Πώς επιβιώνεις όταν χάνεται η ηρεμία, η ασφάλεια απ’ τον κόσμο σου και ξαφνικά ζεις στον απόλυτο τρόμο; Πώς κρατάς το μυαλό στη θέση του; Πώς συνεχίζεις τη ζωή σου όταν δεν έχεις πια ζωή;
Για μια ζωή θα παλεύει η Έλενα να διώξει από τις σκέψεις της εκείνο το πρωινό. Μα ξέρει καλά πως δε θα τα καταφέρει ποτέ. Δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνα τα χέρια, που την άρπαξαν φράζοντάς της το στόμα και φορώντας της μια κουκούλα στο πρόσωπο. Δε θα βγάλει ποτέ από το μυαλό της τον τρόπο που την έσπρωξαν μέσα σ’ εκείνο το αυτοκίνητο. Δε θα πάψει ποτέ να ακούει τα ίδια της τα ουρλιαχτά όταν έμεινε μόνη μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Μόνη. Χωρίς εκείνον πλάι της. Εκείνον που δεν άφηνε κανέναν και τίποτα να την πειράξει. Μα κατάφεραν να την πειράξουν κι εκείνος δεν ήταν εκεί να την βοηθήσει. Ούτε κι εκείνη ήταν κοντά του την πρώτη και μοναδική φορά που την χρειαζόταν πραγματικά.
Μα η ιστορία είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Για τον Αντώνη ερχόταν τα χτυπήματα απανωτά. Μετά από δεκαπέντε χρόνια στη δίωξη, για πρώτη φορά λερώθηκε το όνομα του. Το τμήμα των εσωτερικών υποθέσεων είχε ξεκινήσει έρευνες εναντίον του, καθώς ήταν, μαζί με άλλους, ύποπτος για διαφθορά. Είχε μεγάλο δρόμο μπροστά του για να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας, μα είχε δυνατά χαρτιά στα χέρια του που θα τα χρησιμοποιούσε αν χρειαζόταν. Και το κυριότερο, είχε εκείνη στο πλάι του, έτοιμη να παλέψει με θεριά για χάρη του. Μα δεν πρόλαβε. Ο Αντώνης έμαθε για την αρπαγή της από ένα μήνυμα. «Είναι όμορφη σα νεράιδα. Τι κρίμα που θα γίνει κομμάτια. Ή μήπως όχι; Εσύ αποφασίζεις.»
Κι ύστερα ήρθε το τηλεφώνημα. Ο Αντώνης ήξερε πολλά για πολλούς μέσα στο σώμα. Για να σώσει τον εαυτό του έπρεπε να δώσει εκείνους που ήταν πραγματικά μπλεγμένοι σ’ αυτή την υπόθεση. Στο τηλεφώνημα δέχτηκε μία ανταλλαγή. Εκείνος τους παραδίδει τα στοιχεία που έχει εναντίον τους κι εκείνοι αφήνουν τη γυναίκα του.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πέρασε μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Έτσι της είπαν δηλαδή, γιατί εκείνη ήταν σίγουρη πως κράτησε μήνες. Δεν της μίλησε ποτέ κανένας. Μόνο κάθε τρεις ώρες έμπαινε κάποιος με μια μαύρη κουκούλα, της άφηνε έναν δίσκο με φαγητό και νερό κι έπαιρνε τον προηγούμενο, άθικτο. Και κάθε φορά άκουγε μια σιδερένια πόρτα να κλείνει με ένα δυνατό χτύπο, που αντιλαλούσε στο μυαλό της. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κλειδωμένη σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς να ξέρει αν θα βγει ποτέ. Έπειτα, της φόρεσαν ξανά εκείνη την κουκούλα και την έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο. Λίγη ώρα μετά την κατέβασαν και το αυτοκίνητο χάθηκε. Κι αμέσως μετά σειρήνες και φασαρία. Κάπου εκεί έπαψε να ακούει, να αισθάνεται.
Η επόμενη ανάμνηση που είχε από εκείνη την ημέρα, ήταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μ’ εκείνον απέναντί της να τρέμει από αγωνία. Φώναξε το όνομά του κι εκείνος έτρεξε κοντά της. Της φιλούσε τα χέρια, το πρόσωπο κι από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
«Τι σου έκαναν αγάπη μου; Τι σου έκαναν;» έλεγε συνέχεια μέσα στους λυγμούς του. «Με έμπλεξαν σ’ αυτή την ιστορία κι ύστερα με απείλησαν με τη ζωή σου, για να μην αποκαλύψω όσα ξέρω και τους κάψω. Ήθελαν να με χτυπήσουν εκεί που πονάω. Αλλά έτσι έσκαψαν τον ίδιο τους τον λάκκο τελικά… Τώρα εγώ είμαι εδώ, μην ανησυχείς για τίποτα. Ποτέ ξανά…» είπε με μια ανάσα, κοιτώντας τη στα μάτια.
Μα εκείνη δεν άκουγε τίποτα. Έτρεμε ακόμα από φόβο και ήξερε πώς δε θα ένιωθε ποτέ ξανά ασφαλής.
Ο καιρός περνούσε κι εκείνη κάθε μέρα βούλιαζε στο δικό της σκοτάδι. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, τιναζόταν σε κάθε θόρυβο. Κάθε φορά που έμενε μόνη τυλιγόταν με μια κουβέρτα κι έμενε ακίνητη στο κρεβάτι, λες κι έτσι θα προστατευόταν. Δεν τολμούσε να βγει από το σπίτι. Έβλεπε παντού σκιές, παντού κίνδυνο, παντού μια απειλή.
Μετά την απαγωγή της Έλενας ο Αντώνης είχε ένα πάτημα για να αποδείξει ότι είναι αθώος, ότι τον έμπλεξαν και τον απειλούσαν. Γιατί μπορεί εκείνος να μη μίλησε σε κανέναν ως που να γίνει η ανταλλαγή, όπως του ζήτησαν, αλλά δεν υπολόγισαν πως το τηλέφωνό του ήταν από καιρό υπό παρακολούθηση.
Ένα πρωί τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο. Είχε κλειστεί στο μπάνιο και ψιθύριζε. Δεν ξεκαθάριζε τι έλεγε μα ένιωθε την αγωνία του. Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα και ξέσπασε σε λυγμούς. Εκείνος πάλευε κι εκείνη τον είχε εγκαταλείψει. «Πόσο άχρηστη…» έλεγε ξανά και ξανά και δάγκωνε το μαξιλάρι για να μην ακουστεί. Όταν πια ένιωθε πως άδειασε, πέταξε το μαξιλάρι με όλη της τη δύναμη στον τοίχο. Γύρισε στον καθρέφτη και τρόμαξε με το είδωλό της. «Πόσο αξιοθρήνητη…» ψιθύρισε. Έσφιξε τη γροθιά της. «Τέρμα. Όχι πια…» είπε αποφασισμένη και ντύθηκε βιαστικά. Έπρεπε να κάνει κάτι, να πατήσει ξανά στα πόδια της και να σταθεί κοντά του. Άκουσε την εξώπορτα να κλείνει. Έτρεξε μα δεν τον πρόλαβε, τον είδε να φεύγει με το αυτοκίνητο. Μα έπρεπε να τον προλάβει, έπρεπε να του μιλήσει. Δεν πίστευε στην τύχη της όταν είδε το ταξί να περνάει από μπροστά της! Το σταμάτησε και ζήτησε από τον οδηγό να ακολουθήσει το αυτοκίνητο που τώρα χανόταν στη στροφή. Ευτυχώς δεν ήταν μεγάλη διαδρομή. Τρία τετράγωνα παρακάτω τον είδε να παρκάρει και να μπαίνει βιαστικά σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη. «Τι δουλειά έχει εδώ;» σκέφτηκε την ώρα που εκείνος έκλεινε πίσω του τη μεγάλη σιδερένια πόρτα…
Και τότε έχασε όσο κουράγιο είχε μαζέψει τόσο ξαφνικά πριν λίγο. «Πάμε πίσω, από εκεί που ξεκινήσαμε.» η φωνή της μόλις που έβγαινε και ούτε πρόσεξε το απορημένο βλέμμα του οδηγού.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και στάθηκε ακίνητη. Δεν προλάβαινε να επεξεργαστεί τις σκέψεις που έτρεχαν στο μυαλό της. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα στεκόταν εκεί, όταν άκουσε την πόρτα πίσω της να ανοίγει. Δεν κουνήθηκε.
«Έλενα! Βγήκες έξω;» ο Αντώνης την κοίταζε έκπληκτος.
«Τώρα θα βγω.» είπε σιγά.
«Μπράβο κορίτσι μου! Να βγεις, θα σου κάνει καλό! Θέλεις να έρθω μαζί;»
«Όχι, δε θα αργήσω. Πάω να ψωνίσω για να σου μαγειρέψω. Κάνε ένα μπάνιο εσύ, ξεκουράσου κι έρχομαι.» έλεγε ανέκφραστη.
«Επιτέλους αγάπη μου! Συνήλθες!»
«Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ. Συνήλθα…» είπε με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
Την φίλησε και μπήκε στο μπάνιο.
Τότε η Έλενα έψαξε βιαστικά το σακάκι του. Στην δεξιά εσωτερική τσέπη βρήκε δύο κλειδιά. Άγνωστα κλειδιά. Μαζί κι ένα άγνωστο κινητό τηλέφωνο. Σβηστό. Στάθηκε για λίγο κι ύστερα έτρεξε στο γραφείο, άνοιξε το τελευταίο συρτάρι και χωρίς να σκεφτεί άρπαξε το περίστροφο.
——-
Χτύπησε δυνατά τη σιδερένια πόρτα μα δεν απάντησε κανείς. Τότε έβαλε το ένα κλειδί και άνοιξε κρατώντας την ανάσα της. Μια άδεια παλιά αποθήκη. Και στο βάθος άλλη μια πόρτα. Το δεύτερο κλειδί. Χτύπησε ξανά σφίγγοντας με το άλλο χέρι το όπλο μέσα στην τσέπη της. Ύστερα άνοιξε. Και πάγωσε. Δεν ήταν δυνατόν! Όχι… Όχι αυτό…
——-
Ο Αντώνης βγήκε από το μπάνιο και τυλίχτηκε με το μπουρνούζι του. Ήταν ευδιάθετος. Καθώς ντυνόταν άκουσε το κλειδί στην πόρτα κι έτρεξε να την υποδεχτεί. Μα αυτή που μπήκε δεν ήταν η Έλενα. Ήταν μια λυσσασμένη σκύλα, έτοιμη να του φάει τα σπλάχνα. Τα μάτια της πετούσαν φλόγες, τον έκαιγαν. Από ένστικτο έκανε ένα βήμα πίσω καθώς την είδε να τρέχει απειλητικά κατά πάνω του. Δεν πρόλαβε να καταλάβει από πού ήρθε η γροθιά που τον γονάτισε κι ύστερα ένιωσε το περίστροφο κολλημένο στο κεφάλι του.
«Πες μου μόνο γιατί! Γιατί μου διέλυσες τη ζωή; Πες μου γιατί;» ούρλιαζε.
Μα δεν ήταν τόσο απλό. Με μια απότομη κίνηση, της πήρε το όπλο και τώρα την κρατούσε από τον λαιμό με το περίστροφο κολλημένο στο δικό της κεφάλι.
«Γιατί, γιατί;» έλεγε μόνο ανάμεσα σε λυγμούς.
«Είσαι πολύ μικρή για να καταλάβεις το γιατί.»
«Σκότωσέ με να τελειώνουμε. Καλύτερα από αυτό που μου έκανες. Καλύτερα να με σκότωνες…»
«Σκάσε!» φώναξε και πυροβόλησε στον αέρα.
«Ποιος είσαι γαμώτο; Πόσο καλά με δούλευες τόσο καιρό…»
Ο Αντώνης κάτι πήγε να πει μα δεν πρόλαβε. Πέντε αστυνομικοί μπήκαν από την ανοιχτή πόρτα σημαδεύοντάς τον και φωνάζοντας να πετάξει το όπλο και να την αφήσει. Τότε η Έλενα έμπηξε τα δόντια της με οργή στο χέρι του, ως που μάτωσε και τον έκανε να γονατίσει απ’ τον πόνο. Άρπαξε το όπλο την ώρα που του έπεφτε στο πάτωμα και με χέρια που έτρεμαν τον σημάδεψε στο μέτωπο.
«Τον μεγαλύτερο εφιάλτη της ζωής μου τελικά τον οργάνωσες εσύ ο ίδιος! Εσύ με καταδίκασες να ζω μέσα στον τρόμο! Και γιατί; Για να σώσεις το τομάρι σου!» είπε βαριανασαίνοντας και τα χέρια της έτρεμαν περισσότερο τώρα. Προσπάθησε να σταθεροποιήσει το όπλο, μα και η ίδια ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν ικανή να πατήσει τη σκανδάλη. Όχι δε μπορούσε. Δεν του άξιζε…
Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο μίσος. Έσφιξε τα δόντια. Εκείνος κάτι της έλεγε, οι αστυνομικοί φώναζαν, μα εκείνη δεν άκουγε και δεν έβλεπε τίποτα. Μπροστά στα μάτια της έβλεπε όλη της τη ζωή πλάι του. Πόσες ευτυχισμένες στιγμές, πόσο τυχερή πίστευε πως ήταν! Κανένα σημάδι προδοσίας πουθενά. Πόσο ηλίθια αισθανόταν που δεν κατάλαβε ποτέ ότι ήταν μπλεγμένος. Τώρα τον μισούσε. Για όλα όσα της γκρέμισε. Για το παρελθόν και το μέλλον. Ένιωθε να χάνει το μυαλό της. Με μια δυνατή κραυγή πάτησε τη σκανδάλη. Ξανά και ξανά. Και ξανά. Ως που άδειασε όλες τις σφαίρες. Στα μαξιλάρια του καναπέ…
«Πάρτε τον…» κατέβασε το όπλο και γονάτισε ξεσπώντας σε λυγμούς…