,

Κουράστηκα!

“Κουράστηκα!”…

Η φωνή του ήχησε στα αυτιά μου μακρινή και αδύναμη. Μετά βίας τον άκουσα κι ας καθόταν δίπλα μου.
Γύρισα και τον κοίταξα… Είχε καρφώσει τα μάτια στο κενό. Άδεια και ψυχρά. Δε συνέβαινε συχνά.

“Κουράστηκα!”…

Το είπε ξανά. Λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά… Συνέχισα να τον κοιτάω. Καμία επαφή με το περιβάλλον. Βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο χάος.
Ανασηκώθηκα και στράφηκα ολόκληρη προς εκείνον.

“Κουράστηκα, μ’ ακούς; Κουράστηκα!”, είπε και γύρισε προς εμένα. Με κοιτούσε αλλά δε με έβλεπε. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια…

Μου έπιασε το χέρι και το έφερε στα χείλη του. Το φίλησε με ευλάβεια και το ακούμπησε στο στήθος του. Χωρίς να μιλήσει κανένας από τους δύο βρεθήκαμε στην αγαπημένη μας θέση. Εγώ να κοιτάω το κενό και εκείνος να έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια μου.

Ήθελα τόσο πολύ να περάσω το χέρι μου ανάμεσά στα μαλλιά του. Ειλικρινά! Ήταν η στιγμή μας. Αυτή η σιωπή και η μηχανική κίνηση ήταν το καταφύγιό μας κι όμως δεν το έκανα…

“Κουράστηκα!”, είπε και άφησε βαρύ το κεφάλι του πάνω μου. “Κουράστηκα να προσπαθώ και να πέφτω σε τοίχο. Κουράστηκα να κάνω μια ζωή που μισώ. Κουράστηκα να συναναστρέφομαι με ανθρώπους που δε με γεμίζουν. Κουράστηκα… Χρειάζομαι αλλαγές. Χρειάζομαι νέα πράγματα. Χρειάζομαι κάτι ενδιαφέρον και δεν μπορώ να το βρω πουθενά. Κουράστηκα και δεν ξέρω τι να κάνω…”.

Σκούπισα με ταχύτητα εκείνο το δάκρυ που πάλευε να τρέξει εδώ και ώρα. Ήξερα πως αυτή η συζήτηση δε θα έχει καλό τέλος. Ήξερα πως μετά απ’ αυτή τη συζήτηση θ’ αλλάξουν όλα. Ήμουν σίγουρη πια. Πολλά τα χρόνια… Έμαθα να τα διαβάζω…

“Πέρασε το χέρι σου απ’ τα μαλλιά μου! Σε παρακαλώ! Και μίλησέ μου… Πες μου όλα όσα σκέφτεσαι…”, είπε και άφησε το χέρι μου ελεύθερο να ταξιδέψει στα μαλλιά του.

“Εγώ απλά περιμένω ν’ ακούσω τη συνέχεια! Τη νιώθω… Έρχεται και θα είναι βαριά. Ίσως περισσότερο απ’ όσο αντέχω…”, είπα και κατέβασα το κεφάλι.

“Κουράστηκα! Θα φύγω… Θα ψάξω αλλού την τύχη μου. Θα φτιάξω αλλού τη ζωή μου… Μακριά απ’ όλους και από όλα. Ίσως είναι καλύτερα έτσι…”. Παύση.

“Κι εγώ;”, ρώτησα περνώντας το χέρι στα μαλλιά του.

“Εσύ θα βρεις τον τρόπο να το ξεπεράσεις. Σιγά! Θα είσαι καλύτερα χωρίς εμένα…”.

Δεν ξέρω αν αυτός ο πόνος που ένιωσα ήταν τα θρύψαλα της καρδιάς μου ή οι σκέψεις μου που κοπανιούνται να βγουν στην επιφάνεια εδώ και ώρα. Δεν ξέρω αν σταμάτησα να σκέφτομαι ή αν το μυαλό μου μπήκε σε αδράνεια. Το μόνο που ξέρω είναι πως σηκώθηκα από τον καναπέ. Φόρεσα παπούτσια, πήρα παλτό και κλειδιά και άνοιξα την πόρτα.
Πριν φύγω όμως τον κοίταξα στα μάτια. Και μίλησα…

“Αν πιστεύεις πως εγώ δεν έχω κουραστεί, είσαι γελασμένος. Αν πιστεύεις πως αντέχω ή πως δε μου πέρασε κι εμένα απ’ το μυαλό να τα παρατήσω όλα και να φύγω, είσαι επίσης γελασμένος. Δεν ξέρω πως το είχες φανταστεί, αλλά αυτή είναι η ζωή μας. Και εμένα μ’ αρέσει. Γιατί εγώ κάθε μέρα, όπως και εσύ, παλεύω γι’ αυτή. Και η ζωή μου συμπεριλαμβάνει και εσένα. Και παλεύω και για σένα. Αν λοιπόν θεωρείς πως θα βρω τον τρόπο ή πως θα είναι καλύτερα έτσι τα πράγματα, μέχρι να γυρίσω να έχεις φύγει. Αν πάλι βρεις το θάρρος να παλέψεις, το κρεβάτι μας ξέρεις πού είναι…”.

Με το κλείσιμο της πόρτας, άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα και περιπλανήθηκα στην πόλη.
Όταν μετά από ώρες, επέστρεψα, εκείνος δεν ήταν στον καναπέ. Κοντοστάθηκα στο σαλόνι και αφουγκράστηκα τη σιωπή. Δε θα τον έβλεπα ξανά… Ίσως να ήταν καλύτερα και για τους δυο μας έτσι…

“Μπορείς να έρθεις στο κρεβάτι μας;”, τον άκουσα να φωνάζει απ’ την κρεβατοκάμαρα.
Πέταξα τα πράγματα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Ήμουν σίγουρη πως θα βρίσκαμε τον τρόπο. Και οι δύο μαζί…

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: