Είναι κάποια συναισθήματα που και μετά από αρκετά χρόνια, εξακολουθούν να σε πνίγουν στον λαιμό. Λες και είναι ανεξάρτητη οντότητα, παραμένουν εκεί στο χώρο, κυκλοφορούν σαν φαντάσματα, δεν σε τρομάζουν όμως. Αντιθέτως θες πάντα να τα αγκαλιάσεις μα δεν μπορείς πια. Παράλληλα όμως, έχεις και τόσο ευχάριστες αναμνήσεις που σε κάνουν ακόμα να χαμογελάς. Μιλάω για μια πολύ συγκεκριμένη απώλεια, αυτήν της μάνας. Σε όποια ηλικία και να την βιώσεις, το βάρος της, η στεναχώρια της είναι ίδια. Μπορεί να είναι διαφορετικές οι συνέπειες μετά ή οι ευθύνες στα 10, στα 40 ή στα 60, αλλά το κενό παραμένει ισοβίως έτοιμο να σε καταπιεί.
Πρόσφατα μια γνωστή μου έχασε την γιαγιά της, 95 χρονών. Η μητέρα της λοιπόν, αναφώνησε πως τώρα ένιωσε πως έμεινε ορφανή, όντας 73 ετών η ίδια! Καθώς τα έχω περάσει από τα 25 μου, δεν μου φάνηκε αστείο αλλά ένιωσα πως το αίσθημα είναι εκεί, ίδιο και απαράλλακτο για όλα αυτά που δεν πρόλαβες να της πεις ή να κάνετε μαζί. Πόσο πολύ εγωιστή σε κάνει ο θάνατος! Διότι όσο και να μετανιώνεις για λάθος πράγματα που είπες ή τις πληγές που της έκανες, πάντα αυτό που σου σκίζει τα σωθικά είναι όσα δεν περάσατε μαζί! Αν προλάβαινες ή αν ήταν ακόμα εδώ, πόσα θα ζούσατε μαζί… Στο λέω εγώ όμως, τίποτα δε θα έκανες, πάλι το ίδιο βρωμόπαιδο θα ήσουν, αλλά πρέπει κάπως να παρηγορηθείς!
Κάπου εκεί, θυμάσαι κάτι που σε κάνει να χαζογελάς. Ευτυχώς έχω αρκετά ευχάριστα αλλά αυτό σίγουρα ξεχωρίζει. Μικρή, το πολύ 8 χρονών, ξεκινάγαμε με ένα ιστορικό κόκκινο φιατάκι 127 από Αθήνα να πάμε το καλοκαρινό μας ταξιδάκι στον τόπο καταγωγής, τον Έβρο. Ώρες επί ωρών μες το αμάξι, τότε δεν είχαμε Εγνατία και στην Αθηνών- Θεσσαλονίκης ελάχιστα ήταν τα μαγαζιά για τις απαραίτητες στάσεις. Κάπου λοιπόν μετά την συμπρωτεύουσα, μεγάλη και επιτακτική ανάγκη για ξεφούσκωμα. Ψάχναμε με το μάτι, όσο σου επιτρέπει να κόψεις ταχύτητα και πιο πολύ οι γονείς μου, για βολικό μέρος. Πουθενά! Ίσωμα όλα, ούτε δένδρο, ούτε σημείο να κάνει λίγο στην άκρη το αμάξι και να αυτοσχεδιάσουμε με ανοικτές τις πόρτες! Πάνω που είχαμε απελπιστεί, ξαφνικά βρίσκουμε ένα βολικότατο πάρκινγκ. Κάνει δεξιά ο πατέρας μου, κατεβαίνουμε σχεδόν διπλωμένες από την παραμελημένη φούσκα μας και βλέπουμε το θαύμα: στο βάθος, στα 50 μέτρα χαμηλής βλάστησης λίγο πάνω από τον αστράγαλο, μια συστάδα θάμνων, μας έγνεφε στο δροσερό αεράκι! Με ιδιαίτερη λαχτάρα και προσοχή, ελαφροπατήσαμε τα χορταράκια, κυκλώσαμε τα πουρνάρια, βολευτήκαμε μια χαρά εγώ και η μάνα μου από πίσω. Τι μεγάλη ηδονή το ξαλάφρωμα σε τόσο ιδανικό μέρος. Δε φαινόμασταν από πουθενά ενώ εμείς μέσα από την φουντωτή πρασινάδα, ίσα που διακρίναμε τον δρόμο. Παίρνουμε θέση βολής και πάνω στο καλύτερο, ξαφνικά ακούγεται ένας πολύ δυνατός ήχος, ζωντανεύουν τα ξερόχορτα και ακριβώς στα 3 μέτρα πίσω μας, περνά το άτιμο το τρένο! Οι αφιλότιμες οι ράγες είχαν καμουφλαριστεί στην βλάστηση! Εγώ ούτε κατάλαβα αν ήταν επιβατικό, ξέρω όμως πως από τα παράθυρα σίγουρα κάποιος θα είδε 2 πισινά που φεγγοβολάγανε! Κυριολεκτικά μας έπιασαν στα πράσα, που να σηκωθείς να τρέξεις με τα εσώρουχα κατεβασμένα, θα δουν και όσα δεν έχουν δει ακόμα και οι νταλικιέρηδες στην εθνική. Οπότε απλώς το αφήσαμε να περάσει, η μάνα μου με έπιασε από το χέρι και μου είπε κάτσε κάτω και κοίτα μόνο μπροστά. Κυρίες λοιπόν εμείς, ατάραχες, καθιστές με περήφανη πλάτη στην αμαξοστοιχία, κάναμε τις άσχετες ή μάλλον τις κουφές, τυφλές και…τουρλωτές μαζί!
Ευτυχώς που δεν υπήρχαν κινητά με κάμερες τότε, είμαι σίγουρη ακόμα θα κυκλοφορούσε το βιντεάκι με τα πισινά μας και τη φούστα της μητέρας μου να ανεμίζει από το κουρνιαχτό των βαγονιών! Ή μάλλον τώρα που το καλοσκέφτομαι, δυστυχώς, διότι ακόμα θα την έβλεπα και θα γέλαγα πιο δυνατά!
Μαρίτσα Καρά