,

Εξομολόγηση

Αν κοιμάμαι; Κοιμάμαι, πολύ. Όχι επειδή είμαι κουρασμένη από τη δουλειά μου. Η αλήθεια είναι πως έχω μια ξεκούραστη δουλειά. Αλλά γυρνώ σπίτι κατάκοπη. Αποφεύγω το μαγείρεμα. Τα ντελιβεράδικα της περιοχής με έχουν μάθει. Παίρνω απλώς ένα τηλέφωνο και δεν χρειάζεται να τους πω τι θέλω. Ξέρουν. Σουβλάκι με ξεροψημένο γύρο. Ας αργήσει όσο θέλει, αρκεί να είναι ξεροψημένος. Χωρίς σως. Χωρίς αλάτια και πιπέρια. Πίτσα, πάντα η ίδια. Δεν θέλω πια να πειραματιστώ. Μπέργκερ, σκέτο. Ψωμί – μπιφτέκι. Τίποτα άλλο. Αν κάνουν λάθος, κλαίω. Θυμώνω, δεν παραγγέλνω για ένα μήνα. Ακριβώς ένα μήνα. Και κλαίω συνεχώς αυτό το μήνα της «τιμωρίας» του μαγαζιού. Πιο πολύ τιμωρούμαι εγώ, αλλά έτσι πάει.

Στη δουλειά τα πηγαίνω καλά. Κάνω μόνο τα απαραίτητα ούτως ώστε να μην μπορούν οι προϊστάμενοι να μου κάνουν παρατήρηση. Αν κάνω κάτι λάθος, κλαίω. Και τότε δουλεύω περισσότερο, σπάω τη ρουτίνα μου κι έτσι με τιμωρώ. Έτσι λοιπόν, φροντίζω να μην κάνω λάθη.
Έχω φίλους. Όσοι μου απέμειναν, με παίρνουν τηλέφωνο. Πάντοτε θα μου προτείνουν να βγούμε, μα πάντοτε είμαι κουρασμένη. Μου λένε ότι κάνω κακό στον εαυτό μου μένοντας κλεισμένη μέσα και πως οι έξοδοι της ζωής μου είναι δουλειά, σούπερ μάρκετ, σπίτι. Βγαίνω μία φορά το τρίμηνο συνήθως. Και είμαι η ψυχή της παρέας μάλιστα! Γελούν τόσο πολύ όλοι! Και οι διπλανές παρέες συχνά σωπάζουν και παρακολουθούν εμάς, εμένα, που φαίνομαι η χαρά της ζωής.
Μόνο που δεν είμαι. Δεν υποκρίνομαι ακριβώς, απλώς θυμάμαι τον παλιό εαυτό μου, τον ξετρυπώνω από το σκονισμένο κουτάκι του μυαλού μου, τον αφήνω να κάνει μια τσάρκα έξω, στον κόσμο, να φανεί και στους φίλους πως υπάρχει λίγο χρώμα, λίγη σπιρτάδα μέσα στο σκούρο γκρίζο που με περιβάλλει.
Με ρωτήσατε αν κλαίω τόσο πολύ όσο σας είπα στην αρχή. Η αλήθεια είναι πως κλαίω λίγο πια. Απ’ όσο καταλάβατε, υπήρξαν εποχές που έκλαιγα συνεχώς, με μικρές αφορμές. Έχω κλάψει επειδή ζήτησα να κλείσουν το παράθυρο στο λεωφορείο γιατί κρύωνα και δεν το έκαναν∙ έχω κλάψει επειδή μου έφεραν λάθος παραγγελία∙ έχω κλάψει επειδή μου πήραν τη σειρά στο ταμείο∙ έχω κλάψει επειδή σκόνταψα στη μέση του δρόμου και δεν υπήρχε νταλίκα να με πατήσει να ησυχάσω πια.

Σταμάτησα να κλαίω, όμως. Σταμάτησα να μιλάω, να βγαίνω και να προσπαθώ να συντηρήσω σχέσεις. Παρατηρώ πολύ πια. Μη νομίζετε, χαίρομαι με τους χαρούμενους ανθρώπους, απολαμβάνω να βλέπω τον έρωτα ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι. Το πιο όμορφο είναι να δει κανείς τη στιγμή εκείνη που το ζευγάρι ερωτεύεται. Είναι Η ματιά. Μία ματιά που κάνει το κλικ μέσα τους κι εκεί ξεκινούν όλα! Έχω κι εγώ τις χαρές μου, δεν είμαι μόνο γκρι και μαύρο!
Απλώς προτιμώ να τα βλέπω στους άλλους. Δεν θέλω άλλωστε, να υποβάλλω κανέναν στο μαρτύριο του να βρίσκεται στη ζωή μου σε καθημερινή βάση. Γιατί τόση θλίψη; Τι ρωτάς κι εσύ! Υποθέτω πως πάντα έτσι ήμουν. Με μία μόνιμη δόση μελαγχολίας να δηλητηριάζει τα πάντα. Βοήθησαν και πέντε – έξι – δέκα κατραπακιές που έφαγα, μα, για να είμαι τελείως ειλικρινής, αυτή η τάση υπήρχε πάντα μέσα μου. Ήθελα να πιστεύω πως ήμουν η καλύτερη με ό,τι κι αν καταπιανόμουν, αλλά στην πραγματικότητα, αν με παρακολουθούσε κάποιος απ’ έξω, θα συνειδητοποιούσε αργά ή γρήγορα πως ήμουν πάντοτε μια μετριότατη μετριότητα.

Δεν με πειράζει όμως. Το αποδέχομαι. Σε δύο άτομα που το είχα αναφέρει, αμέσως προσπάθησαν να με πείσουν πως δεν είναι έτσι και πως μιλά η κατάθλιψη. Κι όμως, η κατάθλιψη είναι η πιο ειλικρινής φίλη μου. Μου λέει μόνο αλήθειες, με χτυπά μ’ αυτές και στο τέλος με αγκαλιάζει και μου εξηγεί πως μ’ αγαπά, γι’ αυτό και μου τα λέει γυμνά, χωρίς φανφάρες και μεταξωτές κορδέλες.
Δεν θέλω να βγω από το γκρίζο μου. Είμαι πολύ κουρασμένη. Παράξενο… Αγάπησα μέσα στα χρόνια αυτό το χρώμα, ενώ πάντα το μαύρο ήταν το αγαπημένο μου και το γκρίζο ήταν απλά αδιάφορο. Τ’ αγαπώ γιατί δεν έχει την απολυτότητα του μαύρου, εμπεριέχει ένα ρίνισμα αισιοδοξίας, που καλό είναι να ξέρει κανείς ότι υπάρχει κι ας το αγνοεί επιδεικτικά. Και να βγω άλλωστε από αυτήν την κατάσταση, θα είναι προσωρινά. Κάποιο άλλο χτύπημα της μοίρας που θα το μεγαλοποιήσω από λίγο έως πολύ παραπάνω – εάν δεν είναι πολύ βαρύ – θα με ρίξει στα Τάρταρα.
Καλύτερα έτσι, λοιπόν. Έχω την απομόνωσή μου, την ρουτίνα, την πλήρη ησυχία μου. Τα έχω όλα σε μία γκριζωπή τάξη. Όνειρα; Α, δεν έχω πια όνειρα, δεν τα χρειάζομαι. Τα όνειρα είναι ελπίδες από ατμό, που αν δεν καταφέρει κανείς να τα πραγματοποιήσει, γίνονται λεπίδες και σκίζουν ανεπανόρθωτα την καρδιά. Αν κανείς μπορούσε να δει την καρδιά μου, θα αντίκρυζε χαρακιές, μώλωπες και ράμματα σ’ όλη της την επιφάνεια. Όχι, δεν είναι όλα τα τραύματα αυτά από άλλους, τα περισσότερα μάλιστα είναι από μένα. Εγώ η ίδια μ’ έχω πληγώσει περισσότερο από όλους. Μέσα στην συνεχή λούφα για την βελτίωση του εαυτού μου, υπάρχουν οι στιγμές εκείνες που ασκώ την αυτοκριτική μου. Με κοιτάζω κατάματα στην ψυχή και το πνεύμα. Κι αυτό που αντικρύζω δεν μου αρέσει. Δεν με συμπαθώ.

Ούτε εσείς θα πρέπει να με συμπαθήσετε. Τον οίκτο σας δεν τον θέλω, να ξέρετε. Διώχνω όσους με οικτίρουν. Δεν είναι περηφάνια, απλώς δεν μου αρέσει να με λυπούνται επειδή βρίσκομαι «σε αυτή την κατάσταση». Ποια κατάσταση; Το ότι είμαι καταθλιπτική αλλά το έχω αποδεχτεί, δεν είναι κάτι το οποίο δέχεται ο κόσμος έτσι απλά. Δεν ξέρω γιατί, μην με ρωτάτε. Ίσως τους φοβίζει να αντιμετωπίσουν τον εαυτό τους και ν’ ανακαλύψουν πως κι εκείνοι δεν συμπαθούν και δεν αγαπούν τον εαυτό τους. Είναι πολλοί αυτοί που θα πουν πως τα έχουν καλά με τον εαυτό τους, πως έχουν βρει τις ισορροπίες τους σε γενικές γραμμές.
Ναι, συμφωνώ, υπάρχουν και αυτοί. Μα κι εγώ τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Δεν με συμπαθώ, δεν με αγαπώ, αλλά συνεχίζω και πορεύομαι. Και γιατί ζω αφού δεν μ’ αγαπώ; Γιατί πολύ απλά δεν με πειράζει πια να είμαι εδώ και να παίζω κομπάρσος σ’ αυτή την κωμωδία που λέγεται ζωή! Φυσικά κι έκανα τις απόπειρές μου παλιότερα, τότε που το μόνο χρώμα που υπήρχε γύρω μου ήταν το μαύρο. Δεν είχα καθίσει ποτέ να προγραμματίσω μία σωστή απόπειρα, κάθε φορά έπαιρνα την απόφαση εκείνη τη στιγμή. Αλλιώς πιστεύω πως είμαι αρκετά έξυπνη για να φτιάξω ένα «πλάνο» και να το τηρήσω μέχρι τέλους. Ίσως, βέβαια, απλώς να μην παραδέχομαι στον εαυτό μου ότι φοβάμαι να πεθάνω, μα θαρρώ πως δεν είναι έτσι, γιατί τον περιμένω καρτερικά εκείνον τον ψηλό κύριο με το δρεπάνι. Απλώς έπαψα να τρέχω εγώ προς τη μεριά του, αυτό είναι όλο.

Θυμάμαι μία περίοδο, νομίζω ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα τι είμαι – ναι, μια μετριότητα εννοώ, σωστά – που φρίκαρα τελείως και ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Ο μισός μου εγκέφαλος είχε βαλθεί να σκαρφίζεται νέους τρόπους για να πεθάνω κι ο άλλος μισός γραπωνόταν τόσο σφιχτά απ’ τη ζωή! Ένας εσωτερικός πόλεμος, το μαύρο με το άσπρο μου πάλευαν τόσο σκληρά… Κοιτούσα το μαύρο μπροστά κι έβλεπα το τίποτα, το τέλος, την παύση του πόνου. Κοιτούσα πίσω το άσπρο κι έβλεπα συγγενείς, φίλους και όλες τις χαρές της ζωής που θα άφηνα αν έκανα το βήμα μπροστά. Δύο τρεις φορές έμεινα απλώς στην προσπάθεια, μιας και το λευκό επικράτησε μέσα μου. Α, δεν ξέρω πόσες φορές το προσπάθησα. Συμβιβάστηκα, όμως, με το να ζω στο σκούρο γκρίζο μου και να απολαμβάνω τις χαρές της ζωής μια στο τόσο. Έμαθα να χαίρομαι και με μικρά πράγματα, που παλιότερα η χαρά αυτή ήταν εντελώς προσποιητή. Να, αν ας πούμε, μου φέρει κάποιος ζελεδάκια αυτή τη στιγμή, θ’ αρχίσω να χοροπηδώ σαν μικρό παιδί και υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να τον αγκαλιάσω κιόλας!

Α, όχι, δεν αγκαλιάζω. Πολύ σπάνια πια. Η αγκαλιά είναι βουβή ανταλλαγή συναισθημάτων και ενέργειας. Δεν θέλω να κάνω τον άλλο να γεμίσει αρνητική ενέργεια επειδή μου χάρισε μία αγκαλιά. Είναι για να νιώθει κάποιος όμορφα, ή να παρηγορεί, όχι να κάνει τον άλλο κουρέλι. Εγώ ούτε θέλω να νιώσω όμορφα ούτε να με παρηγορήσουν για κάτι. Όπως σας είπα είμαι πλήρως εναρμονισμένη με το χάος και την αποστασιοποίησή μου.

Με ρωτήσατε προηγουμένως αν ο λόγος που είμαι έτσι όπως είμαι, είναι εξαιτίας δυσάρεστων καταστάσεων που μου έτυχαν. Σας το είπα και πριν. Δεν έχω περάσει πραγματικά δύσκολες καταστάσεις. Μερικές κατραπακιές υπήρξαν, μα τίποτα που να με κάνει να διαφέρω από τον μέσο άνθρωπο όσον αφορά τα βιώματα. Είχα κι εγώ τις απώλειές μου, τις αναποδιές μου, τις ερωτικές μου απογοητεύσεις, μα τίποτα τόσο συγκλονιστικό που να σας κάνει να πείτε «α, αυτό ήταν που την έκανε να είναι τόσο καταθλιπτική». Όχι, όχι, τίποτα τόσο τραγικό. Λίγο – πολύ έχω ζήσει ό,τι ζει ο μέσος άνθρωπος στη ζωή του. Μόνο που έχω τη ροπή προς τη θλίψη κι έτσι τα δραματοποιώ όλα. Από μικρή ήθελα να ζήσω τραγικά. Με κατεστραμμένους γονείς, που έκαναν παιδιά για να έχουν έναν άνθρωπο να τους γηροκομήσει, με το κλασσικό τρίπτυχο του αλκοολικού πατέρα που χτυπά τη γυναίκα, η γυναίκα χτυπά τα παιδιά γιατί εκεί μπορεί να ξεσπάσει και τα παιδιά να μεγαλώνουν σε ένα τόσο βίαιο και αποπνικτικό περιβάλλον καταπνίγοντας τον θυμό τους. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό ήταν το περιβάλλον που μεγάλωσα εγώ. Γονείς που ενδιαφέρονταν, παροχές πνευματικές και υλικές∙ αγαπημένες εικόνες κατακλύζουν την παιδική και εφηβική ηλικία μου. Έτσι έμαθα να μην ημερεύω την φαντασία μου, αλλά αντιθέτως την άφηνα να καλπάζει σε μονοπάτια που δεν θεωρούνται φυσιολογικά για ένα παιδί. Το λοιπόν, όχι, δεν έχει συμβεί κάτι τραγικό στη ζωή μου που να κάνει τέτοια τομή μέσα μου ώστε να εξηγήσετε αυτή τη ροπή προς τη δυστυχία.

