε αυτό το κτήνος ο πρίγκιπας του παραμυθιού;
– «Καλή μου, θα είσαι σίγουρα εντάξει;» επανέλαβαν στην πόρτα λίγο πριν την καληνυχτίσουν.
– «Ναι, μην ανησυχείτε. Είμαι σκληρό καρύδι εγώ. Tough cookie που λέμε!» και τους έκανε μια μικρή μπουνίτσα με το χέρι της να τις καθησυχάσει περισσότερο. «Κι έπειτα κι αύριο, εδώ θα είμαστε να τα ξαναπούμε ε;»
Όταν η πόρτα έκλεισε, η Αγνή ακούμπησε πάνω της κι έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Οι φιλεναδίτσες της! Ρομαντικές και ποτισμένες με υψηλά ιδανικά και βαθιά πίστη στις μεγάλες αρετές του ανθρώπου. Ευκολάκι αν είσαι μεγαλωμένη στο μέλι και στη ζάχαρη, μέσα σε μια ήσυχη οικογένεια, ήρεμα κι άνετα. Οι φιλεναδίτσες της! Μέσα στην μικρή τους ζωούλα, με τον αντρούλη τους, τα παιδάκια και τα βασανάκια τους. Δεν τις κάκιζε, τόσο καταλάβαιναν, τόσο μπορούσαν, τόσο έκαναν. Ευτυχισμένες μέσα σ’ ένα αέναο «Κωσταλέξι», όλα υποκοριστικά κι όλα μίζερα.
Ναι, αλλά αυτή δεν ήταν έτσι. Ήταν αγωνίστρια, έκανε τα αδύνατα δυνατά όταν ποθούσε κάτι. Ένα αγρίμι! Κι έπειτα, πώς αλλιώς κατακτάς τη ζωή αν δεν αρπάζεις τις ευκαιρίες; Ποιος θα την έφερνε μέχρι εδώ, ένα βήμα πριν την κορυφή, αν δεν έπαιρνε τη ζωή της στα χέρια της; Αν δεν μελετούσε σαν σκυλί για τις υποτροφίες της, αν δεν πάλευε νυχθημερόν για τους στόχους της, αν δεν έκανε ό,τι άνθρωπος δεν μπορούσε να χωρέσει μέσα σε 24 ώρες της μέρας; Ποιος; Ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Μήπως ένας άντρας; Ίσως σαν τον σαδιστή νάρκισσο πατέρα της, που είχε μετατρέψει την μάνα και τα αδέλφια της σε νεκροζώντανους, που κατάπιναν τα τρελόχαπα με τις χούφτες; Ή ίσως σαν τον διευθυντή της; Αναρωτιόταν πώς έφτασε το ψοφίμι αυτό τόσο ψηλά στην εταιρεία. Εκείνη έβγαζε όλη την δουλειά, ξετίναζε ντοσιέ, έλυνε προβλήματα, ετοίμαζε παρουσιάζεις, έκανε διαπραγματεύσεις, ενώ εκείνος απολάμβανε το ρόλο του διευθυντή. Κι αν την ξεγέλασε στην αρχή, πολύ γρήγορα κατάλαβε πόσο ανίκανος ήταν.
Τον έφερε στο μυαλό της όταν απαίτησε να παραιτηθεί υπέρ της, γιατί αλλιώς θα τον κατηγορούσε για κακοποίηση. Την κοίταζε με κάτι πελώρια υγρά μάτια και έχανε τα λόγια του, ψελλίζοντας αηδίες γι’ αγάπες κι έρωτες! Αξιοθρήνητο θέαμα. Καμιά τύψη δεν είχε βέβαια που του έπαιξε αυτό το παιχνίδι. Καμιά! Στην θέση του θα της πρόσφερε την δουλειά του, αν ήταν άντρας με το «Α» κεφαλαίο! Η ζωή δεν συγχωρεί αδύναμους, ανίκανους και δειλούς, τους ξερνάει σαν περιττό βάρος, σαν παράσιτα, σαν ψείρες. Άκου τύψεις! Τι παράλογη σκέψη! Όχι, βέβαια.
Το στομάχι της είχε ανακατευτεί και της ερχόταν εμετός. Το μόνο που την τυραννούσε λοιπόν ήταν η διάσειση. Τόσα τραύματα είχε προκαλέσει στον εαυτό της, τι καλά που μελάνιαζε εύκολα πράγματι, αλλά το πιο δύσκολο που είχε κάνει, ήταν να κοπανίσει την μύτη της πάνω στον νιπτήρα και να την σπάσει. Δεν βαριέσαι, με την καινούργια της θέση διευθυντή θα έκανε και πλαστική. Ευτυχώς όλα πήγαν όπως έπρεπε κι είχε μαζέψει όλα τα στοιχεία για να τον παγιδεύσει και να τον ξεφορτωθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα. Πλησίασε τον καναπέ της και ξάπλωσε. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, τσέκαρε το κινητό.
Ογδόντα έξι κλήσεις κι άλλα τόσα μηνύματα. «Δειλό ψοφίμι» ψιθύρισε κι έκλεισε το κινητό.
Ασπασία Κουρέπη