,

Δύο χρόνια

“Σου έχει συμβεί ποτέ να γνωρίσεις έναν άνθρωπο και να θες να είσαι μαζί του όλη μέρα;”
“Ναι. Αυτό έχω πάθει μαζί σου…”

Της έπιασε το πρόσωπο και το έκλεισε σφιχτά μες στα δυο του χέρια. Τα μάτια του αναζήτησαν τα δικά της και βυθίστηκε. Χάθηκε. Σε μια βουτιά χωρίς τέλος. Αυτή τη βουτιά τη λατρεύει! Μπορεί, για ώρες ολόκληρες, να καταδύεται και να μην τον νοιάζει τίποτα. Μόνο εκείνη. Τα μάτια της…

“Ξέρω πως κάτι σκέφτεσαι… Αλλάζουν χρώμα τα μάτια σου!”

Της χαμογέλασε. Κάτι είχε αυτή η κοπέλα πάνω που τον μαγνήτιζε. Η φωνή της, το κορμί της, η μυρωδιά της… Ακόμα δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, παρ’ όλα αυτά όμως το άφηνε να τον καθοδηγεί. Όλα τον οδηγούσαν σε εκείνη… Πάντα, όλα τον οδηγούσαν σε εκείνη.

Από την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν. Τότε… Στο χωριό. Μια περαστική εκείνη, ένας μόνιμος αυτός. Είχε έρθει με τις φίλες της για μια θεατρική παράσταση και εκείνος ήταν ο υπεύθυνος του χώρου. Μπήκε μες στο θέατρο με το γκρι της μπλουζάκι να ανεμίζει και τα πιασμένα της μαλλιά να λάμπουν από τον ήλιο. Του χαμογέλασε και ο χρόνος σταμάτησε για λίγο.

Όση ώρα μιλούσαν όλοι μεταξύ τους, εκείνος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ήξερε πολύ καλά πως αυτό θα τελείωνε σύντομα, αλλά δε θα τελείωνε οριστικά. Και είχε δίκιο…

Μπορεί οι δρόμοι τους να χώρισαν. Εκείνος να έκανε τη ζωή του σε άλλη αγκαλιά. Εκείνη να έφτιαχνε τη δική της μαζί με άλλον άνθρωπο, παρ’ όλα αυτά όμως βρέθηκαν ξανά. Στο ίδιο χωριό. Μετά από έναν χρόνο. Όχι μόνοι τους όμως… Τέσσερις άνθρωποι να συζητούν για τη ζωή και εκείνοι να ψάχνουν ο ένας τα μάτια του άλλου. Μάταιο! Ανήκαν άλλου…

Χάθηκαν ξανά. Ένας ακόμη χρόνος χαμένος. Οι ζωές τους παράλληλες. Καμία επαφή. Κανένα κοινό σημείο. Μέχρι την επόμενη χρονιά. Στο ίδιο μέρος ξανά. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή.

Κανείς τους δε μίλησε. Άφησαν τους υπόλοιπους να λένε για τις ζωές τους κι εκείνοι έκατσαν δίπλα δίπλα. Κάτω από το τραπέζι δύο χέρια πλέχτηκαν σφιχτά και δύο ζευγάρια πνευμόνων γέμισαν οξυγόνο για πρώτη φορά. Κανένα βλέμμα, καμία κουβέντα κι ας είχαν αλλάξει τόσα στις ζωές τους.
Ήταν όλα τόσο σημαντικά, αλλά τόσο ανούσια εκείνη τη στιγμή. Ο φόβος ότι πάλι θα τελειώσει και θα χαθούν ξανά υπερίσχυσε κι άφησε στην άκρη όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν.

Μόλις έμειναν μόνοι τους, την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Δύο χρόνια περίμενε γι’ αυτό το φιλί. Εκείνη έπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και αφέθηκε. Δύο χρόνια χαμένα…
Κούμπωσαν λες κι ήταν γραφτό να συμβεί. Λες κι όλα στη ζωή τους τους οδηγούσαν σ’ αυτό ακριβώς το σημείο.

Κανένας τους δε έφυγε εκείνη τη χρονιά. Εκείνος είχε πάρει την απόφασή του να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωρίο κι εκείνη δέχτηκε πρόταση για δουλειά σε εκείνο το θέατρο. Δύο άνθρωποι μόνοι με στόχο να ευτυχίσουν μαζί. Έκαναν μια τυχαία συνάντηση, μόνιμη…

“Μπορείς να μου πεις που ταξιδεύεις;”
. Η φωνή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Εστίασε το βλέμμα του πάνω της και χαμογέλασε πλατιά. Τι κι αν έχουν περάσει πέντε χρόνια από εκείνη την τυχαία συνάντηση και τρία χρόνια που ξυπνάει δίπλα της… Δεν του φτάνουν και το ξέρει!
Πήρε μια μεγάλη ανάσα και έκανε λόγια τις σκέψεις του…

“Στην αρχή σου έκανα μια ερώτηση, θυμάσαι;”. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

“Ωραία! Σου έχω άλλη μια… Σου έχει συμβεί ποτέ να γνωρίσεις έναν άνθρωπο και να θες να θέλεις να περάσεις όλο το υπόλοιπο της ζωής σου μαζί του; Γιατί αυτό έχω πάθει μαζί σου”.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: