«Αναθεματισμένη νταλίκα! Γκχ γκχ και τον παλιομαλάκα, που του ‘ρθε να βάλει τη κωλοεξάτμιση ακριβώς στο ύψος και από τη μεριά του παραθύρου! Γκχ γκχ…» σκέφτηκε εκνευρισμένη, καθώς έκλεινε απότομα το μικρό παράθυρο.
Έχωσε το κεφάλι της στα χέρια της και έτριψε το μέτωπό της. «Κατά τ’ άλλα δεν είναι ανθυγιεινό επάγγελμα! Εμένα μου λες δεν είναι ανθυγιεινό!». Κοίταξε τον άδειο δρόμο της εθνικής μπροστά της και ξεφύσηξε εκνευρισμένη.
«Δε ξέρω τι είναι χειρότερο, όταν έχει ή όταν δεν έχει δουλειά, ή το ότι έχω αρχίσει να μιλώ μόνη μου!» μάλωσε τον εαυτό της φωναχτά και ξαναγύρισε στο βιβλίο που είχε ανοιγμένο πάνω στο μεταλλικό πάγκο του ταμείου. Μα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. «Πρέπει να φύγω απ’ αυτή τη δουλειά, πριν αρχίσω να χαπακώνομαι σαν τις περισσότερες από εδώ». Τις σκέψεις της διέκοψε μια μεγάλη νταλίκα, που ήρθε και στάθηκε έξω από το παράθυρο της.
«Πόσο κάνει κοπελιά;». Ρώτησε ο οδηγός και καθώς κρεμάστηκε έξω από το παράθυρο, άστραψε το χρυσό του δόντι.
«Πέντε ευρώ»
«Πολύ φθηνή δεν είσαι;» τη ρώτησε με πονηρό τόνο και της έκλεισε το μάτι.
Του έριξε ένα λοξό δολοφονικό βλέμμα, μα έσφιξε τα χείλη, για να μη της ξεφύγει κάνα μπινελίκι.
«Εεεε να κάνουμε λίγη πλάκα κοπελιά χαχα» της φώναξε, καθώς του έκλεινε με δύναμη το παράθυρο στα μούτρα.
«Δουλειά, δουλειά να ‘ναι κι ότι να ‘ναι! Πολύ κακομαθημένα είσαστε!», ούρλιαζε η φωνή της μάνα της μες στα αυτιά της και μόρφασε.
«Να ‘ρθει αυτή να δουλέψει εδώ! Άι σιχτίρ! Όλοι που είναι έξω από το χορό, μια χαρά τα λένε. Για να ρωτήσουν και μένα! Που τις περισσότερες φορές κάνω δυο βάρδιες το εικοσιτετράωρο! Ξύπνα τέσσερις το πρωί, να πας στην Ομόνοια. Πώς να πας αχάραγα στην Ομόνοια; Να πάρεις το υπηρεσιακό στις πέντε. Να δουλέψεις οκτώ ώρες μες στο κρύο, τη βροχή, το καυσαέριο και να κόβεις χαρτάκια σα μηχανή. Πάρε λεφτά, μέτρα λεφτά, δώσε ρέστα και χαρτάκι και ξανά. Δέκα δευτερόλεπτα. Τόσο μόνο, το ‘χε χρονομετρήσει. Δέκα δευτερόλεπτα και αρκούσαν να σου κάνουν τα νεύρα σμπαράλια. Οκτώ μήνες και σε δέκα δευτερόλεπτα την είχαν βρίσει άπειρες φορές, την είχαν φτύσει, της είχαν πετάξει τα κέρματα στη μούρη, για να μη θυμηθεί και το μαλάκα που της είχε κόψει μπουνιά στο χέρι. Δάκρυα ήρθαν και σκάλωσαν στην άκρη του ματιού της.
«Μια μηχανή, μια μηχανή είμαι…» σκέφτηκε και σκούπισε τα μάτια της. “Μπα σε καλό μου, πολύ εύκολα τα ‘χω τα δάκρυα τελευταία. Με το παραμικρό μου ξεφεύγουν”.
Δυο ώρες ήθελε μετά το σχόλασμα για να επιστρέψει σπίτι. Τέσσερις ώρες να κάνει ένα μπάνιο, να φάει, να ξαπλώσει, για να ξανασηκωθεί και να ξανάρθει. Αριθμοί, αριθμοί, γέμισε η ζωή της με αριθμούς. Σα να μη φεύγει ποτέ από εκεί. Ακόμα και στον ύπνο της βλέπει ότι κόβει χαρτάκια.
Ένα αμάξι φάνηκε από μακριά.
«Μερσεντές…” σκέφτηκε και τσίτωσε. Με τον καιρό, είχε κατηγοριοποιήσει ασυναίσθητα τους ανθρώπους, ανάλογα με τα οχήματα τους. Μερσεντές, BMW και τα αυτοκίνητα με τα κυκλάκια, που οι οδηγοί τους ήταν νευρικοί και γκαζιάρηδες. Έξι στις δέκα φορές της έδιναν λιγότερα λεφτά, ή έλεγαν ότι είχαν ξεχάσει το πορτοφόλι τους. Ενώ αυτοί με τα σαράβαλα, ήταν οι πιο σωστοί και έλεγαν και ένα καλό λόγο.
Ο Μερσεντές έκοψε ταχύτητα πλησιάζοντας τα διόδια. Στην αρχή έδειξε αναποφάσιστος, μα τελικά μπήκε στη δική της λωρίδα. Τράβηξε το χαρτάκι και το κράτησε στο δεξί της χέρι, καθώς το αμάξι σταματούσε απότομα κάτω από το παράθυρό της. Ο κύριος καλοντυμένος, με μαύρο κουστούμι και βυσσινί γραβάτα, της δίνει ένα χαρτονόμισμα και ‘κείνη βάζει τα ρέστα στο χαρτάκι και σκύβει για να του τα δώσει, όταν προσέχει κάτι να κινείται δίπλα του σα ζώο. Μια κυρία τυλιγμένη σε μια παχιά μπεζ γούνα, γέρνει ξαφνικά πάνω από τον κύριο.
«Βοήθεια! Βοήθεια!» φωνάζει ξαφνικά, «με έχουν απαγάγει!». Πάγωμα.
Το χέρι μένει μετέωρο, ενώ η κυρία με το μαλλί κομμωτηρίου φωνάζει ξανά. Εκείνος έχει χλωμιάσει. Κάνει να πάρει τα ρέστα, μα εκείνη τα τραβά πίσω φανερά σαστισμένη. «Απαγωγή; Τι κάνουμε τώρα; Εγώ δε μπορώ να καλέσω την αστυνομία! Το λέω πού και πού σαν εκφοβισμό σε μερικούς παλαβούς αλλά…»
Βαριανασαίνει και η καρδιά της κοντεύει να σπάσει. Με το δεξί χέρι πατά επίμονα ένα κουμπί στον τοίχο σαν κουδούνι. «Άντε, προϊστάμενε, απάντα! Γαμώτο και η μπάρα είναι ήδη ανοικτή, αφού τράβηξα το χαρτάκι…». Ωστόσο από το αμάξι ακούγονται χαμηλόφωνες ομιλίες. Η κοπέλα γέρνει αναστατωμένη πάλι προς τα έξω κρατώντας τα ρέστα, ψάχνοντας κάτι να πει και τότε, ο καλοβαλμένος κύριος αρχίζει να φωνάζει φανερά εκνευρισμένος μέσα από τα δόντια του «Καλά! Καλά, θα στην πάρω τη γούνα! ΘΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΩ ΤΗ ΓΟΥΝΑ, ΛΕΜΕΕΕΕ!». Η κοπέλα γουρλώνει τα μάτια και το χέρι μένει μετέωρο.
«Όλα καλά κοπελιά! Όλα καλά!» φωνάζει τώρα η κυρία, γέρνοντας πάλι πάνω από τον κύριο, μ’ ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Εκείνος αρπάζει απότομα τα λεφτά και σανιδώνει το γκάζι. Βρρρμμμμμμμ ακούγεται να φριμάζει σαν τρελαμένο θηρίο η μερσεντές, πνίγοντας τα μπινελίκια που ρίχνει ο κύριος στην κυρία.
«Ευτυχώς που είναι και κάτι τέτοιες μέρες…» σκέφτεται και άρχισε να γελά δυνατά μόνη της.
«Έλα, τι θες;» ακούγεται ξαφνικά μεταλλική η φωνή του προϊστάμενου από τον τοίχο. «Τι να θέλω προϊστάμενε μετά από τόση ώρα; Ε ρε τι κάνει ο κόσμος για μια γούνα!»
«Χμμφφφ, τι μου το θύμησες τώρα αυτό!» γκρίνιαξε ο προϊστάμενος μασουλώντας. «Ζητά η δικιά μου και της είπα…» είπε ξεροκαταπίνοντας «για να φορέσεις εσύ γούνα, πρέπει να καεί η δική μου;»
«Δε στη ζητά με το σωστό τρόπο! Πες της να με πάρει ένα τηλέφωνο!» νέα χαχανητά ακολούθησαν.
«Πάει, το ‘καψε κι αυτή!» μουρμούρισε ο προϊστάμενος κι έκοψε μια μεγάλη δαγκωνιά, από το σάντουιτς που κρατούσε.
Αναστασία Χ.