,

Πόσο αθώο είναι ένα copy/paste;

Πολύ θα ήθελα να προσπεράσω τον πρόλογο, μα κάτι μέσα μου με πνίγει. Έχω ξεχάσει πότε ξεκίνησα να γράφω και για ποιους λόγους άρχισα ν’ ασχολούμαι με την γραφή. Το μόνο που μου έχει απομείνει από εκείνα τα χρόνια, είναι η πικράλμυρη επίγευση των κειμένων, μιας ξεχασμένης εποχής, που σπάνια φυλλομετρώ. Δεν έπαψα, όμως, να θυμάμαι πως κράτησα στα χέρια μου μια σανίδα σωτηρίας και πώς την μετασχημάτισα σε μια λατρεμένη ασχολία, η οποία με γεμίζει, τόσο δημιουργικά – γιατί έχουμε ανάγκη την δημιουργία – αλλά και σαν άνθρωπο – γιατί έχουμε ανάγκη να αφήσουμε κάτι πίσω μας. Τα γραπτά μου θα μείνουν πίσω μου, όταν, αναπόφευκτα, έρθει το πλήρωμα του χρόνου και για την αφεντιά μου. Οι ιστορίες, οι σκέψεις, οι τύψεις και οι επιθυμίες μου, όλα θα παραμείνουν αναλλοίωτα, καθώς δημιουργήθηκαν και δουλεύτηκαν σε μια μορφή που ο αδηφάγος χρόνος, δεν μπορεί να αγγίξει.

Μπορεί να με δεις να κατηφορίζω σκεφτικά κάποιον δρόμο. Ίσως, εκείνη τη στιγμή, να σκαλίζω κάποια καινούρια ιστορία μέσα στο μυαλό μου. Μια από τις πολλές τυχαίες ιδέες που μου έρχονται συχνά – πυκνά, θ’ αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά, μέσα στην φαντασία μου. Έναυσμα; Μια εικόνα, ένα σπίτι, μια σκηνή στο δρόμο, μια παράξενη φιγούρα στο λεωφορείο, ο καιρός, η επικρατούσα κατάσταση, η θρησκεία, η οικονομία, τ’ οτιδήποτε. Πιάνομαι από κάπου – σαν το μωρό που γραπώνει στα χέρια του ένα δάχτυλο – κι ύστερα χτίζω πάνω σ’ οτιδήποτε, οσοδήποτε μικρό κι αφηρημένο κι αν είναι. Σκέφτομαι τον ήρωα ή την ηρωίδα μου. Πώς μοιάζει; Τι χρώμα μαλλιά έχει; Σημάδια; Διακριτικά; Μάτια; Χροιά φωνής; Κορμοστασιά; Ψυχοσύνθεση; Ύφος; Πώς ντύνεται και γιατί;

Πρέπει να στήσω στο μυαλό μου τα πρόσωπα και να τα περιγράψω σ’ έμενα, για να μπορέσω να τα περιγράψω και σ’ εσένα – κι όχι απλά να τα περιγράψω, αλλά να καταφέρω να σου δημιουργήσω εικόνες. Πρέπει να φτιάξω στην φαντασία μου τις σκηνές. Κάθε δρόμος είναι διαφορετικός και έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που αν σου τα αναφέρω, θα καταλάβεις πού ακριβώς βρίσκεται ο ήρωάς μας. Τα σπίτια και οι χώροι εργασίας, επίσης. Οι εικόνες από εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, θα πρέπει να σμιλευτούν μέσα στον νου κι ύστερα θα πρέπει να περάσουν από κόσκινο για να βρεθεί ο καλύτερος τρόπος για ν’ αποτυπωθούν σε λέξεις πάνω σε μια σελίδα χαρτί ή μια οθόνη.

Δεν είμαι στην αρχή. Δεν έχω ξεκινήσει ακόμη να συνθέτω την επόμενη ιστορία μου. Θα πρέπει, πριν αρχίσω να γράφω, να δημιουργήσω όλα όσα συνδέουν τους ήρωες και τις σκηνές. Θα πρέπει να επιλέξω τον τρόπο που θα γίνει η αφήγηση. Ποιος θα είναι ο αφηγητής μου; Ο παντογνώστης και πανταχού παρών, που γνωρίζει ό,τι έχει συμβεί και αποφασίζει να αφηγηθεί μια ιστορία σ’ εσένα ή κάποιος ήρωας; Ίσως να είναι απλά ένας μονόλογος – το παραλήρημα ενός τρελού ή κάποιου μεθυσμένου, που θέλει να σου δείξει τον κόσμο μέσα από την δική του προοπτική.

Θα πρέπει να στήσω και την πλοκή μέσα στο μυαλό μου – και, συνήθως, σε αυτό το σημείο θα πρέπει να έχω αρχίσει να κρατάω σημειώσεις. Πώς θα ξεκινήσω, πώς θα προχωρήσει η ιστορία, πώς θα σου δώσω το τέλος, πώς θα χτίσω την συμπάθεια ή την απέχθεια προς ένα πρόσωπο, πώς θα καταφέρω να σου δημιουργήσω την θλίψη και την χαρά και τον τρόμο και την ανακούφιση. Κι αφού εγώ είμαι αυτός που γνωρίζει τα πάντα για το έργο του, θα πρέπει να το ξέρω καλύτερα από τον καθένα – τα λογικά λάθη και οι χρονικές ανακολουθίες είναι από τα δυσκολότερα προβλήματα που θα αντιμετωπίσω και θα πρέπει να τα εξαλείψω απ’ την αρχή – τουλάχιστον, όσο καλύτερα μπορώ.

Κάπως έτσι, ίσως κάποιο βράδυ Σαββάτου, θα φτιάξω μια κούπα με καυτό και δυνατό καφέ, θα ανοίξω τις σημειώσεις μου και θα αρχίσω να γράφω λέξεις σε μια καινούρια ιστορία. Κάποιες φορές θα σταματήσω, ίσως για να κάνω μια βόλτα, ίσως για να καπνίσω ένα τσιγάρο, μπορεί απλά να θέλω να συλλογιστώ και να προχωρήσω την πλοκή μέσα στο μυαλό μου. Κι αν είναι μια μικρή ιστορία, ένα μικροδιήγημα των χιλίων ή δύο χιλιάδων λέξεων, μπορεί να το τελειώσω σε μία συνεδρία με τον εαυτό μου και την γραφομηχανή μου. Μερικές ώρες θα έχουν δαπανηθεί στην δημιουργία μιας ιστορίας. Αφού μπει η τελευταία τελεία, θα έρθει η ώρα της επιμέλειας. Κάτι το οποίο, συχνά, δεν γίνεται, γιατί οι περισσότερες ιστορίες καταλήγουν είτε ημιτελείς, είτε στα σκουπίδια.

Κάποια μικρά διηγήματα είναι εύκολο να γραφτούν. Άλλα, πάλι, όχι. Μπορεί να σπαταλήσω μέρες δουλεύοντας πάνω στην ίδια ιστορία, γιατί, ξέρεις, έχει κι εκείνη θέληση και με τραβάει κατά ‘κει που θέλει εκείνη. Κάποιες φορές δεν μου βγαίνει το τέλος. Άλλες, δεν μου κάθονται οι χαρακτήρες. Πού και πού θα κουραστώ μ’ ένα θέμα, ή θα συνειδητοποιήσω ότι το ‘χω ξαναπιάσει κι ότι το ‘χω ξαναγράψει.

Το ίδιο γίνεται και με τις μεγαλύτερες ιστορίες, αυτές που απαιτούν περισσότερο χρόνο, φοβερή διαύγεια, τεράστια αυτοπειθαρχία και απίστευτα σκληρή δουλειά. Μια από τις τελευταίες ιστορίες που έγραψα, ήταν ένα διήγημα, αρκετά βαρύ και αρκετά μεγάλο. Αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί να διαβάσει περίπου διακόσιες λέξεις ανά λεπτό, θα χρειαστεί 40 – 50 λεπτά για να διαβάσει ένα κείμενο οχτώ χιλιάδων λέξεων, χωρίς διαλείμματα. Το ίδιο κείμενο που δούλευα επί μήνες στο μυαλό μου. Το ίδιο κείμενο για το οποίο έχω γράψει πάνω από είκοσι χιλιάδες λέξεις, σε διάφορες εκδοχές και με διάφορες μορφές. Το ίδιο κείμενο για το οποίο δούλεψα περίπου δεκαέξι ώρες για να το γράψω κι άλλες τόσες για να το επιμεληθώ. Δεν θέλεις να σου πω τι συμβαίνει με μεγαλύτερα κείμενα…

Πώς, λοιπόν, πρέπει να αντιδράσω όταν εγώ έχω μοχθήσει, όταν έχω μείνει άυπνος, όταν έχω αφήσει άλλα πράγματα πίσω μου για να γράψω μια ιστορία κι εσύ, κάνοντας δύο και δύο κλικ στον υπολογιστή σου – μια αντιγραφή και μια επικόλληση – έχεις το θράσος όχι μόνο να κλέβεις την δουλειά μου, αλλά να την ιδιοποιείσαι, παριστάνοντας τον μεγάλο και τρανό γραφιά; Θα πρέπει να σου μιλήσω; Να σε βρίσω; Να σε απειλήσω με μηνύσεις και δικαστήρια; Πώς θα πρέπει να αντιδράσω όταν μου λες ότι «ξέχασες» ν’ αναφέρεις τον δημιουργό, να βάλεις ένα link στην αρχική δημοσίευση ή, έστω, στο προφίλ μου; Πώς νομίζεις ότι νιώθω όταν βλέπω τον μόχθο μου, τον πόνο μου, τις σκέψεις μου και την ιδιόμορφη σύνταξή μου, να φιγουράρουν δίπλα απ’ τ’ όνομα κάποιου τυχάρπαστου, που καπηλεύεται το έργο μου κι ένα κομμάτι του εαυτού μου;

Και δεν είμαι μόνο εγώ, ένας άσημος γραφιάς, που θα σου κάνει αυτό το παράπονο. Τα ίδια θα σου πει κι ένας άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει την τιμή και την δόξα, που τα κείμενά του έχουν μεταφραστεί σε μυριάδες γλώσσες και έχουν διαβαστεί από εκατομμύρια κόσμου. Τα ίδια ακριβώς. Τα ίδια θα σου πει κι ένας ζωγράφος, ένας μουσικός, ένας προγραμματιστής, οποιοσδήποτε καταλάβει ότι προσπαθείς να κερδίσεις τ’ οτιδήποτε από τον δικό του κόπο.
Η λογοκλοπή, είναι κλοπή. Το ότι κάποια έργα διατίθενται στο διαδίκτυο και μπορεί να τα διαβάσει ο καθένας, δεν σημαίνει ότι μπορεί και να τα ιδιοποιηθεί. Αν σου άρεσε τόσο πολύ ένα έργο, μια κοινοποίηση αυτού και μια αναφορά στον καλλιτέχνη, είναι αρκετά για να φτιάξει την μέρα και των δύο. Εσύ θα έχεις συνδράμει στην διάδοση ενός έργου που σου άρεσε κι ο καλλιτέχνης θα μπορέσει, μέσα από την πράξη σου, να αγγίξει περισσότερο κόσμο. Το πρόβλημα είναι, ότι στην εποχή του internet, αυτό δεν συμβαίνει. Οι περισσότεροι αναδημοσιεύουν κακόβουλα. Χωρίς αναφορά στον δημιουργό ή στην πηγή. Χωρίς να αναφέρουν ότι το έργο δεν είναι δικό τους. Αρκούνται στο να πάρουν, για λιγότερο ή περισσότερο, τα εύσημα για κάτι που δεν τους ανήκει.

Η λογοκλοπή είναι ένα ηθικό αδίκημα, και στις περιπτώσεις που παραβιάζονται τα πνευματικά δικαιώματα του δημιουργού, μπορεί να επιφέρει και νομικές κυρώσεις.

Όλοι μπορούν να γράψουν. Όλοι. Όλοι χαιρόμαστε όταν έχουμε νέο, προς ανάγνωση, υλικό. Πολλοί είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε τα φώτα μας σ’ έναν άνθρωπο που ξεκινάει να κάνει τα πρώτα του βήματα σ’ έναν ολοκαίνουργιο κόσμο. Ξέρεις όμως τι μισούμε όλοι; Τον κλέφτη. Μακάρι ποτέ να μην χρειαστεί να νιώσεις το πώς είναι να μοστράρουν οι γραμμές που με μόχθο έχτισες, δίπλα από το όνομα κάποιου άσχετου.

Συνειδητοποιήσου.

Υστερόγραφο: Ούτε δέκα λεπτά δεν σου πήρε για να διαβάσεις αυτό το κείμενο. Γι’ αυτό το κείμενο, που δεν χρειάστηκε κάποιο ιδιαίτερο στήσιμο, που δεν έχει ήρωες, σκηνές και αφηγηματικά μέσα, σπαταλήθηκαν τρείς και βάλε ώρες, μία κούπα καφές και τρία τσιγάρα. Αυτό το κείμενο δεν θέλω να το δω, ούτε παραφρασμένο, κάπου, χωρίς να μοστράρει το όνομά μου από κάτω του. Κι αυτό, όχι γιατί είμαι ματαιόδοξος.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: