Ένας δυνατός ξερός κρότος την ξύπνησε τραντάζοντάς τη. Ανασήκωσε ενστικτωδώς το κεφάλι της και προσπάθησε να δει. Μάταια. Το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό για να μπορέσει να το διαπεράσει. Μια αποφορά διαπέρασε το κορμί της, προκαλώντας της αναγούλα. Αφουγκράστηκε. Βαριές ανάσες, σούρσιμο μετάλλου πάνω σε ξύλο, ένα ανησυχητικό βροντοκόπημα που επαναλαμβάνονταν, όλο και πιο συχνά, κάλυπτε τον αχνό ρυθμικό ήχο τυμπάνου.
«Φύλα Παναγιά μ`» σιγοψιθύρισε μια φωνή δίπλα της και το κορμί της σφίχτηκε ενστικτωδώς πάνω στα άλλα. Πάταγος! Όλα τα κορμιά γείραν και κουβαριάστηκαν άθελα τους, βογκώντας και ξεφωνίζοντας. Ένας δυνατός πόνος στο πλευρό, της έκοψε την ανάσα. Πάταγος! Και βρέθηκαν όλοι να αιωρούνται για ένα δεύτερο, προτού βρεθούν κουβαριασμένοι στην άλλη άκρη. Βόγκηξε και έπιασε το κεφάλι της με τα δεμένα χέρια της. Ήταν υγρό. Ασυναίσθητα τα ‘φερε στο στόμα της, προσπαθώντας να σβήσει τη δίψα τόσων ημερών, μα γεύτηκε αίμα. Κάθε κύμα που έσκαγε πάνω στην καρίνα του πλοίου, προκαλούσε νέες έντρομες κραυγές, κλαψουρίσματα και ουρλιαχτά των γυναικόπαιδων, αναμεμειγμένα με προσευχές. Η καταιγίδα μαίνονταν γύρω τους και αυτοί χτυπιόνταν στο αμπάρι σαν μπίλιες σε παιδική κουδουνίστρα. Πόση ώρα, ώρες, μέρες, κανείς δε ξέρει. Ξαφνικά, η μπουκαπόρτα άνοιξε και έμεινε να ανοιγοκλείνει, έρμαιο του αέρα και του αλμυρού νερού. Η Αργυρώ σύρθηκε προς τα εκεί, σα χταπόδι στον κιούρτο.
«Ελάτε! Να βγούμε! Ελάτε!» τους φώναξε κάμποσες φορές και προσπάθησε να σύρει μερικούς, γλιστρώντας πάνω στο υγρό πάτωμα. Κανείς δε φαίνονταν να της δίνει σημασία, μόνο σαν δεν ούρλιαζαν και θρηνούσαν, προσεύχονταν δυνατά και σταυροκοπιόνταν. Δυο φορές κόντεψε ν’ αγγίξει τη σκάλα και δυο φορές βρέθηκε μέτρα μακριά της, μα τούτη τη φορά τη γράπωσε γερά. Σε μια απότομη κλίση της πειρατικής γαλιότας η μπουκαπόρτα άνοιξε διάπλατα και όρμησαν μέσα νερά, που έσκασαν με δύναμη πάνω στο πρόσωπο της και της έκοψαν την ανάσα. Οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από τη βρώμα μέσα στη κοιλιά αυτού του τέρατος και με μια δύναμη πρωτόγνωρη, έπειτα από τόσες μέρες αφαγίας και δίψας, κατάφερε να τραβήξει το κορμί της στο κατάστρωμα. Μια λάμψη της πόνεσε τα μάτια. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό. Ο αγέρας μαστίγωνε με λύσσα τα σκλαβιά του και κείνα πότε μαζεύονταν και πότε υψώνονταν θεόρατα, ψάχνοντας διέξοδο και ξεχύνονταν κατά πάνω τους. Το καράβι ή ότι είχε μείνει από αυτό, ήταν σε άθλια κατάσταση. Το μεσιανό κατάρτι σπασμένο, κάμποσες θέσεις από τα κουπιά ήταν αδειανές και σε κάποιες άλλες μερικά λιπόσαρκα κορμιά έλαμναν στον αέρα με σπασμένα κουπιά. Αγριεμένοι ναυτικοί προσπαθούσαν να ασφαλίσουν ό,τι είχε απομείνει από τα πανιά και να ασφαλιστούν με σχοινιά. Ένας γίγαντας πίσω της με γυμνό κεφάλι και μουσκεμένη γενειάδα, ουρλιάζοντας και μαστιγώνοντας τον αέρα, έδινε εντολές στους κωπηλάτες. Κάποιος την έσπρωξε, μα καθώς τα χέρια της ήταν δεμένα, βρέθηκε ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στο στενό διάδρομο. Το πλοίο ορθώθηκε σχεδόν κάθετο, προτού βυθιστεί για μερικά δευτερόλεπτα στο νερό. Το σχοινί από τα χέρια της γαντζώθηκε σε μια πιάστρα, συγκρατώντας τη πάνω στο πλοίο και ξαφνικά, κόπηκε. Προσπαθούσε να κρατηθεί από το κάθετο ενός πάγκου, σαν άκουσε τη φωνή.
«Αργυρώωω!» που χάνονταν αποδυναμωμένη από τον αέρα που λυσσομανούσε.
Το σκεβρωμένο κορμί με τη καταματωμένη σάρκα, δε της θύμιζε κάτι. Μα κείνα τα αγριεμένα μάτια, τα βαθουλωμένα από την πείνα και την κακουχία, έκαναν τη καρδιά της να ριγήσει.
«Κωνσταντή!» αναφώνησε από τη χαρά της και σύρθηκε κοντά του.
«Αδερφέ μου!» τον αγκάλιασε με απελπισία.
Το φως της μέρας έκανε δειλό την εμφάνιση του. Το βλέμμα της πλανήθηκε στ’ άλλα κορμιά και με δυσκολία αναγνώρισε τον ξάδελφο της και τον αρραβωνιαστικό της λίγο πιο πίσω. Τον τρομακτικό ήχο ξύλου που σπάει, ακολούθησαν μαδέρια και σκλήθρες, που πετάχτηκαν σε μεγάλη απόσταση πάνω από τα κεφάλια τους. Η γαλιότα έμεινε ξαφνικά ακίνητη. Νέα ουρλιαχτά και κραυγές αγωνίας ακολούθησαν. Οι κωπηλάτες προσπάθησαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πανικόβλητοι, αλλά τους εμπόδιζαν οι αλυσίδες που ήταν περασμένες στα πόδια τους. Η Αργυρώ έψαξε με το βλέμμα της γύρω. Το μεταλλικό στεφάνι ενός βαρελιού κύλησε κατά το μέρος της. Το άρπαξε και προσπάθησε να το χρησιμοποιήσει σα λοστό, για να ανοίξει το λουκέτο. Η θάλασσα ανέβαινε γρήγορα και την εμπόδιζε. Τα παράτησε και βάλθηκε μαζί με τον Κωνσταντή να τραβά με δύναμη την αλυσίδα, που του πλήγιαζε το πόδι βάφοντας το νερό κόκκινο.
«Φύγε!» της φώναζε κάθε τόσο ο αδερφός της.
«Δε σ’ αφήνω!» του απαντούσε κλαίγοντας από τη λύσσα της.
«Παναγήηη! Νίκοοο!» φώναξε ζητώντας τους βοήθεια, όμως κείνοι πάλευαν για τη δική τους σωτηρία. Είχαν βυθιστεί πια μέσα στο νερό ως το γόνα. Το ξύλινο σκαρί έτριζε δυνατά. Τινάχτηκαν πίσω, καθώς ελευθερώθηκε το πόδι του, όταν ένα μουγκρητό πόνου την έκανε να ανατριχιάσει. Ο Κωνσταντής διπλώθηκε. Προσπάθησε να τον στηρίξει πάνω της, μα ήταν πολύ βαρύς.
«Κωνσταντή; Πρέπει να φύγουμε. Πάμε!». Ο Κωνσταντής δε της απάντησε, μόνο έγειρε προς το νερό.
«Παναγήηηη! Νίκοοοο!» ούρλιαξε με όση δύναμη της είχε απομείνει, μα οι δύο άντρες κοίταζαν πώς να σωθούν, σκαρφαλώνοντας στην υψωμένη πρύμνη. Ο ξάδερφος της έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της, αμφιταλαντεύτηκε για λίγο και τελικά, πιάστηκε από τη κουπαστή και πήδησε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η Αργυρώ ψηλάφισε το κορμί του αδερφού της, που είχε ήδη βουλιάξει ως το στέρνο. Ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου είχε διαπεράσει τα πλευρά του.
«Κωνσταντή!» έσκουξε ταρακουνώντας τ’ άψυχο κορμί του. Ο γιγαντόσωμος άντρας έφτασε δίπλα της ξαφνιάζοντας τη. Έγειρε πάνω τους και προσπάθησε να τραβήξει τον Κωνσταντή. Μα αμέσως τα παράτησε.
«Είναι πια αργά!» της φώναξε με στεντόρεια φωνή.
«Βοήθα με!» τον παρακάλεσε με σπαραγμό και πιάστηκε από πάνω του απελπισμένη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσει το κεφάλι του αδερφού της έξω από το νερό. Ο γιγαντόσωμος πειρατής την έπιασε από τη μέση και την έσυρε με τη βία προς την πρύμνη, φωνάζοντας της:
«Είναι πια αργά! Ξέρεις κολύμπι;» χωρίς να περιμένει απάντηση, με μια απότομη κίνηση της έσκισε ό,τι είχε απομείνει από τη φούστα της. Ξαφνικά, βρέθηκε στον αέρα και έσκασε με δύναμη μέσα στο μανιασμένο νερό.
«Πάλεψε!» ακούστηκε μια απόκοσμη φωνή σαν πρόβαλε το κεφάλι της έξω από το νερό και αυτό έκανε, πάλεψε. Πάλεψε με όλες τις δυνάμεις η σκλάβα, ενάντια στα σκλαβιά. Πάλεψε για την ελπίδα μιας ελεύθερης ζωής. Πάλεψε να μη πεθάνει σκλάβα.