Η ψυχή της στριφογύριζε μέσα στο σώμα της. Κάθε ανάσα ξεψυχούσε λίγα χιλιοστά μακριά από τα ξερά χείλη της. Ήξερε πως μάταια τα είχε καταστρέψει όλα. Βαθιά μέσα της γνώριζε, όμως δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Είχε ερωτευτεί τον έρωτα, όχι τον άνθρωπο. Ήταν σίγουρη. Κι όμως… παράλογα, μάτωνε τα χέρια της γρατζουνώντας τους τοίχους της φυλακής της για να τον βρει. Μέχρι που τα κατάφερε και γυμνή, ντροπιασμένη, έτρεξε προς τα εκεί που ήξερε ότι βρίσκεται.
Έξι μήνες από την στιγμή που τον ένιωσε πρώτη φορά. Όταν θρασύς και αποφασισμένος κόλλησε τα χείλη του πάνω της και την σημάδεψε. Σαν σίδερο ξεχασμένο σε λευκό πουκάμισο την έκαψε. Έμεινε με την βαθιά ουλή μέσα της, έρμαιό του.
Εξωτερικά όλα έδειχναν το ίδιο. Σηκωνόταν κάθε πρωί, πήγαινε το παιδί της σχολείο, μετά δουλειά, σύζυγος, νοικοκυριό. Όλα σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που πλέον όμως, αν το κοιτούσες καλύτερα, θα παρατηρούσες τα ραγίσματα. Όλα μέσα της ήταν αλλιώς. Η ζωή της σε τάξη κι η ψυχή της στην απόλυτη αναρχία. Το κινητό έγινε προέκταση του χεριού της. Οι ήχοι του, καρδιοχτύπια. Τα μηνύματα, λόγος να κλειστεί στο μπάνιο για να απολαύσει κάθε δευτερόλεπτο τα γράμματα που χοροπηδούσαν μπροστά της από την λαχτάρα.
«Σε αγαπάω» της έλεγε κι εκείνη γεύονταν αίμα από το στόμα της που τόσο έσφιγγε.
Κρατούσε την αναπνοή της για εκείνα τα κλεφτά βράδια που ήταν δική του. Μόνο δική του. Να εκπνεύσει μέσα του την ζωή της.
Της μιλούσε. Για τα μοναχικά του βράδια, για την άδεια ζωή του και για την ακόμα πιο άδεια ψυχή του. Της μιλούσε για το άδειο του κρεβάτι που εγκατέλειψε για να γίνεται κουβαράκι στον καναπέ. Για την πείνα του για αγάπη, για την δίψα του για το χάδι. Κι όσο της μιλούσε, τόσο θέριευε μέσα της η ανάγκη να τον θεραπεύσει. Να του γλείψει τις πληγές, να τις γιατρέψει. Ήταν θέμα ωρών πια. Θα τα γκρέμιζε όλα για εκείνον. Ήταν έτοιμη να του χαρίσει όλα όσα επιθυμούσε. Όλα όσα είχε μέσα της και δεν τα μοιραζόταν.
«Σε θέλω» του έστειλε.
«Πάρε με» της απάντησε.
Έσπασε τα κάγκελα, «σκότωσε» τον θαλαμοφύλακά της, τα άφησε όλα πίσω της και χάθηκε.
Περιπλανιόταν μέρες με μόνη συντροφιά τις Ερινύες. Της ψιθύριζαν σκοπούς ντροπιαστικούς. Την έγδυσαν με κάθε τους λέξη. Την έκαναν να αισθάνεται άπλυτη. Βρόμικη. Μέχρι που είδε την φιγούρα του από μακριά. Άνθισε ο κήπος της ψυχής της όταν τον αντίκρισε. Ξέχασε τις λυπημένες μελωδίες. Έσβησε τον πόνο. Επιτέλους ήταν ελεύθεροι να το ζήσουν. Για όσο. Θα το ζούσαν. Επιτέλους ανήκε ο ένας στον άλλον. Το πρώτο και τελευταίο κοινό ξημέρωμα, την βρήκε με λευκά φτερά στους ώμους. Ανάλαφρα. Πετούσε…
Κι ένας ήχος από την πόρτα, της τα ξερίζωσε απόκοσμα.
Κοιτούσε την γυναικεία μορφή απέναντί της σαστισμένη. Βγήκε από το σώμα της και παρατηρούσε τον εαυτό της να χάνεται. Να γίνεται άυλη. Διάφανη. Κενή. Τόσο που τίποτα πια δεν την πονούσε. Εκείνος ακόμα πιο σαστισμένος κι απ’ τις δυο. Μια χειραψία, ένα παγωμένο χέρι που έτρεμε και μια φυγή.
Μια ματωμένη φωνή «Μη φεύγεις, σε αγαπάω» κι η πόρτα να κλείνει με δύναμη. Φωνές από καβγά ζευγαριού και μετά… εκκωφαντική σιωπή. Τα τύμπανά της αιμορραγούσαν από την ησυχία. Κι έπειτα…
Εξηγήσεις μέσω ψυχρής τεχνολογίας. Δάκρυα ο ένας στον καναπέ του κι εκείνη σε ένα παγκάκι κάπου στην κόλαση.
«Ήσουν παντρεμένη. Ήθελα να έχω μια φυσιολογική σχέση»
«Το ήξερες από το πρώτο δευτερόλεπτο. Γιατί τόσα ψέματα; Γιατί με άφησες να καταστρέψω την ζωή μου;»
«Μόνη σου το έκανες. Αν σου έλεγα να πηδήξεις από τον γκρεμό, θα πηδούσες;»
Λίγους μήνες μετά, το άρωμά του έσκισε τα ρουθούνια της. Αντάρεψε η θάλασσα μέσα της. Δεν ερωτεύτηκε τον άνθρωπο, μα τον έρωτα. Ήταν σίγουρη. Έστρεψε την μύτη της στο παιδικό ανθρωπάκι και τράβηξε μια δυνατή τζούρα αγνότητας.
Το κινητό ενεργοποιήθηκε ξανά. Δυο μηνύματα. Το πρώτο στον σύζυγο.
«Σου ζητάω συγγνώμη για όλα. Ειλικρινά δεν ήθελα να συμβεί έτσι. Λυπάμαι. Είχαμε από χρόνια πεθάνει μέσα μας. Και οι δυο ψάχναμε αφορμή. Θα σε αγαπάω για πάντα. Τώρα ξέρω. Έρωτας η τίποτα.»
«Έχω ραντεβού με τον δικηγόρο για συναινετικό διαζύγιο. Θα το μετανιώσεις. Καλή ζωή.»
Το δεύτερο σε ‘εκείνον’.
«Σε ευχαριστώ που ξύπνησες ό,τι από χρόνια πίστευα πως έχει πεθάνει. Μια συμβουλή. Δοκίμασε μια φορά να κάνεις έρωτα από αγάπη. Θα ξαφνιαστείς. Αντίο.»
Κινητό απενεργοποιήθηκε.
«Καλή ζωή λοιπόν…» είπε χαμογελώντας μετά από καιρό και έσπασε την κάρτα sim.
Άννα Βήχου
Μία απάντηση στο “Ντροπιασμένος έρωτας”
πραγματικοτητα ………………. με ποιηση !!!!