Έπαιζα ποδόσφαιρο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Απ’ την πρώτη στιγμή που αντίκρισα μπάλα, δεν την άφησα απ’ τα… πόδια μου. Το ποδόσφαιρο κι η θάλασσα, οι μεγάλες μου αγάπες. Άρχισα να παίζω σε μικρές τοπικές ομάδες και το μεγάλο μου όνειρο ήταν να γίνω μια μέρα διάσημος ποδοσφαιριστής! Αλλά κι η θάλασσα… αυτή η γαλάζια πλανεύτρα, η δεύτερη μεγαλύτερη αδυναμία μου!
Δεν ήταν πλούσια η οικογένειά μου. Όχι ότι πεινούσαμε, αλλά δεν είχαμε και πολλές ανέσεις! Τα καλοκαίρια, μας πήγαιναν οι γονείς μας για κανένα μπάνιο αυθημερόν, αλλά για διακοπές ούτε λόγος! Άκουγα τους φίλους μου, που έκλειναν ξενοδοχεία και κάμπινγκ για μέρες και ζήλευα. Ήμουν όμως πολύ περήφανος για να το δείξω κι εκείνα τα καλοκαίρια που ερήμωνε θαρρείς η πόλη, έπαιρνα τον αδερφό μου τον Σάκη και πηγαίναμε για ποδόσφαιρο. Οι δυο μας…
Αρχές δημοτικού ήμουν, όταν πήγα για πρώτη φορά κατασκήνωση. Δύο ολόκληρες εβδομάδες! Κάθε μέρα στη θάλασσα! Κάποιες φορές και δύο φορές τη μέρα! Πάντα κι ο Σάκης μαζί! Ήταν όμορφα εκεί! Ένας χώρος γεμάτος παιδιά να τρέχουν, να παίζουν και να φωνάζουν. Ένας χώρος, χωρίς το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς και του μπαμπά να επαναλαμβάνουν το αγαπημένο μότο τους, σαν χαλασμένο κασετόφωνο! “Πρόσεχε!”. Οι έφηβοι ομαδάρχες μας, γίνονταν κι αυτοί παιδιά μαζί μας. Γινόμασταν φίλοι.
Πήγαινα για χρόνια σε κατασκηνώσεις ως κατασκηνωτής κι όταν έφτασε ο καιρός που ήμουν πια “μεγάλος γι’ αυτά”, κόντεψα να πέσω σε κατάθλιψη. Τέρμα τα καθημερινά μπάνια, τέρμα τα παιχνίδια με τις ώρες, τέρμα οι καινούριες παρέες. Πλέον θα έπρεπε να περνάω τα καλοκαίρια στη γειτονιά μου, να μην κάνω φασαρία τις ώρες κοινής ησυχίας, να λιώνω μέσα στο καυτό, γκρι τσιμέντο… Ούτε θυμάμαι ποια φίλη μου είχε προτείνει να γίνουμε ομαδάρχες! Πάνε και τόσα χρόνια από τότε… Το ένα έφερε το άλλο κι έφτασα 19 κι έγινα πια εγώ εκείνος που “δίδασκα” στα σεμινάρια για ομαδάρχες. Ήμασταν καμιά δεκαριά κι είχαμε και χώρο συνάντησης, το εντευκτήριο. Δευτέρες – Τετάρτες – Παρασκευές. 6 – 9 το βράδυ, μαζευόμασταν εκεί, πίναμε καφεδάκι, ενημερώναμε όποιον ενδιαφερόταν για τις κατασκηνώσεις… Καλά ήταν, είχε χαβαλέ! Ήταν και τα παιδιά γαμάτα!
Μάιος ήταν και είχαμε κανονίσει την τελευταία εκδρομή σε μια κατασκήνωση, ως τελευταίο “μάθημα” για τους wanna be ομαδάρχες. Μετά απ’ αυτό, όλοι απ’ την ομάδα θα ξεκινούσαν δουλειά στις κατασκηνώσεις που επέλεγαν. Εγώ δεν θα εργαζόμουν εκείνη τη χρονιά. Μου είχε έρθει το χαρτί απ’ το στρατό. Τέλη Μαΐου παρουσιαζόμουν. Δεν με πείραζε. Με είχαν πωρώσει κι οι μεγαλύτεροι φίλοι μου. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα πώς και πώς εκείνη τη μέρα. Ήμουν σχεδόν ενθουσιασμένος! Άσε που έκανα και το “κομμάτι” μου στα κοριτσάκια! Με είχαν πάρει στους καταδρομείς!
Δεν είχα σχέση τότε. Δεν είχα κι η αλήθεια είναι πως το προτιμούσα έτσι. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες απ’ τους φίλους μου, για τις κοπέλες τους που τους φέρθηκαν σκάρτα όσο εκείνοι ήταν φαντάροι.
Βρισκόμαστε στην τελευταία εκδρομή. Έχουμε κάνει την ξενάγηση στους μελλοντικούς ομαδάρχες και την έχουμε αράξει σε μια σκιερή γωνία, πίνοντας καφεδάκι και λέγοντας μαλακίες να περάσει η ώρα. Μπροστά μας, τα παιδιά (έφηβοι οι περισσότεροι) τραγουδάνε, παίζουν μπάλα, συζητάνε. Δεν δίνω πολύ βάση. Το έχω κάνει τόσες φορές όλο αυτό εξάλλου. Κοιτάζω το ρολόι μου. Σε λίγο θα πρέπει να φύγουμε. Και τότε την βλέπω… Είναι ψηλή, μελαχρινή, με δυο μεγάλα, σκιστά μάτια. Είναι μια κοπέλα κάπου στα 17. Φοράει ένα μαύρο κολλητό τζιν κι ένα χακί μπλουζάκι απ’ το οποίο φαίνεται ίσα ίσα ο αφαλός της, όταν πηδάει για να χτυπήσει τη μπάλα, την ώρα που παίζει βόλεϊ με τους υπόλοιπους. Μένει το βλέμμα μου κολλημένο για λίγο. Είναι όμορφη! Πολύ όμορφη! Και δες… κοίτα τι όμορφα χαμογελάει! Τις σκέψεις μου διακόπτει ο Σάκης που κάθεται δίπλα μου. “Άντε ρε μαλάκα! Φεύγουμε! Δεν ακούς;”.
Δυο πούλμαν είχαμε ξεκινήσει γι’ αυτή την εκδρομή κι εκείνη η μελαχρινή δεν ήταν στο πούλμαν που ήμουν εγώ, όταν ερχόμασταν. Θα την είχα προσέξει, δεν μπορεί. Ζητάω από ένα φιλαράκι ν’ αλλάξουμε πούλμαν και στον δρόμο της επιστροφής είμαι στο δικό της. Προσπαθώ να δείχνω άνετος. Εξάλλου δεν μου έχει ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Εξάλλου εγώ τώρα δουλεύω. Εξάλλου την άλλη βδομάδα παρουσιάζομαι στο στρατό… Σηκώνομαι να τους μετρήσω, μην ξεχάσαμε κανέναν πίσω και την ώρα που περνάω δίπλα της, ακούω τους Πυξ Λαξ “Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα…” και σαν να βλέπω το βλέμμα της να σκοτεινιάζει.
Τίποτα ιδιαίτερο στη διαδρομή. Κάποιες φορές που γύρισα και την κοίταξα στα κλεφτά, είδα το βλέμμα της κολλημένο στο παράθυρο. Να κοιτάζει το δρόμο. Να κοιτάζει ή να σκέφτεται; Ποιος ξέρει;
Φτάνουμε κι ως είθισται, καθόμαστε για καφεδάκι όλοι μαζί. Είμαστε κάπου στα 50 άτομα. Έρχεται κι εκείνη. Κάθεται σ’ ένα γεμάτο τραπέζι μαζί με μια φίλη της. Κάθομαι με την ομάδα μου. Ψάχνω για ώρα κάτι έξυπνο να πάω να της πω, αλλά η αλήθεια είναι ότι κωλώνω. Βρίσκεται μαζί με τόσο κόσμο και δεν μου έχει δώσει καμία απολύτως σημασία!
Την βλέπω να σηκώνεται. “Όχι ρε πούστη μου! Φεύγει!” σκέφτομαι από μέσα μου. Πλησιάζει το τραπέζι μας να μας χαιρετήσει. Είμαστε κι οι “δάσκαλοι” τρομάρα μας. Λέει δυο λόγια τυπικά, χαμογελάει και γυρνάει την πλάτη της. “Ή τώρα ή ποτέ!” σκέφτομαι και σηκώνομαι γρήγορα πηγαίνοντας πίσω της. Γυρίζει με κοιτάζει και της δίνω το χέρι μου. Βάζει το χέρι της μέσα στο δικό μου και της λέω ότι χάρηκα πολύ που τη γνώρισα. Χαμογελάει! Χριστέ μου! Τι όμορφα που χαμογελάει! Δεν θέλω να αφήσω το χέρι της! Δεν θέλω να σταματήσω να την αγγίζω! Αρχίζω να της λέω ό,τι μπούρδα μου έρχεται στο μυαλό, μόνο και μόνο για να την κρατήσω λίγο ακόμη μπροστά μου. “Αυτή την εβδομάδα να έρθεις απ’ το εντευκτήριο, να πάρεις και τους βαθμούς των εξετάσεων και την βεβαίωση παρακολούθησης των σεμιναρίων. Δευτέρα – Τετάρτη – Παρασκευή. 6 – 9 το βράδυ. Θα είμαι εκεί!” της λέω κρατώντας ακόμη το χέρι της, που απ’ την αμηχανία μου το κάνω κούνια μπέλα σαν ηλίθιος. Μου υπόσχεται ότι θα έρθει και φεύγει. Φεύγει και μένω να την κοιτάζω όπως απομακρύνεται. “Θα την δω και θα της προτείνω να πάμε για καφέ μετά ή… δεν ξέρω! Πάντως όταν έρθει, δεν θα την αφήσω να φύγει έτσι!” υπόσχομαι στον εαυτό μου.
Πέρασε η Δευτέρα. Πέρασε η Τετάρτη. Όλες μου οι ελπίδες ήταν ακουμπισμένες στην Παρασκευή. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να έρθει. Κι όμως… δεν ήρθε. Ήρθε η φίλη της και πήρε και τα δικά της χαρτιά και δεν βρήκα ο μαλάκας το θάρρος να πω σε εκείνη κάτι! Σιχτίρισα πολλές φορές τον εαυτό μου εκείνη τη μέρα, αλλά και τις επόμενες…
Στο στρατό, τα πράγματα δεν ήταν πολύ εύκολα. Καταδρομείς δεν ήθελες; Πήξε τώρα ψαρούκλα! Έβαλε ο πατέρας μου ένα μέσον που είχε και με έφεραν πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Κάτι ήταν κι αυτό.
Είχα κάτι πόνους τελευταία. Εντάξει, δεν ήταν τίποτα φοβερό, ίσως έπαιρνα και καμιά αναρρωτική να πάω και λίγο σπίτι μου. Να φάω και κανένα φαγητό της προκοπής, να δω και την οικογένεια και τους φίλους μου. Εκείνη; Αμυδρά τη θυμόμουν πια. Ίσως όταν απολυόμουν να έψαχνα με κάποιο τρόπο να την πλησιάσω. Είχαν περάσει τόσοι μήνες απ’ την τελευταία φορά που την είδα. Θα με θυμόταν άραγε; Είχα τα στοιχεία της, αλλά δεν μπορούσα να εμφανιστώ μπροστά της σαν φάντης μπαστούνι! Σε 4 μήνες απολύομαι. Έχω χρόνο ακόμη να το σκεφτώ.
Οκτώ άτομα επιβιβαστήκαμε στο στρατιωτικό όχημα. Τους 7 μας ανέσυραν νεκρούς απ’ το στραπατσαρισμένο τζιπ. Η λάθος προσπέραση; Ο κακός χειρισμός του οδηγού; Ο χάρος που μας την είχε στημένη στη γωνία; Δεν ξέρω. Ένας μόνο επιβίωσε. Οι υπόλοιποι χαθήκαμε. Έτσι. Σε μια στιγμή.
Πέρασαν χρόνια. Η μάνα μου είναι ακόμη διαλυμένη. Ο πατέρας μου γέρασε πριν την ώρα του. Ο Σάκης μεγάλωσε απότομα. Έχει παντρευτεί κι έχει κάνει 2 παιδιά! Στο πρώτο έδωσε μάλιστα το όνομά μου. Εκείνη; Δεν είναι καλά. Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά φαίνεται τελικά πως αν η μοίρα ενός ανθρώπου είναι το μαύρο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πάλι με κείνο θα ντυθεί…
Κική Γιοβανοπούλου