“Δεν υποφέρεται, σου λέω. Είναι για δέσιμο! Άκου με! Μιλάω σοβαρά. Δεν είναι καλά! Πω-πω, Θεέ μου… Δεν αντέχω! Αλήθεια! Δεν αντέχω…”
“Είναι τρελός. Το ξέρουμε όλοι. Σε είχαμε προειδοποιήσει! Είναι τρελός, αλλά τον αγαπάμε. Κι εσύ, άλλη τρελή από εδώ, τον αγαπάς περισσότερο απ’ όλους”.
Άφησα την κούπα του καφέ, με δύναμη πάνω στο τραπέζι, και κάλυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ανασυγκροτηθώ. Ναι, τον αγαπάω πολύ. Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Αλλά είναι ανυπόφορος. Και τρελός.
Ίσως γι’ αυτό να τον αγαπάω τόσο.
Δε θέλω να σκεφτώ ούτε τον τρόπο που γνωριστήκαμε. Ούτε το μέρος. Ούτε τις συγκυρίες. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός. Παρόλα αυτά νομίζω ότι ήταν χθες. Είχε κάτι μαγνητικό επάνω του, ο άτιμος. Ανυπόφορος αλλά άτιμος. Δεν ξέρω αν κολλήσαμε αμέσως, όμως κολλήσαμε. Επικοινωνία και χημεία ενώθηκαν κι άρχισαν τα όργανα.
Μετά μπερδεύτηκα λίγο! Λιγάκι μόνο. Πως να μην τον ερωτευτείς. Ανάθεμά τον! Και με είχαν προειδοποιήσει… Καλή ηλίθια κι εγώ! Και να βασανίζομαι μόνη μου κι αυτός να το ξέρει. Να ξέρει τι νιώθω πριν καν του το πω. Όχι γιατί είναι καμιά διάνοια (που είναι!), αλλά γιατί φαινόταν. Φαι-νό-ταν!
Και η ιστορία κύλησε έτσι… Δυο άνθρωποι που δεν κατάφεραν να συγχρονίσουν τα συναισθήματά τους έγιναν φίλοι. Ή τελοσπάντων όπως θέλουμε να λεγόμαστε. Δυάδα φωτιά. Ο ανυπόφορος και η ηλίθια.
Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι γιατί μιλάμε. Ή γιατί κάθε φορά που είμαστε μαζί, ο χρόνος είναι σύμμαχός μας. Ή γιατί μερικές φορές ο χρόνος δε μας φτάνει. Ή γιατί τσακωνόμαστε συνέχεια. Ή γιατί είμαστε τόσο ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί.
Κάποιες φορές νομίζω πως θέλει να μου φωνάξει… «δεν αξίζω όλα αυτά που κάνεις για μένα. Δεν αξίζω να μ’ αγαπάς και να με νοιάζεσαι! Φύγε!» και με πιάνουν τα διαόλια μου. Κι αυτό γιατί εγώ μπορώ να τον δω όπως ακριβώς είναι!
Δεν μπορώ να τον φανταστώ σε σύγχιση και να μην μπορώ να του σταθώ. Να αγχώνεται και να μην είμαι εκεί και να του πω πως όλα θα πάνε καλά. Αδυνατώ πια να φανταστώ τις μέρες μου χωρίς εκείνον. Είναι παρανοϊκό! Και τρελό. Σαν εκείνον. Κι εμένα.
Η δόνηση του κινητού με γύρισε πάλι πίσω στο τραπέζι. Η οθόνη αναβοσβήνει το όνομά του. Το χαμόγελο γίνεται ένα με εμένα και με τρεμάμενα χέρια πατάω το μικρό πράσινο εικονάκι.
“Να σου πω κάτι… Είσαι τρελός και ανυπόφορος, αλλά σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι. Και το εννοώ! Πάντα θα το εννοώ…”