Τη Χαρίκλεια από μικρή τη θυμόνταν όλοι με μια σκούπα στο χέρι, να καθαρίζει το πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί της μητέρας της. Στις καλοκαιρινές διακοπές βοηθούσε κάνοντας κάποιες απλές δουλίτσες. Σκούπιζε, όχι μόνο το πρωί αλλά και στη διάρκεια της μέρας.
«Το μαγαζί πρέπει να είναι καθαρό μέσα κι έξω» έλεγε πάντα η μάνα. Η σκούπα ήταν δυο κεφάλια πιο ψηλή από τη μικρή, αλλά εκείνη τα κατάφερνε, την έφερνε βόλτα και μάζευε τα πεσμένα φύλλα, τις γόπες των τσιγάρων και ό,τι μπορούσε να βρεθεί πεταμένο στο δρόμο.
Οι γείτονες την έβλεπαν να χορεύει με τη σκούπα της και ρωτούσαν τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει. «Μάγισσα», απαντούσε με σοβαρό ύφος, χωρίς να παίρνει τη ματιά της από την εργασία της. «Μάγισσα; Αυτό δεν είναι δουλειά!» «Ναι, αλλά εγώ μάγισσα θέλω να γίνω κι ας μην είναι δουλειά. Αυτό θα κάνω. Θα ανεβαίνω στο σκουπόξυλό μου και θα πετάω στον ουρανό, θα βλέπω όλους από ψηλά, θα πετάω κοντά στα πουλιά και ψηλότερα ακόμα και θα κάνω καλές πράξεις. Θα βλέπω τις αδικίες και τους κλέφτες και τα κακά παιδιά και αυτούς που δεν φέρονται καλά στα ζώα».
Αργά το απόγευμα όταν γυρνούσαν στο σπίτι, έτρεχε να πλύνει τα χέρια της και να βοηθήσει τη μαμά να στρώσουν το τραπέζι. Ήθελε να τελειώσει γρήγορα το φαγητό της, να τρυπώσει στο δωμάτιο, να ανοίξει την κουρτίνα και το παράθυρο να μπει το φως από τη λάμπα του δρόμου. Δεν χρειαζόταν να ανάψει το πορτατίφ. Ο χώρος φωτιζόταν απ’ έξω. Πολύ σοβαρά το ‘χε πάρει το θέμα. Όταν ήταν καθαρός ο ουρανός έβλεπε τα αστέρια, προσπαθούσε να υπολογίσει πόσο μακριά ήταν και πάνω απ’ όλα πως θα μάθει να πετάει με τη σκούπα. Περίμενε να τελειώσουν οι υπόλοιποι το βραδινό κι έπαιρνε τη σκούπα από την κουζίνα κρυφά στο παιδικό της δωμάτιο. Την καβαλούσε σαν σε άλογο και έτρεχε πάνω κάτω. Σκαρφάλωνε στο κρεβάτι και πηδούσε στο πάτωμα.
Κάτι δεν έκανε καλά όμως. Όση φόρα και να έπαιρνε δεν κατάφερνε να βρεθεί στον αέρα ούτε για μερικά δευτερόλεπτα. Πως θα μπορούσε να βρει τον τρόπο να πετάξει; Υπάρχουν άραγε εγχειρίδια για το πέταγμα μαγισσών; Μα είναι δυνατόν; Θα έψαχνε να βρει ένα τέτοιο βιβλίο; Από την άλλη όμως καλύτερα να προσπαθούσε να βρει κάτι τέτοιο παρά ν’ αρχίσει να ψαχουλεύει στη γειτονιά για μάγισσες. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει σκεφτόταν και ξεκινούσε να τρέχει πάλι πάνω κάτω στο δωμάτιο. Ορισμένες φορές η πτώση της έκανε φασαρία, χυμούσε με αγωνία η μητέρα της στο δωμάτιο. «Είσαι καλά; Έπαθες κάτι; Μην κάνεις θόρυβο, πέσε να κοιμηθείς». Δεν ήταν ώρα για ύπνο αλλά για δράση! Εδώ που τα λέμε τα περισσότερα στοιχεία για να γίνει μάγισσα τα είχε. Θέληση δυνατή, φαντασία, υπομονή, κακούς που έπρεπε να τιμωρηθούν και φυσικά σκουπόξυλο! Όταν λαχάνιαζε από την τρεχάλα και το σκαρφάλωμα στο κρεβάτι, καθόταν με τα ποδαράκια της λυγισμένα σαν ξεχαρβαλωμένα και τα χεράκια της να κρέμονται στο κορμάκι της δίπλα. Με γρήγορη αναπνοή κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Την ηρεμούσε το λιγοστό φως του δρόμου. Ψηλά στον γκρίζο ουρανό με τα αραιά σύννεφα φανταζόταν να πετάει. Καθαρός αέρας στο πρόσωπό της και μια δύναμη στην ψυχή της, να της δίνει ώθηση και ταχύτητα να χορεύει σχεδόν στον ουρανό. Τα μάτια της έκλειναν. Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να κοιμηθεί όμως είχε τόσα πολλά να κάνει. Να καταστρώσει σχέδιο δράσης. Επιθεώρηση της περιοχής, ασφάλεια μικρών και μεγάλων. Με την υπερφυσική της όραση και ακοή θα παρακολουθούσε ακόμα και τις σκέψεις των κακών και με μια απότομη κίνηση σαν τα πουλιά που βουτούν στη λίμνη να πιάσουν τα ψάρια θα βρισκόταν δίπλα, θα έκανε κύκλους γύρω από το κακό και μετά ξανά ψηλά ζωγραφίζοντας την πορεία της.
Θα αποτελούσε το μυστήριο της πόλης, κανείς δεν θα ήξερε την πραγματική της ταυτότητα. Ο κόσμος το μόνο που θα γνώριζε θα ήταν για μια φιγούρα που πετά ανάμεσα στα σύννεφα με το σκουπόξυλο, τη νύχτα που όλα φαίνονται πιο μαγικά, μυστήρια, με αναπάντητα ερωτηματικά. Θα ταξίδευε κοντά στο φεγγάρι όπως ο Άγιος Βασίλης με το έλκηθρο που έβλεπε στις χριστουγεννιάτικες κάρτες. Θα ήταν ο υπερήρωας της γειτονιάς, η φήμη της θα έφτανε από στόμα σε στόμα από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Οι τοπικές εφημερίδες θα έγραφαν γι’ αυτήν και θα έψαχναν να τη βρουν. Ή μήπως όχι; Κάτι της θύμιζε αυτό το σενάριο. Όχι. Κρυφά θα δρούσε, μόνο μια σκιά στον ουρανό θα έβλεπαν οι περαστικοί.
Αποκοιμήθηκε κουλουριασμένη, μα τα χεράκια της πριν βυθιστεί στον γαλήνιο ύπνο, έπιαναν μιαν αόρατη σκούπα, την κρατούσαν γερά και σταθερά και με βαθιά ανάσα ένιωσε να ανασηκώνεται λίγο από το κρεβάτι. Όσο ανέπνεε βαθιά τόσο ψηλότερα υψωνόταν. Ένα αεράκι γλυκό τη φυσούσε δίνοντας ώθηση στο σώμα και στη σκούπα της. Σαν πουλάκι που μαθαίνει να πετά με άτσαλες κινήσεις και ασυντόνιστα φτερά, έτσι και κείνη προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκούπα σε κάτι που να θυμίζει κύκλο. Γύρω γύρω πάνω και κάτω άλλοτε να κουτουλάει στο ταβάνι κι άλλοτε πάλι να βουτάει με δύναμη και να προσγειώνεται στο σεντόνι και πάλι ψηλά! Το παράθυρο του δωματίου είχε μείνει ανοιχτό. Στάθηκε μπροστά, βολεύτηκε καλύτερα στο σκουπόξυλο, στηρίχτηκε προσεκτικά και με μια γρήγορη κίνηση, βρέθηκε πάνω από τις σκεπές, τα σπίτια κι όλο και πιο κοντά στ’ αστέρια.
Η περιπέτειά της τώρα ξεκινούσε!