Ονειροβάτης
,

Ονειροβάτης

Ένας ανεπαίσθητος τριγμός κλαδιών, έκανε τις αισθήσεις του να ξυπνήσουν. Ανάσαινε αργά και ήρεμα. Ένιωθε ζεστά, πάνω σε κάποιο πολύ αναπαυτικό στρώμα. Μύριζε την ευωδιά που ανέδιδε το χώμα, μετά την νεροποντή της προηγούμενης νύχτας. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, μα ήταν βαριά τα βλέφαρα και το πρωινό φως, εκτυφλωτικό. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι απόμεινε, για μερικές στιγμές, ακίνητος, να αισθάνεται ένα περιβάλλον που όσο τον ξένιζε, τόσο οικείο του ήταν.

Όταν κατάφερε να ανοίξει τα μάτια, παρατήρησε πως δεν είχε ξαναντικρύσει εκείνο το γειρτό, πέτρινο καλυβάκι. Τα δοκάρια που στήριζαν την ψάθινη οροφή, φαινόντουσαν παμπάλαια, μαυρισμένα από την πολυκαιρία, κι ίσως κι από την υγρασία που υπήρχε στο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την υγρασία, το κορμί του, δεν μπορούσε να την νιώσει. Καθώς σηκώθηκε όρθιος, ένιωσε πως το σώμα του ήταν υπερβολικά βαρύ. Τα, κάποτε, σημαδεμένα χέρια του, ήταν λεία, στιλπνά και τόσο στιβαρά, όσο δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ. Έριξε μια ματιά τριγύρω κι ύστερα βγήκε από το μικρό κατάλυμα.

Το μοναχικό καλύβι βρισκόταν στο μέσο κάποιας καταπράσινης πεδιάδας. Ένας μικρός, χαλικόστρωτος δρόμος, περνούσε ακριβώς έξω απ’ το σπιτάκι. Του έκαναν εντύπωση τα, σχεδόν, παρατεταγμένα χαλίκια, που τον κάλυπταν απ’ τη μία άκρη του ορίζοντα, ίσα με την άλλη. Τα ψηλά βουνά που περιέκλειαν εκείνο τον μαγευτικό τόπο, τον γοήτευσαν κι όταν κατάλαβε ότι ήταν περικυκλωμένος από αυτά, ρίγησε από δέος. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον ήλιο, που μόλις είχε ανατείλει. Μια, από χρόνια ξεχασμένη, γνώση, βρέθηκε ξαφνικά, μπροστά στον λογισμό του. «Χειμώνας είναι» συλλογίστηκε, παρατηρώντας πως ο ήλιος ήταν κοντά στο νότο. Ύστερα βαριαναστέναξε, δίχως να γνωρίζει το λόγο και πιάστηκε να κόψει ξύλα, για το τζάκι.

Όλη μέρα έκοβε ξύλα, δίχως διάλειμμα, δίχως σκέψεις, δίχως ίχνος κούρασης. Γαλήνευε το μέσα του, ο σχεδόν ρυθμικός ήχος που έκανε το τσεκούρι καθώς έσχιζε την φρέσκια σάρκα των κούτσουρων που είχε δίπλα του. Μόνο όταν μεσημέριασε, απόκανε κι έκατσε να ξαποστάσει πάνω σ’ ένα μισοσαπισμένο πρέμνο. Ο απαλός, μα ψυχρός αέρας, που κατέβαινε από τα βουνά, κουβαλούσε την ευωδιά διαφόρων λουλουδιών. Μόνο τότε πρόσεξε, στην απόσταση, τους μωβ υάκινθους, που προσπαθούσαν να χρωματίσουν ένα, κατά τ’ άλλα, μουντό και καταπράσινο τοπίο.

Σηκώθηκε αργά, στοίβαξε τα περισσότερα ξύλα, δίπλα από έναν τοίχο, πήρε μερικά μαζί του και ξαναμπήκε στο πέτρινο καλύβι. Πέταξε μερικά στην πυροστιά που σιγόκαιε κι ύστερα κάθισε να φάει. Λίγο ξερό παξιμάδι και λίγο καπνιστό κυνήγι του είχαν απομείνει. Πιότερο από συνήθεια έφαγε, παρά από ανάγκη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και μισόκλεισε τα μάτια. Η μεσημεριανή σιέστα ήταν ακόμη μια από τις συνήθειες, που δεν μπορούσε ν’ αφήσει πίσω του.

Τον ξύπνησε ο παγερός αέρας που έμπαινε από την χαραμάδα της πόρτας κι ο ήχος της βροχής που έγδερνε τα ψαθιά της σκεπής. Κατάμαυρη ήταν η νύχτα, κι ο ουρανός θολός, δίχως ένα αστέρι. Προσπάθησε να βρει ένα ίχνος του φεγγαριού στο αγριεμένο στερέωμα, μα δεν κατάφερε κάτι. Βγήκε γοργά απ’ το σπίτι, για να πάρει μερικά ξύλα ακόμη. Τα έριξε στο τζάκι. Κάθισε στο πέτρινο πεζούλι, δίπλα από την πυροστιά κι απόμεινε να παρατηρεί με άδειο βλέμμα, τη φωτιά που έγλειφε τα φρεσκοκομμένα ξύλα. Άδειο ήταν το μυαλό του, σαν το βλέμμα του, κι ο λογισμός του, θολός και νωθρός, δεν ήθελε να κάνει ούτε μία σκέψη. Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί, πριν σύρει το κουρασμένο, πια, κουφάρι του, μέχρι το κρεβάτι κι αποκοιμηθεί.

Ένας ανεπαίσθητος τριγμός κλαδιών, έκανε τις αισθήσεις του να ξυπνήσουν. «Ή, μήπως, είναι το σπινθήρισμα των ξύλων;» συλλογίστηκε καθώς προσπαθούσε να ανοίξει τα σφαλιστά του βλέφαρα. Το πέτρινο, γειρτό καλύβι, ανέδιδε μια αποφορά υγρασίας αναμεμειγμένη με μια δυσάρεστη και γνώριμη μυρωδιά, που δεν θυμόταν τι την προκαλούσε. Βγήκε έξω, στον δροσερό αέρα κι απόμεινε για μια στιγμή να κοιτάζει τα επιβλητικά βουνά, που φάνταζαν να γέρνουν κάτω από το βάρος των χιονιών.

Κοίταξε ολόγυρα. Θυμόταν πώς, κάπου στην κοιλάδα, υπήρχε ένα μέρος με υάκινθους, μα δεν μπορούσε να το βρει. Κοίταξε τον ανατέλλοντα ήλιο. Είχε μετακινηθεί προς τον βορρά. «Καλοκαιριάζει» συλλογίστηκε, καθώς πήγαινε να κόψει ξύλα. Άδειαζε το μυαλό του και γαλήνευε η ύπαρξή του, καθώς το βαρύ τσεκούρι έπεφτε με ρυθμό πάνω στα κούτσουρα. Απόκανε κατά τ’ απομεσήμερο. Λίγο ξερό παξιμάδι και λίγο καπνιστό κυνήγι, ήταν το μεσημεριανό του. Ύστερα ήρθε η μεσημεριανή του σιέστα κι ο δύοντας ήλιος για να την διακόψει. Γέμισε το τζάκι κι ύστερα κάθισε δίπλα του. Απόμεινε να χαζεύει τη φωτιά, μέχρι που βάρυναν τα βλέφαρά του κι αποσύρθηκε. Βυθίστηκε σε έναν βαρύ και δίχως όνειρα ύπνο.

Το σκάσιμο κάποιου χλωρού ξύλου που καιγόταν, ξύπνησε τις αισθήσεις του. Πάλεψε ν’ ανοίξει τα μάτια του, σχεδόν λυσσασμένα. Ανασηκώθηκε απότομα. Κοίταξε τον γνώριμο χώρο γύρω του. Σε κάποια γωνιά, ανάμεσα στις βαριές πέτρες που έντυναν τον τοίχο, είχαν σχηματιστεί βρύα. Γνώριζε πως το κατάλυμά του, το μάστιζε η υγρασία, μα στο πετσί του, δεν μπορούσε να το νιώσει. Μπούκωσε το τζάκι με ξύλα. Προσπάθησε μάταια ν’ ανοίξει τα μικρά παράθυρα. Βγήκε από το σπίτι. Φυσούσε ένας γνώριμος και ψυχρός αέρας, που έκανε τα αγριόχορτα της πεδιάδας να χορεύουν. Άφησε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε το χαλικόστρωτο που περνούσε μπροστά από το σπίτι του. Περπάτησε για λίγο πάνω του κι έπειτα θυμήθηκε πως έπρεπε να κόψει ξύλα. Κοίταξε τα ντανιασμένα κούτσουρα που υπήρχαν δίπλα απ’ το καλύβι. Έπιασε ένα στα χέρια του. Ήταν ελαφρύ και συμπαγές. Ύστερα πήρε κάποιο άλλο, το οποίο δεν είχε διαφορά ούτε στο βάρος, μα ούτε και στην υφή. Συνοφρυώθηκε κι έκατσε δίπλα απ’ το τσεκούρι του, στο σαπισμένο πρέμνο. Κοίταξε τα ξύλα με βλέμμα νωθρό και μια έκφραση που μαρτυρούσε πώς προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι. Ανέβλεψε κι έπειτα κοίταξε τον ήλιο που άρχιζε να σηκώνεται στο στερέωμα. Είχε μετακινηθεί κι άλλο προς τον βορρά. «Μα, πώς; Πώς;» συλλογίστηκε, πριν αρχίσει μια απεγνωσμένη αναζήτηση για να καταλάβει όσα το μυαλό του αρνιόταν να δει.

Συνειδητοποίησε πώς είχε ξερά ξύλα κι ότι, εκείνη την ημέρα, δεν χρειαζόταν να κόψει κι άλλα. Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει, δίχως σκοπό και προορισμό, πάνω στο χαλικόστρωτο, προς τον βορρά. Περπατούσε και παρατηρούσε πως η πεδιάδα δεν άλλαζε καθόλου. Τα ίδια αγριόχορτα βρισκόντουσαν παντού γύρω του, μέχρι που τα έχανε το μάτι του στον ορίζοντα και γινόντουσαν ένα με τους πρόποδες των αγέρωχων βουνών. Βάδιζε κι έβλεπε τον ήλιο να υψώνεται όλο και πιο ψηλά, μα η πεδιάδα δεν άλλαζε ούτε λίγο. Έψαξε με τα μάτια για ένα δέντρο, για κάποιο πουλί, για κάποιο φυτό που ξεχώριζε. Μάταια. Όλα γύρω του ήταν ίδια κι είχαν την ίδια μουντή πράσινη απόχρωση.

Κάπου βαρέθηκε και σταμάτησε. Τράβηξε μια γραμμή με το πόδι, πάνω στο στα χαλίκια, και χάλασε εκείνη την παράταξη που έκαναν πάνω στο μονοπάτι που έσκιζε στα δύο την πεδιάδα. Γύρισε κι είδε το καλύβι του να αχνοφαίνεται στην απόσταση. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περπατήσει, μήτε πόσο μακριά είχε φτάσει. Μόνο διάλεξε τα πιο ξερά του ξύλα, όταν έφτασε στην αυλή του, τα έβαλε στο τζάκι και κάθισε να φάει λίγο ξερό παξιμάδι και λίγο καπνιστό κυνήγι. Έψαξε μέσα στο σπιτάκι για κάτι άλλο, μα δεν βρήκε τίποτα. Ύστερα, αποκαμωμένος από την πρωινή πεζοπορία, έπεσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε ως που τον ξύπνησε ο απογευματινός ήλιος που έπεφτε στο πρόσωπό του.

Σηκώθηκε όρθιος, τεντώθηκε και βγήκε έξω. Είχε όρεξη να εξερευνήσει τον τόπο. Γνώριζε πως ήταν καλοκαίρι κι ότι είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Πήρε το μονοπάτι, προς το νότο αυτή την φορά, και περπάτησε μέχρι που είδε τον ήλιο να χάνεται πίσω απ’ τα χιονισμένα βουνά. Τράβηξε μια γραμμή στο χαλικόστρωτο κι έπειτα πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Κόντευε να νυχτώσει για τα καλά, όταν έφτασε έξω από το γειρτό καλύβι. Κοίταξε τον ουρανό. Μήτ’ ένα αστέρι δεν φαινόταν, μα ούτε και το φεγγάρι. Θαρρείς πως όλα τα αστέρια είχαν πια σβήσει και μαζί τους είχε εξαφανιστεί το οτιδήποτε θα μπορούσε να τον βοηθήσει να προσανατολιστεί. Κοίταξε για μια στιγμή μέσα στο καλύβι. Το τζάκι του κόντευε να σβήσει. Διάλεξε μερικά από τα πιο ξερά του ξύλα, γέμισε το τζάκι, έκλεισε την πόρτα κι ύστερα έπεσε στο κρεβάτι.

Αν και ήταν κουρασμένος από το περπάτημα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το άλλοτε άδειο του μυαλό, είχε κατακλυστεί από ερωτήματα που δεν είχαν καμία απάντηση. Τινάχτηκε το κορμί του καθώς ένας κεραυνός έσκισε την σιγαλιά της νύχτας. Λίγες στιγμές αργότερα, μια δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει κι ο ήχος της κατάφερε να σβήσει τις απορίες του και να του χαρίσει έναν βαθύ και δίχως όνειρα ύπνο.

Το σκάσιμο κάποιου χλωρού ξύλου που καιγόταν, ξύπνησε τις αισθήσεις του. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, ανασαίνοντας κοφτά και βιαστικά. Άνοιξε τα βλέφαρά του απότομα και σχεδόν τυφλώθηκε από το δυνατό φως που γέμιζε τον χώρο. Έτρεξε, σκουντουφλώντας, προς το τζάκι. Τα ξύλα που είχαν σχεδόν καεί, ανέδιδαν έναν ανεπαίσθητα λευκό καπνό. «Μα… Δεν μπορεί…» σκέφτηκε, κι ύστερα βγήκε από το καλύβι του.

Κοίταξε αριστερά και δεξιά, την πεδιάδα που πάντοτε παρέμενε ίδια και ποτέ δεν άλλαζε. Γύρισε πίσω στο σπίτι. Πήρε λίγο παξιμάδι και λίγο κυνήγι και τα τύλιξε σε μια πεντακάθαρη, ριγέ πετσέτα. Έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Πήρε τον δρόμο προς τον βορρά, αφήνοντάς πίσω του τις καθημερινές δουλειές και την ρουτίνα του.

Βάδισε για ώρες ατελείωτες, μέχρι που, σχεδόν ενστικτωδώς, στάθηκε στην άκρη του δρόμου κι άρχισε να μασάει βιαστικά το κολατσιό που ‘χε μαζί του. Ύστερα, συνέχισε τον δρόμο του, κοιτάζοντας πότε – πότε τον ήλιο κι άλλοτε τα βουνά, γύρω του. Είχε περάσει το μεσημέρι μα δεν είχε βρει ακόμη την γραμμή που ‘χε χαράξει την προηγούμενη μέρα. Κι αυτό, όσο τον φόβιζε, άλλο τόσο του έδινε ελπίδα.

Κατά τ’ απόγευμα, πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω – πιότερο από φόβο, παρά από κούραση. Δεν ήξερε τι έκρυβε εκείνος ο μυστήριος τόπος που ήταν παντού ο ίδιος. Δεν ήξερε πόσο καιρό ήταν εκεί, ούτε αν υπήρχαν ζώα, ήμερα η άγρια, γιατί δεν είχε συναντήσει κανένα. Ούτε πουλιά είχε ακούσει, μήτε δέντρα και θάμνους είχε δει. Άνοιξε το βήμα του κι επιτάχυνε – δεν ήθελε να τον πιάσει η νύχτα.

Την ώρα που έφτασε στο καλύβι του, ο ήλιος είχε χαθεί και τα τελευταία ψήγματα του σούρουπου είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται. Γέμισε το τζάκι με ξύλα και κάθισε δίπλα του, να τα χαζεύει να καίγονται, καθώς συλλογιζόταν παράξενα πράγματα. Κι αν οι μέρες του φαινόταν μια φορά δύσκολες και ατελείωτες, εκείνη η νύχτα φάνταζε μεγαλύτερη απ’ όλες τις μέρες που ‘χε περάσει εκεί. Ούτε που κατάλαβε πως άρχισε να γέρνει δίπλα στις καυτές πέτρες που πλαισίωναν το τζάκι. Μόνο τίναξε τα βλέφαρά του και σύρθηκε προς το κρεβάτι. Σημείωσε στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι έπρεπε να ξυπνήσει το πρωί κι ύστερα αφέθηκε στην αγκαλιά του ύπνου.

Ξύπνησε λίγο πριν την ανατολή του ηλίου. Του φάνηκε πιο εύκολο να συνέλθει και να ανοίξει τα μάτια του. Βγήκε έξω και ανέπνευσε τον παγωμένο αέρα που κατέβαινε από τα βουνά. Κοίταξε τα ξύλα του. Είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Βάλθηκε να κόψει μερικά. Κι άδειασε το μυαλό του, μέχρι που είδε τον ήλιο να ανατέλλει. Σταμάτησε, σχεδόν απότομα. «Κατέβηκε πιο νότια» παρατήρησε. Κοίταξε τα χέρια του. Σίγουρα είχε περάσει δυο εποχές εκεί, σίγουρα είχε κόψει αμέτρητα ξύλα – το ήξερε, το θυμόταν –  μα δεν είχε αποκτήσει ούτε έναν ρόζο. Έπιασε άγαρμπα ένα μισοκομένο κούτσουρο και μια ακίδα μπήκε βαθιά στον αντίχειρά του. Δεν την ένιωσε καθόλου. Την έβγαλε με ευκολία. Παρατήρησε την πληγή που δεν μάτωνε καθόλου, καθώς καθόταν πάνω σ’ εκείνο το σαπισμένο πρέμνο, πάνω στο οποίο έκοβε τα ξύλα. «Τα χαλίκια…» συλλογίστηκε, καθώς το βλέμμα του έπεφτε πάνω στον δρόμο, με τα παρατεταγμένα χαλίκια. «Τα χλωρά ξύλα…» συνέχισε, ακούγοντας εκείνον τον τριγμό που είχε την τάση να τον ξυπνά κάθε πρωί. «Η ακίδα…» μουρμούρισε, πολύ βραχνά και σχεδόν απόκοσμα, τρίβοντας τον αντίχειρα με τον δείκτη του. «Ο χρόνος που δεν έχει καμία σημασία…» συνέχισε, πιο βραχνά και κοφτά, σαν να μην έβγαιναν οι συλλαβές από το λαρύγγι του.

Σηκώθηκε απότομα. Μπήκε βιαστικά στο σπίτι, σχεδόν τρέχοντας. Βρήκε τις προμήθειές του. Λίγο παξιμάδι και λίγο καπνιστό κυνήγι. Μόνο που δεν είχε δει πουθενά στάρια. Δεν είχε ζυμώσει, μήτε είχε ψήσει ψωμί, ούτε και το ‘χε ξεράνει. Θα το θυμόταν. Δεν είχε δει πουθενά ζώα, ούτε είχε ακούσει κάποιο. Θα το θυμόταν. Κι ακόμη περισσότερο, θα θυμόταν ότι είχε κυνηγήσει ένα αβοήθητο πλάσμα, ότι το είχε σκοτώσει κι ακόμη ότι είχε τεμαχίσει την σάρκα του, για να την καπνίσει ώστε να έχει κάτι να τρώει.

Έβαλε το παξιμάδι στο στόμα κι άρχισε να το αργομασάει. Άνοστο ήταν. Το κυνήγι, εκτός από άνοστο, ήταν και σκληρό, σκληρότερο απ’ το παξιμάδι, σκληρότερο ακόμη κι απ’ τις πέτρες. Και μύριζαν. Μύριζαν και τα δύο. Ανέδιδαν μια παράξενη μυρωδιά υγρασίας και εγκατάλειψης.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Αποφάνθηκε πως υπήρχε μόνο μία λογική εξήγηση για τον κόσμο που τον περίβαλλε. Ζούσε σ’ ένα όνειρο το οποίο επαναλαμβανόταν συνεχώς. Ήταν κολλημένος μέσα σε μια λούπα, χωρίς όρια και χωρίς τρόπο διαφυγής. «Πρέπει να ξυπνήσω» μονολόγησε κι ύστερα άρχισε να ψάχνει να βρει κάποιον τρόπο ν’ αποδράσει από εκείνον τον κόσμο που μετατρεπόταν γρήγορα σε εφιάλτη.

Μα, όσο κι αν ήθελε να σκεφτεί, τον κοίμιζε η όψη της φωτιάς, η θαλπωρή του τζακιού κι η ζέστη της καλύβας. Σηκώθηκε να φύγει από το σπίτι. Θα έπαιρνε το μονοπάτι προς τον βορρά και θα ανέβαινε τα βουνά. Πίστευε ότι έπρεπε να αποδράσει από την πεδιάδα για να σωθεί από το επαναλαμβανόμενο όνειρο.

Περπατούσε για μέρες και για νύχτες, μέσα στην βουβή πεδιάδα, μα τα βουνά ήταν ακόμη μακριά. Συνέχισε να περπατάει, ακόμη κι όταν ένιωσε κούραση, όταν του έλειψε η φωτιά ή το κρεβάτι του. Συνέχισε να περπατάει ακόμη κι όταν, ένα μέρος του μυαλού του τού έλεγε πως δεν έπρεπε να αφήσει την ρουτίνα του, τα ξύλα του, το παξιμάδι και το κυνήγι, τις δροσερές ημέρες και τις βροχερές νύχτες. Συνέχιζε γιατί δεν ήξερε πόσο καιρό, πόσες μέρες, πόσα χρόνια ζούσε εκεί, δίχως να πιεί μια στάλα νερό, δίχως να ακούσει ένα θόρυβο πέραν εκείνου του τσεκουριού και του τριγμού των ξύλων. Κι όταν, κάποια στιγμή, έφτασε στους πρόποδες εκείνης της τεράστιας οροσειράς, κατάλαβε πως το μυαλό του τού έπαιζε παιχνίδια. Έβρισκε γιασεμιά στο διάβα του, όταν μύριζε γιασεμί, ή λειχήνες και βρύα, όταν μύριζε υγρασία. Ένιωθε πως ο ήλιος τον έκαιγε τις ζεστές ημέρες κι ότι το κορμί του πάγωνε τις κρύες. Κι η υγρασία, εκείνη η υγρασία που τον περιέβαλλε, ήταν παρούσα παντού.

Από ένα σημείο και μετά, σταμάτησε να νυχτώνει. Σταμάτησε να βρέχει. Σταμάτησε να παίζει παιχνίδια το μυαλό του. Μόνο εκείνος ο τριγμός, που επαναλαμβανόταν τακτικά, δεν έλεγε να φύγει. Εκείνος ο τριγμός που πάντοτε ακουγόταν με την ίδια ένταση και που, ένιωθε σίγουρος ότι, ακουγόταν με την ίδια συχνότητα. Μια συχνότητα που δεν μπορούσε να αντιληφθεί γιατί ο χρόνος, γύρω του, ήταν τόσο ρευστός, όσο ρευστός ήταν κι ο κόσμος.

Του πήρε καιρό να φτάσει στην κορυφή. Σ’ ένα μικρό πλάτωμα, κάθισε καταγής κι αγνάντεψε γύρω του. Μια ακόμη πεδιάδα εκτεινόταν μπροστά του. Μια πεδιάδα, ίδια και απαράλλαχτη μ’ αυτή που είχε αφήσει πίσω του. Άρχισε να δακρύζει, περισσότερο από απόγνωση, παρά από οργή, φόβο ή κούραση. Άκουσε τον γνώριμο πια τριγμό που συνήθισε να τον ξυπνάει τα πρωινά. Άνοιξε απότομα τα μάτια του.

Ένιωσε πως οι ίριδές του πυρακτώθηκαν από το έντονο φώς που γέμιζε έναν άγνωστο, πια, χώρο. Ξεχώρισε μια πελώρια, πορτοκαλί πόρτα η οποία βρισκόταν ανάμεσα σε δύο κιτρινωπούς και λεκιασμένους, από υγρασία και μούχλα, τοίχους. Στ’ αριστερά βρισκόταν ένα μισόκλειστο παράθυρο, πλαισιωμένο από σκουριασμένα, πράσινα κάγκελα. Έξω από αυτό, ένας μικρός κήπος, προσπαθούσε ανεπιτυχώς ν’ ανθίσει μέσα σε ξερά χώματα. Τα χέρια του, πια, ήταν λεπτά, καχεκτικά, γεμάτα με επουλωμένες πληγές που είχαν αφήσει σημάδια. Δεξιά, μια νοσοκόμα, τον κοίταζε με έκπληξη, έχοντας μόλις ρίξει στο έδαφος το κινητό της.

Σήκωσε το χέρι του με τεράστια δυσκολία. Ένιωσε το αποστεωμένο πρόσωπο με τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά. Προσπάθησε να κατεβάσει το κεφάλι, μα κάτι τον εμπόδιζε. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, ούτε να μιλήσει. Ένιωσε τον ρυθμό της καρδιάς του να επιταχύνει απότομα και τον πανικό να τον κυριεύει. Δεν κατάλαβε αν πρώτα ήρθε η ζάλη, η αν πρώτα έκλεισε τα μάτια. Μα ήταν σίγουρος ότι χαμογέλασε ανεπαίσθητα πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι.

Ένας ανεπαίσθητος τριγμός κλαδιών, έκανε τις αισθήσεις του να ξυπνήσουν. Ανάσαινε αργά και ήρεμα. Ένιωθε ζεστά, πάνω σε κάποιο πολύ αναπαυτικό στρώμα. Μύριζε την ευωδιά που ανέδιδε το χώμα, μετά την νεροποντή της προηγούμενης νύχτας. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, μα τα ήταν βαριά τα βλέφαρα και το πρωινό φως, εκτυφλωτικό. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι απόμεινε, για μερικές στιγμές, ακίνητος, να αισθάνεται ένα περιβάλλον που όσο τον ξένιζε, τόσο οικείο του ήταν…

Η νοσοκόμα τινάχτηκε απότομα όταν συνειδητοποίησε πως η ασθενής της είχε ξυπνήσει. Είδε, με τρόμο, το απεγνωσμένο βλέμμα ενός ανθρώπου που είχε ξυπνήσει από τον βαθύ του ύπνο κι ύστερα το βαρύ κεφάλι να πέφτει στο μαξιλάρι και την ασθενή να ξαναπέφτει στο μακροχρόνιο κώμα της. Βγήκε βιαστικά έξω από το δωμάτιο, για να πάρει ένα τηλέφωνο και η πόρτα, πίσω της, έκλεισε μ’ ένα μικρό κρότο.

Θα ήταν λίγο μετά τις έξι το απόγευμα όταν η μητέρα της Αργυρώς, έμαθε πως η κόρη της βγήκε, έστω και για μερικές στιγμές, από τον βαθύ της ύπνο. Η ελπίδα, που από χρόνια είχε χάσει, ξαναζωντάνεψε μέσα της, σαν μια άσβεστη φωτιά που κρυβόταν πίσω από μια μικρή σπίθα. Απόμεινε σ’ ένα παλιό ντιβάνι να δακρύζει, ενθυμούμενη το βροχερό απόγευμα που αντίκρισε την, τότε, δεκαεξάχρονη κόρη της, με το αντρικό κούρεμα και το ξανθό κορίτσι στην αγκαλιά της. Ύστερα τις φωνές και τον καυγά, όταν γύρισε στο σπίτι. Το ουρλιαχτό της κι εκείνο της κόρης της. Και το χαστούκι. Εκείνο το δυνατό χαστούκι που ζάλισε την Αργυρώ και την έριξε στο στριφογυριστό κλιμακοστάσιο της παλιάς πολυκατοικίας που βρωμούσε μούχλα. Τα λόγια των γιατρών. «Είναι μεγάλη η ζημιά» της είχαν πει. «Ίσως και να μην συνέλθει ποτέ…»

Σηκώθηκε από το ντιβάνι και πήγε στο εικονοστάσι που είχε στήσει, πάνω σ’ έναν παλιό μπουφέ. Γέμισε το καντήλι που έκαιγε με λάδι και σταυροκοπήθηκε, κλαίγοντας. «Βάλε το χέρι, Παναγιά μου, να ξυπνήσει το παιδί… Μάνα είσαι… Με καταλαβαίνεις…» μουρμούρισε η γραία μέσα στα αναφιλητά της κι ύστερα αποσύρθηκε για να ντυθεί και να πάει να δει όχι την κόρη που είχε, μα εκείνη που θα ήθελε, ιδανικά, να έχει.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: