,

Φώναξε!

«Σ’ έναν μπατσοφορεμένο κόσμο, τσακίσαμε τα όνειρά μας» έγραψε με σπρέι, μια μαυροφορεμένη κοπέλα, σ’ έναν παμβρώμικο τοίχο, πριν δει με την άκρη του ματιού της, τον φάρο του περιπολικού. Κατέβασε το χέρι της κι αναστέναξε· με ένα πόδι καλό κι ένα «μουσαντένιο» – όπως αποκαλούσε το προσθετικό της μέλος, δεν είχε νόημα να τραπεί σε φυγή.

Ήταν γνωστές φιγούρες, τα όργανα της τάξης. «Τι θα γίνει με την πάρτη σου, ρε Τζούλι;» είπε ο ένας, στραβοκοιτάζοντας τον τοίχο.
«Λεξιπλάστισσα η δικιά σου» αποκρίθηκε ο άλλος, καγχάζοντας.
«Βανδαλισμός, τμήμα, αυτόφωρο» απάντησε εκείνη, πριν κατευθυνθεί προς το περιπολικό, ανοίξει την πόρτα του και καθίσει αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα.

Η βόλτα ήταν ιδιαιτέρως ανιαρή και καθόλου άνετη· οι αναρτήσεις του παλιού αυτοκινήτου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες κι οι διαδρομές που ακολουθούσε, κουραστικές κι ανυπόφορες. Κάποτε, το κέντρο της πόλης, έσφυζε από ζωή. Από τότε που το καθεστώς είχε κηρύξει στρατιωτικό νόμο, για να παταχθούν πάσης φύσεως ανεπιθύμητοι και κακοποιά στοιχεία, είχαν αδειάσει τα μαγαζιά κι είχαν ερημώσει οι δρόμοι.

Η διαδικασία για την Τζούλι, που είχε χάσει το πόδι της στα πρώτα συλλαλητήρια κατά της νέας κυβέρνησης, ήταν γνώριμη. Μπήκε στο κρατητήριο, άραξε και κοίταξε τον μεσόκοπο τύπο, που καθόταν στο κελί απέναντί της. Κάτι είπε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα κι εκείνη γέλασε. «Σε διώχνουν, πατρίδα;» τον ρώτησε κι αυτός έσκυψε το κεφάλι του, για να μην φανούν τα δάκρυά του.
«Τριάντα πέντε χρόνια έχω εδώ. Χαρτιά έχω. Ταυτότητα έχω. Ιθαγένεια έχω. Τότε με έλεγαν Έλληνα, εξόρισαν τον παππού μου, σκότωσαν την γιαγιά μου. Όταν ήρθα εδώ, έγινα ρωσοπόντιος. Και σχολείο πήγα και στρατό έκανα. Τώρα με λένε λαθραίο, δεν με θέλουν δεν αναγνωρίζουν τίποτα απ’ το παρελθόν μου. «Να πας πίσω», μου λένε. «Πού πίσω, ρε παιδιά;» τους ρωτάω. Πίσω από ‘κει πού ‘ρθα…»

Βέβαια, τον Γιούρι δεν τον πιάσανε γιατί δεν έφερνε σε Έλληνα, μα γιατί είχε γεμίσει ένα φορτηγό – ψυγείο με είκοσι ψυχές και προσπαθούσε να τις ξεφορτώσει στον σταθμό, για να πηδήξουν σε κάποιο τραίνο και να πάνε αλλού για να βρούνε τα όνειρά τους.

Η κυρά-Ερμιόνη είχε χρόνια να δει την κόρη της. Μέχρι κι εκείνο το βράδυ που κατέληξε στο τμήμα. Κάποιος γείτονας παραπονέθηκε πώς τα γατιά της έσκουζαν όλο το βράδυ. Πάγωσε μόλις αντίκρυσε την κόρη της στο κρατητήριο.

«Για ‘σένα και τον Θεό σου καταλήξαμε εδώ, ήσυχη νοικοκυρά! Για να κοιμάσαι με την πόρτα ανοιχτή! Φοβάσαι πως θα συνεχίσεις να φοβάσαι! Τον ξένο, τον διαφορετικό, τον αλλιώτικο και να που ο φόβος σου, απέδωσε καρπούς. Το έφερες το μπατσοκρατούμενο κράτος μάνα, τώρα τι άλλο θες;»

Η Τζούλι ξύπνησε ιδρωμένη κι αλαφιασμένη. «Πρέπει να το κλείσω το ρημαδοκούτι» μονολόγησε, κοιτάζοντας την καρικατούρα που έσκουζε στην οθόνη «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών»…

Απάντηση


%d