“Όλα ξεκίνησαν ένα πρωινό του Οκτώβρη στην Κηφισιά. Δεν ξέρω λεπτομέρειες αλλά απ΄ όσα άκουσα, θυμάμαι πως χτυπάει η πόρτα και μπαίνει στο σπίτι ένας άντρας με στολή. Ιταλός πρέπει να ήταν για να παραδώσει ένα μήνυμα στον πρωθυπουργό. Λένε πως εκείνος δε χρειάστηκε να ακούσει όλο το μήνυμα που ερχόταν από την Ιταλία. Ήταν πολύ σίγουρος για την απάντησή του.
“Αυτό σημαίνει πόλεμο!”, απάντησε και ο σαστισμένος Ιταλός ξαναρώτησε για να σιγουρευτεί αλλά η απάντηση που πήρε ήταν ένα τεράστιο όχι.
Μόλις παραδόθηκε η απάντηση στον αποστολέα, οι ιταλικές δυνάμεις άρχισαν στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα. Είχαν ήδη κατακτήσει την Αλβανία και προχώρησαν στα ενδότερα. Ξεκίνησε τότε ένας μεγάλος πόλεμος, αλλά πιστέψτε με, είμαστε δυνατοί. Πραγματικοί ήρωες.
Πολεμήσαμε σκληρά για να σωθεί η χώρα μας. Και ευτυχώς, ο πόλεμος με τους Ιταλούς δεν κράτησε καιρό. Οπισθοχώρησαν λίγους μήνες μετά και πήραμε μια πρώτη ανάσα, όμως, τα Γερμανικά στρατεύματα έκαναν την εμφάνισή τους και αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε εμείς. Ήταν δύσκολο ν’ αντισταθούμε στον εχθρό. Ιταλοί και Γερμανοί να επιτίθενται και εμείς να προσπαθούμε να βρούμε μια λύση…”.
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω από το σχολείο. Ποδοβολητά. Τσιρίδες. Η δασκάλα σταμάτησε να μιλάει και ζήτησε από τα παιδιά να κάνουν ησυχία. Κάποιος χτύπησε την πόρτα με δύναμη. Άνοιξε τρομαγμένη και μητέρες όρμηξαν μέσα να πάρουν τα παιδιά στο σπίτι. “Ήρθαν!”, πρόλαβε να ξεστομίσει μια και η δασκάλα γούρλωσε τα μάτια. Ήξερε πως οι Γερμανοί ήταν στο Περιγιάλι και κάποια στιγμή θα έφταναν εδώ. Δεν πίστευε όμως πως αυτό θα γινόταν τόσο γρήγορα.
Οι σύντροφοί της είχαν κάνει πολλή καλή δουλειά στις αιφνίδιες επιθέσεις τους στο μονοπάτι από τους Ρωγούς προς την Κερπινή. Μπορεί οι διαπραγματεύσεις στο Βυσώκα να μην ήταν καρποφόρες, όμως έγιναν προσπάθειες. Οι Γερμανοί εκτελέστηκαν και πετάχτηκαν στο φαράγγι. Πως είναι δυνατόν να ήρθαν τόσο γρήγορα. Κάτι τους είχε διαφύγει και εκείνη το ήξερε…
Άρχισε να ψάχνει στοιχεία και να ακούει ραδιόφωνο. Δεν μπορεί να μην ειπωθεί τίποτα. Δεν είναι δυνατόν…
Ψάχνοντας απεγνωσμένα για ένα στοιχείο, άκουγε τις τσιρίδες που δυνάμωναν και ένιωθε το έδαφος να τρέμει αρκετά. Θυμήθηκε τη γιαγιά της και τη μητέρα της που έπλεκαν ολημερίς για τους στρατιώτες και την αδερφή της που φρόντιζε τους τραυματίες. Εκείνες ήταν στην καρδιά του πολέμου. Συμμετείχαν. Και εκείνη τι έκανε; Διάβαζε και ενημέρωνε τους συντρόφους. Έγραφε στην τοπική εφημερίδα για τις επιτυχίες των ανταρτών. Εκείνη ήταν η πρώτη που ενημέρωσε τα χωριά για τους 200 άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους αγρότες που ενίσχυσαν τους αντάρτες.
Μέσα στην αναμπουμπούλα της και το τρέμουλο του εδάφους που γινόταν δυνατότερο, άκουσε την είδηση… “Οι Γερμανοί βρήκαν στους νεκρούς τους, ισοπέδωσαν το Μάτι κι άρχισαν τις εκτελέσεις. Δόθηκε εντολή να εκτελεστούν οι άντρες και να πυρποληθούν τα χωριά!”. Δεν πρόλαβε να ενημερώσει όμως. Πυροβολισμοί έσκισαν τον αέρα και άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι.
Ο Γερμανικός στρατός συγκέντρωσε στο δημοτικό σχολείο όλους τους κατοίκους και χώρισε τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους από τους άντρες και τους εφήβους μας. Τους έκλεισαν στο σχολείο και πήραν τους άντρες μακριά. Εκείνη πρόλαβε να κοιτάξει στα μάτια τον αγαπημένο της πριν της τον πάρουν. Ήταν σίγουρη πως δε θα τον έβλεπε ξανά….
Μόλις έκλεισαν οι πόρτες, άρχισαν οι γυναίκες να κλαίνε. Κατάλαβε αμέσως πως τους πήγαν στη Ράχη του Καππή. Μόνο από εκεί θα μπορούσαν να βλέπουν το χωριό μας να καίγεται. Ήλπιζε πως μπορεί να γλιτώσουν, αλλά θόλωσε η κρίση της από τον καπνό που άρχισε να μπαίνει από την κεντρική πόρτα. Ξεσήκωσε μερικούς ανθρώπους ώστε να μπορέσουν να τη σπάσουν και να φύγουν. Δεν υπήρχε σωτηρία αν έμεναν…
Μόλις έσπασε η πόρτα, γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά άρχισαν να τρέχουν στο βουνό. Οι ριπές έσκισαν τον αέρα και αυτή τη φορά κράτησαν περισσότερο από ποτέ. Όλοι κοίταξαν φευγαλέα το λόφο, αλλά κανείς δε σταμάτησε. Οι άνθρωποί τους ήταν νεκροί και το χωριό τους παραδομένο στις φλόγες.
Αυτή τη μέρα δε θα την ξεχάσει ποτέ. Η σφαγή της 13ης Δεκεμβρίου του 1943 θα μείνει στην ιστορία και η “επιχείρηση Καλάβρυτα” θα θεωρείται για πάντα ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου στην ιστορία.