,

Δεκατέσσερα

Οι άντρες ήταν δύο. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν περισσότεροι. Μπερδεύτηκε, γιατί φορούσαν συνεχώς μαύρες κουκούλες, σύντομα όμως κατάλαβε ότι ήταν μόνο δύο. Ο ένας, που της συστήθηκε ως Γιώργος, ήταν αρκετά ψηλός και γεροδεμένος και η φωνή του ήταν μπάσα και σκληρή. Δεν μιλούσε πολύ και της προξενούσε έντονο φόβο. Ο άλλος, ο Τάκης, ήταν πιο κοντός και αδύνατος κι η φωνή του, πιο ήρεμη και καθησυχαστική. Της φαινόταν πιο προσιτός.

Δεν ήξερε ακριβώς πόσο καιρό βρισκόταν εκεί. Υπολόγιζε ότι πρέπει να είχε περάσει περίπου μια εβδομάδα. Ούτε κατάλαβε πως έγινε. Μόλις είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της, στο πάρκινγκ του σπιτιού της. Βγαίνοντας απ’ το αμάξι, είδε μπροστά της δυο άντρες με μαύρες κουκούλες. Την τράβηξαν με τη βία και την έβαλαν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού. Ο ένας πήγε στη θέση του οδηγού κι ο άλλος κάθισε δίπλα της και αφού της έβαλε μονωτική ταινία στο στόμα, της έβαλε τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη και της πέρασε χειροπέδες. Της έβαλε στο κεφάλι ένα μαύρο σκούφο και της είπε να μη φοβάται. Η Έλλη χτυπιόταν για ώρα και προσπαθούσε να φωνάξει, ενώ εκείνος την κρατούσε σταθερά με τα χέρια του, εμποδίζοντας κάθε κίνησή της. Λίγο αργότερα, απλά παραδόθηκε. Κάθισε ακίνητη σε μια γωνία και περίμενε. Ποιοι ήταν αυτοί; Γιατί την είχαν αρπάξει; Που θα την πήγαιναν; Δεν είχε ιδέα! Στην αρχή άκουγε θορύβους απ’ το δρόμο, σύντομα όμως χάθηκαν κι αυτοί. Μάλλον είχαν βγει απ’ την πόλη…

Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε, ο άντρας που καθόταν πίσω μαζί της, την έπιασε απ’ το χέρι και τη βοήθησε να βγει απ’ το αυτοκίνητο, μιας και με την μαύρη κουκούλα δεν μπορούσε να δει. Δεν άκουγε τίποτα γύρω της. Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και κατέβηκαν κάποια σκαλιά. Η πόρτα έκλεισε και ένας απ’ τους δυο, της έβγαλε την κουκούλα. “Προσπάθησε να είσαι ήρεμη. Ξέρω ότι φοβάσαι, αλλά δεν θα σε πειράξουμε.” της είπε σε άπταιστα ελληνικά και της τράβηξε απαλά τη μονωτική ταινία απ’ το στόμα. “Ποιοι είστε; Τι θέλετε;” ρώτησε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε.

Σύντομα της είπαν, πως την είχαν απαγάγει για να ζητήσουν λύτρα απ’ τον άντρα της, που ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας. Της είπαν πως δεν έχουν σκοπό να την πειράξουν και πως όλα θα τελείωναν γρήγορα. Η Έλλη, προσπάθησε να τους εξηγήσει πως ο άντρας της ήταν ένα καθίκι του κερατά, που είχε το χρήμα για Θεό του και πως άδικα περίμεναν να πάρουν έστω ένα ευρώ για εκείνη, εκείνοι όμως επέμεναν πως σύντομα θα έπαιρναν τα χρήματα που ζητούσαν κι θα την άφηναν ελεύθερη.

Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό. Είχε ένα ημίδιπλο κρεβάτι στη μία γωνία και ακριβώς απέναντι είχε μια λεκάνη τουαλέτας κι ένα μικρό νιπτήρα χωρίς καθρέφτη. Οι δύο άντρες, της πήγαιναν κάθε λίγες ώρες φαγητό, ενώ κάθε πρωί της πήγαιναν καφέ. Σε γενικές γραμμές, ήταν ευγενικοί μαζί της. Της είχαν πάει 2-3 αλλαξιές ρούχα και φρόντιζαν και για την καθαριότητα του χώρου.

“Σήμερα θα πάρουμε τα χρήματα και σε λίγες ώρες θα είσαι ελεύθερη” της είπε ένα πρωί ο Τάκης. Η καρδιά της αναθάρρησε. “Δέχτηκε ο Στέλιος να τα δώσει;” ρώτησε με κάποια έκπληξη στη φωνή της. Όταν ο Τάκης βγήκε απ’ το δωμάτιο, ήπιε δυο γερές γουλιές καφέ και κάθισε αναπαυτικά στο κρεβάτι. Χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια της. Επιτέλους, αυτό το μαρτύριο θα έπαιρνε τέλος! Σε λίγες ώρες θα ήταν ελεύθερη!

Την είχε πάρει ο ύπνος, όταν άκουσε την πόρτα του δωματίου να ανοίγει. Άνοιξε τα μάτια της και για λίγα δευτερόλεπτα κόπηκε η αναπνοή της. Μπροστά της ήταν οι δυο απαγωγείς της. Για πρώτη φορά χωρίς κουκούλα! Ο Τάκης, κρατούσε στα χέρια του δυο μαύρες σακούλες κι ο Γιώργος, ήταν ακριβώς πίσω του. “Τι συμβαίνει;” τους ρώτησε ταραγμένη. “Όλα καλά κούκλα!” της είπε ο Τάκης και της έκλεισε το μάτι. Έμεινε να τους κοιτάζει. Γιατί είχαν βγάλει τις κουκούλες; Αυτό σίγουρα δεν ήταν καλό. “Ο αντρούλης σου, μας έδωσε το χρήμα και σε περιμένει!” συνέχισε με έντονη ειρωνεία στη φωνή του. Η Έλλη κοκάλωσε. Δεν της άρεσε καθόλου το όλο κλίμα. Κοίταξε τον Γιώργο. Την κοιτούσε αμίλητος και το βλέμμα του ήταν απροσδιόριστο. “Παίρνω το φορτηγάκι. Παίρνεις τη μηχανή” είπε ο Τάκης και προχώρησε προς την πόρτα. “Τελείωσέ την με μία σφαίρα!” είπε και ακούστηκε ν’ ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά.

Ο Γιώργος, την άρπαξε απ’ το χέρι και την έσπρωξε στο κρεβάτι. Κάθισε πάνω στο σώμα της κι έβαλε την παλάμη του στο μέτωπό της. Έβγαλε ένα περίστροφο απ’ την τσέπη του και το ακούμπησε στο λαιμό της. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει! Τον κοιτούσε τρομαγμένη κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Έμεινε να κοιτάζει για λίγο τα μπλε μάτια της. “Ξέρεις πόσο καιρό πέρασες εδώ κάτω;” τη ρώτησε με τη μπάσα, αυστηρή φωνή του. “Μια εβδομάδα;” ψιθύρισε η Έλλη. “Δεκατέσσερις μέρες… Ξέρεις πόσο καιρό σε παρακολουθούσα πριν σε πάρουμε;”. Η Έλλη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. “Δεκατέσσερις μέρες…”. Δεκατέσσερις μέρες ήταν στο κατόπι της αυτός ο άντρας κι εκείνη δεν είχε πάρει χαμπάρι; Η Έλλη πονούσε. Οι καρποί της πονούσαν απ’ τις χειροπέδες και το βάρος του σώματός του πάνω της, την πίεζε ακόμη περισσότερο. Δεν έλεγε λέξη, αλλά οι μορφασμοί στο πρόσωπό της, έδειχναν ολοφάνερα ότι πονούσε. Ο Γιώργος, την κοίταξε ακόμη λίγο και σηκώθηκε από πάνω της. Κρατούσε ακόμη στο χέρι του σφιχτά το περίστροφο. Γύρισε την πλάτη του και έριξε μια δυνατή μπουνιά στον τοίχο. Η Έλλη παρέμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τρέμοντας.

“Δεν θα έδινε τα χρήματα αν δεν φοβόταν την κοινωνική κατακραυγή…” είπε, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Η Έλλη ένιωσε τη φωνή του να γίνεται λίγο πιο ζεστή. Γύρισε προς το μέρος της. “Δεν με θυμάσαι;” τη ρώτησε. Η Έλλη σηκώθηκε όρθια και πήγε μπροστά του. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε προσεχτικά. Ο Γιώργος, σήκωσε το χέρι του κι άγγιξε το μάγουλό της. “Δεν με θυμάσαι…”. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Γιώργος, χαμογέλασε με πικρία και την έπιασε αποφασιστικά απ’ το χέρι. Για μια στιγμή δίστασε να τον ακολουθήσει, αλλά κάτι μέσα της, της έλεγε ότι δεν έπρεπε να φοβάται. Αν ήθελε να την σκοτώσει, θα το είχε ήδη κάνει.

Ανέβηκε στη μηχανή πίσω του και τον έπιασε σφιχτά απ’ τη μέση. Δεν ρώτησε απολύτως τίποτα. Σιγά σιγά, το τοπίο άρχισε να γίνεται γνώριμο. Σε λίγη ώρα θα έφταναν στη γειτονιά της. Ο Γιώργος σταμάτησε τη μηχανή στη δεξιά πλευρά του δρόμου και τη βοήθησε να κατέβει. “Ξέρεις να επιστρέψεις τώρα, έτσι δεν είναι;” την ρώτησε. Η Έλλη έγνεψε καταφατικά κι ο Γιώργος ανέβηκε στη μηχανή και γύρισε το κλειδί στη μίζα.

-Πάρε με μαζί σου… του ψιθύρισε, κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

-Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σύνδρομο της Στοκχόλμης ξέρεις!

-Είχες δίκιο! Δεν μ’ αγαπάει! Ποτέ δεν μ’ αγάπησε! Νιώθω σαν να ζω σε φυλακή μαζί του! του είπε και τα μεγάλα μπλε μάτια της ήταν υγρά.

-Θα βρεις τρόπο να ξεφύγεις και αυτή τη φορά! της απάντησε και φόρεσε το κράνος του.

-Πες μου από που γνωριζόμαστε!

-Έχουν περάσει 14 χρόνια. Ίσως είναι λογικό να μη θυμάσαι. Αν με θυμηθείς, θα ξέρεις και που να με βρεις… της είπε και πάτησε δυνατά το γκάζι της μηχανής.

Η Έλλη κοίταξε γύρω της. Τα είχε χαμένα. Ξαφνικά θυμήθηκε! Χίλιες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή μπροστά στα μάτια της. Σουηδία. Στοκχόλμη. Δεκατέσσερα χρόνια πριν, βρέθηκε τυχαία ανάμεσα σε ανταλλαγή πυρών, αντίπαλων συμμοριών. Ένας άντρας, ψηλός, γεροδεμένος, την είχε τελευταία στιγμή τραβήξει στην άκρη, σώζοντας της την ζωή. Έμεινε μαζί του για 2 εβδομάδες. Δεκατέσσερις μέρες. Της ζήτησε να επιστρέψουν μαζί στην Ελλάδα, να κάνουν μια καινούρια αρχή. Να ζήσουν μαζί στο σπίτι του στην Ορεστιάδα. Επέλεξε να φύγει νύχτα. Μόνη.

“Ανδρέα…” ψιθύρισε…

Κική Γιοβανοπούλου

Μία απάντηση στο “Δεκατέσσερα”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: