Όταν ξεκίνησε ο λεβέντης τα μπρος – πίσω (και συνέ-χυσε αργότερα τα πάνω – κάτω) με την κυρά Μάρω, ο Μήτσος ήταν στο σπίτι και έβλεπε τηλεόραση πίνοντας μπίρες. Ήταν βράδυ Τετάρτης, της τρίτης κατά σειρά χειρότερης μέρας της εβδομάδας, όπως έλεγε συχνά ο Μήτσος. «Ειδικά για όσους δουλεύουν σαν το σκυλί, όπως εγώ, είναι μαρτύριο». Έτσι έλεγε και έπρηζε την επί είκοσι πέντε συναπτά έτη γυναίκα του, η οποία βαριόταν. Ο γάμος τους είχε φτάσει σε κάποιο τέλμα. Η κυρά Μάρω είχε πάψει να φροντίζει τον εαυτό της περίπου στον δέκατο χρόνο της κοινής τους ζωής. Δεν εργαζόταν, παρά είχε κληρονομήσει από τους γονείς της μια πολυκατοικία κοντά στο τοπικό πανεπιστήμιο, απ’ όπου τσέπωνε τα νοίκια. Δεν έβγαζε πολλά, διότι η πολυκατοικία δεν ήταν σύγχρονη και εμφάνιζε συχνά προβλήματα, και αυτό την εκνεύριζε, γιατί δεν είχε τη δική της ανεξαρτησία στο βαθμό που ήθελε, καθότι ο Μήτσος, αν και δούλευε σε ένα πολυτελές γραφείο και έπαιρνε τετραψήφιο μισθό, δεν επιδίωκε εξόδους ή πολυτέλειες. Ήταν «μαγκούφης», έτσι τον αποκαλούσε η κυρά Μάρω και έβριζε τον εαυτό της που έμενε με δαύτον.
Μέχρι που είδε τον φοιτητή της Νομικής. Ένα ενενήντα, μελαχρινός με γαλάζια μάτια, γυμνασμένος. Εξ αρχής, την γοήτευσε. Όλη την προηγούμενη εβδομάδα (όταν και τον πρωτογνώρισε) τον σκεφτόταν – ιδιαίτερα, όταν ήταν γυμνή στο μπάνιο. Αλλά χθες… χθες ήταν η μοιραία στιγμή. Τον είδε ημίγυμνο. Η κυρά Μάρω είχε έρθει να του πει για το ρεύμα και εκείνος εμφανίστηκε στην πόρτα με το στήθος του να γυαλίζει από τον ιδρώτα και το χαμόγελό του να αφοπλίζει κάθε δισταγμό της.
Το μόνο που μπόρεσε να του πει ήταν: «Ήθελα… για το ρεύμα…»
«Αύριο», της είπε, «θα μιλήσουμε για το ρεύμα».
Και της έκλεισε την πόρτα, αφήνοντάς την να φαντασιώνεται την ίδια και εκείνον να κάνουν ό,τι δεν είχε κάνει ποτέ με τον άντρα της και να αδημονεί για την επόμενη νύχτα.
Και να που είχε έρθει αυτή η νύχτα, όπου δε συζητούσαν για κανένα ρεύμα, αλλά ευχαριστιόντουσαν ο ένας το κορμί του άλλου.
Ο Μήτσος είχε ένα μπουκάλι του μισού λίτρου στο χέρι και την προσοχή του στην αμερικάνικη ταινία δράσης, όταν ένιωσε το πρώτο τσίμπημα στα αχαμνά. Έβγαλε ένα αγκομαχητό και παραλίγο να του πέσει η μπίρα, αλλά πρόλαβε…
Άλλο ένα τσίμπημα.
Κι άλλο.
Τελικά, το φρεσκοπλυμένο πάτωμα δεν τη γλίτωσε και γέμισε γυαλιά και ξανθιά (σαν τα βαμμένα μαλλιά της κυρά Μάρως, ένα πράμα) μπίρα. Γιατί ο Μήτσος πόνεσε ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Αγκομαχούσε και κρατούσε τους βουβώνες του, διπλωμένος στον καναπέ. Στα μάτια του ήρθαν δάκρυα. Έσφιξε τα δόντια του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πάψει να πονάει. Αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ο πόνος δεν περνούσε. Ήταν σαν του έμπηγαν καρφιά. Ένα-ένα, απανωτά, μόλις με μισό δευτερόλεπτο διαφορά.
«Γιατί;» βόγκηξε. «Γιατί, γαμώτο;»
Άλλη μια πληγή.
«Γιατί;» ξανάπε, την ώρα που η κυρά Μάρω προσπαθούσε να συντονιστεί με τον λεβέντη, τη στιγμή που εκείνος ήταν από κάτω της και κρατούσε το σώμα της από τα πλευρά της και το ανέβαζε και το κατέβαζε. Η κυρά Μάρω ζύγιζε ογδόντα κιλά, για τα οποία ντρεπόταν, και είχε κυτταρίτιδα, για την οποία επίσης ντρεπόταν, αλλά ο μελαχρινός την χούφτωνε δίχως κόμπλεξ. Μάλαζε τις σωστές πτυχές του σώματός της με ευχαρίστηση, ενώ εκείνη, βαμμένη όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια, σφάδαζε από ηδονή.
Η κυρά Μάρω τον κοιτούσε. Ατένιζε όσο μπορούσε το κορμί του, τους μυς, το γενειοφόρο πρόσωπό του με τα εκπληκτικά μάτια και το τέλειο χαμόγελο. Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε δυο κουβέντες, όταν ο τύπος την άρπαξε και τη φίλησε και την έσφιξε πάνω του. Δεν είχε καταλάβει καν πότε την έγδυσε. Αλλά δεν την ένοιαζε πλέον. Όπως δεν την ένοιαζε και ότι απατούσε τον Μήτσο. Μπρος – πίσω. Πάνω – κάτω. Για δέκα λεπτά, πηγαίνοντας για τα έντεκα και τα δώδεκα. Πότε είχαν κάνει κάτι τέτοιο πρόσφατα με τον Μήτσο; Πότε το είχαν κάνει γενικά;
«ΓΑΜΩΤΟ!» ούρλιαξε ο Μήτσος στο σπίτι και έπεσε στο πάτωμα. Αναζήτησε με αγωνία το σταθερό ή το κινητό του. Είδε το τελευταίο στο τραπέζι της κουζίνας. Σύρθηκε ως εκεί, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε, αλλά φοβόταν. Ήταν πενήντα χρονών. Περνούσαν σκέψεις από το μυαλό του. Άσχημες σκέψεις. Δυσοίωνες.
Κάτω από το τραπέζι ο Μήτσος.
Κάτω από την κυρά Μάρω ο λεβέντης.
Πάνω στο τραπέζι το κινητό.
Πάνω στον λεβέντη η κυρά Μάρω.
Ο Μήτσος πήρε βαθιά ανάσα.
Ο φοιτητής έκλεισε τα μάτια του.
Η κυρά Μάρω ένιωθε τον οργασμό να καλπάζει προς το συνειδητό της.
Μια στιγμή αναμονής για όλους.
Έπειτα η κυρά Μάρω τέλειωσε και έσκουξε.
Ο φοιτητής έγλειψε τα χείλη του και τέλειωσε.
Ο Μήτσος σηκώθηκε. Ή αυτό προσπάθησε, γιατί οι πόνοι εκατονταπλασιάστηκαν το ίδιο δευτερόλεπτο, και έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν ξύπνησε, ήταν ακόμα μόνος του. Ένιωθε το κεφάλι του σαν ένα ξένο βάρος. Έβλεπε το εσωτερικό του σπιτιού του. Άκουγε την τηλεόραση. Οι ανάσες του, αθόρυβες. Τα άκρα του, ακινητοποιημένα.
Δεν υπήρχε πόνος τώρα.
Μάρω; αναρωτήθηκε. Δεν ήθελε να πει το όνομά της. Απλά το σκέφτηκε. Χωρίς λόγο. Ήρθε στο νου του η εικόνα της: μαύρο φόρεμα, μαύρες γόβες, πολύ μέικ απ, χτενισμένα μαλλιά… Πότε την είχε δει έτσι;
Σήμερα. Πριν από μιάμιση ώρα. Καθόσουν στον καναπέ και την είδες και τη ρώτησες πού πάει και σου είπε, βόλτα με την Στέλλα και την Πηνελόπη, τις γειτόνισσες.
Αυτό του είχε πει. Και εκείνος είχε συμφωνήσει και είχε… είχε…
Κάτι αναδεύτηκε στο νου του και η καρδιά του βροντοχτύπησε το στήθος του. Από αυξανόμενο θυμό.
Εσύ είχες γυρίσει προς την τηλεόραση, αλλά δεν πίστεψες την γυναίκα σου. Γιατί κατάλαβες. Δεν είσαι χαζός· φυσικά και κατάλαβες.
Ο Μήτσος έσφιξε τα δόντια ξανά. Η οργή του θέριευε.
Πήγε στον γκόμενο. Πήγε στον γκόμενό της. Σε απατάει. Έχει γκόμενο. Άραγε, πόσο καιρό να συμβαίνει, ε; Να μια καλή ερώτηση. Πόσο καιρό τα δυο πιτσουνάκια;…
«ΟΧΙ!» φώναξε ο Μήτσος και ανασηκώθηκε. «Όχι, δεν μπορεί…»
Η οργή παραμερίστηκε και επήλθε το σοκ ενός θεάματος που δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί. Ήταν… αλλόκοτο. Αποτρόπαιο. Χυδαίο. Ήταν σιχαμερό. Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Ήθελε να αποδειχτεί πως κοιμάται και να ξυπνήσει στο κρεβάτι του, δίπλα στην γυναίκα του. Δεν μπορεί να συνέβαινε. Όχι. Όχι, φυσικά και δεν συνέβαινε. Αυτά δεν γίνονται. Στάνταρ. Δεν υπάρχει περίπτωση.
Αλλά δεν θα ξυπνήσεις. Δεν κοιμάσαι. Όχι πια. Ξέρεις. Πλέον, ξέρεις.
Πώς μπορεί να συνέβαινε αυτό; Γιατί σε εκείνον; Γιατί; ΓΙΑΤΙ;
Αλλά ήταν εκεί. Όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήταν κομμάτι του. Δικό του.
Ο Μήτσος άκουσε για τελευταία φορά, πριν βγει από το σπίτι. Ο θυμός είχε επανέλθει, και αυτή τη φορά ήταν ξεκάθαρα στοχευμένος.
Δεν πρόσεξε τα βλέμματα τρόμου όσων τον είδαν να μπαίνει στο αμάξι του.
Είδε μόνο τα βλέμματα τρόμου της κυρά Μάρως και του λεβέντη, που ήταν ξαπλωμένοι και γυμνοί στο κρεβάτι. Ο Μήτσος έριξε και την πόρτα της πολυκατοικίας και του διαμερίσματος με το όργανό του. Τους άφησε άφωνους. Κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια το γκρι μακρόστενο καρφί που ξεπρόβαλλε από το σκισμένο τζιν παντελόνι του Μήτσου. Ήταν πάνω από ογδόντα πόντους, σε σχήμα κώνου, δυνατό σαν πολιορκητικός κριός. Συσπόταν και στρεφόταν μια προς την κυρά Μάρω και μια προς τον λεβέντη. Τους έβλεπε.
Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδαν.
Ένα κέρατο στη θέση του πέους του Μήτσου. Και από κάτω δυο μπαλίτσες, φτιαγμένες και αυτές από ατόφια εγκεφαλική ουσία.