,

Αίσθημα Ευθύνης

Κατάμεστη ήταν η διάβαση κι εκείνη, είχε το βλέμμα της κολλημένο στο φανάρι. Μετρούσε σιωπηλά τα δευτερόλεπτα, περιμένοντας να διασχίσει την πολύβουη λεωφόρο.

«Έξι» ψιθύρισε, ενώ η άκρη του ματιού της έπεφτε πάνω στα αμέτρητα πουλιά που βρισκόντουσαν στην πλατεία, απέναντί της. Έμοιαζαν πως είχαν τρομάξει από κάτι. Άρχισαν άτσαλα να τρέχουν πάνω στις μαρμάρινες πλάκες και να προσπαθούν να απογειωθούν, σαν παλιά, σαραβαλιασμένα αεροπλάνα, που αγκομαχούσαν κατά την άνοδό τους.
«Πέντε». Σπασμένα γυαλιά. Ένα βαρύ, πράσινο ποτήρι έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Ο κάτοχός του πρόλαβε να πει μισό «ωχ», πριν απλώσει το χέρι για να πιάσει το αντικείμενο που δεν μπορούσε να αψηφήσει τους νόμους της φυσικής. Το ποτήρι έγινε σμπαράλια κι εκείνος λίγο έλειψε να φύγει από την καρέκλα του.
«Τέσσερα». Το σούσουρο πνίγηκε από τα αγκομαχητά των αυτοκινήτων, που πάλευαν αναμεταξύ τους κι όλα μαζί με το πορτοκαλί φανάρι. Η διάβαση πνίγηκε στις αναθυμιάσεις και τα κορναρίσματα, μα το βλέμμα της δεν είχε σκοπό να χάσει το χρονόμετρο. Ένιωθε πως είχε αποσυνδεθεί από τον κόσμο κι απ’ τον χρόνο κι ότι ήταν ικανή να δει τα αμέτρητα μικρά φωτάκια του σηματοδότη, να αργοσβήνουν πριν ξανανάψουν για να σχηματίσουν ένα άλλο σύμβολο.
«Τρία». Μυρωδιά από καυσαέριο. Όχι. Ναι. Όχι. Σίγουρα όχι καυσαέριο. Μα, αν δεν ήταν καυσαέριο, τι μπορεί να μύριζε έτσι άσχημα. Το κεφάλι της άρχισε να γέρνει προς τα δεξιά. Άνοιξαν τα ρουθούνια της και η αναπνευστική της οδός. Βαθιά εισπνοή. Υγραέριο. «Ίσως από κάποιο αμάξι» πρόλαβε να σκεφτεί, πριν δει τα led του φαναριού, ν’ αλλάζουν όψη.
«Δύο». Οι πιο βιαστικοί δεν κρατιόντουσαν. Ένας κοίταξε το ρολόι του, άλλος το κινητό του. Στο βάθος, σε κάποια κουζίνα, κρέας τσιτσίριζε πάνω σε ένα γκριλ. Ένας καφές έπεσε στο δρόμο. Κάποιος αναθεμάτισε. Ένας άλλος την έσπρωξε για να περάσει. Πετάρισε τα βλέφαρα. Το φανάρι είχε κολλήσει στο πορτοκαλί και το δύο. Ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. «Μαρίνα…» ακούστηκε μια στριγγλιά στο βάθος, μα την θεώρησε αποκύημα της φαντασίας της και δεν ασχολήθηκε. Έκλεισε τα μάτια. «Ένα» είπε στον εαυτό της, σχεδόν χαμογελώντας.
Η ανεπαίσθητη δόνηση που ένιωθαν τα πόδια της, ξαφνικά, γιγαντώθηκε. Την ακολούθησε ένας υπόκωφος βόμβος που έμοιαζε να έρχεται από όλες τις πλευρές. Άνοιξε απότομα τα μάτια της. «Σεισμός» σκέφτηκε, κοιτάζοντας τον πλήθος γύρω της, που άρχισε να καταλαμβάνεται από πανικό. Τα αυτοκίνητα δεν σταμάτησαν ποτέ στο κόκκινο φανάρι κι ο κόσμος άρχισε να τρέχει ξέφρενα, προς κάθε κατεύθυνση.

Τα τζάμια στα παράθυρα των κτηρίων, παλλόντουσαν απόκοσμα από τις δονήσεις – για μερικές στιγμές φάνταζαν ζωντανά, προτού η πίεση τα συνθλίψει και τα εξοστρακίσει σε πεζοδρόμια και δρόμους. Οι μαρμάρινες πλάκες στις κολώνες των κτηρίων και στις προσόψεις τους, ξεκολλούσαν κι έπεφταν με πάταγο στο δρόμο, ίσα για να σπάσουν και να σηκώσουν σκόνη. Μια πολυκατοικία έγειρε επικίνδυνα. Το σιντριβάνι στην πλατεία άνοιξε και τα νερά όρμησαν να φύγουν, κάνοντας την ζωή των απεγνωσμένων περαστικών, δυσκολότερη.

Κι η Μαρίνα, έχοντας φορέσει το παρανοϊκό της βλέμμα, κάγχαζε, παραμένοντας στην άκρη της διάβασης, καθώς παρατηρούσε έναν κόσμο που μισούσε, να συνθλίβεται από την οργή του εγκέλαδου. Τουλάχιστον, μέχρι την στιγμή που ένιωσε κάτι βαρύ να πλακώνει το στήθος της. Ξανάκουσε εκείνη την στριγγλιά να την καλεί. Πετάρισε τα βλέφαρα. Χάθηκε το πλήθος, η πλατεία, τα αυτοκίνητα που σπινιάριζαν ανάμεσα στον κόσμο και οι γυρτές πολυκατοικίες. Βυθίστηκε στο σκοτάδι.

Η συνειδητοποίηση ήρθε λίγες στιγμές αργότερα. Βρισκόταν στο κρεβάτι της, στο δωμάτιό της, πλακωμένη από την βιβλιοθήκη που είχε πέσει από τον σεισμό. Προσπάθησε να κουνήσει το χέρι της για να ανάψει το φως. Δεν το κατάφερε με την πρώτη, ούτε με την δεύτερη. Με την άκρη του ματιού της κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα. Δεν υπήρξε ίχνος φωτός έξω στο δρόμο.

Έβαλε όλη της τη δύναμη, για να σπρώξει την βιβλιοθήκη από πάνω της. Μάταια. Ήταν υπερβολικά βαριά. Τότε άκουσε την μικρή της αδερφή, να την φωνάζει. «Μην σκούζεις. Εδώ είμαι!» απάντησε νευριασμένα η Μαρίνα, που προσπαθούσε, μανιασμένα, να απεγκλωβιστεί.
«Τι μυρίζει έτσι, Μαρίνα;» ρώτησε, μέσα στους λυγμούς της, η μικρή.
«Πετρογκάζι… Μαλάκα μου, πετρογκάζι!» σκέφτηκε η Μαρίνα. Ούτε η ίδια κατάλαβε πώς κατάφερε να ξεγλιστρήσει από την βιβλιοθήκη. Το δεξί της χέρι, από τον ώμο και κάτω, δεν το ένιωθε καν – νεκρό βάρος ήτανε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν παλαβή. Τα μάτια της δεν είχαν προσαρμοστεί ακόμη στο απόλυτο σκοτάδι του δωματίου και δεν μπορούσε να δει πού είχε σκορπίσει ο σεισμός τα πράγματά τους. Έσυρε τα πόδια της πάνω στην μοκέτα, πηγαίνοντας προς την πόρτα του δωματίου. Κλώτσησε ρούχα, βιβλία, την οθόνη του υπολογιστή, κάποια καλώδια κι ίσως και ένα πιρούνι που ‘χε ξεμείνει πάνω στο γραφείο. Έπιασε το πόμολο. Δεν της φάνηκε καλή ιδέα. Γύρισε προς την άλλη μεριά. Κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα. Ο δρόμος ήταν άδειος. Σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι της μικρής. Την σήκωσε. «Πονάς πουθενά;» ρώτησε επιτακτικά η Μαρίνα.
«Όχι…» ψέλλισε το παιδάκι, μέσα στον οδυρμό του.
«Πάμε!» της είπε, σηκώνοντάς την από το κρεβάτι και τραβώντας την από το χέρι.

Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, καβάλησε το κάγκελο και βγήκε στο δρόμο. Όσο το μισούσε εκείνο το ισόγειο σπίτι που δεν το ‘βλεπε ο ήλιος από πουθενά, άλλο τόσο το αγαπούσε για τις κοπάνες που έκανε απ’ το μπαλκόνι, όταν δεν το άντεχε. Οι φανοστάτες είχαν σβήσει κι ο δρόμος είχε γεμίσει με σκόνη και μπάζα. Κοίταξε την μικρή που έκλαιγε. «Πάτα εδώ. Ανέβα στο κάγκελο. Θα σε πιάσω» της είπε, μ’ έναν, περίεργο για εκείνη, στοργικό τόνο. Υπάκουσε το παιδί. Την πήρε στην αγκαλιά της και ροβόλησε, στα τυφλά, για την πλατεία.

Μόνο όταν έφτασε στην διασταύρωση, βρήκε το κουράγιο να κοιτάξει πίσω. Ένα δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς πάνω απ’ το δικό τους και το δικό τους, ήταν ό,τι είχε απομείνει από την παλιά και μπαρουτοκαπνισμένη, από τα καυσαέρια, πολυκατοικία, που το κουφάρι της, πια, κειτόταν σμπαραλιασμένο, στον χώρο που κάποτε ήταν ο ακάλυπτος. Πήρε απότομα τη στροφή, τραβώντας την μικρή απ’ το χέρι, για να μην προλάβει να δει το μακάβριο θέαμα.
Το μέγεθος της καταστροφής, το συνειδητοποίησε όταν έφτασε στην πλατεία. Σμπαράλια είχαν γίνει τα παλιά σπίτια, οι πολυκατοικίες και τα μαγαζιά. Είχαν τσαλακωθεί οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα πάνω τους, έφερναν σε συγκρουόμενα από κάποιο απόκοσμο λουνα παρκ. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι που ‘χε στραβώσει. Ένιωσε τον πόνο στο δεξί της χέρι, να την σουβλίζει. Έπιασε το κεφάλι της κι απόμεινε να κοιτάζει την απαρηγόρητη πιτσιρίκα, που έκλαιγε γοερά, μέσα στις γεμάτες γοργόνες πιτζάμες της. «Ψιτ; Μικρό; Έλα ‘δω να σε πάρω μια αγκαλιά» είπε κι ύστερα χαμογέλασε τρυφερά, ενώ προσπαθούσε να κρύψει τους φόβους που την κυρίευαν.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: