Δεν είμαι πολυγραφότατος πιά, όπως κάποτε. Ούτε τα κείμενά μου χρήζουν τεράστιας απήχησης (εκτός από αυτό με τις μαμαδοομάδες κι από ‘κεινο που μιλάει για τα χρόνια που κυβερνούσε το ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ – πού είσαι Αντρέα να δεις τα χάλια μας…)
Ξέρω ότι γράφω καλά, πιά, τόσο γιατί το βλέπω στα κείμενά μου – έχουν γίνει τα κείμενα που πάντοτε ήθελα να διαβάζω – αλλά και γιατί μου το λένε. Στο προηγούμενο editorial σας έταξα, εμμέσως, ένα κείμενο για όλα τα κείμενα που μας κάνουν να νιώθουμε ντροπή, επειδή είναι δικά μας δημιουργήματα. Προσωπικά, έχω πολλά από δαύτα παρατημένα στον υπολογιστή μου. Δεν τα διαβάζω πια, γιατί πώς να το θέσω κομψα; Α! Ναι! Δεν διαβάζοναι!
Ακόμη κι έτσι, δεν τα έχω πετάξει. Ίσως και να τα κρατάω για να θυμάμαι από πού ξεκίνησα. Ίσως για να μην είμαι σκληρός με ό,τι διαβάζω. Ίσως και να παραμένουν εδώ για να συνεχίσω να μαθαίνω από τα λάθη μου. Δεν ξέρω και, προς το παρόν, δεν θέλω να μάθω. Θέλω όμως να μοιραστώ μαζί σας ένα απόσπασμα από κάποιο απ’ τα κείμενα, για το οποίο ντρέπομαι που είμαι ο δημιουργός του. Ας γυρίσουμε, λοιπόν, πίσω στο 2012 και σε κάποιο σπασμένο πεζοδρόμιο.
Σπασμένο Πεζοδρόμιο (απόσπασμα)
Παίρνω δυο μπύρες απ το κυλικείο και κάθομαι απ’ έξω. Στο σκαλάκι, ενώ ανεβοκατεβαίνει κόσμος για να κάνει ένα τσιγάρο. Επειδή κάνει πέντε λεπτά στάση. Άνετα αράζω στο σκαλάκι, ανοίγω την επόμενη μπύρα και ανάβω τσιγάρο. Τελευταίο πλάνο του σταθμού. Τουλάχιστον γι απόψε και για όσο χρειαστεί. Δεν έχω κανονίσει τίποτα. Ποιος εγώ; Που το κάθε πράγμα ήταν πάντα κανονισμένο μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια σ’ αυτή τη ζωή. Να που όλα ήρθαν ανάποδα, δεν κανονίστηκε τίποτα και ξαφνικά πέσανε οι μάσκες. Πήρα λοιπόν ανάποδες στροφές, τα παράτησα όλα, δεν προγραμμάτισα τίποτα και σηκώνομαι να φύγω. Σκέφτομαι κοιτάζοντας τον σταθμό. Χαράματα. Και βλέπω εκεί πέρα, απέναντί μου ένα ζευγάρι να κάθεται αγκαλιά. Στα σκατά ρε. Στα σκατά. Όλοι τους.
Ξαναχτυπάει το κινητό, το αγνοώ, έρχεται μήνυμα. Με κουράσανε ρε. Με κουράσανε. Διαβάζω. «Μην φύγεις σε παρακαλώ, ερχόμαστε». Να είσαι σίγουρη κοριτσάκι. Μόνο νεκρό θα με κατεβάσετε από το τραίνο.
Το κινητό συνεχίζει να χτυπάει. Δεν πρόκειται να το σηκώσω. Τα λάθη πληρώνονται. Ναι είναι ανθρώπινα, ναι γίνονται για να μαθαίνουμε. Αλλά, δυστυχώς πληρώνονται. Δεν έχω σκοπό να πληρώσω άλλα λάθη άλλων. Αρκετά πλήρωσα τα δικά μου. Τέρμα.
Ανεβαίνει ο κόσμος πάνω και ο σταθμάρχης σφυρίζει. Κλείνουν οι πόρτες και βλέπω την Στέλλα να τρέχει στο σταθμό να κοιτάζει μέσα στα βαγόνια. Με προσπερνάει, δεν με είδε. Έπρεπε; Τόσα χρόνια δεν με είδε. Θα με έβλεπε τώρα;
Πιάνω για ακόμα μια φορά το κινητό. Ψάχνω στις κλήσεις. «Αστέρι μου». Μέχρι να το αλλάξω κι αυτό. Κλήση… και βάζω το ακουστικό στο αυτί.
«Πες μου μόνο ότι δεν έφυγες;» με ρωτάει η Στέλλα λαχανιασμένη.
«Κι όμως. Έφυγα. Με προσπέρασες. Δεν με είδες. Ποτέ δεν με είδες. Ποτέ» της απάντησα.
«Γιατί; Γιατί;» φώναζε η Στέλλα κλαίγοντας.
«Γιατί καλή μου Στέλλα, δεν πατάω πια πουθενά»
«Πας καλά;»
«Ποτέ δεν πήγαινα καλά, έτσι δεν έλεγες;»
«Εγώ…» ξεκίνησε αλλά δεν είπε ούτε μια λέξη παραπάνω.
«Εσύ… είσαι εκεί που θέλεις. Κι εγώ φεύγω. Και τώρα δεν υπάρχει επιστροφή. Αρκετές φορές πήδηξα από κινούμενα τραίνα για χάρη σου Στέλλα. Αυτή τη φορά δεν το κάνω. Όνειρα γλυκά» είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Και το έσβησα κιόλας αυτή τη φορά. Για να ξεμπερδεύω μ’ αυτήν την ιστορία.
«Δεν πατάω πια πουθενά» σκέφτομαι, «μα καλά που το θυμήθηκα τώρα αυτό;». Η μπαλάντα της φωτιάς το αγαπημένο τραγούδι της κολλητής μου. Μπορεί να το έχω ακούσει ίσα με ένα εκατομμύριο φορές. Τουλάχιστον, αυτή δεν την φοβάμαι μήπως μου φάει την γυναίκα. Αλλά και πάλι σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για κανένα και για τίποτα. Ξανά απ την αρχή όλα. Και όλοι στον επανέλεγχο. Για να μείνουν όσοι αξίζουν και να φύγουν όσοι δεν αξίζουν.
Αν ήταν εδώ τώρα η χαζή η φίλη μου, είμαι σίγουρος, ότι θα το έβαζε να παίζει στη διαπασών. Θα χτυπιόταν μόνη της όπως πάντα. Και θα ούρλιαζε τους στίχους. Σαν να την ακούω στ’ αυτιά μου είναι αυτή τη στιγμή. «Δεν πατάς πια πουθενά, κρέμεσαι απ τον αέρα…»
Βγαίνουμε από την πόλη. Και βλέπω τις γειτονιές, τον κόσμο που πάει για δουλειά στις πέντε και μισή το πρωί. Και εγώ κάθομαι μέσα σ’ ένα τρένο με γνωστό προορισμό και άγνωστο μέλλον, με μπύρες στα χέρια, ταξιδεύω και καπνίζω. Εκεί στο σκαλάκι του βαγονιού του κυλικείου…
Πίσω στην πραγματικότητα
Να το πιάσω λίγο απ’ την αρχή; Το παραπάνω απόσπασμα είναι ένα μικρό κομμάτι από την δεύτερη συγγραφική μου προσπάθεια (τρομάρα μου), όπως ακριβώς βγήκε από τον κειμενογράφο κι όπως, ακριβώς, είχα καταλήξει ότι έπρεπε να είναι. Ναι, αυτό είναι το κείμενο μετά από την επιμέλεια – ας ντραπώ λίγο παραπάνω με αυτό το έκτρωμα…
Ένας από τους λόγους που το παραθέτω εδώ, είναι για να δείξω, έμπρακτα αυτή τη φορά, ότι όλοι ξεκινήσαμε από κάπου. Όσοι δεν έχουμε σχέση με την φιλολογία, όσοι δεν σπουδάσαμε το επάγγελμα και όσοι μισούμε τον τρόπο με τον οποίο διδαχτήκαμε την γλώσσα μας, ξεκινήσαμε – λίγο έως πολύ – κάπως έτσι. Κι αυτό το βλέπω κάθε μέρα. Σε email που παίρνω. Σε δημοσιεύσεις στο facebook. Σε αμφιβόλου προελεύσεως – ή και όχι – ιστοσελίδες. Δεν έχω σκοπό να αναλύσω το τι φταίει, εξάλλου δεν είναι αυτός ο σκοπός μου.
Αρχικά θέλω να προτρέψω όλους εσάς που σκαρώνετε ιστοριούλες, να σταματήσετε να ντρέπεστε γι’ αυτές, αλλά, ταυτόχρονα, να μην φτάσετε στο άλλο άκρο – στην έπαρση. Πάντα θα υπάρχουν καλύτεροι γραφιάδες από εμάς. Πάντα θα υπάρχουν άτομα που θα έχουν περισσότερη εμπειρία. Μπορούμε να επωφεληθούμε τόσο από τις γνώσεις τους, όσο και από τα κείμενά τους. Βέβαια, για να γίνεις γραφιάς, θα πρέπει να κάνεις κάτι πολύ βασικό. Να αρχίσεις να γράφεις.
Στείλτε μας τις ιστοριούλες σας, ακόμη κι αν ντρέπεστε στο guest@thebluez.gr. Δύο τινά μπορεί να συμβούν. Είτε θα τις δημοσιεύσουμε – αυτούσιες ή με κάποια μικρή επιμέλεια – είτε θα σας τις γυρίσουμε πίσω, εξηγώντας σας γιατί δεν μπορούμε να τις δημοσιεύσουμε και δίνοντάς σας μικρά tips για να τις βελτιώσετε. Επίσης τα μέλη της ομάδας TheBluez.gr Academy θα χαρούν να επικοινωνήσετε μαζί τους για συμβουλές και βοήθεια. Όλοι ξεκινήσαμε από κάπου. Όλοι φτάσαμε εδώ που είμαστε γιατί δεν αφήσαμε τα κείμενά μας να τα φάει το μαύρο το σκοτάδι. Τα δουλέψαμε και τα ξαναδουλέψαμε και τα φέραμε εκεί που μπορέσαμε – ανάλογα με τις δυνατότητές μας – να τα φτάσουμε.
Έχοντας πει αυτά, θέλω να υπενθυμίσω ότι το TheBluez δεν είναι ειδησεογραφικός ιστότοπος ούτε σελίδα ειδικών ενδιαφερόντων. Γράφουμε ό,τι θέλουμε να γράψουμε – μπορεί να είναι μυθοπλασία, μπορεί να είναι η γνώμη μας, μπορεί να είναι ένα χιουμοριστικό κείμενο, κάποιες σκέψεις ή οτιδήποτε άλλο εμπίπτει στην θεματολογία μας. Με θλίβει όταν βλέπω σχολιαστές – παθιασμένους, δε λέω – να επιτίθενται σε κάποιο κείμενο σαν να είναι κάποιο clickbait τύπου ΠΡΟΣΟΧΗ! ΠΗΓΕ ΝΑ ΓΕΝΝΗΣΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΖΕΣΤΕ ΤΙ ΕΒΓΑΛΕ!!!
Σε άλλα νέα από το μέτωπο…
Ξεκινήσαμε, τις τελευταίες μέρες, να δημοσιεύουμε τα κείμενά μας σε μια – όχι και τόσο νέα – μορφή, στο Facebook. Η μορφή αυτή ακούει στο όνομα Instant Articles. Στην ουσία και για να μην σας πολυζαλίσω με τα τεχνικά, τα κείμενα ανοίγουν απ’ ευθείας στην εφαρμογή του κινητού (μιας και το 90% των αναγνωστών μας, μας διαβάζουν στις κινητές τους συσκευές). Τα κείμενα ανοίγουν εξαιρετικά γρήγορα και καταναλώνουν πολύ λιγότερα από τα πολύτιμά μας δεδομένα. Ταυτόχρονα σας δίνουν την δυνατότητα να σχολιάζετε και να κοινοποιείτε, χωρίς να χρειάζεται να βγείτε από το κείμενο – έχουμε πάει την διαδραστικότητα, σε άλλο επίπεδο. Έχω την εντύπωση πως σας αρέσει.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας, είτε μέσω της σελίδας μας στο facebook, είτε μέσω email για να μας πείτε την γνώμη σας για αυτές τις αλλαγές, να μας κάνετε παράπονα, ή, ακόμη και να μας στείλετε κάνα ταπεράκι μουσακά ξερωγω – αρκεί να μην είναι βήγκαν. Ακόμα της το κρατάω μανιάτικο της μάνας μου, για εκείνον τον βήγκαν μουσακά που αντί για κιμά είχε μανιτάρια…
Τέλος, περιμένουμε να μοιραστείτε μαζί μας τα κείμενά σας, και, γιατί όχι, να γίνετε μέρος μιας ομάδας γραφιάδων που με μερικές χούφτες λέξεις, πλάθουν σκέψεις και όνειρα, σ’ ένα μέσο επικοινωνίας που ήρθε για να μείνει. Γιατί η πραγματικότητα γίνεται πολύ πιο όμορφη όταν δημιουργείς και η γραφή είναι δημιουργία κι απελευθέρωση μαζί. Όλοι μπορούν να γράψουν. Το ίδιο και εσύ.