,

Περί πίστεως

Η γειτόνισσα μόλις έμαθε τα νέα έβαλε το χέρι στο στέρνο είπε πόσο λυπάται, ύστερα ενημέρωσε για τα νέα της κουνιάδας της ή συννυφάδας, ποτέ δεν θα μάθω τη διαφορά, όχι πως με νοιάζει δηλαδή, τα ψώνια που την έστειλαν οι εγγονές της να κάνει και στο τέλος «Ό,τι θέλει ο Θεός». Το κατάπια, κατέβασα τα μάτια, χαμογέλασα σφιχτά, λείπει και δόντι και δεν θέλω να φαίνεται το κενό, κι έφυγα χωρίς πολλά πολλά.

Μουρμούραγα στο δρόμο. Ό,τι θέλει ο Θεός; Γιατί δηλαδή να θέλει την αρρώστια; Με ποιό κριτήριο επιλέγει την αρρώστια που θα δώσει, το Σταυρό που θα κουβαλήσει ο καθένας; Τί έκανε η μάνα μου που της αξίζει κάτι τέτοιο; Πως το διάλεξε; Έβαλε ο Θεός σε ένα μπωλ ονόματα, ηλικίες, καταγωγή και χόμπυ και τράβηξε λαχνό;

Θα με μάλωνε η γιαγιά αν άκουγε πως μιλάω. Βλάσφημη θα έλεγε. Δεν φταίει ο Θεός για αυτά που παθαίνουμε. Κανείς δεν φταίει που η μάνα κάπνιζε πενήντα χρόνια ασταμάτητα. Δεν άκουγε, ποτέ. Δύσκολο να το κόψει, χρειαζόταν βοήθεια. Μια φορά είχε παραδεχθεί ότι δεν θέλει να το κόψει. Κάποια άλλη ότι οι εξετάσεις ήταν καλές οπότε δεν ανησυχούσε. Πριν έξι μήνες όμως τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα. Βουτιά έκαναν και μετά από γιατρούς, νοσοκομεία και τα σχετικά μας ανακοίνωσαν για τα μαντάτα για τον… Σπιρτούλη. Ετσι αποφάσισα να τον λέω. Ούτε που ξέρω πως μου κόλλησε.
Αυτό ήταν θέλημα Θεού; Γιατί; Επειδή ήταν party animal, έκανε άσωτη ζωή; Βέβαια. Δεν έχει πάει ποτέ για καφέ, χυμό ή σουμάδα. Τελευταία φορά που πήγε σινεμά δεν υπήρχε τηλεόραση στα σπίτια ακόμα, βόλτες δεν έκανε, φίλους δεν είχε και δεν έχει. Επιλογή της. Όχι όμως ό,τι θέλει ο Θεός. Όχι. Βασανιζόμαστε τώρα για αντάλλαγμα την αιώνια ζωή;; Όχι. Όχι. Ακούς; Όχι.

Ποιός θέλει να βλέπει τον άνθρωπό του αβοήθητο; Να μην μπορεί να ανακουφίσει έστω και λίγο το βάσανο, το μαρτύριο που μόνο χειροτερεύει. Ξέρεις τι με βγάζει εκτός εαυτού; Πολλά, άσ’το. Αυτό όμως που με τρελαίνει, μου ‘ρχεται να πάρω τη multitasking πορτοκαλί – μπλιαχ το χρώμα – μυγοσκοτώστρα με τα απομεινάρια από μύγες, κουνούπια και διάφορα κολεόπτερα, κατσαρίδες ντε, και ν’ αρχίσω να κοπανάω αλύπητα, είναι όταν σε ρωτάνε για την υγεία της ασθενούς και αφού πεις τα μαντάτα να σου πετάνε μετά το άσχετο, για τα σερβιετάκια της εγγονής. Σκοτούρα μου!

Τα ‘χουν περάσει. Ξέρουν. Έχουν ζήσει όλο το έργο, από την αρχή του, που μάλλον λιγουλάκι σε ξεγελάει ότι, ίσως και να τα καταφέρεις και να πάνε καλά τα πράγματα, τη μέση που μόνο δαχτυλίδι δεν είναι και το τέλος.

Πόσοι ευχήθηκαν να έρθει το τέλος; Ακόμα δεν ξεκινήσαμε και είμαι κουρασμένη. Σηκώνομαι το πρωί έχοντας στο μυαλό όσα έχω να κάνω. Σημειώνω στο μπλοκάκι, στο τετράδιο, αυτοκόλλητα στο ψυγείο, στο σταυρόλεξο, στο κινητό, νομίζω και στο χέρι αλλά σβήστηκε …. τι είχα να κάνω; Δεν έχουν αρχίσει τα ζόρια και νιώθω πνιγμένη από παντού. Δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού.

Χρόνια πριν ρώτησα έναν ιερέα για τον παράδεισο και την κόλαση. «Μη φαντάζεσαι δεντράκια, πουλάκια και καυτά καζάνια» είχε πει. Η καθαρή συνείδηση είναι ο παράδεισος και η κόλαση του καθενός. Δεν βγαίνει άκρη. Δεν είναι θέλημα Θεού η αρρώστια, το ξέρω. Η καταστροφή που κάναμε στον πλανήτη και τον εαυτό μας είναι.

Γιατί δεν βοηθάει όμως; Μόλις γυρίσαμε από το νοσοκομείο έβγαλα το σταυρό απ’ το λαιμό μου. Στο κομοδίνο περιμένει. Περιμένω κι εγώ. Οψόμεθα.

Απάντηση


%d