Ο αέρας μπαίνει κρύος στα σωθικά Της μα αντί να παγώσει, εκείνη αντιστέκεται χωρίς να καταβάλλει καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Τα μαλλιά Της μακριά, μαύρα, σχηματίζουν ανάλαφρες μπούκλες. Τα μάτια Της, σαν δυό παγωμένες λίμνες που καθρεφτίζουν τον θόλο τ’ ουρανού.
Περιδιαβαίνει τον κόσμο ολομόναχη, σε όλα τα χιονισμένα μέρη, ξυπόλυτη πάντα, ώστε να νιώθει σ’ όλο Της το κορμί την παγωνιά που αφήνει εκείνος στο πέρασμά Του. Σε κάθε Της βήμα το χιόνι λιώνει και σιγά-σιγά ξεκινά να φυτρώνει χορτάρι. Κοιτάζει ολόγυρα και τα δέντρα τινάζουν από πάνω τους την πάχνη και το χιόνι, άλλα δείχνοντας περίλυπα τις πληγές τους κι άλλα εκθειάζοντας περήφανα και αγέρωχα τα φύλλα και τα κλαδιά τους που κατάφεραν και έμειναν ανέπαφα από το πέρασμά Του.
Βρέθηκε μπροστά σε μία τεράστια λίμνη. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε εκεί. Ένα παχύ στρώμα πάγου την είχε καλύψει από άκρη σε άκρη. Ούτε ο άνεμος δεν τολμούσε να περάσει από κει. Εκείνη χαμογέλασε. Ήταν μπροστά σε μία από τις καλύτερες Του δουλειές.
Ξεκίνησε να παίρνει ανάσα, αργά και σταθερά. Ο αέρας ήταν τόσο κρύος που κανονικά θα πάγωνε τα σωθικά Της, μα εκείνη ήταν συνηθισμένη. Κρύωνε περισσότερο από ότι συνήθως. Άνοιξε το στόμα κι απαλά άρχισε να φυσά ζεστό αέρα, μα το στρώμα πάγου έμεινε σχεδόν ανέπαφο. Έκλεισε τα μάτια, πήρε άλλη μιαν ανάσα, πιο βαθιά αυτή τη φορά και το στήθος Της πόνεσε, σαν ο αέρας να μετατρεπόταν σε μικρά μαχαίρια την ώρα που έμπαινε μέσα Της. Με τα μάτια ακόμα κλειστά, άρχισε να εκπνέει.
Ο πάγος άρχισε να λιώνει μόνο επιφανειακά. Ήταν πολύ δύσκολη αυτή η μάχη, μα το είχε αποφασίσει πως αυτός ο τόπος έπρεπε επιτέλους να βάλει τα γιορτινά του και να πετάξει από πάνω του τα λευκά. Πήρε άλλη μία βαθιά αναπνοή. Το στέρνο Της πόνεσε περισσότερο από πριν, μα επέμεινε. Άρχισε να εκπνέει πάλι αργά πάνω στον πάγο, μα δεν κατάφερε τίποτα.
Η καρδιά Της άρχισε να επιβραδύνει. Γονάτισε, ο πόνος ήταν αφόρητος. Χτύπησε με τη γροθιά το στήθος Της και άρχισε να αγκομαχά. Ένιωθε σαν κάποιος να Της έσφιγγε την καρδιά. Ταυτόχρονα ένα βάρος στο στέρνο. Κάθε προσπάθεια για ανάσα, μία νέα μαχαιριά.
Ξάπλωσε στην παγωμένη όχθη ημιαναίσθητη. Το στήθος Της ανεβοκατέβαινε πια με δυσκολία. Αντίκρισε για τελευταία φορά το χιόνι, τα δέντρα που ακόμα φορούσαν τα λευκά τους και τη λίμνη, που η ζωή είχε σταματήσει πια.
Ένα δάκρυ κύλησε από το αριστερό μάτι Της και μετατράπηκε κατευθείαν σε σταλακτίτη. Από το μισάνοιχτο στόμα Της βγήκε ένα μικρό φως και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω. Η Μητέρα κράτησε το φως απαλά στα χέρια της, γνωρίζοντας την ευθραυστότητα των 21 γραμμαρίων που βαστούσε εκείνη τη στιγμή και ψιθύρισε πως την είχε προειδοποιήσει γι’αυτό το συγκεκριμένο μέρος. Συνήθως ο Χειμώνας είναι πιο αδύναμος από την Άνοιξη, μα συμβαίνει κάποιες φορές να υπερισχύει. Κάποια μέρη τα αγαπά πολύ για να τα αφήσει να ντυθούν με τα παρδαλά, κατ’αυτόν, χρώματα της Άνοιξης. Κάποια μέρη δεν βλέπουν την Άνοιξη, τα λευκά είναι το χρώμα τους. Όπως στα λευκά θα έντυνε και το άψυχο πλέον σώμα Της…