“Έχω καθυστέρηση, σήμερα έκανα το τεστ και είμαι έγκυος”. Έτσι με μια απλή αναφορά, ατάραχη του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της. Έτσι ατάραχος και ανέκφραστος παρέμεινε να την κοιτάζει.
“Δεν θέλω τίποτα να συζητήσουμε έχω πάρει τις αποφάσεις μου και αυτό το μωρό θα το γεννήσω είτε το θες, είτε όχι”. Μετά από λίγες ώρες είχε μαζέψει τα πράγματά του και έφυγε αθόρυβα όπως ακριβώς είχε μπει και στην ζωή της.
Ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν μαζί με την έννοια του ζευγαριού. Συγκάτοικοι τρία χρόνια τώρα στο Λονδίνο, ο καθένας ακολουθούσε το όνειρό του. Μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού και κάποιες φορές το ίδιο κρεβάτι.
Εφόσον εκείνος έφυγε δεν υπήρχε και λόγος να μείνει και η ίδια. Θα επέστρεφε στην Ελλάδα και θα έκανε μια νέα αρχή μαζί με το μωρό της.
Δυστυχώς η οικογένεια της δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την εγκυμοσύνη της. Μεγαλωμένοι με παλιές αρχές δεν ήταν δυνατόν να δεχτούν ένα εξώγαμο.
Όλοι οι ενδοιασμοί της για την απόφαση να τον κρατήσει, εξαφανίστηκαν όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τον γιό της. Ένα κάτασπρο μωρό με ρόδινα μάτια. Φάνταζε άγγελος στα μάτια της και μέσα στην ευτυχία της δεν καταλάβαινε την ανησυχία των γιατρών. Ο γιος της γεννήθηκε αλμπίνος, αλλά καθόλου δεν την ένοιαζε.
Τον μεγάλωνε με πολύ αγάπη και δεν άφησε ποτέ το εξωτερικό του χαρακτηριστικό να γίνει εμπόδιο στην ζωή του και στην καθημερινότητά του. Ο Κωστής ήταν ένα πανέξυπνο παιδί και όλοι τον λάτρευαν.
Ο Βασίλης παρουσιάστηκε στην τάξη στα μέσα της χρονιάς. Ήταν ένα παιδί άγριο με την πρώτη ματιά, αλλά με μελαγχολικό βλέμμα. Η δασκάλα τον καλωσόρισε στην τάξη και εκείνος βολεύτηκε μόνος του στο τελευταίο θρανίο. Ο Βασίλης παραξενεύτηκε πολύ με το παρουσιαστικό του Κωστή και επικεντρώθηκε πάνω του. Τον ενοχλούσε να τον βλέπει και άρχισε να του κάνει αναίτια επιθέσεις. “Πώς είσαι έτσι;” του έλεγε καθημερινά “σαν φάντασμα είσαι δεν έπρεπε να σε λένε Κωστή, Γκωστή (ghost = φάντασμα) θα έπρεπε”. Σε αυτές τις ηλικίες τα παιδιά εύκολα επηρεάζονται και έτσι σιγά σιγά όλοι άρχισαν να τον φωνάζουν Γκωστή. Όσες προσπάθειες αν έκανε ο Κωστής να τον πλησιάσει, να γίνουν φίλοι με τον Βασίλη, έβρισκε τοίχο. Όσο φιλικά και όμορφα φερόταν ο Κωστής, τόσο πιο επιθετικός γινότανε ο Βασίλης.
Η Έφη άρχισε να ανησυχεί για τον Κωστή, έβλεπε ότι το παιδί της δεν ήταν πολύ καλά και αποφάσισε να μιλήσει στην μητέρα του Βασίλη. Είδε μια γυναίκα αδιάφορη στο προς το τι συμβαίνει και δεν έδωσε καμία ευκαιρία στην Έφη να μιλήσουν.
Οι μέρες περνούσαν και ο Κωστής κάθε μέρα εισέπραττε όλη την κακή συμπεριφορά του Βασίλη που δια της βίας είχε πείσει κι άλλα παιδιά να είναι εναντίον του Κωστή.
Μια μέρα φεύγοντας από το σχολείο, η Έφη είχε καθυστερήσει λίγο και ο Βασίλης βρήκε την ευκαιρία να στριμώξει τον Κωστή. Λίγα μέτρα από το σχολείο τον είχε κολλήσει στον τοίχο και προσπαθούσε με ένα μαρκαδόρο να του δώσει λίγο χρώμα. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα και τρεις άντρες άρπαξαν τα δύο παιδιά και τα έβαλαν με την βία στο αυτοκίνητο. Η Έφη που έφτανε εκείνη την ώρα είδε την σκηνή και έτρεξε προς τα εκεί. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει το αυτοκίνητο μάρσαρε και εξαφανίστηκε στην επόμενη γωνία.
Στο αστυνομικό τμήμα ταραγμένη άκουγε την μητέρα του Βασίλη να εξιστορεί την αντιπαλότητα με τον πρώην άντρα της. Ένας βάναυσος άντρας, ο οποίος κακοποιούσε το παιδί τους και την ίδια και αναγκάστηκαν μετά το επεισοδιακό δικαστήριο να αλλάξουν πόλη. Δυστυχώς όμως δεν άργησε να τους βρει και να πραγματοποιήσει τις απειλές του ότι θα της πάρει το παιδί.
Τα κομμάτια άρχισαν να μπαίνουν στην θέση τους για την βίαιη συμπεριφορά του Βασίλη.
Ο πατέρας του Βασίλη με τους συνεργούς του δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν και πολύ. Η Έφη κάλεσε άμεσα την αστυνομία και οι δρόμοι έκλεισαν. Είχαν βρει καταφύγιο σε ένα παλιό εργοστάσιο και σχεδίαζαν την επόμενη κίνηση. Ο Βασίλης τρομαγμένος και μαζεμένος κουβάρι έκλαιγε και έτρεμε. Ο Κωστής προσπαθούσε να τον ηρεμήσει και να του συμπαρασταθεί παρόλο και τον δικό του φόβο.
Ήδη είχε περάσει ένα 24ωρο με άκαρπες τις έρευνες της αστυνομίας. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος των παιδιών, ούτε του αυτοκινήτου. Η Έφη ήταν σίγουρη ότι δεν θα είχαν απομακρυνθεί, αφού καμία κάμερα οδικής κυκλοφορίας δεν είχε καταγράψει το αυτοκίνητο. Έκανε βόλτες στην γειτονιά και τις γύρω περιοχές και έψαχνε για κάποιο στοιχείο. Ο Κωστής από την άλλη, εξέταζε τον χώρο που τους κρατούσαν. Ήταν ένα παλιό εργοστάσιο κατασκευής μπαλονιών. Ψάχνοντας βρήκε μερικά γερά μπαλόνια μέσα στις στοίβες μπάζων. Το σεντόνι που τους είχαν δώσει να σκεπαστούν και κάποια επίσης πεταμένα σκοινιά, συνέθεσαν στο σχέδιο του. “Βασίλη βοήθησέ με να φτάσω εκείνο το ψηλό παράθυρο, έχω ένα σχέδιο” ο Βασίλης τον κοίταζε αδιαφορώντας. Είχε παραιτηθεί περιμένοντας τα χειρότερα. “Σήκω πάνω τώρα και έλα να με βοηθήσεις, ψευτονταή!”.
Ξαφνιασμένος από τις φωνές του Κωστή, κινήθηκε προς το μέρος του και έκανε ό,τι ακριβώς του ζήτησε. Έγινε το σκαλοπάτι του Κωστή και τον σήκωσε με τους ώμους του να φτάσει ένα ψηλό σπασμένο παράθυρο. Με το σεντόνι και τα μπαλόνια είχε φτιάξει ένα φάντασμα και το άφησε να πετάξει μέσα από το σπασμένα παράθυρο. Πράγματι το σεντόνι απογειώθηκε στον ουρανό και με την βοήθεια των μπαλονιών αιωρούνταν στον καταγάλανο ουρανό. Δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από τους διερχόμενους κατοίκους και σύντομα έπεσε και στο οπτικό πεδίο της Έφης. Ήταν σίγουρη ότι ήταν το σημάδι που έψαχνε. Σύντομα η αστυνομία κατέκλυσε το εργοστάσιο, απελευθερώνοντας τα δύο παιδιά και οδηγώντας τους δράστες στο τμήμα.
Το γεγονός ότι ο πατέρας του Βασίλη θα έμενε αρκετό καιρό στην φυλακή, τον έκανε πιο ήρεμο. Ο Βασίλης και η μητέρα του ευχαρίστησαν τον Κωστή και την Έφη και ξεκίνησε μια όμορφη φιλία και για τους τέσσερις. Το παρατσούκλι του Κωστή ξεθώριασε με τον καιρό, αν και στις επόμενες Απόκριες ντύθηκε φάντασμα. Ο Βασίλης όταν τον είδε μαγκώθηκε λίγο, αλλά ο Κωστής τον καθησύχασε “Φίλε μου αν εξαιρέσω τα υπόλοιπα, το όνομα Γκωστής μου πήγαινε πολύ!”.
Σοφία Λακιώτη