«Γύρισε και μου είπε “δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Αυτά είναι σοβαρά θέματα κι εσύ δεν έχεις καμία δουλειά». Γύρισε και το είπε σε εμένα. Σε εμένα! Και με στόμφο κιόλας. Αυτό λέγεται θράσος, αλλά που να του το πω. Καταλαβαίνεις τι έχει συμβεί; Δε με έχει ανάγκη! Εμένα! Σε πειράζει να ανάψω τσιγάρο; Μην απαντήσεις, θα ανάψω!”
Άρχισε να ξεφυσάει τον καπνό με μανία προς το ταβάνι. Δεν της έχω πει ότι είμαι φανατική αντικαπνίστρια. Δε θα τη νοιάξει και δεν είναι αυτό το θέμα μας. Χτυπάει τη γόβα της στο πάτωμα με μανία και παίζει με τα δάχτυλά της. Είναι ταραγμένη.
“Άκους εκεί να μου πει ότι δε χρειάζεται να πω ή να κάνω κάτι… Ποιος νομίζει ότι είναι; Πως μπορεί να με πετάει από τη ζωή του έτσι; Του συμβαίνει κάτι. Το δέχομαι! Θέλω να τον στηρίξω και δε μ’ αφήνει! Χα, ας γελάσω! Εμένα! Που έχω χαραμίσει τη ζωή μου δίπλα του. Με τον μαλάκα που έχω μπλέξει. Που μόνο για να περνάει καλά με έχει. Όταν αφορά τη ζωή του, στην απ’ έξω εγώ. Έτσι δε γίνεται πάντα όμως; . Παύση!
Εστίασε το βλέμμα της στα μάτια μου. Δε μίλησα! Πρέπει να βρει μόνη της την απάντηση. Δεν μπορώ να της δώσω μασημένη τροφή. Δε θα βοηθηθεί!
“Όταν πρόκειται για τη ζωή του, εγώ έρχομαι δεύτερη. Ίσως γι’αυτό δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν ζευγάρι. Ίσως τελικά να πρέπει να αδιαφορήσω κι εγώ για εκείνον. Ίσως πρέπει να κάνω και εγώ τη ζωή μου. Μα τι μαλακίες λέω! Τον αγαπάω μωρέ! Είναι ο άνθρωπός μου. Θέλω να τον στηρίξω, αλλά δε με αφήνει. Θέλω να του σταθώ και αυτό θα κάνω. Και αυτό θα το πετύχω μόνο με υπομονή και αγάπη! Αυτό είναι το μυστικό τελικά!”.
Την κοίταξα, χαμογέλασα και ρώτησα… “εντάξει για σήμερα;”. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και σηκώθηκε χαμογελαστή. Καμία σχέση με τη γυναίκα που μπήκε στο γραφείο πριν 50 λεπτά. “Τα λέμε πάλι την άλλη εβδομάδα. Την Τρίτη, την ίδια ώρα!”.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έβγαλα τις γόβες και έκλεισα τα φώτα. Το γραφείο είναι στο κέντρο της Αθήνας και το φως των δρόμων έλουζε τον ζεστό χώρο. Έβαλα ένα κρασί και έκατσα στον καναπέ. Πάντα χρειάζομαι λίγο χρόνο να αποφορτιστώ πριν γυρίσω σπίτι. Δεν κουβαλάω ποτέ τη δουλειά μαζί. Ο κύριος κανόνας συγκατοίκησης. Τον τηρούμε χρόνια.
Βέβαια σήμερα, ίσως κάτσω λίγο παραπάνω εδώ. Δε θέλω να γυρίσω στο άδειο σπίτι. Εχτές μια βαλίτσα με περίμενε στην πόρτα όταν γύρισα. Μικρή αλλά γεμάτη. Είχαμε τσακωθεί πολλές φορές αλλά ποτέ δεν είχε φύγει. Φοβήθηκα! Τον έπιασα να μιλήσουμε αλλά ήταν μάταιο. Ένιωθε ότι το κεφάλι του θα σπάσει. Πνιγόταν! Πολλές αλλαγές, πολλά μέτωπα ανοιχτά, πολλά πράγματα μαζεμένα.
Δεν ήταν δικαιολογίες. Τον έβλεπα! Προσπάθησα να πω κάτι αλλά με πρόλαβε… “Δε χρειάζεται να πεις ή να κάνεις κάτι. Μόνος μου πρέπει να βρω την άκρη. Να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου!”. Αυτό μου είπε. Με φίλησε και έκλεισε την πόρτα.
Έκλαψα πολύ εχτές. Πάρα πολύ! Και σήμερα η κυρία Γιώτα με ταρακούνησε!
Παρόμοιες καταστάσεις, διαφορετικές αντιδράσεις αλλά μια η κατάληξη.
Δεν το είδα εχτές. Φοβήθηκα τόσο πολύ που αμέσως έβγαλα άμυνες και άρχισα να κλαίω. Έπνιξα τη λογική μου και άφησα τα συναισθήματά μου χωρίς σανίδες. Είναι ο άνθρωπός μου! Έχει προβλήματα. Η ζωή του δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Πολλή ανηφόρα! Το ξέρω… Εκεί είμαι, τα βλέπω. Πνίγεται και ποτέ δε θέλησε να με πάρει μαζί του. Ήθελε να με κρατήσει ασφαλή. Να μη με επηρεάσει τίποτα. Και θέλει να τα καταφέρει μόνος του… Δε με πέταξε στην άκρη. Με υπολογίζει αλλά σε μερικά πράγματα, καλό είναι, να μάχεσαι μόνος. Η ζωή είναι μια μάχη. Μια προσωπική μάχη και ένας είναι ο νικητής. Μόνο να τον προσέχω μπορώ. Αν με χρειαστεί, ξέρει που θα με βρει. Γιατί αυτό είναι η αγάπη. Να επουλώνεις τις πληγές της μάχης. Και εκείνος πρέπει να δώσει τη δικιά του…
Πήρα το κινητό στα χέρια μου κι άρχισα να πληκτρολογώ…
“Δώσε τη μάχη σου, αλλά μη νομίζεις πως είσαι μόνος. Είμαστε μαζί σε όλα! Εγώ δε θα σε αφήσω και το ξέρεις! Είσαι ο άνθρωπός μου και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε κάνω ευτυχισμένο. Θα είμαι πάντα δίπλα σου. Ό,τι και να γίνει. Πάρε τον χρόνο σου. Σ’αγαπάω!”.
Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως… “Κι εγώ σ’ αγαπάω και ξέρω ότι θα τα καταφέρουμε! Κατέβα να πάμε σπίτι…”.