,

Η απαγωγή του μωρού

Άκουσαν την πόρτα να κλείνει και χαμογέλασαν. Η μάνα έφευγε στις οχτώ το βράδυ. Κάθε βράδυ. Στην αρχή, η Νίκη και ο Σώτος δεν το είχαν πάρει χαμπάρι, καθώς στην πολυκατοικία ζούσαν άτομα που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Φτωχοί. Όπως η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της πολυκατοικίας. Και η ίδια αυτή η πολυκατοικία, ακόμα, στην κοινότητα των κτιρίων της πόλης θα ήταν η κακομοιριασμένη της πόλης.

Βέβαια, ο Σώτος και η Νίκη δεν ήταν ακριβώς φτωχοί, ούτε και σταρ του Άγιου Ξύλου* ήταν, αλλά είχαν βρει έναν τρόπο για να κάνουν τη ζωούλα τους όσο το δυνατόν «καλύτερη». Το διαμέρισμά τους μύριζε μεν, αλλά όχι τόσο βρόμικα ρούχα και κουτιά από φαγητά. Όχι, το δικό τους διαμέρισμα μύριζε κόκα και αρώματα των δεκαπέντε ευρώ. Η τηλεόρασή τους ήταν δεκαετίας. Η φορολογία δεν τους άγγιζε, παρά ελάχιστα. Στα χαρτιά ήταν άποροι. Έδιναν παρουσία στα συσσίτια και έτρωγαν τσάμπα. Έπαιρναν επίδομα από το ταμείο ανεργίας και το δήμο. Όχι πολλά, αλλά, μαζί και με το βασικό τους εισόδημα, την έβγαζαν πολύ καλά, κατά τη γνώμη τους. Τα πιο πολλά χρήματα τα έβρισκαν σαν βαποράκια. Ο κόσμος των φτωχογειτονιών ήταν το στέκι που γίνονταν οι δοσοληψίες. Η δική τους, αρκετά απομακρυσμένη από το κέντρο, ήταν ιδανική. Μερικές φορές, μάλιστα, έρχονταν και άνθρωποι «ανώτερων κοινωνικών τάξεων» για την πραμάτεια. Και αν κάποιος γείτονας τολμούσε να αντιδράσει ή να τους καρφώσει, το αφεντικό τους είχε φροντίσει να εγκαταστήσει τρεις μπράβους σε ένα διαμέρισμα.

Δεν είχαν πάρει χαμπάρι, λοιπόν, τι παιζόταν με τους λοιπούς γείτονές τους -εκτός από το ότι ήταν φτωχοί και οι περισσότεροι έκαναν χρήση παράνομων ουσιών-, έως ότου η Νίκη σκέφτηκε τι άλλο μπορούσαν να κάνουν για να αποκομίσουν κι άλλα φράγκα. Η ιδέα της ήρθε όταν είδε για πρώτη φορά την τύπισσα στο διπλανό διαμέρισμα. Ένα και εβδομήντα, με ψηλοτάκουνες γόβες. Αδύνατη. Αλλά πολύ βαμμένη και ντυμένη με μίνι φούστες ή φορέματα, με βαθύ ντεκολτέ. Ήταν πόρνη η τύπισσα. Φτωχή με μωρό, αλλά πόρνη. Και έβγαινε πάντα τις νύχτες, για να ψαρέψει πελατεία.
Φτωχή. Όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι εδώ.
Και τι να τους κάνεις τους φτωχούς; Κανείς δεν τους θέλει.
Αυτό, όμως, δεν ήταν εντελώς αλήθεια.
Η Νίκη είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Είχε διαγράψει τα περισσότερα απ’ όσα είχε ζήσει, όμως υπήρχε κάτι που την έκανε μια φορά και έναν καιρό να πιστέψει στον εαυτό της και να ονειρευτεί πως θα κατάφερνε πολλά από όσα ήθελε τότε. Ήταν ένα ρητό από ένα παραμύθι, που ο τίτλος του** της διέφευγε, αλλά που έλεγε ότι στην τελική δεν είχε σημασία αν ένα πτηνό γεννιόταν στη φωλιά μιας πάπιας, εφόσον προερχόταν από το αυγό ενός κύκνου.

Ανάμεσα στους τόσους άπορους, όπως ήταν και η ίδια κάποτε, θα υπήρχαν σίγουρα άτομα που άξιζαν κάτι παραπάνω. Τα μωρά, όμως, ήταν αυτά που στους κατάλληλους κύκλους άξιζαν πολλά παραπάνω.

Ο Σώτος δεν ήταν βέβαιος για να μπλεχτούν και με αυτή την υποκατηγορία εμπορίου, αλλά ούτε και εντελώς αντίθετος. Απευθύνθηκαν στο αφεντικό τους και εκείνος τους έδωσε το οκέι, δίνοντάς τους κι άλλους μπράβους, και εξηγώντας τους πώς θα έκαναν τη δουλειά.Πρώτο υποψήφιο θύμα, το μωρό της πόρνης γειτόνισσάς τους. Έτσι αποφάσισαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Ο Σώτος άνοιξε την πόρτα και είδε την τύπισσα να κατεβαίνει τις σκάλες. Κανείς άλλος δεν κυκλοφορούσε στον κρύο και σαπιοφτιαγμένο διάδρομο. Έκανε νόημα στην Νίκη, που έστειλε ένα μήνυμα σε ένα συγκεκριμένο νούμερο, και βγήκαν κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.
Στάθηκαν έξω από το διαμέρισμα της πόρνης. Η Νίκη κράτησε τσίλιες, τρίβοντας τις γαντοφορεμένες γροθιές της, ώσπου να παραβιάσει την πόρτα ο Σώτος. Το κλικ ακούστηκε δευτερόλεπτα μετά. Ο Σώτος ήταν από μικρός καλός στο να παραβαίνει τους κανόνες –ήταν ένας από τους λόγους που τον έδιωξαν οι γονείς του κακήν κακώς. Το μόνο που έκανε τη δουλειά του λίγο πιο δύσκολη ήταν το τρέμουλο που είχε αποκτήσει από τα είκοσι του, εδώ και δεκατρία χρόνια, δηλαδή.
Ένας βόμβος από το κινητό της Νίκης. «Ήρθαν», είπε.
Εννοούσε τους έξτρα μπράβους. Θα περίμεναν στο ισόγειο. Το βαν ήταν παρκαρισμένο έξω από την πολυκατοικία.
Μπήκαν μέσα και η Νίκη άναψε το φως.
Ένα σαλόνι-κουζίνα-δωμάτιο. Μονόκλινο κρεβάτι, στρωμένο. Κλειστά παντζούρια. Ψυγείο, κουζίνα, ένας μικρός κάδος για σκουπίδια, μια ντουλάπα. Μια καρέκλα και ένα τραπεζάκι. Μια πόρτα όπου φαινόταν το μπάνιο. Συνολικά, δεν ήταν τόσο χάλια όσο το περίμεναν. Υπήρχε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κλεισούρας και μωρομάντιλων και από πάνες, ανάμεικτη, όμως, με καθαριστικά. Η πόρνη μάλλον δεν ήθελε να ζει όπως έβγαζε τα λεφτά της, υπέθεσαν.
«Να το», είπε ο Σώτος.
Ήταν στο μοναδικό κρεβάτι που υπήρχε.
Πλησίασαν.
Ήταν ένα αγοράκι που πιπιλούσε το δάχτυλό του. Με κλειστά μάτια και σκούφο στο κεφάλι.
«Λυπηρό», σχολίασε ο Σώτος.
«Υποθέτω», είπε η Νίκη. Στο τραπεζάκι είδε ένα νέο πακέτο πάνες και ένα μπιμπερό. Η Νίκη πήρε το μπουκαλάκι. «Τι στον άνεμο;» Υπήρχαν κόκκινες σταγόνες στο εσωτερικό του.
«Να τελειώνουμε;»
«Μα τι του δίνει;»
«Πού θες να ξέρω; Άντε, πάμε».
Ο Σώτος έπιασε το μωρό και το σήκωσε στην αγκαλιά του όσο πιο απαλά μπορούσε. Αυτό δεν ξύπνησε.
«Άφησε κάτω το μωρό μου».
Γύρισαν και είδαν την μάνα του μωρού να στέκεται στην κλειστή πόρτα.
Καμιά απάντηση.
«Αφήστε το μωρό μου και φύγετε».
«Νίκη;» ψιθύρισε ο Σώτος. Ένιωθε το βάρος του μωρού να πλακώνει το στήθος του.
«Λυπάμαι, πουτάνα», είπε η Νίκη, «αλλά αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε». Ρούφηξε τη μύτη της δυνατά. Ήταν σε υπερένταση και ήθελε τη δόση της. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το κινητό της. Έπειτα, από την άλλη έβγαλε ένα σουγιά. «Κάνε στην άκρη και δεν θα πάθεις τίποτα».
Η γυναίκα άφησε την τσάντα της. «Αφήστε το μωρό μου και φύγετε».
«Όχι». Η Νίκη έκανε μια αναπάντητη στους μπράβους. Θα χρειάζονταν ενισχύσεις εδώ. «Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και άσε μας να περάσουμε. Και πήγαινε να φας τις πούτσες σου».
Ο Σώτος γέλασε.
Το μωρό ξύπνησε και αναδεύτηκε.
Η μάνα του τρεμόπαιξε τα μάτια της.
Η Νίκη κατάλαβε πως η τύπισσα θα επιτιθόταν. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς τη μάνα του μωρού.
Τότε συνέβησαν δύο πράγματα.
Περίμενε πως ο Σώτος θα την ακολουθούσε, αλλά αυτός το μόνο που έκανε ήταν να πει, «Γαμώτο! Με δάγκωσε!»
Το δεύτερο ήταν η επίθεση της μάνας. Στην αρχή, ήταν μια γυναίκα με κοντό φόρεμα και μαύρο, δερμάτινο μπουφάν και στεκόταν στην πόρτα. Έπειτα, σε κλάσματα δευτερολέπτου, έγινε μια άυλη σκιά που έφτασε τη Νίκη και τη γράπωσε από τα χέρια. Η Νίκη πάλεψε, αλλά η τύπισσα της έσφιξε τους καρπούς και δύο δυνατά κρακ αποδυνάμωσαν την Νίκη και την έκαναν να φωνάξει.
Τα γόνατά της λύγισαν, όμως η μάνα δεν την άφησε να πέσει. Είδε τη γυναίκα με τα κατάμαυρα μάτια και τα τεράστια κοφτερά δόντια να σκύβει και να την δαγκώνει στο λαιμό.
Μετά, δεν υπήρχε η Νίκη.
Ο Σώτος προσπαθούσε να ξεκολλήσει το μωρό από το δικό του λαιμό, όταν είδε την μάνα να του επιτίθεται.
Οι δύο μπράβοι δεν πρόφτασαν να σπάσουν την πόρτα, ούτε να τραβήξουν τα πιστόλια τους. Δυο πανίσχυρες γροθιές τυλίχτηκαν στο λαιμό του καθενός και έσφιξαν τόσο πολύ, που σε δευτερόλεπτα οι άντρες έπεσαν στο πάτωμα.
Η μάνα του μωρού μάζεψε τα πτώματα στο διαμέρισμα. Ένα-ένα τα αφαίμαξε, γεμίζοντας όσα μπιμπερό διέθετε. Έπειτα, κάθισε στο κρεβάτι με το μωρό αγκαλιά και το τάισε. Δε χρειαζόταν να πάει για να βρει τροφή σήμερα.

——————————————————————————————–

 

*Άγιο Ξύλο: Χόλυγουντ (Hollywood)
**«Το Ασχημόπαπο»,
του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: