,

Αναζητώντας φως

Είχε κουραστεί πια να ζει εκεί μέσα. Η ασταμάτητη γκρίνια της μάνας της, η απάθεια του πατέρα της, η φασαρία που έκαναν τα 3 μικρότερα αδέρφια της… Είχε κουραστεί να μοιράζεται τα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού της με τόσα άτομα! Είχε κουραστεί να μην έχει καθόλου αποκλειστικά δικό της χώρο και χρόνο. Πάντα κάποιος βρισκόταν εκεί. Πάντα! Τα αποτελέσματα των Πανελληνίων ήρθαν την κατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν σαλτάρει!

Μόλις είχε κλείσει τα 18 και ήταν πια στην κατάλληλη ηλικία να ζήσει μόνη. Δεν δούλευε, άρα δεν μπορούσε να πιάσει μόνη της ένα διαμέρισμα κι ο μόνος τρόπος να πείσει τους γονείς της να την αφήσουν να μείνει μόνη, πληρώνοντάς της μάλιστα και τα έξοδα, ήταν να περάσει κάπου. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα μελετηρή μαθήτρια και να ήθελε άλλωστε, πώς να το κάνει, όταν δεν είχε ποτέ ησυχία; Την τελευταία χρονιά όμως, στρώθηκε στο διάβασμα και προσπάθησε πολύ να τα καταφέρει. Και τα κατάφερε!

Η πραγματικότητα ήταν, πως δεν την ένοιαζε τόσο η σχολή στην οποία θα περνούσε, αλλά το μέρος. Μια πόλη! Μια πόλη γεμάτη κόσμο και φώτα! Αυτό ζητούσε! Μια πόλη που να σφύζει από ζωή, ακόμη και το χειμώνα, που το χωριό της ερήμωνε θαρρείς. Θα έκανε πολλούς φίλους, παρέες διαφορετικές απ’ τους φίλους της απ’ το χωριό, αυτούς με τους οποίους είχε μεγαλώσει. Αυτούς που τους έβλεπε περισσότερο σαν αδέρφια, ακόμη κι αν ανήκαν στο αντίθετο φύλο.

Η Έφη ήθελε να ζήσει! Ήθελε να ζήσει αληθινά και όταν της ανακοίνωσαν πως είχε περάσει στη Θεσσαλονίκη, πέταξε από χαρά! Θεσσαλονίκη! Μια πόλη φωτεινή! Μια μεγαλούπολη γεμάτη ζωή και φοιτητές! Μια όμορφη πόλη! Και το κυριότερο… μια πόλη αρκετά μακριά απ’ το χωριό της, ώστε να μην πηγαινοέρχονται συνεχώς οι δικοί της! Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει;

Οι γονείς της μαράζωσαν όταν έμαθαν τα αποτελέσματα. Πού θα έβρισκαν τόσα χρήματα; Ήλπιζαν η Έφη να περνούσε στην πόλη που βρισκόταν δίπλα τους. Είχε κι εκεί τόσες σχολές! Να μπορούσε να σπουδάζει και να πηγαινοέρχεται. Συγκοινωνία υπήρχε κι ήταν μόλις μία ώρα απ’ το σπίτι τους. Αγχώθηκαν, αλλά δεν έφεραν αντίρρηση. Αφού η Έφη είχε περάσει στη Θεσσαλονίκη, εκεί θα πήγαινε. Θα έκοβαν το λαιμό τους και θα την έβρισκαν την άκρη. Δεν θα έκοβαν τα φτερά της κόρης τους. Θα την βοηθούσαν να κάνει πραγματικότητα, όσα οι δικοί τους γονείς, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν στους ίδιους.

Την μέρα που η Έφη έκλεισε την πόρτα του καινούριου της σπιτιού και έμεινε μόνη, ένιωσε πως ζούσε σε όνειρο! Το μικρό, παλιό διαμέρισμα, στον πρώτο όροφο εκείνης της πολυκατοικίας, ήταν το πρώτο αποκλειστικά δικό της πράγμα! Μέχρι τότε, είχε μάθει να παίρνει τα πάντα απ’ την μεγαλύτερη αδερφή της, η οποία πριν κάποια χρόνια είχε παντρευτεί κάποιον από ένα διπλανό χωριό και στα 22 της, είχε ήδη 2 παιδιά. Η Έφη δεν θα γινόταν έτσι! Η ζωή στο χωριό δεν της ταίριαζε. Οι ρυθμοί ζωής και οι αντιλήψεις εκεί, δεν της ταίριαζαν. Η Έφη δεν ήταν για τέτοια ζωή! Ήταν φτιαγμένη για άλλα πράγματα! Πιο μεγάλα!

Μέσα στους πρώτους 6 μήνες, είχε κάνει πολλές καινούριες παρέες και το μικρό διαμέρισμά της, γέμιζε συχνά με κόσμο. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα, που στο σπίτι της διανυκτέρευαν ακόμη και σχεδόν άγνωστοί της άνθρωποι. Φίλοι, φίλων που βρέθηκαν εκεί και τους πήρε ο ύπνος στον καναπέ ή και στο πάτωμα.

Ήταν όλα τόσο ξένα για την Έφη! Ήταν τόσο διαφορετικοί οι άνθρωποι που γνώριζε, απ’ αυτούς που είχε συνηθίσει στο χωριό της! Έδειχναν όλα τόσο παράξενα όμορφα στα μάτια της! Ακόμη και τότε, που είχαν ξεμείνει τρεις τύποι που κλείστηκαν για ώρα στην τουαλέτα κι όταν βγήκαν έμοιαζαν τόσο χαρούμενοι και κουρασμένοι, που τους πήρε ο ύπνος αμέσως όπως ήταν καθισμένοι στο κρεβάτι της. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στο πάτωμα με την κολλητή της την Ράνια, που τους της είχε γνωρίσει.

Η επικοινωνία με τους δικούς της όλο και αραίωνε. Έπαψε να τους τηλεφωνεί τόσο συχνά, αλλά και να πηγαίνει στο πατρικό της. Εκείνοι απ’ την πλευρά τους βέβαια, την βομβάρδιζαν με τηλεφωνήματα και μηνύματα “Μας λείπεις! Να προσέχεις!”. Συχνά πυκνά μάλιστα, η μάνα της έπαιρνε το ΚΤΕΛ και πήγαινε να την δει. Δεν έφταναν τα τάπερ με τα φαγητά που της έστελνε συνέχεια, έπρεπε να πηγαίνει και η ίδια από κει! Την ενοχλούσε την Έφη, αλλά δεν έλεγε πολλά, γιατί θα άρχιζε πάλι τη γνωστή της γκρίνια, που δεν την άντεχε καθόλου!

Μέσα στον πρώτο χρόνο διαμονής της στη Θεσσαλονίκη, η Έφη είχε εγκλιματιστεί πλήρως στα νέα δεδομένα. Το σπίτι της, είχε μετατραπεί σε κέντρο διερχομένων, από γνωστούς και άγνωστους ανθρώπους και τα βράδια της, τα περνούσε σε διάφορα μαγαζιά, διασκεδάζοντας μέχρι πρωίας. Όσο για τα μαθήματα της σχολής; Αυτά τα είχε σχεδόν παρατήσει! Ήταν τόσο θαμπωμένη με την καινούρια της ζωή, που το τελευταίο που ήθελε, ήταν να μείνει μέσα για να διαβάσει. Είχε χρόνο εξάλλου γι’ αυτά. Ούτε 19 δεν ήταν. Ας έχανε και μια χρονιά. Η πρώτη θα ήταν ή η τελευταία;

Ήταν Τρίτη βράδυ και είχε ως συνήθως έρθει στο σπίτι της η κολλητή της η Ράνια με δυο φίλους της, που η Έφη δεν είχε ξαναδεί. Με τον ένα, σύντομα αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιο της Έφης, αφήνοντάς την με τον άλλον, στο μικρό σαλόνι.

