,

14 ώρες

Η Νεφέλη έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω της. Είχε την αίσθηση πως οποιοσδήποτε ήχος θα μάτωνε τα αφτιά της. Το κεφάλι της βούιζε από τον πόνο, όπως και τα καλλίγραμμα πόδια της από τα ψηλά τακούνια. Στο χέρι της κρατούσε μερικά χειρόγραφα. Άλλη μια νύχτα που έφερε δουλειά στο σπίτι. Από τότε που έχασε τους γονείς της σε ηλικία 19 χρόνων, μέχρι και σήμερα στα 25, κάθε μέρα δούλευε και περισσότερες ώρες. Κατείχε σημαντική θέση σε μεγάλο εκδοτικό οίκο και αναλάμβανε νέους συγγραφείς για την επιμέλεια. Δύσκολη δουλειά, της έτρωγε ώρες, αλλά δεν θα την άλλαζε για τίποτα στον κόσμο. Ήταν η πρώτη που έβλεπε μέσα από τα μάτια τους. Η πρώτη που κατοχύρωνε ως έγκυρη και εκμεταλλεύσιμη την σκέψη και την ταυτότητά τους.

Άφησε τα κλειδιά πάνω στο πέτρινο τζάκι και ξεφόρτωσε, αναστενάζοντας, τα χαρτιά στο ξύλινο τραπέζι του σαλονιού. Ο γέρος φύλακάς της, την καλωσόρισε κουνώντας χαρούμενος την ουρά του.

«Γεια σου φιλαράκο» τον καλοδέχτηκε κοντά της και ταυτόχρονα προχώρησε προς την κουζίνα να βγάλει φαγητό και για τους δυο τους. Ετοίμασε με προσοχή το μπολάκι του και για εκείνη έκοψε λίγες τομάτες μαζί με κριτσίνια. Έβαλε παγωμένο νερό με ένα παυσίπονο και άνοιξε τέρμα τις μπαλκονόπορτες. Η θάλασσα από κάτω ξεκινούσε σιγά σιγά το βραδινό της νανούρισμα. Δίπλα τα φώτα της πλατείας θολά και νυσταγμένα, συντρόφευαν ακόμα τα τελευταία παιδιά που έπαιζαν μπάλα ξέγνοιαστα.

Καλοκαίρι. Το βράδυ αυτό όμως όχι.

Τα χειρόγραφα που την περίμεναν στο τραπέζι, της είχαν κερδίσει το ενδιαφέρον από το πρώτο λεπτό. Έφτασαν στα χέρια της μέσω ενός κούριερ με άγνωστο αποστολέα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα τα είχε αφήσει σε κάποιο συρτάρι του γραφείου της να περιμένουν την σειρά τους. Αλλά αυτά την τράβηξαν. Το χαρτί είχε κιτρινίσει από τον χρόνο. Τα γράμματα ήταν από χέρι κι όχι από κάποιον υπολογιστή ή γραφομηχανή. και ο τίτλος άφηνε μεγάλες προσδοκίες. «Δεκατέσσερις ώρες».

Κάθισε αναπαυτικά στην μεγάλη πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται η μητέρα της σφίγγοντας πάνω της το μπουρνούζι. Κατάπιε λαίμαργα το παυσίπονο και δαγκώνοντας το κριτσίνι, άνοιξε την πρώτη φθαρμένη σελίδα.

Τα γιασεμιά ανακατεμένα με την μυρωδιά της θάλασσας λειτουργούσαν καταπραϋντικά για εκείνη. Μπήκε στο μπάνιο του κάτω ορόφου για ένα γρήγορο ντουζ. Η Νεφέλη το λάτρευε αυτό το μπάνιο. Πίσω από τον καθρέφτη κρυβόταν ένας βράχος σκαλισμένος έτσι ώστε να γίνεται ένα εκπληκτικό κρυφό ντουλάπι. Γύρω γύρω από την μπανιέρα είχε κι αλλά βραχάκια, που η Νεφέλη τα είχε διακοσμήσει με κεριά και κατασκευές από κεριά για να μπορεί να χαλαρώνει όταν ο χρόνος της το επέτρεπε.

«Ώρα 3μμ. Δεκατέσσερις ώρες πριν το τέλος. Δεν θα σε αφήσω να το κανείς. Δεν θα στο επιτρέψω. Τους τελευταίους μήνες ζω με σένα. Ζω για σένα. Ζω μέσα από σένα. Μαζί πίνουμε καφέ το πρωί, μαζί ξαπλώνουμε τις νύχτες. Γελάω. Μη με βλέπεις που γελάω. Μέσα μου καίγομαι. Βοηθάει κι αυτό το ποτήρι που γεμίζεις κάθε τόσο με ουίσκι. Καίγομαι με ακούς; Είσαι δίκη μου. Μόνο δίκη μου. Όταν με έδιωξες εκείνο το απόγευμα κάθισα ακριβώς στην άκρη του γκρεμού και ξεφύλλισα νοερά την ιστορία μας. Μου ανήκεις Αλκμήνη. Μου ανήκει η ανάσα σου, η σκέψη σου, οι φόβοι σου. Δεν θα σε αφήσω να το κανείς….»

Η Νεφέλη στριφογύρισε στον καναπέ. Το όνομα Αλκμήνη της χάραξε την καρδιά. Η μητέρα της… Μια γυναίκα ψηλή, μελαχρινή με πράσινα μάτια σαν του πράσινου μήλου. Δυναμική φιγούρα, μητέρα που την προστάτευσε με νύχια και με δόντια από όλους και απ’ όλα.

Κοίταξε ξανά τον γραφικό χαρακτήρα. Τα γράμματα μεγάλωναν και τρεμούλιαζαν όσο περνούσαν οι σελίδες. Αυτός ο άνθρωπος που το έγραφε, ήταν σίγουρα σε μεγάλη ένταση.
Προσπέρασε μερικά κεφαλαία «κλέβοντας» αυτή την φορά την δουλειά της.

Ώρα 7πμ. Είμαι πολύ μεθυσμένος Αλκμήνη. Θέλω να γίνεις και πάλι η μητέρα μου. Να με πιάσεις από το χέρι και να με βουλιάξεις στο μπάνιο μαλώνοντας με όπως τότε.
Θέλω να βγάλεις τα πολύτιμα βότανά σου από το κρυφό σου ντουλάπι και να με τυλίξεις με την αγάπη σου. Να με τρίψεις στο κεφάλι και να με μαλώσεις χαμηλόφωνα. «Γιατί ήπιες Άγγελε;»

Κι ύστερα να με βάλεις σε εκείνη την πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι και να με κανακέψεις. Να γίνεις πάλι ερωμένη μου. Να μυρίσω το δέρμα σου. Ανάθεμά σε Αλκμήνη, δεν μπορώ χωρίς εσένα. Δεν ξέρω να ζω χωρίς εσένα. Δεν ξέρω να ζω και με εσένα, όμως θα με μάθεις εσύ να το κάνω.»

Η Νεφέλη πλέον δεν έβλεπε τα γράμματα. Χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της. Θόλωσαν. Η καρδιά της έσπαγε το στήθος της με κάθε χτύπο. Αυτό το σπίτι που περιγράφει, είναι το σπίτι της. Το σπίτι της μαμάς της. Αυτός ο άντρας που γράφει, δεν είναι ο μπαμπάς της. Αυτός ο άντρας για κάποιον λόγο γράφει για εκείνη.

Ξεφύλλισε γρήγορα τις σελίδες να φτάσει στην ημερομηνία που πριν προσπέρασε αδιάφορα.

6/6/1994.
Η ημερομηνία γάμου των γονιών της.

Κλαίγοντας γυρίζει τις σελίδες στο τελευταίο κεφάλαιο. Τα χέρια της τρέμουν…
«Ώρα 17:00. Κανένας λυγμός μου δεν σε λύγισε κορίτσι μου. Δεν σε αδικώ. Είμαστε τα δυο αντίθετα του σύμπαντος. Στον μαύρο πανηγυρισμό μου έσπερνες λευκό φως. Δεν ένιωθες ασφάλεια μαζί μου. Δεν ένιωσες στιγμή σιγουριά. Μα σε αγαπάω. Στο ορκίζομαι στο αίμα που τρέχει αυτή την στιγμή από τα χέρια μου. Πάνω σου θα αφήσω τον τελευταίο στεναγμό μου. Έμαθα ήρθαν εχθές οι φίλοι σου και ήσουν ευτυχισμένη. Έλαμπες είπαν. Κι όταν σε ρώτησε ο Βάιος για μένα, τον κοίταξες σκληρά. Του είπες ότι δεν με ξέρεις. Δεν με θυμάσαι. Καλά έκανες και με ξέχασες. Το αίμα μου όμως τρέχει μέσα σου. Θα του το κρύψεις και αυτό; Τελευταία φορά μου είπες καθώς φορούσες το κόκκινο φόρεμά σου. Έκλεισες την πόρτα πίσω σου κι εγώ μούσκεψα το μαξιλάρι που είχες ποτίσει με ιδρώτα. Έναν μήνα μετά έμαθα ότι απόψε παντρεύεσαι. Ότι είσαι ευτυχισμένη και περιμένεις παιδί. Το παιδί μου περιμένεις κι όχι το παιδί του. Εμείς οι δυο το ξέρουμε. Θα ζω για πάντα μέσα σου. Αντίο»

Ο ήλιος τρύπωσε στα βλέφαρα της Νεφέλης κι ο γέρος σκύλος, της μούσκευε το πρόσωπο. Ένας σωρός από κιτρινισμένα χαρτιά γύρω της κι ένα χάος στο κεφάλι της. Κοίταξε ξανά την τελευταία σελίδα με το ξεραμένο αίμα. «Το έργο της ζωής μου» ψιθύρισε….

Άννα Βήχου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: