Ο πεζοναύτης έτρεχε. Ήταν γρήγορος και είχε καταφέρει να ξεπεράσει τα τέρατα που τον κυνηγούσαν. Περνούσε από τα χαλάσματα και τα γκρεμισμένα σπίτια και τους νεκρούς κατοίκους του χωριού. Οι φωτιές είχαν σβηστεί από τη βροχή που έπεφτε.
Έτρεχε. Είχε αυτό το προνόμιο, σε αντίθεση με τους συντρόφους του, που είχαν γίνει βορά στα τέρατα. Τους αιφνιδίασαν. Η μονάδα του, μία από τις πολλές, είχε έρθει στο ορεινό χωριό για να αναχαιτίσει την επιδρομή των τεράτων, που έβγαιναν κατά εκατοντάδες από τη σπηλιά στους πρόποδες του βουνού. Είχαν στήσει ένα τείχος από σύρματα, τανκς και οπλισμένους ειδικοδυναμίτες. Ελεύθεροι σκοπευτές διασκορπισμένοι σε καίριες θέσεις. Περίμεναν για ώρες, μετά για μέρες.
Ώσπου μια νύχτα, αυτή την κρύα νύχτα, τα τέρατα ξαμολήθηκαν. Βγήκαν από άλλο άνοιγμα και ήρθαν πίσω από τις παραταγμένες μονάδες. Ήταν λεπτοκαμωμένα, μα δυνατά. Είχαν μαύρο σώμα, γεμάτο λέπια. Χρυσά μάτια έφεγγαν στο κεφάλι τους. Ήταν τρομαχτικά, αλλά πονηρά.
Οι σφαίρες τα τραυμάτιζαν και πολλά από αυτά πέθαναν. Όμως, οι απώλειες των στρατιωτών ήταν κατά πολύ περισσότερες. Ακούγονταν από παντού σφαγές και ριπές όπλων. Φωνές τρομαγμένων αξιωματικών και αντρών που ένιωθαν το σώμα τους να βιάζεται. Κι εκείνα… εκείνα ακούγονταν ευχαριστημένα. Αυτή την αίσθηση έδιναν. Ότι τους άρεσε. Ακόμα και όταν πέθαιναν, έμοιαζαν να το χαίρονται, επειδή ίσως ήξεραν πως θα κυριαρχούσαν.
Οι κάτοικοι του χωριού, που δεν είχαν ιδέα πώς ήρθαν αυτά εδώ, προσπάθησαν να βοηθήσουν. Μερικοί είχαν καραμπίνες. Άλλοι είχαν συνδράμει στις προετοιμασίες πίσω από το τείχος. Πολλές γυναίκες έφτιαχναν φαγητά για τους στρατιώτες. Και τα παιδιά… τα παιδιά έπαιζαν άλλο ρόλο, ψυχολογικό. Αν και οι περισσότεροι φαντάροι ήταν κοντά στην ηλικία τους, ωστόσο τα πιτσιρίκια έδιναν την αίσθηση ότι υπάρχει μέλλον και πρέπει να το προστατεύσουν πάση θυσία. Τα έβλεπες έτσι χαρούμενα και αρκετά ξέγνοιαστα να τρέχουν και να παίζουν και τα χαιρόσουν.
Τα προστάτευσαν. Ήταν η υπόσχεση και έπρεπε να την κρατήσουν ανέπαφη.
Κι αυτό έκαναν. Μερικές ώρες πριν αρχίσει το κακό, φόρτωσαν τα παιδιά σε ελικόπτερα και τα απομάκρυναν. Για να τα σώσουν. Το μέλλον έφευγε από κοντά τους και όλοι ήξεραν τι θα ερχόταν.
Ο πεζοναύτης αντιλήφθηκε κίνηση στα αριστερά του. Χώθηκε στη μισογκρεμισμένη κουζίνα ενός σπιτιού. Τράβηξε το μαχαίρι του. Όταν άκουσε το μούγκρισμα του τέρατος πίσω από τον τοίχο, σύρθηκε αργά, ώσπου το είδε να κοιτάζει πέρα δώθε αβέβαιο. Τότε κινήθηκε γρήγορα και του κάρφωσε το μαχαίρι στο λαιμό. Το πλάσμα έβγαλε έναν επιθανάτιο ρόγχο και έπεσε.
Εκείνος βγήκε στο δρόμο ελέγχοντας γύρω του. Συνέχισε το τρέξιμο.
Ήξερε ότι κατευθυνόταν στο Σκοτεινό Δάσος. Το χωριό είχε την ατυχία να έχει στη μια πλευρά το βραχώδες βουνό και από την άλλη να περιβάλλεται από ένα πυκνό δάσος που έμοιαζε να έχει χάσει τη λαμπρότητα της φύσης του. Οι ντόπιοι είχαν πει ιστορίες για αυτό το δάσος, ότι κατοικούσαν τέρατα και μάγισσες εκεί, ότι όσοι πήγαν δεν ξαναγύρισαν. Ήταν από αυτές τις ιστορίες που έλεγαν παλιά οι άνθρωποι γύρω από τη φωτιά και που θα περίμενες ότι έχουν ξεχαστεί στη σημερινή εποχή. Αλλά, από την άλλη, η επιδρομή των τεράτων αποδείκνυε πως οι παλιές κατάρες δεν διαλύονταν έτσι απλά.
Δεν είχε άλλη λύση. Τα τανκς που ήταν ακόμα λειτουργικά ήταν από την αντίθετη πλευρά. Τα Χάμβι το ίδιο. Τα ελικόπτερα δεν είχαν επιστρέψει. Τα οχήματα των ντόπιων κατεστραμμένα σαν να τα χτύπησαν κεραυνοί.
Είδε τα τεράστια δέντρα που ξεπρόβαλλαν. Δεν ήξερε αν ίσχυε κάτι από αυτά που τους είχαν αναφέρει οι κάτοικοι, αλλά θα το ρίσκαρε. Ήταν γεροδεμένος και τολμηρός, αν και όφειλε να παραδεχτεί πως φοβόταν. Είχε χάσει τους συντρόφους του μέσα στη σκοτεινή βροχή και τώρα τον κυνηγούσαν.
Πίσω του άκουσε τα πόδια των τεράτων πάνω στα χαλάσματα. Μύριζαν τη λεία τους και έτρεχαν ξοπίσω της. Ο πεζοναύτης είχε δει με πόση ευκολία και διάθεση ξέσκιζαν τη σάρκα του θύματός τους. Τα βαριά ρούχα δεν ήταν τίποτα. Τα κόκαλα από κάτω ήταν σαν κλαράκια για τα τέρατα. Είχε δει ένα από αυτά να έχει ανοίξει το στόμα του τόσο πολύ που χώρεσε το κεφάλι ενός ειδικοδυναμίτη δύο μέτρων. Το τέρας έφτασε μέχρι το λαιμό, οπότε και δάγκωσε και έκοψε το κρανίο. Όσο το έτρωγε δεν άφησε το υπόλοιπο θεόρατο κορμί από τα χέρια του.
Η σκέψη και μόνο ήταν αρκετή για να του δώσει την ώθηση που χρειαζόταν.
Άκουσε κάτι να αναπηδά και να σφυρίζει πάνω από το κεφάλι του και ξαφνικά, ένα από αυτά προσγειώθηκε λίγα μέτρα μπροστά του. Το είχαν τραυματίσει πρωτύτερα, του έλειπε το ένα από τα έξι χέρια του, ενώ άλλα δύο φαίνονταν σπασμένα.
Ο πεζοναύτης δεν έκοψε φόρα. Αντίθετα, τράβηξε ξανά το μαχαίρι του και όρμησε. Το πλάσμα άνοιξε τα εναπομείναντα χέρια του σε μια δηλητηριώδη αγκάλη. Ο πεζοναύτης απέφυγε την κίνηση και χάραξε το τέρας διαδοχικά στα πόδια και στο σώμα, μέχρι που το αποκεφάλισε.
Όμως, τότε με την άκρη του ματιού του είδε έναν όγκο να προσγειώνεται προς αυτόν. Δεν πρόλαβε να παραμερίσει και τέσσερα πόδια τον κλότσησαν. Βρέθηκε στο υγρό έδαφος. Το πλάσμα έστεκε από πάνω του και μούγκριζε, καλώντας την αγέλη του.
Πράγματι, ο πεζοναύτης άκουσε τα ουρλιαχτά των άλλων. Πλησίαζαν.
Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε και τράβηξε το πιστόλι του. Άδειασε το γεμιστήρα στο τέρας, που διπλώθηκε μακριά του.
Ο πεζοναύτης σηκώθηκε και είδε πλάσματα να ξεπροβάλλουν από τις σκιές. Γύρισε και έτρεξε.
Άρχισε να τον καταβάλλει η κούραση. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και τα ρούχα του μούσκευαν συνεχώς. Οι μπότες τον δυσκόλευαν.
Δε γύριζε να τα δει. Άκουγε το τρεχαλητό τους. Θα τον έφταναν. Απείχαν λιγότερο από είκοσι μέτρα από αυτόν και μίκραιναν την απόσταση. Ήταν ευκίνητα, αν και όχι τόσο γρήγορα. Το μόνο τους πλεονέκτημα εδώ ήταν η σωματική και ψυχική ταλαιπωρία του άντρα. Αυτά έδειχναν απαθή στο θάνατο των δικών τους –ο πεζοναύτης υποψιαζόταν πως μπορεί και να τους έτρωγαν. Εκείνος, όμως, θεωρούσε τους άλλους στρατιώτες φίλους και αδερφούς του. Το να τους βλέπει να γίνονται τροφή γι’ αυτά ήταν ψυχοφθόρο.
Έβλεπε το δάσος πολύ καθαρά. Ήταν τόσο πολύ σκοτεινό, λες και δεν το είχε δει ποτέ ο ήλιος. Δεν τον ένοιαξε. Ήταν η μόνη του ευκαιρία.
Τότε, όμως, στραβοπάτησε και έπεσε. Τσαλαβούτησε στις λάσπες και χτύπησε στα πλευρά. Βόγκηξε, νιώθοντας για μια στιγμή τον αέρα να χάνεται από τα πνευμόνια του. Έκανε να σηκωθεί, αλλά δεν το μπόρεσε.
Είδε τα τέρατα να αλαλάζουν από τη χαρά τους.
Έβγαλε το πιστόλι και το μαχαίρι του. Θα τα αντιμετώπιζε. Θα τον σκότωναν, αλλά θα έπαιρνε μαζί του ένα δύο από αυτά. Θα…
Εκείνη τη στιγμή, άκουσε απανωτά θροΐσματα πίσω του. Πριν γυρίσει να δει, κάτι τυλίχτηκε γύρω από την κοιλιά του. Μετά βρέθηκε στον αέρα, μακριά από τα τέρατα που έσκουζαν απογοητευμένα.
Δεν κατάλαβε πότε προσγειώθηκε ή πού, γιατί έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν ξύπνησε, ένιωσε το απαλό χώμα στις παλάμες του. Ήταν πράσινο και φωτιζόταν τόσο δυνατά που σε στράβωνε. Κοιτώντας με δυσκολία, είδε πως δεν υπήρχε ήλιος στον ουρανό, γιατί δεν υπήρχε ουρανός –τα δέντρα τον κάλυπταν. Το φως προερχόταν από τα λουλούδια. Εκατοντάδες μικροί φακοί με λευκά ή μωβ πέταλα να τους στεφανώνουν.
Έπειτα, είδε μια λίμνη και δεκάδες ζώα να πίνουν νερό, το ένα δίπλα στο άλλο. Αρκούδες, ζαρκάδια, λύκοι. Λαγοί και πτηνά. Φίδια να σέρνονται ανέμελα. Και μετά άνθρωποι να τον πλησιάζουν.
Χαμογέλασε, καθώς συνειδητοποιούσε γιατί δεν επέστρεφε κανείς από αυτό το δάσος. Ένας καμουφλαρισμένος επίγειος παράδεισος. Ποιος θα ήθελε να φύγει από δω;