Δεν κατάλαβε για πότε ο άντρας αυτός, που βρωμοκοπούσε αλκοόλ και τσιγάρο βρέθηκε δίπλα της. Δεν κατάλαβε πώς την έπεισε να δοκιμάσει απ’ αυτή την άσπρη σκόνη. Δεν θυμόταν γιατί δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να τον διώξει από πάνω της. Δεν θυμόταν γιατί δεν φώναξε, όταν μπήκε μέσα της. Δεν θυμόταν πολλά μετά. Δεν θυμόταν…

Το πρωί που ξύπνησε, στο σπίτι της επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στο πάτωμα χωρίς ρούχα και δίπλα της υπήρχαν δύο σπασμένα ποτήρια κι ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι. Υπήρχαν αποτσίγαρα και πεταμένες στάχτες παντού. Σηκώθηκε και διαπίστωσε πως το κεφάλι της πονούσε και ήταν βαρύ. Σηκώθηκε και περπατώντας προς το υπνοδωμάτιό της, είδε τα ρούχα της πεταγμένα σε μία γωνία. Στο δωμάτιό της, δεν ήταν κανείς. Πεταμένα κουτάκια μπύρας υπήρχαν στο πάτωμα κι ένα ξέχειλο από αποτσίγαρα σταχτοδοχείο στο κομοδίνο της. Τα σεντόνια φαίνονταν βρόμικα κι ανακατεμένα, αλλά κι εκεί επικρατούσε σιωπή.

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξε γύρω της. Η άσχημη μυρωδιά στο χώρο, έφερε στο νου της, την μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού, που μοσχοβολούσε το παιδικό της δωμάτιο. Η απόλυτη σιωπή, έφερε στο νου της την ασταμάτητη φασαρία που έκαναν τα μικρά της αδέρφια. Η γύμνια της, που αντίκρισε στον καθρέφτη απέναντί της, για πρώτη φορά την έκανε να ντραπεί και της θύμισε τα λόγια της μητέρας της, “Να προσέχεις! Σ’ αγαπώ!” της έλεγε συνέχεια. Πώς τα είχε καταφέρει έτσι; Έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια της και ξέσπασε σ’ ένα δυνατό, γοερό κλάμα. Η ζωή που ποθούσε να ζήσει, τελικά δεν ήταν τίποτα άλλο, από μια φούσκα που πλέον είχε σκάσει, γεμίζοντας το μέσα της με βρωμιά, ενοχές και μυρωδιά τσιγάρου.

Χτύπησε μήνυμα στο κινητό της. Ήταν η Ράνια. Η κολλητή της. “Ο Νίκος λέει ότι περάσατε πολύ καλά χτες και θέλει να ξανάρθουμε σήμερα. Ψήνεσαι;”. Άφησε το κινητό δίπλα της. Η κολλητή της! Εκείνη που την βρήκε να κοιμάται γυμνή στο πάτωμα και απλά έφυγε με τους φίλους της. Εκείνη που γέμιζε το σπίτι της με γνωστούς και άγνωστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτεί αν διέτρεχαν κάποιο κίνδυνο. Εκείνη, που την πρώτη φορά που η Έφη έκανε έρωτα, είχε φροντίσει να τραβήξει κρυφά κάποιες σκηνές με το κινητό της και μετά της έκανε πλάκα πως θα βγάλει τα βιντεάκια στο ίντερνετ. Τελικά πλάκα έκανε. Δεν τα έβγαλε. Ή μήπως όχι;

Η Έφη σηκώθηκε και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Πού είχε πάει το όμορφο κορίτσι, με τα χαμογελαστά μάτια; Πού είχαν πάει τα όνειρά της, για μια πιο φωτεινή και όμορφη ζωή; Κοίταξε γύρω της. Πού ήταν το μικρό, αλλά πάντα τακτοποιημένο δωμάτιό της; Πού ήταν η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού; Πού ήταν η μαμά της; Ο μπαμπάς της; Τα αδέρφια της; Πού ήταν η ίδια; Σε ποιον δρόμο είχε χάσει τον εαυτό της;

Τις σκέψεις της διέκοψε ο χτύπος του κινητού της. Το τηλέφωνο του πατρικού της, αναβόσβηνε στην οθόνη.

-Μαμά;

-Έφη μου; Τι κάνεις κορίτσι μου; Λέμε να έρθουμε με τον μπαμπά σου αύριο. Μας έχεις λείψει!

-Να έρθετε μαμά! Και εμένα μου λείψατε! είπε με λαχτάρα

Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε γύρω της. Περπάτησε με αποφασιστικά βήματα στην μπαλκονόπορτα και άνοιξε την κουρτίνα. Το δωμάτιο πλημμύρισε με φως. Αυτό ακριβώς χρειαζόταν.

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: