«Καλώς την τσούπα μ’! Καλώς την!»
«Καλώς σας βρήκα θεία!»
«Τι φτιάν’ς τσούπα μ’; Πώς παν οι σπ’δές στα ξένα;»
«Καλά, καλά θεία»
«Δε λένε μάνα μ` καλά. Μι μισόλουγα απαντάν τσούπα μ`. Ετσ’ κι έτσ’, πώς να παν, δύσκουλα…»
«Γιατί να λέω έτσι, θεια; Αφού καλά πάνε, σε λίγο τελειώνω.» Η θεία έσφιξε απογοητευμένη τα λιπόσαρκα χείλη της, κάνοντας τα μουστάκια της να ορθωθούν απειλητικά και ανάβλεψε.
«Για του μάτ’ μάνα μ’, για του μάτ’…»
«Δε πιστεύω εγώ σε μάτι και ξεμάτι, θεία!», αντιγύρισε με στόμφο η Μαρίνα.
«Τς, τς, τς,….» έκανε με τόνο αποδοκιμασίας, καθώς της γύρισε την πλάτη της η θειά Μαριγούλα και μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, σέρνοντας το βήμα της και μονολογώντας.
«Νέα γινιά τς τς τς, δε ξέρνει τι τ’ς γίνιτι!» και γυρνώντας κατά τη Μαρίνα της φώναξε «Έλα τσούπα μ’, ιέλα να σι κιράσω ένα καφούλι!».
«Μαρίνα μ’!» ακούστηκε μια μπάσα φωνή από πίσω της, που την έκανε να ριγήσει.
«Φτου να πάρει η οργή! Το λαγωνικό πως με μυρίστηκε;» σκέφτηκε αλαφιασμένη η Μαρίνα και προσπάθησε να χαμογελάσει προτού γυρίσει.
«Κυρία Μαρούσω τι κάνετε;» κόμπιασε.
«Τι κάν’ς τσούπα μ’, καλά;» και προτού προλάβει να τραβηχτεί, η παχουλή γυναίκα την αγκάλιασε σφιχτά. Η αψιά μυρωδιά του ξινισμένου ιδρώτα και κατρουλιού ανακατεμένου με σκόρδο τη χτύπησε στα ρουθούνια. Απαγκιστρώθηκε προσπαθώντας να κρατήσει την ανάσα της και πιάνοντας τα πλευρά της, για να βεβαιωθεί πως δεν έχει σπάσει κανένα. Η Μαρούσω άρχισε να την πυροβολεί με ερωτήσεις. Εκείνη απαντούσε μονολεκτικά, κάνοντας φανερή προσπάθεια, να μη φανεί εκνευρισμένη, ενώ παράλληλα έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί, τι έλεγε ένα άρθρο που είχε διαβάσει ότι πρέπει να κάνεις, όταν σου κάνουν αγενείς ερωτήσεις.
«Άϊ Μαρούσω άσι του πιδί! Θα κρυώσ’ ου καφές!»
«Άϊ καλά λες!» έκανε απογοητευμένη η Μαρούσω και η Μαρίνα αναστενάζοντας, καθώς σκέφτονταν ότι έπρεπε να βάλει τα ρούχα της στο κλίβανο και να τριφτεί ώσπου να ματώσει, χώθηκε στο ασβεστωμένο σπιτάκι.
«Άϊ κόρη μ’, ιέλα να σι ξιματιάσω! Αυτή σκάει γάιδαρο!» έκανε καλόκαρδα η κυρά Μαριγούλα.
«Δε σου ‘πα θεία δεν τα πιστεύω αυτά;» την έκοψε νευρικά η Μαρίνα με τόνο θιγμένο. Η γυναίκα της έριξε ένα λοξό επιτιμητικό βλέμμα και τη ρώτησε γλυκά
«Θες να κάτσουμε όξω να τον πιούμε;»
Της έγνεψε καταφατικά και πήρε το φλιτζάνι της. Σα βγήκαν, είδε απέναντι τη Μαρούσω να στέκεται κάτω από το σπίτι της γειτόνισσας, που συνομιλούσε μαζί της από το μπαλκόνι. Ξαφνικά, μια μεγάλη γλάστρα με φούξια πετούνιες, που τα τελευταία είκοσι χρόνια είχε τιμητική θέση σε μια διακοσμητική εσοχή δίπλα από το μπαλκόνι, έσκασε στο δρόμο, μπρος τα πόδια της Μαρούσως. «Αχ στα ‘λεγα ιγώωωωω! Δε στα ‘λεγα, φτύστη! Το μάτι σου Μαρούσω!» ούρλιαξε η γειτόνισσα και εξαφανίστηκε στο σπίτι, για να εμφανιστεί λίγα δεύτερα μετά μπροστά στη κατάπληκτη Μαρούσω, που είχε πετρώσει. Η θεια Μαριγούλα χαχάνιζε, καθώς η γειτόνισσα προσπαθούσε, να μαζέψει τα απομεινάρια της πετούνιας και ταυτόχρονα στόλιζε τη Μαρούσω, ενώ κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται.
«Στο ‘πα, δε στο ‘πα; Αυτή σκάει γάιδαρο!» κόμπιασε η θεια Μαριγούλα μ` ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.
«Μωρέ λες;» μουρμούρισε η Μαρίνα, μα σαν τα άκουσε η θεια της, ξεκίνησε να της λέει ένα κατεβατό παραδείγματα, του Τάσου του μπάμπουρα, της θειας Κανέλως, τ` άλογο του κυρ Στάθη, για να καταλήξει ότι ήρθε η ώρα να μάθει και αυτή να λέει την ευχή και σαν έρθει ο θειούλης της, θα του την πει, να της την πει. Γιατί έτσι πάει η ευχή, από γυναίκα σε άντρα και πάλι σε γυναίκα.
Η Μαρίνα είχε ζαλιστεί με τα πολλά και από την άλλη σκέφτονταν, τόσες βλακείες είχε αναγκαστεί να μάθει στο Πανεπιστήμιο τόσον καιρό, τι πείραζε να μάθει και κάτι πρακτικό;
«Που είσαι Λόρεντζ να με δεις», γέλασε από μέσα της.
Να σου κατέφθασε και ο θείος και η θεια πάνω στην ανυπομονησία της μην το καλοσκεφτεί η ανιψιά, πριν προλάβει καλά καλά να κάτσει ο άνθρωπος, του όρμησε, να τον κάνει μεσάζοντα.
«Άγιοι Ανάργυροι…» της επαναλάμβανε αργά αργά και με στόμφο ο Κυρ Θύμιος την ευχή, που του ψιθύριζε στο αυτί η γυναίκα του, βάζοντας τη Μαρίνα να επαναλαμβάνει πολλές φορές κάθε πρόταση.
«Να σκάσνι τα βυζά της…» τον κοίταξε η Μαρίνα σαστισμένη,
«Τι λες θείο;»
«Εγώ τι λέω παιδάκι μου; Η θεια σου…» απάντησε χαμογελώντας καλόκαρδα εκείνος.
Η Μαρίνα γύρισε κατά τη θεια της.
«Λέει η ευχή να σκάσουν τα βυζιά της;» της έγνεψε καταφατικά και ψιθύρισε κάτι ακόμα στο θείο της, που κοκκίνισε σα κοκκινογούλι ως τις ρίζες των μαλλιών του.
«…και να τ’ γίν’ η ζμπούτσα τ’ ζυμάρ’ κι ου κόλους τ’ αμπάρ!» ψέλλισε ο θείος απορημένος.
«Λέει έτσι η ευχή; Λέει έτσι;» ρώτησε επιτακτικά η Μαρίνα και η θεία της χαμογέλασε μ` ένα αθώο, πλατύ χαμόγελο. Στάθηκε για λίγο συλλογισμένη και μετά ρώτησε:
«Θεια, ποιος στην είπε εσένα αυτήν την ευχή;»
« Η μάνα μ’ η σγχωρημέν’. Θεός ‘χωρέστει!»
«Τι να πρωτοσυγχωρέσει κι ο Θεός, με τέτοια που ‘λεγε!» αναφώνησε η Μαρίνα και μετά γυρνώντας υποψιάρικα στη θειά της.
«Αυτή δεν ήταν κουφή;»
«Θεόκουφη!» γέλασε καλόκαρδα η θειά Μαριγούλα
«Και σου ‘πε έτσι;»
«Ομπώ ναι καλέ!» απάντησε αγανακτισμένη η θεια.
Η Μαρίνα έτριψε το μέτωπο της και μετά, σα να της ήρθε μια ιδέα και μίκρυνε τα μάτια με υποψία.
«Και σένα; Ποιος σου πέρασε την ευχή;»
«Ου Μάνους, ου αδιρφός μ’, ποιους άλλους;»
«Ο θείος ο Μάνος;» είπε και κοίταξε τη θεια της κατάματα
«Ναι σι λέω»
«Που όλο κάνει χωρατά;» Η θεια Μαριγούλα την κοίταξε σαστισμένη.
«Ο θείος ο Μάνος που δεν έχει αφήσει άνθρωπο, που να μη του κάνει πλάκα; Και θες να μου πεις, ότι δε σε δούλεψε! Και τόσα χρόνια δε λες άλλα αντ` άλλων;» έκανε εκνευρισμένη η Μαρίνα
«Μα πιάνει!» ψέλλισε σαστισμένη η γριά.
«Ο θείος ο Μάνος! Και επιμένεις, ότι πιάνει κιόλας;»
«Αφού σ’ λέω πιάνει! Ιγώ τόσα χρόνια έτσ’ ξιβασκένω!» μούτρωσε η θεία και σηκώθηκε.
«Oμπώ! Η νέα γινιά, ούλα τα ξέρ’!» είπε κοροϊδευτικά και της γύρισε την πλάτη.
Μπιμπ Μπιμπ, τρεμούλιασε το κινητό στο χέρι. Η Μαρίνα κοίταξε το μήνυμα, της κολλητής της, που αναβόσβηνε. «Είσαι καλά; Ένιωσες τον σεισμό;»
«Είπα κι εγώ! Ούτε μάτι, ούτε ξεμάτι!» Αναφώνησε και έβαλε τα γέλια!