Όχι βέβαια! Δεν θα έκανα ποτέ παιδιά. Ναι, το έχω ακούσει πάμπολλες φορές αυτό το κλισέ πως τα παιδιά φέρνουν την ευτυχία. Μα εδώ θα σας απαντήσω αγαπητέ μου, πως η ευτυχία είναι κάτι παροδικό. Δεν υπάρχει κανείς που να είναι συνεχώς ευτυχισμένος. Η ευτυχία έρχεται σε μικρές δόσεις και είναι ουσιαστικά μικρά διαλείμματα από τη συνεχή δυστυχία που βιώνουμε. Επίσης, ξέρετε κανέναν που να είναι μόνιμα ευτυχισμένος επειδή έχει παιδιά; Ζούμε ξέρετε, σε μια χώρα που όποιος κάνει παιδί, έχει αυτό το βάρος για όλη του τη ζωή. Δεν είναι όπως σε άλλες χώρες που μεγαλώνει το παιδί ως τα 18 του και μετά ξεκινά μόνο του αυτόνομα τη ζωή του. Αυτό το «πρόβλημα» ευτυχίας θα ακολουθεί τον γονιό μέχρι να πεθάνει. Επίσης, αλήθεια πείτε μου, θεωρείτε πως είμαι κατάλληλη για να γίνω μητέρα; Εδώ δεν μπορώ να μεγαλώσω εμένα σωστά, δεν μπορώ και δεν θέλω να είμαι υπεύθυνη για τον εαυτό μου τον ίδιο, θα γεννήσω έναν άνθρωπο που ιδίως τα πρώτα χρόνια της ζωής του θα εξαρτάται 100% από εμένα και μόνο; Δεν αξίζει κανένα παιδί να μεγαλώσει μέσα σε ένα περιβάλλον που η μητέρα είναι καταθλιπτική και θ’ ανυπομονεί για το πότε επιτέλους θα τελειώσει η ζωή της. Θα με διαλύσει τελείως το να εξαναγκαστώ να ζήσω επειδή θα πρέπει να μεγαλώσω ένα παιδί. Τέτοια μητέρα θα με βόλευε να έχω εγώ, ώστε να υπάρχει πραγματικός λόγος για την όλη μαυρίλα που κουβαλάω μέσα μου και γι’ αυτή τη μόνιμα σχεδόν δυσάρεστη ψυχολογία. Και θα την έχανα από αυτοκτονία σε μικρή ηλικία και θα υπήρχε αυτό το τραύμα και τ’ αναπάντητα ερωτήματα που θα δικαιολογούσαν αυτή τη στάση μου στη ζωή.

«Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν κάποιος είναι σαν εμένα στην ενδότερη ψυχοσύνθεσή του αν δεν γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος πρώτα.» Μα τι ωραία που το διατυπώσατε! Έχει λογική αυτό που λέτε. Όχι, δεν μπορώ να ξέρω αν θα έκανα παιδί με παρόμοια τάση όπως εγώ. Και δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί απλούστατα δεν θα φτάσω να κάνω παιδί. Δεν θα μπω στη διαδικασία να μείνω έγκυος, να γεννήσω και να υποστώ ένα μαρτύριο που θα με υποχρεώνει να μείνω στη ζωή μέχρι να μεγαλώσει το παιδί. Απαντώ με ερώτηση στη δική σας ερώτηση: κι αν δεν αλλάξει ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα κάνοντας ένα παιδί; Θέλω να παραμείνω στη ζωή επειδή το θέλω εγώ και το επιτρέπουν οι συγκυρίες, όχι επειδή θα είμαι αναγκασμένη να το κάνω. Και δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορούμε να ρωτήσουμε ένα παιδί «έχεις τάση προς τη θλίψη; Θες να σε βοηθήσω να γιγαντώσεις τη θλίψη σου με το θάνατό μου σε μία ηλικία που θα μπορείς να το συνειδητοποιήσεις και ταυτόχρονα να σου μείνουν τ’ ανεξήγητα γιατί που θα αφήσω πίσω μου;».
Πολλές ερωτήσεις μαζεμένες! Θα σας απαντήσω σε όλες, σιγά σιγά. Για αρχή, όχι, δεν έχω μπει σε κάποιο ίδρυμα, ούτε έχω μιλήσει σε κάποιον ειδικό. Δεν χρειάζεται. Γνωρίζω τι φταίει, ξέρω από που πηγάζει κι έχω εξετάσει ανά τα χρόνια τυχόν πηγές που θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνες για την κατάσταση αυτή. Εγώ είμαι που φταίω, γιατί απλώς δεν μ’ αγαπώ και δεν θέλω να μπω και στη διαδικασία να μ’ αγαπήσω. Κι αυτό το κλισέ είναι χιλιοειπωμένο και μπορώ να σας απαντήσω και σε αυτό. Με έχω γνωρίσει πολύ καλά, ξέρω πάρα πολύ καλά ποια είμαι και δεν με συμπαθώ, πόσο μάλλον να κάνω προσπάθειες να μ’ αγαπήσω κιόλας! Δεν έχω κανένα πρόβλημα να μ’ αγαπούν – δεν μπορώ να σταματήσω κάποιον από το να το κάνει άλλωστε – κι εγώ αγαπώ. Άλλους όμως, όχι εμένα, αυτό είναι όλο.

Να απαντήσω και στη δεύτερη ερώτησή σας τώρα. Ναι, γνωρίζω πως εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που θα έδιναν τα πάντα για να είναι στη θέση μου, να έχουν στέγη, δουλειά και φαγητό. Αλλά δεν είναι στη θέση μου. Εγωιστική προσέγγιση, δεν βρίσκετε; Μα είναι! Η κατάθλιψη είναι μία καθαρά εγωιστική κατάσταση. Κανείς κοιτά τον εαυτούλη του, μεμψιμοιρεί για εκείνον και μόνο και μερικές φορές απλώς φουντώνει αυτή την κατάσταση ρίχνοντας μια ματιά στον κόσμο, την αθλιότητα, τη μιζέρια και την κακία που επικρατεί σ’ αυτόν. Αντικρίζει αυτά κι άλλα περισσότερα και δικαιολογεί τον εαυτό του που παραμένει στη μαυρίλα του – αυτός ο κόσμος, άλλωστε, δεν θα αλλάξει ποτέ∙ θα μείνει υποκριτής εις τους αιώνας των αιώνων. Ποτέ κανείς δεν θα είναι πραγματικά χαρούμενος, ποτέ κανείς δεν θ’ αγαπά τον εαυτό του ουσιαστικά. Θα περιμένει να τον αγαπούν και να τον συμμερίζονται οι γύρω του, να είναι αρεστός και θελκτικός. Κι αν κανείς του πει πως η εικόνα που πλασάρει έξω είναι απλά το φαίνεσθαί του και πως στην πραγματικότητα είναι ένα μηδενικό, θα εξοργιστεί και έπειτα – ανάλογα με το πόσο ήρεμα θα του εξηγήσει γιατί είναι μηδενικό – θα επεξεργαστεί τα λόγια αυτά και θ’ αρχίσει να γκριζάρει. Κι ας δείξει πως τα λόγια αυτά δεν τον άγγιξαν καθόλου. Θα γκριζάρει, στο υπόσχομαι. Κι όσο περισσότεροι του πουν τα ίδια, τόσο περισσότερο θα γκριζάρει.
Αλήθεια, το πιστεύω πως είμαστε όλοι μηδενικά. Μηδενικά που ακολουθούν τυφλά τους φανταστικούς ουτοπικούς άσσους και πασχίζουν να γίνουν σαν αυτούς. Μηδενικά, άλλα ψηλόλιγνα, άλλα τόσο στρογγυλά που μοιάζουν με όμικρον, άλλα σχεδόν, αν όχι τέλεια. Μα πάντα χειρόγραφα. Κοιτούν τους τυπωμένους άσσους, τους ανεβάζουν σε βάθρα, τους θεοποιούν και μοχθούν ώστε να γίνουν σαν αυτούς. Μα, φίλε μου, δεν θα γίνουν ποτέ. Γιατί ο άσσος είναι άσσος και το μηδέν θα είναι πάντα μηδέν. Απόλυτα πράγματα.

Η κατάθλιψη είναι συχνότατα συνυφασμένη με το θάνατο. Έχω ερωτηθεί πολλές φορές πώς είμαι ακόμη ζωντανή με τόσα χρόνια προϋπηρεσίας. Δεν αυτοκτονούν όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση αγαπητέ μου. Η κατάθλιψη έχει να κάνει με την εγκατάλειψη και την αδιαφορία του εαυτού μας. Κανείς μπορεί να πάσχει από κατάθλιψη για ένα μήνα ή για δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια. Δεν θεωρώ ότι έχει καμιά σημασία ο χρόνος σε αυτές τις περιπτώσεις.
Αυτούς που δεν μπορώ είναι οι “περήφανοι νικητές” της νόσου. «Πέρασα κι εγώ. Για χ μήνες, για χ χρόνια και τώρα είμαι καλά, ζω τη ζωή μου». Η απάντησή μου; Μπράβο παλικάρι μου. Όχι ότι σε ρώτησα, ότι με αφορά ή με ενδιαφέρει γιατί, τι και πώς. Αλλά αν όντως ξέφυγες, συγχαρητήρια που τα κατάφερες. Εγώ δεν έχω βγει από το λούκι και δεν με απασχολεί να το κάνω. Να σημειωθεί εδώ ότι με εξοργίζουν εκείνοι που λένε πως πέρασαν αυτόν τον Γολγοθά, το λένε αριστερά και δεξιά, περηφανευόμενοι πως βγήκαν δήθεν αλώβητοι από αυτή τη μάχη. Όποιος έχει πράγματι περάσει κατάθλιψη, ακόμη κι αν την έχει ξεπεράσει πια, έχει ένα πιο γκρίζο βλέμμα που, όσο χαρούμενος κι αν υπάρξει ποτέ, το γκρι θα παραμείνει και το φάντασμά της θα παραμονεύει να τον καταλάβει σε κάθε δύσκολη στιγμή. Αυτός που κατάφερε να βγει νικητής θα κοιτάξει τον παθόντα με κατανόηση, θα καθίσει δίπλα του αν πάρει την άδεια από εκείνον και δεν θα μιλήσουν∙ θα κοιτούν το κενό, θα ακούσει υπομονετικά και θα μιλήσει ΜΟΝΟ αν το ζητήσει εκείνος. Δεν θα αρχίσει να φλυαρεί από μόνος του για το πόσο δύσκολη ήταν η όλη κατάσταση, τι πέρασε, τι έκανε, τι έχασε και με τι τρόπους τα ξεπέρασε όλα! Γιατί ξέρει.

Γνωρίζει πως δεν ενδιαφέρει τον άλλο εκείνη τη στιγμή, αλλιώς θα τον ρωτούσε. Αυτοί που εξοργίζουν εμένα και όσους τους συντροφεύει η περίεργη αυτή… φιλενάδα, ξεφτιλίζουν την έννοια της κατάθλιψης και έτσι κάποιος που είναι απ’ έξω παίρνει την ιδέα πως ξεκινάμε κι έχουμε συμπτώματα απλά και μόνο για να τραβήξουμε την προσοχή και τίποτα παραπάνω.
Προσωπικά, αν ήθελα τόσο απεγνωσμένα να κεντρίσω το ενδιαφέρον, θεωρώ πως θα έβγαζα τα ρούχα μου και θα έκανα τη βόλτα μου γυμνή στην Πλατεία Συντάγματος! Δεν θα επεδίωκα να προσελκύσω την προσοχή προσποιούμενη και ισχυριζόμενη πως πάσχω από μία τόσο σοβαρή ασθένεια. Πόσο μάλλον το ν’ αρχίσω να αραδιάζω συμβουλές δήθεν εκ των έσω για την αντιμετώπισή της!!!
Κάπου εδώ πρέπει να σας πω πως καθένας που κατάφερε να ξεφύγει, το έκανε με διαφορετικό τρόπο. Δεν υπάρχει κάποια πνευματική αντιβίωση, ούτε παίρνει κάποιος τρία χάπια χαράς και τέσσερα αυτοεκτίμησης τη μέρα για να θεραπευτεί. Μερικές φορές συνίσταται η φαρμακευτική αγωγή ή ο εγκλεισμός σε κάποιες πιο τρανταχτές περιπτώσεις, αλλά αυτό είναι για εκείνους που θέλουν και ζητούν βοήθεια.
Εγώ; Όχι, δεν θέλω. Γιατί είμαι αδύναμη ψυχικά για να παλέψω με την φιλενάδα μου. Ας με χτυπά όσο θέλει, την αφήνω. Έχω συμφιλιωθεί μαζί της και δεν έχω καμιά διάθεση για πόλεμο.
Με ρωτήσατε πριν λίγο γιατί σας ανοίγομαι σήμερα. Για έναν απλό λόγο. Πού και πού συναντάμε στη ζωή μας μικρά διαμάντια – έτσι τα λέω –, ανθρώπους που ξέρουν ν’ ακούν πραγματικά, που δεν κρίνουν εξ’ ιδίων τ’ αλλότρια, που κατανοούν ό,τι ακούν και κάνουν σωστές ερωτήσεις. Έχω κι εγώ την ανάγκη να μ’ ακούσει κάποιος. Από τους φίλους μου θα το απαιτήσω μάλιστα, όπως απαιτώ κι από μένα την ίδια να καθίσω να τους ακούσω. Με έπιασα αρκετές φορές να μην ακούω πραγματικά και τα έβαλα μαζί μου. Βοηθά πολύ η κατάθλιψη στο να τα βάζει κανείς με τον εαυτό του και να τον χαστουκίζει ακόμα και για μηδαμινά παραπτώματα.

