,

Το αρχοντικό

Δεν το χωρούσε ο νους της πως τούτος ο ρημαγμένος τόπος που αντίκριζε τώρα μπρος της, ήταν το αλλοτινό παλάτι που μεγάλωσε. Όμορφα χρόνια. Χρόνια γεμάτα ξεγνοιασιά, αγάπη και χαμόγελα. Χαμόγελα από ‘κείνα τα αληθινά, που γελούν και τα μάτια. «Οι άνθρωποι δε γελούν με το στόμα κόρη μου. Με τα μάτια γελούν, να το ξέρεις! Έτσι θα τα γνωρίζεις τα αληθινά τα γέλια Μυρτώ μου.»
Έτσι της έλεγε η μάνα της. Ευαίσθητη γυναίκα η Αμαλία. Μα βιάστηκε να φύγει κι εκείνη. Δεν άντεξε…

Έρωτας μεγάλος ένωσε τους γονείς της. Το σπίτι εκείνο το ‘χε χτίσει ο πατέρας της Αμαλίας για τη μοναχοκόρη του. Δεν ήθελε τίποτα να της λείπει. Και λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, την έβαλε να του ορκιστεί πως θα το προσέχει και δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ. Κι ήταν σωστό αρχοντικό το σπίτι που μεγάλωσε η Μυρτώ. Ήταν. Κάποτε…

Τώρα μόνο σκόνη, αράχνες και σκοτάδι ήταν γεμάτο, απ’ άκρη σ’ άκρη. Σκοτάδι. Σαν αυτό που κάλυψε την ψυχή της. Τα γυαλιστερά μάρμαρα, η σκαλιστή σκάλα, τα ασημένια σερβίτσια, τα χειροποίητα ολόμαλλα χαλιά, οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόταν. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα εκεί μέσα, σα να μην είχε οξυγόνο. Βγήκε έξω βιαστικά, θαρρείς και θα πνιγόταν. Μα κι εκεί δε βρήκε ανακούφιση. Ο κήπος που όμοιός του δεν υπήρχε, τώρα δεν ήταν παρά ένα θλιβερό τοπίο. Αγριόχορτα είχαν πνίξει τις ευωδιαστές τριανταφυλλιές, τα γιασεμιά και το αγιόκλημα. Αγκαθωτοί θάμνοι δέσποζαν απειλητικά ολόγυρα του κήπου και χοντρά κλαδιά είχαν τυλίξει τον άλλοτε κάτασπρο φράχτη. Πόση εγκατάλειψη, πόση καταστροφή! Χαμογέλασε πικρά με σφιγμένα χείλη. «Εδώ ρήμαξαν ανθρώπινες ζωές, τα άψυχα σπίτια δε θα ρήμαζαν;» σκέφτηκε, μα το ‘ξερε καλά πως τούτο το σπίτι είχε κάποτε ψυχή. Αφουγκραζόταν τη δική της ψυχή. Μα τι να σου κάνει κι αυτή, σακατεμένη ήταν πια.
Το βλέμμα της έπεσε σ’ εκείνη την κούνια που είχε φτιάξει ο παππούς της όταν ήταν μικρή. Εκεί που ονειρευόταν κάποτε πως πετούσε. Εκεί που μεγαλώνοντας σκίρτησε για πρώτη φορά η καρδιά της.

Του Άη Γιώργη σαν κάθε χρόνο, άνοιγε το αρχοντικό τους κι υποδεχόταν κόσμο πολύ, για τη γιορτή του πατέρα της. Όμορφα περνούσε, μα είχε κουραστεί από την πολλή φασαρία και αποτραβήχτηκε στη δική της γωνιά. Κάθισε απαλά στην κούνια και τότε άκουσε τη φωνή του. Γύρισε και τον είδε κι αμέσως ένιωσε το πρωτόγνωρο φτερούγισμα στο στήθος. Ποτέ πριν δεν είχε προσέξει τον Στέφανο όπως το βράδυ εκείνο. Είχε μεγαλώσει για τα καλά. Η εφηβεία είχε τελειώσει πια και για τους δύο, μα τους είχε φερθεί καλά.
«Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος… Σαν τον κήπο σας!» είπε χαμογελώντας και γελούσαν και τα μάτια του.
«Ακριβώς το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ!» ξαφνιάστηκε και χάθηκε μέσα στα μάτια του.
Όλη την υπόλοιπη νύχτα την πέρασαν παρέα. Και τις επόμενες μέρες. Και νύχτες. Ο έρωτας τους γεννήθηκε τόσο απρόσμενα, μα δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο. Μα δεν πρόλαβαν να τον χαρούν…

Τα νέα έφτασαν σαν μια βόμβα, που έσκασε και τα έκανε όλα κομμάτια. Από το πουθενά, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς έστω μια μικρή υποψία. Και μόνο αφού είχαν φτάσει τα πράγματα στο απροχώρητο, μια νύχτα, από ‘κείνες που θυμάσαι για όλη σου τη ζωή, ο πατέρας της τους ανακοίνωσε με λίγες λέξεις:
«Καταστραφήκαμε οικονομικά. Εδώ και καιρό, μαζεύτηκαν χρέη, πολλά χρέη. Πούλησα ό,τι είχαμε για να σώσω το εργοστάσιο, αυτό μας θρέφει. Έβαλα υποθήκη το σπίτι. Μα χάθηκαν όλα.» ο Γιώργης κοίταζε το κενό.
«Γιώργη τι λες; Ποια όλα; Ποιο σπίτι; Πώς…» θαρρείς κι έβγαιναν από βαθύ πηγάδι οι λέξεις της Αμαλίας.
Μα ‘κείνες ήταν κι οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε.

Η Μυρτώ ήταν ψύχραιμη, προσπάθησε να καταλάβει, κουβέντιασε για ώρες με τον πατέρα της εκείνη τη νύχτα. Πάλευε να βρει μια λύση. Κάτι θα υπήρχε, κάτι που δεν είχαν σκεφτεί. Δε μπορεί! Δε χάνονται έτσι απλά ολόκληρες ζωές. Κι η Αμαλία εκεί στον καναπέ παγωμένη, ανέκφραστη. Άκουγε άραγε; Έτσι τους βρήκε το ξημέρωμα. Ο Γιώργης με τη Μυρτώ ξεκίνησαν για τον δικηγόρο.
«Να μην ανησυχείς μανούλα μου, θα σωθεί το σπίτι μας!» της ψιθύρισε στο αφτί η Μυρτώ και άφησε ένα φιλί στο μέτωπό της πριν να φύγει.

Ήξερε τι ήταν για τη μάνα της αυτή η καταστροφή. Ταπείνωση, εξευτελισμός. Η Αμαλία ήταν πάντα αρχόντισσα περήφανη. Έτσι γεννήθηκε έτσι μεγάλωσε, δεν ήξερε τίποτα άλλο. Και το σπίτι ετούτο το πονούσε πραγματικά. Ήταν κι εκείνος ο όρκος που ‘χε δώσει στον πατέρα της πριν πεθάνει… Τώρα τι; Να πάει πού; Να ζήσει πώς; Δεν το βάσταξε ο νους της…
Όταν γύρισαν στο σπίτι δεν την βρήκαν. Τα απότομα βράχια του γκρεμού πάνω απ’ τη θάλασσα, έδωσαν τη λύτρωση στην Αμαλία…

Ο Γιώργης έσφιξε τα δόντια, φόρεσε μια πέτρινη μάσκα και πήρε τη Μυρτώ μακριά. Έπρεπε να την προστατέψει. Δεν είχαν πια ζωή εκεί. Τα πρώτα χρόνια τους βοήθησε ο αδερφός του Γιώργη που έμενε μόνιμα στην Αγγλία. Ύστερα πήραν σιγά σιγά ένα δρόμο. Μα η Μυρτώ δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά. Στο μυαλό της γύριζε συνέχεια το παρελθόν. Η ζωή της, το σπίτι της, η μάνα της, εκείνος. Εκείνος… Ούτε να τον αποχαιρετήσει δεν πρόλαβε. Δεν τόλμησε. Πώς; Πώς να τον αντίκριζε και τι να του ‘λεγε; Και τώρα πονούσε όλο της το κορμί κάθε που έφερνε τη μορφή του στο νου της. Περίμενε τον χρόνο να γιατρέψει τις πληγές όπως είχε ακούσει να λένε, μα μάταια. Δεν ήξερε πια πόσα χρόνια είχαν περάσει, είχε πάψει να τα μετρά, μα τίποτα δεν είχαν γιατρέψει. Ακόμα αιμορραγούσαν οι πληγές της.

Και τα χτυπήματα για τη Μυρτώ δεν τέλειωναν. Μόλις τακτοποιήθηκαν, ο Γιώργης παραιτήθηκε. Από τα πάντα. Σα να πάλευε μόνο για να εξασφαλίσει το κορίτσι του κι ύστερα άφησε τον εαυτό του να βουλιάξει στο σκοτάδι που απέφευγε τόσο καιρό. Μαράζωσε. Και δεν άντεξε πολύ. Πριν φύγει ψιθύρισε στη Μυρτώ μόνο μια λέξη: «Συγγνώμη…» κι ύστερα έκλεισε τα μάτια του, μέσα στην αγκαλιά της κόρης του που τράνταζε από λυγμούς.

Την ώρα της κηδείας, ένας άγνωστος άνδρας την πλησίασε κι έβαλε στο χέρι της έναν φάκελο. Κι ύστερα χάθηκε. Μα ήταν κι εκείνη χαμένη στις σκέψεις της και δεν έδωσε σημασία. Απλά έριξε τον φάκελο στην τσάντα της. Μόλις έμεινε μόνη τον θυμήθηκε. Τον άνοιξε και έμεινε απορημένη για ώρα να κοιτά αυτά που βρήκε μέσα. Ένα κλειδί, ένα συμβόλαιο κι ένα εισιτήριο για Ελλάδα…

Όλα μαζί τα θυμήθηκε σα να τα ζούσε ξανά από την αρχή, μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι. Στο σπίτι της! Τα μάτια της είχαν θολώσει από τα δάκρυα που τα είχαν πλημμυρίσει. Γι’ αυτό και δεν ήταν σίγουρη αν είδε καλά. Πλησίασε λίγο για να δει καλύτερα. Μα ναι, ήταν αλήθεια. Ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο ξεπρόβαλλε απ’ τα ξερόκλαδα. Υπήρχε ελπίδα λοιπόν! Τίποτα δεν είχε τελειώσει…

«Φοβήθηκα πως δε θα γύριζες ποτέ…» η φωνή του έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει όπως τότε, εκείνη την πρώτη φορά. Δεν κουνήθηκε, δε γύρισε προς το μέρος του.
«Γι’ αυτό το έκανες;» τώρα έτρεχαν ποτάμια από τα μάτια της.
«Όχι γι’ αυτό. Γιατί σου ανήκει! Κανένας δεν έχει το δικαίωμα ν’ ακουμπήσει το σπίτι αυτό. Μόνο εσύ.»

Και τότε το χαμόγελο που χρόνια την είχε εγκαταλείψει γύρισε ξανά στα χείλη της. Μα το πιο σημαντικό είναι πως γύρισε στα μάτια της! Κι έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του. Κι εκείνος την έσφιξε επάνω του και της ορκίστηκε πως δε θα την άφηνε ποτέ…

Μαργαρίτα Τσεντελιέρου

Απάντηση


%d