Ακατάστατη ήμουν πάντα και ανοργάνωτη. Χάος στα πράγματά μου, στα χαρτιά μου, στη ντουλάπα μου. Γκρίνιαζε η μάνα μου «βάλε μια τάξη παιδί μου, απορώ πως δεν πελαγώνεις μέσα σ’ αυτό το χάος». Η αλήθεια είναι πως όλο ψάχνω κι όλο δε βρίσκω και σπάω το κεφάλι μου κάθε φορά που πρέπει να βρω κάτι. Εκτός από ένα και μοναδικό πραγματάκι που το φυλάω σαν τα μάτια μου χρόνια τώρα σε ένα συρταράκι της κουζίνας μου και το βγάζω μία φορά το χρόνο.
20 Δεκεμβρίου σήμερα και το ξυπνητήρι χτύπησε στις 6.00. Να πιω ένα καφέ και να ξεκινήσω τα γλυκά μου, έχω προθεσμία, πρέπει να τελειώσουν γρήγορα και να σταλούν στον προορισμό τους μέχρι τα Χριστούγεννα.
Μέσα από το συρτάρι βγάζω το τετραδιάκι, είναι παλιό, σκισμένα τα εξώφυλλά του, τσαλακωμένο και κίτρινες οι σελίδες από την πολυκαιρία και τις κακουχίες που έχει τραβήξει. Ανάμεσα στα φύλλα του ένα κιτρινισμένο χαρτί με δυο συνταγές, μία για κουραμπιέδες και μία για μελομακάρονα.
Όχι πως δεν τις ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά τόσα χρόνια τώρα που τις κάνω, αλλά δεν γίνεται να ξεκινήσω χωρίς αυτό το χαρτάκι μπροστά μου. Αραδιάζω τα υλικά στον πάγκο της κουζίνας, ανάβω ένα μικρό καντηλάκι στο πρεβάζι του παράθυρου και ετοιμάζομαι να μεταλάβω των αχράντων μυστηρίων.
20 Δεκεμβρίου ήταν και τότε, το 1940 πάνω στην Πίνδο. Ένας από τους χειρότερους χειμώνες εκείνη τη χρονιά με το χιόνι να ξεπερνάει το ύψος του ανθρώπου αλλά όχι και την ψυχή του. Αποκλεισμένο το τάγμα του Ηλία από την κακοκαιρία, είχαν σταματήσει για λίγο οι πολεμικές επιχειρήσεις, έτσι κι αλλιώς δεν έβλεπαν μπροστά τους από τη χιονοθύελλα. Νοσοκόμος ήταν στο πρόχειρο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, έκανε την πιο ψυχοφθόρα και την πιο σκληρή δουλειά ο Ηλίας, είχε να φροντίσει τραυματίες με τα χειρότερα τραύματα που έχει δει άνθρωπος, μέσα σε συνθήκες τραγικές, χωρίς φάρμακα, χωρίς υλικά, αραδιασμένους στο πάτωμα πάνω στις χλαίνες τους, να βρομάει ο κόσμος από το σάπιο αίμα, την οσμή του ανθρώπου όταν κακοφορμίζουν οι πληγές του.
Ο Ηλίας ήταν νοσοκόμος και πριν τον πόλεμο, δούλευε σε Νοσοκομείο στην Αθήνα κι έτσι τον έριξαν στο Υγειονομικό. Το μεράκι του όμως ήταν άλλο. Ζαχαροπλάστης ήθελε να γίνει, λάτρευε τα γλυκά, και να τα τρώει βέβαια, αλλά κυρίως να τα φτιάχνει. Από μικρό παιδάκι μπλεκότανε στα φουστάνια της μάνας του όταν εκείνη έβαζε να φτιάξει γλυκό. Ρώταγε συνέχεια τι είναι αυτό και τι είναι το άλλο και γιατί τα ανακατεύεις έτσι κι όχι αλλιώς και της έσπαγε λίγο τα νεύρα εδώ που τα λέμε. Το καλύτερό του όμως ήταν τα Χριστούγεννα! Γιατί τότε έφτιαχναν κουραμπιέδες και μελομακάρονα και ήξερε πως θα είχε μέρες πολλές μπροστά του να τα καμαρώνει και να ψιλοκλέβει από τις πιατέλες, οπότε έδινε και μεγάλη σημασία στην παρασκευή τους, και στο άχνισμα και στο μέλωμα και σε όλα.
Ένα ξαφνικό βογγητό κι ένα σπαρακτικό «πονάωωω» τον έβγαλε από τις αναπολήσεις του. Πετάχτηκε πάνω σαν να τον τρύπησε βουκέντρα… ο Πάνος! Χριστέ μου! Ο Πάνος ξύπνησε και πονάει πάλι! Μόλις χθες ο γιατρός του είχε ακρωτηριάσει το δεξί χέρι πάνω σε μια ξύλινη τάβλα, χωρίς αντισηπτικά, σχεδόν χωρίς αναισθησία, μην προχωρήσει η γάγγραινα πιο πάνω, μήπως και τον σώσει, έτσι του είπαν για να γλυκάνουν το χάπι. Έτρεξε από πάνω του «πώς είσαι Πάνο μου; Κάνε λίγο υπομονή, ο γιατρός είπε πως πήγαν όλα καλά, λίγο υπομονή ακόμη και θα σταματήσει ο πόνος». Είχε μάθει τόσο καλά να λέει ψέματα… Γιατί δεν ήταν μόνο το χέρι, μια σφαίρα είχε τρυπήσει τον αριστερό πνεύμονα, είχε γεμίσει αίμα ο θώρακάς του, πέθαινε… «Ρε συ Ηλία, ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Χριστούγεννα έρχονται ρε και θα ήθελα ένα κουραμπιεδάκι από κείνα που έφτιαχνε η μάνα μου, τα βουτυράτα με τη ζάχαρη από πάνω, αχ ρε μάνα! Έφτιαξες άραγε φέτος;». Και πάνω κει που είχε ξεχαστεί λιγάκι με την ανάμνηση ένας βήχας σαν ομοβροντία του’κοψε την ανάσα, έσκισε ό,τι είχε απομείνει από τα πνευμόνια του και το αίμα ξεχύθηκε χείμαρρος από μέσα του. Μπροστά στα έντρομα μάτια του Ηλία, ο Πάνος άφησε την τελευταία του πνοή, πνιγμένος στο ίδιο του το αίμα…
Άστραψε και βρόντηξε ο άδικος θάνατος μέσα στην ψυχή του Ηλία! Πετάχτηκε πάνω και… «Μ’ακούτε ρε; Ο Πάνος έφυγε, κανένας άλλος δεν θα φύγει, μ’ ακούτε; Σε πέντε μέρες θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα όλοι μαζί, μην τολμήσει κανένας σας και φύγει, φέτος εδώ, του χρόνου σπίτια μας με τις μανάδες μας και τα γλυκά τους!»
Χύθηκε σαν τρελός έξω στο χιόνι και μπήκε τρέχοντας στον αχυρώνα που είχε στήσει το επιτελείο του ο Διοικητής τους. Ούτε αναφέρθηκε, ούτε τίποτε. «Κύριε Διοικητά ζητώ άδεια να φτιάξω γλυκά για τους στρατιώτες» φώναξε σχεδόν στον αξιωματικό που με γουρλωμένα μάτια τον κοιτούσε άφωνος πρώτα για την απείθεια και μετά για το τρελό αίτημά του. Πήγε να θυμώσει αλλά κρατήθηκε, ήξερε, είχε δει πολλά, είχε καταλάβει περισσότερα.
«Αυτό που ζητάς παιδί μου είναι δύσκολο, δεν έχουμε προμήθειες, τα τρόφιμα τελειώνουν, δεν μπορούμε να κάνουμε σπατάλες».
«Θα βρω, αν τους θέλετε ζωντανούς δώστε μου απλά την άδεια, θα κατέβω στο χωριό και θα βρω!»
Δεν άκουσε καν ο Ηλίας την απάντηση του Διοικητή του «κάνε παιδί μου ό,τι σε φωτίσει ο Θεός», έφυγε μέσα στη χιονοθύελλα και γύρισε αργά το βράδυ βρεγμένος ως το κόκαλο, σέρνοντας πίσω του ένα μεγάλο σάκο. Που πήγε, ποιες πόρτες χτύπησε, πως παρακάλεσε και ποιους, κανείς δεν έμαθε ποτέ, κανείς δεν ρώτησε.
Ολη τη νύχτα ο Ηλίας πάλευε με τα λειψά υλικά του, έβαλε δυο στρατιώτες, φίλους του και του έφτιαξαν ένα αυτοσχέδιο φουρνάκι με λαμαρίνες, ζύμωσε κουραμπιέδες και μελομακάρονα με ό,τι είχε καταφέρει να βρει, λίγο παράξενα βγήκανε στη γεύση αλλά δεν τον πείραζε, φούρνιζε και πάσχιζε να διατηρήσει τη φωτιά με τα ξύλα κάτω από το φουρνάκι.
Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν τελείωσαν, τους φίλους του τους πήρε ο ύπνος εκεί που κάθονταν, ο Ηλίας κοίταξε τα ταψιά του γεμάτα με τα γλυκά των Χριστουγέννων και αναλύθηκε σε ένα λυτρωτικό κλάμα για όλα, για την αδικία του πολέμου, για τον Πάνο, για όλους τους άλλους που είχαν φύγει τόσο νέοι…
Η χιονοθύελλα είχε σταματήσει, βγήκε και μάζεψε πλατιά φύλλα από τις βελανιδιές, ήθελε να κλείσει τα γλυκά του σε πουγκάκια, να τα προσφέρει σαν δώρα, ήθελε να προσφέρει ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Να ρίξει ανάθεμα στον πόλεμο, στο θάνατο, στην άδικη απώλεια!
Ολοι οι φίλοι του, σαν από θαύμα, επέζησαν και γύρισαν στα σπίτια τους. Ο Ηλίας ορκίστηκε πως δεν θα τους αφήσει να ξεχάσουν εκείνα τα Χριστούγεννα πάνω στην παγωμένη Πίνδο, γι αυτό κάθε χρόνο έφτιαχνε κουραμπιέδες και μελομακάρονα και έστελνε σε όλους, όπου κι αν βρίσκονταν, μέχρι το θάνατό του.
Ο παππούς Ηλίας μου άφησε τις συνταγές του αλλά ξεχώρισε εκείνο το φύλλο με τα γλυκά των Χριστουγέννων, «αυτό, μου είπε , είναι οι συνταγές της Πίνδου, στέλνε στους φίλους μου κάθε χρόνο γιατί εκεί πάνω καταλάβαμε το νόημα των Χριστουγέννων σ’ όλο του το μεγαλείο!».
Άντε τώρα γιατί πολλά είπαμε! Εχω να ζυμώσω, να ψήσω, να πακετάρω και να ειδοποιήσω το κούριερ να πάει τα Χριστούγεννα στα πέντε γεροντάκια που ζουν ακόμη και περιμένουν τα γλυκά του Ηλία!
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
3 απαντήσεις στο “Τα Χριστούγεννα του Ηλία”
Τι καταπληκτική, συγκινητική ιστορία! Να ναι άραγε αληθινή;
Καλά Χριστούγεννα!
Τι γλυκο κειμενο…Και τι πικρο συναμα…ΥΠΕΡΟΧΟ
Αχ μόνο αυτο