Α, ναι, δεν σας απάντησα σε αυτό, συγχωρέστε με. Πώς ξέρω ότι είστε κι εσείς ένα μικρό διαμαντάκι, ε; Μα, αγαπητέ μου, κατάθλιψη έχω, δεν είμαι κουτή! Μπορώ να ξεχωρίσω τους ανθρώπους. Όχι πάντοτε με απόλυτη επιτυχία φυσικά – άλλωστε η ανθρώπινη φύση είναι τόσο πολύπλοκη και απρόσμενη, μπορεί να γίνει τόσο πανούργα, τόσο δολοπλόκα και μετά να γίνει ένα μπαμ κι ο ίδιος άνθρωπος να γίνει αγαθός σαν αρνί. Δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτος με αυτά, γιατί οι κατραπακιές της μοίρας είναι πολλές ανά τη ζωή του καθενός. Δεν αλλάζουν όμως πάντα όλοι, πόσο μάλλον προς το καλύτερο.
Μα πώς πηδάμε έτσι, από το ένα θέμα στο άλλο; Πότε σας εξηγούσα πόσο κουρασμένη είμαι και πότε το θέμα γύρισε στους ανθρώπους – διαμάντια! Μου αρέσουν αυτού του είδους οι συζητήσεις. Γύρω από ένα κεντρικό θέμα αναλύονται κι άλλα, μα χωρίς να ξεφεύγει από αυτό. Να ξέρετε πως τέτοιου είδους συζητήσεις είναι σπάνιες. Συνήθως πηδούν από το ένα θέμα στο άλλο συνεχώς και μάλιστα μετά από μισή ώρα κανένας ομιλητής δεν θυμάται από πού ξεκίνησε η συζήτηση. Έχω προσέξει πως οι άνθρωποι που το επιδιώκουν αυτό, είναι εκείνοι που δεν αντέχουν τόσο πολύ τον εαυτό τους, που δεν υπάρχει στιγμή ησυχίας γύρω τους. Διότι, εάν καθίσουν μόνοι, σωπάσουν την οχλαγωγία γύρω και αφουγκραστούν τους εαυτούς τους, θα θελήσουν αυτοστιγμεί να τερματίσουν τη ζωή τους για να πάψει η μαυρίλα μέσα τους να τους κλωθογυρίζει και να ουρλιάζει μέσα στα μούτρα τους ποιοι πραγματικά είναι. Α, όχι, η δική μου μαυρίλα δεν μου ουρλιάζει, είμαστε φίλες, σας το είπα και πριν! Εμείς μιλάμε και συνήθως ήρεμα. Μου καταδεικνύει ωμά ποια είμαι, τα λάθη μου κι αν δεν συμμορφωθώ ξεκινά και με χτυπά, μόνο με το λόγο της πια.
Ανέκαθεν εντολές μου έδινε βασικά. «Πιάσε το μαχαίρι. Γράψε. Όχι έτσι. Πιο βαθιά. Άστο. Συνέχισε. Μη. Θα σταματήσεις να πονάς. Ξανακάντο. Γιατί σταμάτησες; Πάλι. Πιο πάνω, θα φανεί εκεί. Κρύψτο. Αρκετά. Πάψε.».

Μα ναι, αρκετές φορές. Αλλά σταμάτησα πια. Όχι, δεν έφτασα σε σημείο να κοντέψω να χάσω τη ζωή μου, ήταν επιφανειακά τραύματα. Απλώς κάπου συνειδητοποίησα πως η σωματοποίηση του ενδότερου ψυχικού πόνου δεν με βοηθούσε σε τίποτα και πως έτσι κανείς είχε πειστήρια για την κατάστασή μου και τη σοβαρότητα αυτής. Δεν θέλω να με λυπούνται, βλέπετε. Και τα σημάδια βοηθούν τον άλλο να καταλάβει και να αρχίσει να λυπάται. Εγώ θέλω να έχω τη δυνατότητα να πω «καλά είμαι! Πολύ καλά μάλιστα!», να χαμογελάσω πειστικά και να βγάλω προς τα έξω έναν κεφάτο, χαρούμενο εαυτό. Όσο μπορώ το αποφεύγω βέβαια, γιατί το θέατρο με τίτλο “Είμαι πραγματικά καλά, κοίτα με” είναι εξοντωτικό. Πρέπει να προσέχω την κάθε λεπτομέρεια, διότι ο άλλος με κοιτά εξεταστικά. Να χαμογελάω, αλλά όχι υπερβολικά, να είμαι σοβαρή, αλλά όχι πάρα πολύ, να κάνω χιούμορ, να θυμώνω, να βαριέμαι, μα όλα με μέτρο. Όχι σε απόλυτη ισορροπία όμως∙ οι άνθρωποι που είναι σε γενικές γραμμές καλά μέσα τους, δεν έχουν απόλυτες ισορροπίες. Αν έχει κανείς, είναι τεχνητές, είναι ένας από εμάς. Η τήρηση των ισορροπιών αυτών με “άμετρο” μέτρο και με βασικό παράγοντα πως η κάθε μέρα είναι διαφορετική, άρα και οι ισορροπίες πρέπει να μεταβάλλονται, είναι πραγματικά εξουθενωτική. Άρα, κρύβοντας κανείς τα τρανταχτά σημάδια της μαυρίλας και κινούμενος στο μουντό του γκρίζο, τα πράγματα είναι πιο ήρεμα.

Ούτε χαρακώματα, ούτε προσπάθειες για τερματισμό της ζωής, ούτε τίποτα τέτοιο πλέον. Φροντίζω να ζω τη ζωή μου σε μία απέραντη γκρίζα ευθεία, την οποία έχω στολίσει σε κάποια σημεία της με πολύχρωμα στολίδια – για τα μάτια του κόσμου φυσικά – και πορεύομαι ήσυχα μέχρις ότου βαρεθώ.
Νομίζω σας κούρασα αγαπητέ μου. Πολλές πληροφορίες, πολύ βαριά ατμόσφαιρα και θέμα συζήτησης. Συνήθως δεν αντέχουν ν’ ακούν τόσα πολλά. Υποσχεθείτε μου μόνο κάτι. Όταν φύγετε από εδώ, μην κινηθείτε με κάποιον ειδικό. Μου έχουν κουβαλήσει ανά καιρούς διάφορους βλέπετε κι όπως σας εξήγησα, είναι εξοντωτικό το συγκεκριμένο θέατρο. Πόσο μάλλον σε έναν ειδικό, που θα πρέπει να παίξω με μεθοδικότητα για να τον πείσω στο τέλος πως με τη βοήθειά του έγινα καλά.

Ναι, το έχω καταφέρει. Πόσες; Τρεις φορές. Γιατί δεν θέλω βοήθεια, φίλτατε. Εάν θελήσω, θα απευθυνθώ κάπου. Γνωρίζω πως θα βοηθήσουν. Μα όταν δεν θέλω εγώ η ίδια να βοηθηθώ, το μόνο που θα συμβεί είναι να σπαταλήσουμε άσκοπα το χρόνο μας και εγώ και ο ειδικός. Και εντάξει, εγώ έχω χρόνο για ξόδεμα. Χρόνο που δεν είναι τόσο πολύτιμος. Ο ειδικός όμως, την ώρα εκείνη που θα περάσει μαζί μου και θα επιφέρει μηδενική πρόοδο στην κατάστασή μου, λόγω έλλειψης συνεργασίας από μεριάς μου, θα την στερήσει από κάποιον άλλο άνθρωπο, που όντως θα θέλει να βοηθηθεί ή τουλάχιστον θα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως το θέλει. Ας περάσει ο ειδήμων χρόνο με αυτούς τους ανθρώπους αντί εμού.

Είμαι πολύ κουρασμένη όμως τώρα, θα ήθελα να κοιμηθώ εάν δεν σας πειράζει. Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και την κατανόηση. Είναι λυτρωτικό θα τολμούσα να πω, να μιλάει κανείς σε ένα διαμαντάκι! Νιώθω πιο όμορφα σήμερα, αν και είμαι αρκετά σίγουρη πως σας σκοτείνιασα για τα καλά. Εάν θελήσετε να ξαναμιλήσουμε, θα χαρώ να σας δω, να μιλήσουμε και για εσάς αυτή τη φορά, γιατί μονοπώλησα τη συζήτηση όλο το απόγευμα. Ελπίζω να τα ξαναπούμε! Κι εγώ χάρηκα, εις το επανιδείν!

Νίκη Τσακίρη

4 απαντήσεις στο “Εξομολόγηση”

Απάντηση


%d